Πράσινοι πρίγκιπες και κόκκινοι δράκοι

Standard

του Κωστή Καρπόζηλου

03 karpozilosΣκεφτείτε να αγκαλιάζετε τον πατέρα σας πριν κοιμηθεί, ενώ γνωρίζετε ότι σε μερικές ώρες στρατιώτες θα έρθουν στο σπίτι, θα τον συλλάβουν και θα τον οδηγήσουν στη φυλακή. Άβολη σκέψη. Σκεφτείτε να αγκαλιάζετε τον πατέρα σας πριν κοιμηθεί, ενώ γνωρίζετε ότι σε μερικές ώρες στρατιώτες θα έρθουν στο σπίτι, θα τον συλλάβουν και θα τον οδηγήσουν στη φυλακή, βασισμένοι σε πληροφορίες που συστηματικά και ενσυνείδητα παρείχατε εσείς. Αδιανόητη σκέψη.

Το ντοκιμαντέρ Green Prince αφηγείται μια, εκ πρώτης όψεως, αδιανόητη ιστορία: ο Μοσάμπ Χασάν Γιουσέφ, γιος και συνεργάτης του ηγετικού στελέχους της Χαμάς Σεΐχ Χασάν Γιουσέφ υπήρξε (με το κωδικό όνομα «Πράσινος Πρίγκιπας») από το 1997 έως το 2007 ο πολυτιμότερος πληροφοριοδότης της Σιν Μπετ, της ισραηλινής υπηρεσίας πληροφοριών. «Ήταν σαν η Χαμάς να έκανε πράκτορά της τον γιο του πρωθυπουργού του Ισραήλ», τονίζει ο Γκόνεν Μπεν Γιτζάκ, ο υπεύθυνος της Σιν Μπετ για τον «Πράσινο Πρίγκιπα», τον άνθρωπό της στον στενό πυρήνα της Χαμάς στα χρόνια της δεύτερης παλαιστινιακής Ιντιφάντα. Η σχέση του Μοσάμπ Χασάν Γιουσέφ και του Γκόνεν Μπεν Γιτζάκ, η σχέση του πληροφοριοδότη και του «χειριστή», είναι το κεντρικό θέμα του ντοκιμαντέρ: πώς από την ανάκριση του έφηβου Παλαιστίνιου, που είχε συλληφθεί για κατοχή όπλων, φτάνουμε στη στρατολόγησή του και πώς η δύσκολη συνεργασία τους μετεξελίσσεται σε σχέση εμπιστοσύνης και, τελικά, σε φιλία, κατά παραβίαση όλων των συνωμοτικών κανόνων. Η αφηγηματική αυτή πορεία διαπλέκεται με γνώριμες εικόνες από την πολιορκία της Ραμάλα, τις κηδείες των δολοφονημένων Παλαιστινίων, την εισβολή των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων, τις επιθέσεις αυτοκτονίας, τις παρελάσεις των αντιμαχόμενων πολιτικών και θρησκευτικών οργανώσεων στη Δυτική Όχθη. Σε πολλά πλάνα δεσπόζει ο Σεΐχ Χασάν Γιουσέφ: είναι ο οργισμένος ρήτορας και το δημόσιο πρόσωπο της Χαμάς. Πίσω του, ανάμεσα στους σωματοφύλακες και το συγκεντρωμένο πλήθος, διακρίνεται ο γιος του, ο άνθρωπος που για δέκα χρόνια διέπραττε μια διπλή προδοσία: ενάντια στην οικογένειά του και ενάντια στον λαό του. Συνέχεια ανάγνωσης

Μάτια ερμητικά κλειστά

Standard

ΑΝΤΙΚΛΙΜΑΚΑ

της Ιωάννας Μεϊτάνη

home_bkgΠριν από λίγα χρόνια, σε μια παραλιακή πόλη της Καλιφόρνιας, ένας δεκατετράχρονος μαθητής σκοτώνει μέσα στην τάξη, μπροστά στα μάτια όλων, έναν συμμαθητή του. Ο νεαρός δολοφόνος Μπράντον συλλαμβάνεται, δικάζεται και μπαίνει στη φυλακή για 25 χρόνια. Το θύμα, ο μικρός Λάρι, δεν ζει για να ολοκληρώσει κάτι που είχε μόλις αρχίσει να αποτολμάει: να ζει ως γυναίκα. Καθώς το ντοκιμαντέρ Valentine Road της Μάρτας Κάνινγκχαμ (ΗΠΑ, 2013) παρουσιάζει τα γεγονότα και μπαίνει κάτω από την επιφάνεια, ο προβληματισμός όλο και μεγαλώνει. Γιατί η εξήγηση που δίνουν τα «εξωτερικά χαρακτηριστικά» του εγκλήματος, η οποία θα ήταν ενδεχομένως αρκετή για πάψουμε να ασχολούματε με την υπόθεση και θα έκανε ένα σχετικό ντοκιμαντέρ να φαντάζει περιττό, είναι παραπλανητική.

