Αποχαιρετισμός στον Βαγγέλη Κεχριώτη (1969-2015)

Standard

του Βαγγέλη Καραμανωλάκη

Ο Βαγγέλης Κεχριώτης με την κόρη του, Ράνα

Ο Βαγγέλης Κεχριώτης με την κόρη του, Ράνα

Όσο και αν το φαντάζεσαι, δεν το περιμένεις να συμβεί. Κι όσο και αν το περιμένεις, δεν φαντάζεσαι τη δριμύτητά του όταν έρχεται. Η είδηση του θανάτου του Βαγγέλη Κεχριώτη, το ξημέρωμα της Πέμπτης, για όσους ξέραμε την κατάσταση της υγείας του –συναδέλφοι, φίλοι, παλιοί συμφοιτητές– δεν ήταν αδόκητη. Αυτό όμως δεν το έκανε λιγότερο οδυνηρή και, κυρίως, λιγότερο άδικη. Σαράντα έξι χρονών, αναπληρωτής καθηγητής βαλκανικής ιστορίας και ιστορίας των μη οθωμανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου, στην Κωνσταντινούπολη. Ο Κεχριώτης αποτελούσε εδώ και χρόνια όχι μόνον έναν σημαντικό μελετητή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και έναν ισχυρό δίαυλο επικοινωνίας της τουρκικής με την ελληνική επιστημονική κοινότητα. Και εάν με το ακαδημαϊκό του έργο, εκκινώντας από τους ελληνορθόδοξους της Σμύρνης στον 19ο και στον 20ό αιώνα, αναδείκνυε τον πλούτο και την πολυπλοκότητα των σχέσεων των διαφορετικών θρησκευτικών και εθνικών κοινοτήτων στον χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τη συνεχή αρθρογραφία και τις πρωτοβουλίες του έπαιρνε θέση σε όσα συνέβαιναν στη σύγχρονη ελληνική και τουρκική κοινωνία. Μαχητικός, με έντονη πολιτική και κοινωνική δράση αντιστρατεύτηκε και στις δυο πατρίδες του, τους ίδιους πάντα εχθρούς: τα στερεότυπα, τις εθνικιστικές κορόνες, τις απλουστεύσεις, τη ρητορεία. Μέσα από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Χρόνος» και την Αυγή (εδώ κάποια πρόσφατα άρθρα του στα «Ενθέματα») μέσα από τουρκικά μέσα ενημέρωσης, μπλογκ, τις αναρτήσεις στο facebook ανέλυε και σχολίαζε με διεισδυτικότητα, παρρησία και γνώση την επικαιρότητα, προχωρώντας κάτω από την επιφάνεια. Συνέχεια ανάγνωσης

Η αποτροπή του ανταγωνισμού

Standard

YΠΟΜΝΗΣΕΙΣ. ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΡΟΠΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ

του Σπύρου Ι. Ασδραχά

Αυτές τις μέρες, ο Σπύρος Ασδραχάς μας χάρισε ένα ωραίο δώρο: τον τόμο «Υπομνήσεις. Ιστορικότροπα σημειώματα» (εκδ. Θεμέλιο), καρπό ώριμο της σοφίας και της γραφής του. «Υπομνήσεις», όπως εξηγεί ο ίδιος, «δηλαδή ανασύσταση πραγμάτων ή σωστότερα μια θεματολογίας που ήδη ήταν γνωστή. Ιστορικότροπα, όχι ιστορικά σημειώματα. Δηλώνεται έτσι ένα είδος μετοχής σ’ ορισμένα από τα πλατιά πεδία της ιστοριογραφίας». Σημειώματα επίσης πολυθεματικά: «από τα κοράκια ως τις βραχονησίδες· και από τις βραχονησίδες ως τις αναδύσεις που έρχονται από παλιές μου λογοτεχνικές αγάπες, όπως λόγου χάρη ο πρώτος μου ποιητής, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης». Σχεδόν όλα τα κείμενα είχαν πρωτοεμφανιστεί στην Καθημερινή¸ με τη φροντίδα του Νίκου Ξυδάκη. Παραθέτουμε στη συνέχεια το ακροτελεύτιο κείμενο του τόμου, κείμενο που πρωτοδημοσιεύεται στον τόμο.

Στρ. Μπ.

6a-asdraxas swstos

Αρμένιος έμπορος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έργο του Λουί Ντυπρέ, 1825

Η αποτροπή του ανταγωνισμού συνιστά διακριτικό γνώρι­σμα των προκαπιταλιστικών οικονομιών, χωρίς ωστόσο αυτή να συνεπάγεται την κατάργησή του. Λέγαμε στο προηγούμενο σημείωμα ότι ίσχυε η διατίμηση, το narh, δηλαδή η ανώτερη τιμή. Στην οικονομία, ωστόσο, του παζαριού η «δί­καιη» τιμή ήταν προς αναζήτηση: πλειοδοτούσε οπωλητής και μειοδοτούσε ο αγοραστής, έκαναν δηλαδή «παζάρια». Είναι ενδεικτική, ανάμεσα στην πολυσημία της λέξης «παζάρι», αυτή η πρακτική της διαμόρφωσης των τιμών. Το παζάρι το συνοδεύει, όχι υποχρεωτικά πάντα, η διαφάνεια της κατασκευής του προϊόντος. Στις Φωνές του Μαρακές οΚανέττι παρατηρεί ότι ο πωλητής κατασκεύαζε το προϊόν του κάτω από τα μάτια όλων των ανθρώπων του παζαριού. Πιο επεξεργασμένη μορφή αυτής της διαφάνειας ήταν η τήρηση των συντεχνιακών κανόνων: κάποιοι ξέφευγαν και έστηναν τα εργαστήρια τους παράμερα, με αποτέλεσμα την πτώση της ποιότητας του προϊόντος. Ας έρθουμε όμως στο προκείμενο, την αποτροπή το ανταγωνισμού.

Το ζήτημα του εφοδιασμού του πληθυσμού με καταναλωτικά αγαθά, με «αγαθά της πρώτης ανάγκης», που ήταν τα τρόφιμα, δεν απασχολούσε μόνο τις μεγάλες πληθυσμικές συγκεντρώσεις, τις πόλεις, αλλά και τις μικρές, στο μέτρο όπου δεν είχαν ζωάρκεια και ήταν υπόφορες στις εισαγωγές. Όταν ένα πλεούμενο έφτανε σε ένα νησί με είδη πρώτης ανάγκης, ήταν απαγορευμένο να τα αγοράσουν οι έμποροι πριν ικανοποιηθεί η ζήτηση των κατοίκων: πρόκειται για την ανωνική πολιτική.

Ήταν επίσης απαγορευμένο οι εισαγωγείς να πουλάνε έξω από την περίμετρο του οικισμού: τα προϊόντα θα έπρεπε να εισ­αχθούν στον οικισμό και να τρέξουν στο παζάρι οι κάτοικοι να αγοράσουν. Την ίδια πρόνοια βλέπουμε και στους οθωμανικούς κανονισμούς των πόλεων, σχετικά με την αποθήκευση. Η απο­τροπή του ανταγωνισμού ίσχυε και για τους μαστόρους που συγκροτούνταν σε συντεχνία: η συντεχνία δεν αποτελούσε ε­νιαία επιχείρηση, όριζε μόνο τους κανόνες της συναλλαγής και τις υποχρεώσεις των ιεραρχημένων μελών των παραγωγικών και εμπορικών της κυττάρων, του «εργαστηριού». Αλλοιώς τα κύτταρα αυτά θα έπρεπε να συγκροτηθούν σε «συντροφιά», δηλαδή σε εταιρεία, με ορισμένη χρονική διάρκεια. Συνέχεια ανάγνωσης

Η Κυριακή αργία στην Οθωμανική Λέσβο (1909-11)