Όντως, ο δολοφόνος Μπράντον είναι λευκός, καλοχτισμένος, έχει μια όμορφη φιλενάδα, έλκεται από ρατσιστικές και νεοναζιστικές ομάδες της πόλης του, σκιτσάρει στα τετράδιά του αγκυλωτούς σταυρούς και, σαν παιδί μιας γνήσιας αμερικάνικης οικογένειας, δεν δυσκολεύεται να βρει στο σπίτι του πιστόλι. Όντως, το θύμα Λάρι είναι ένα ιδιαίτερο παιδί, μελαμψό, ορφανό, που αρχίζει να εκδηλώνει τη θηλυκή του πλευρά και να φοράει τακούνια και σκουλαρίκια στο σχολείο, κουβαλάει στην τσάντα του κραγιόν και μάσκαρα, θέλει να τον φωνάζουν με γυναικεία ονόματα, και την παραμονή του Αγίου Βαλεντίνου πηγαίνει στον Μπράντον και του ζητάει να «γίνει ο Βαλεντίνος του». Το αντράκι Μπράντον τσαντίζεται, και τσαντίζεται τόσο πολύ που την επομένη, ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου, πυροβολεί τον Λάρι μέσα στην τάξη. Όντως η ταινία, αν σταματούσε στο πρώτο μισάωρο, θα ήταν περιττή. Συνέχεια ανάγνωσης

Το μεγαλείο της πουτάνας

Standard

ΑΝΤΙΚΛΙΜΑΚΑ

της Ιωάννας Μεϊτάνη

Το μεγαλείο της πουτάνας ή Δόξα στην πουτάνα. Έντονα χρώματα, κορίτσια βαμμένα, κοντές φούστες, κάλτσες πάνω απ’ το γόνατο, κολλητές μπλούζες, τατουάζ. Το βλέμμα του πελάτη. Τσακωμοί μες στο μπουρδέλο. Δυο κορίτσια προσεύχονται πριν πάνε για δουλειά. Ένα κορίτσι στέκει αμήχανο την ώρα της δουλειάς. Τρία κορίτσια διασκεδάζουν μετά τη δουλειά. Άλλες δυο καπνίζουν κρακ και μιλάνε.

Σκηνή από την ταινία

Το ντοκιμαντέρ του Μίχαελ Γκλαβόγκερ (Michael Glawogger) Whores Glory, που προβλήθηκε σε μια ειδική προβολή στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας την Τρίτη 20 Μαρτίου, δεν είναι ούτε ενημερωτικό ούτε σφαιρικό ούτε συγκινητικό. Δεν προσπαθεί να πραγματευτεί το θέμα, δεν προσπαθεί να παρουσιάσει όλες τις πλευρές του, δεν αξιώνει να μας ταρακουνήσει, δεν είναι ρεπορτάζ. Παρατηρώ γράφοντας ότι αποφεύγω να το χαρακτηρίσω, εξού και όλες οι αρνητικές προτάσεις. Μού είναι δύσκολο να περιγράψω τι είναι η ταινία αυτή και να τη χαρακτηρίσω με δυο επίθετα. Χρησιμοποιώ τον χαρακτηρισμό του σκηνοθέτη: η ταινία είναι Ένα τρίπτυχο.

Στην Ταϊλάνδη, το Μπαγκλαντές και το Μεξικό η πορνεία έχει διαφορετικά πρόσωπα. Οι νεαρές Ταϊλανδέζες δουλεύουν σε μαγαζί, με ωράριο· κατά τα άλλα είναι ανεξάρτητες, ζουν μόνες τους, έχουν συντρόφους. Στο Μπαγκλαντές το επάγγελμα είναι σχεδόν κληρονομικό: αν η μάνα σου είναι πουτάνα, κανείς δεν σ’ εκτιμάει, κανείς δεν θα σε πάρει σε άλλη δουλειά· το μπουρδέλο είναι το σπίτι σου, στο διπλανό δωμάτιο δουλεύει η μάνα σου, απ’ αυτήν παίρνεις το προφυλακτικό για τον πελάτη, εκεί κοιμάται το παιδί σου. Για φίλο έχεις τον πελάτη, και στο τηλέφωνο του κάνεις σκηνή γιατί μια μέρα διάλεξε μιαν άλλη αντί να έρθει σ’ εσένα. Στο Μεξικό η πορνεία είναι το αναπόδραστο παρόν για τα κορίτσια. Στο επάγγελμα μεγαλώνουν, στη «Ζώνη» έξω απ’ την πόλη ζουν νύχτα-μέρα, και στη Santa Muerte προσεύχονται για να ’χουν ένα καλό τέλος.

Σκηνή από την ταινία

Το Τρίπτυχο, όπως μας εξήγησε ο Γκλαβόγκερ, που ήταν παρών στην προβολή, αναφέρεται στις θρησκείες και ταυτόχρονα στην τριάδα Ουρανός-Γη-Θάνατος. Αναφέρεται όμως και σε τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις της σεξουαλικότητας, του σεξ, του αγοραίου έρωτα. Στη βουδιστική Ταϊλάνδη –όπου και η ταινία είναι πιο ανάλαφρη– τα κορίτσια δείχνουν μάλλον ευχαριστημένα, είναι σχετικά ανεξάρτητα, δουλεύουν με ωράριο σε μαγαζί και οι πελάτες είναι απολύτως συνειδητοί ως προς το τι κάνουν: ποικίλλουν τη σεξουαλική τους ζωή διαφορετικές γυναίκες, ενώ, όπως δηλώνουν, γι’ αυτούς η σύζυγός τους είναι κορώνα στο κεφάλι τους και παντοτινός σύντροφος στη ζωή τους. Στο ισλαμικό Μπαγκλαντές η πραγματικότητα είναι γήινη και σκληρή: προαγωγοί είναι οι μανάδες, τα κορίτσια δουλεύουν υπό την εποπτεία τους, τα υπόλοιπα κορίτσια τα αγοράζουν με συμβόλαιο τουλάχιστον ενός χρόνου κι αν δεν φέρνουν λεφτά τα διώχνουν, δίχως αύριο. Οι άντρες έρχονται για να ξαλαφρώσουν, όπως λένε, ακόμη και περισσότερες φορές τη μέρα. Στο σεξ κανείς δεν βγάζει τα ρούχα του. Στο καθολικό Μεξικό, όλες οι γυναίκες έχουν στο δωμάτιό τους αγαλματάκι της Santa Muerte, προσεύχονται, πάνε στον εξορκιστή. Συμφιλιώνονται με τον θάνατο, φιλοσοφούν, μπροστά στην κάμερα μιλάνε ανοιχτά για τις υπηρεσίες που προσφέρουν, γελάνε, κλαίνε, καπνίζουν κρακ. Οι άντρες έρχονται για να δοκιμάσουν ό,τι δεν δοκιμάζουν στο σεξ ζώντας την καθολική ζωή τους. Συνέχεια ανάγνωσης

«Εγώ δεν έχω θεό, κι έτσι κάθε πρωί καλημερίζω το ορυχείο»

Standard

 ΑΝΤΙΚΛΙΜΑΚΑ

της Ιωάννας Μεϊτάνη

 Τι γίνεται με τη χειρωνακτική εργασία στις μέρες μας; Εξαφανίζεται; Όχι. Γίνεται αόρατη. Την σπρώχνουν όσο μπορούν πιο μακριά από τα κέντρα της οικονομικής εξουσίας, εκεί όπου είναι φτηνά τα εργατικά χέρια. Εκεί όπου οι εργάτες δεν δουλεύουν για να φάνε, αλλά για να μην πεθάνουν. Και δουλεύουν τόσο ώστε άλλη ζωή δεν έχουν. Εκεί όπου οι εργάτες πηγαινοέρχονται κάθε μέρα στην κόλαση. Την κόλαση της χειρωνακτικής εργασίας, όπου ο θάνατος είναι τόσο κοντά που οι άνθρωποι καταφεύγουν στην προσευχή.

Στιγμιότυπο από την ταινία: κινέζοι εργάτες στο χαλυβουργείο του Λιαονίνγκ, από το επεισόδιο «Μέλλον».Το ντοκιμαντέρ Ο θάνατος του εργάτη (Workingmans Death) του αυστριακού σκηνοθέτη Μίχαελ Γκλάβογκερ παρουσιάζει Πέντε εικόνες για την εργασία στον 21ο αιώνα, με μόνα σχόλια τα λόγια των ίδιων των εργατών, την εικόνα τους, το μόχθο για την επιβίωση. Σε έξι επεισόδια της ταινίας ο Γκλάβογκερ ζωγραφίζει με τη φωτιά, τον καπνό, τη σκόνη, τον ήχο του σφυριού και την μπόχα, που σχεδόν φτάνει από την οθόνη στα ρουθούνια μας, την κατάσταση της εργασίας στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό.

Οι Ήρωες βγάζουν με τα χέρια τους άνθρακα από ένα εγκαταλελειμμένο ορυχείο στην Ουκρανία, έρποντας κάθε μέρα μέσα στις στοές, με μόνο σύμμαχο την τύχη. Τα Φαντάσματα κουβαλάνε σε πλεχτά πανέρια στους ώμους τους το θειάφι που μαζεύουν από τις πλαγιές ενός ηφαιστείου στην Ινδονησία. Κάθε φόρτωμα είναι 100 κιλά και πρέπει να μεταφερθεί σε απόσταση τουλάχιστον 10 χιλιομέτρων με τα πόδια. Τα Λιοντάρια σφάζουν, γδέρνουν και καψαλίζουν κατσίκες και αγελάδες σ’ ένα τεράστιο υπαίθριο «σφαγείο», όπου το αίμα με τη λάσπη γίνονται ένα, όπου τα σφαχτάρια ψήνονται σε γούβες με καύσιμα παλιά ελαστικά αυτοκινήτων. Τα Αδέρφια διαλύουν τα πλοία που φτάνουν για απόσυρση στην ακτή του Πακιστάν: κόβουν κάθε μέρα με το φλόγιστρο τα τεράστια κομμάτια λαμαρίνας και στη συνέχεια τα στοιβάζουν στην παραλία. Ανάμεσα στους λόφους από παλιοσίδερα έχουν τις καλύβες τους, ίδιες με κελιά φυλακής.

Τι γυρεύουν άραγε (!) οι πρόσφυγες από αυτές τις χώρες στην Ελλάδα;

«Γεννηθήκαμε μες στα βάσανα γιατί τίποτα σ’ αυτή τη χώρα δεν είναι όπως θα έπρεπε. Προσευχόμαστε στο θεό να κρατήσουν οι κυβερνήτες μας ανοιχτά τα σύνορα για να μπορούμε να πουλάμε τα κρέατά μας», λένε οι νιγηριανοί εκδοροσφαγείς. «Παρακάλεσα τη βρετανική κυβέρνηση να σταματήσει να στέλνει πλοία, για να μπορέσω να γυρίσω κοντά σου, αγαπημένη μου», τραγουδάει με παράπονο ο Πακιστανός που διαλύει τα σιδερένια πλοία. «Μια φορά το χρόνο πρέπει να θάβουμε το κεφάλι μιας κατσίκας μέσα στο θειάφι του ηφαιστείου, ξόρκι για να μην μας συμβεί κανένα ατύχημα», εξηγεί ο ινδονήσιος εργάτης, κίτρινος από τη σκόνη του θειαφιού. «Δεν μπορούμε να συγκριθούμε με τον Σταχάνοφ, εμάς δεν μας παρακινεί κανένας ενθουσιασμός. Ο δικός μας ενθουσιασμός είναι η θέλησή μας να ζήσουμε. Αν δεν δουλέψουμε θα πεθάνουμε από το κρύο», λέει ο ουκρανός ανθρακωρύχος, με την ανάσα του να αχνίζει στα χιόνια στη μπούκα της στοάς. «Τέτοιες φλέβες οι παππούδες μας τις έλεγαν ποντικοπαγίδες». Συνέχεια ανάγνωσης

«Κυπραίες»: το ντοκιμαντέρ ως μέσον κοινωνικής αλλαγής

Standard

Συνέντευξη της Βασιλικής Κατριβάνου

 

 

To ντοκυμαντέρ «Κυπραίες» της Βασιλικής Κατριβάνου και της Bushra Azzouz, γυρισμένο στην Κύπρο κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος για το Σχέδιο Ανάν φέρνει στο φως ιστορίες του διαιρεμένου νησιού, κρυμμένες για χρόνια, διερευνώντας τις έννοιες της εστίας και της ασφάλειας, καθώς και την επιθυμία γυναικών, και από τις δύο πλευρές, να ζήσουν ξανά μαζί. Θα προβληθεί το Σάββατο 17 Απριλίου (19.00) και την Τρίτη 20 Απριλίου (22.30 στο πλαίσιο του Fog Dog, φεστιβάλ που οργανώνουν οι «Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη» στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, Ιερά Οδός 48 (για  τις «Κυπραίες» βλ. http://www.womenofcyprusfilm.com). Mε την ευκαιρία αυτή, μιλήσαμε με τη σκηνοθέτρια Βασιλική Κατριβάνου. Συνέχεια ανάγνωσης