Standard

Οι «εξηνταβελόνηδες αντιδραστικοί», οι «γαβριάδες», ο μητρτοπολίτης και η θραύση της «υέλου της προσθήκης»

 του Αριστείδη Καλάργαλη

Εφημερίδα «Σάλπιγξ», 14.5.1909

Εφημερίδα «Σάλπιγξ», 14.5.1909

Με το Σύνταγμα των Νεοτούρκων το 1909, εκτός όλων των άλλων, καθιερώθηκε και η Κυριακή αργία στα μέρη που κατοικούσαν χριστιανοί Οθωμανοί. Ωστόσο, από τους πρώτους μήνες του 1909 υπήρξαν «κρούσματα αντιδράσεως» στη Μυτιλήνη, στις κωμοπόλεις Πλωμάρι, Πολυχνίτος και σε άλλα χωριά της Λέσβου καθώς «μπακάληδες, ψωμάδες, χασάπηδες, λαχανοπώλαι, ζαχαροπλάσται και τα ρέστα» ζητούσαν επαναφορά του προηγούμενου καθεστώτος λειτουργίας των καταστημάτων.

Καταστηματάρχες με επώνυμες καταχωρήσεις τους στη μοναδική ημερήσια εφημερίδα της Λέσβου, Σάλπιγξ, δηλώνουν τον Απρίλιο του 1909, ότι λόγω «παραβιάσεως της υποχρεώσεως, την οποίαν άπαντες ανελάβομεν περί τηρήσεως της Κυριακής αργίας, αναγκαζόμεθα και ημείς οι κάτωθι υπογεγραμμένοι, ιδιοκτήται Ζαχαροπλαστείων, να δηλώσωμεν εις την πελατείαν μας και το σεβ[αστόν] δημόσιον ότι εις το εξής θα μένωσιν ανοικτά καθ’ εκάστην Κυριακήν και τα ιδικά μας καταστήματα». Σε επόμενο φύλλο, κάποιος καταγγελλόμενος διευκρινίζει ότι «το κατάστημά μου ανοίγει την Κυριακήν εις τας 5 μ.μ. προς πώλησιν μόνον ζύθου τη εγκρίσει αυτών των Προέδρων των συντεχνιών και σωματείων». Εκφράζει το παράπονό του γιατί του «έθραυσαν διά λίθων μακρόθεν ριφθέντων την ύελον της προθήκης μου αξίας 20 μετζιτίων».

Αυτά συμβαίνουν στο χωριό Πολυχνίτος, μεταξύ των καταστηματαρχών. Από το ίδιο χωριό στέλνεται και προειδοποιητικό κείμενο: «Αφ’ ου αι επ’ εκκλησίαις διδασκαλίαι, και αι διαλέξεις και αι ιδιαίτεραι συστάσεις δεν ίσχυσαν να τους διδάξωσιν τα προς την θρησκείαν και την πατρίδα των καθήκοντα, πιστεύομεν η τελευταία ημών αύτη σύστασις να τους συνετίσει αναλογιζομένους ότι δυνατόν ο λαός διά συλλαλητηρίου να τους αποδοκιμάσει».

Ο χρονογράφος της εφημερίδας Μανώλης Βάλλης, ο οποίος κατάγεται από το ίδιο χωριό, απευθυνόμενος σε όσους επιθυμούν και προσπαθούν για την κατάργηση της Κυριακής αργίας γράφει: «Δεν έχω όρεξιν να επικαλεσθώ τα θρησκευτικά και κοινωνικά των ανθρώπων αυτών καθήκοντα», γιατί αμφιβάλλει αν υπάρχουν σε ανθρώπους που μοναδικό σκοπό έχουν το κέρδος και τον πλουτισμό. Όμως πρέπει να καταλάβουν αυτοί «οι ολίγοι Ρωμιοί» ότι «η Κυριακή αργία κατέστη πλέον δι’ ημάς τους ορθοδόξους επιθυμητή και σεβαστή ως δεύτερον σύνταγμα». Συνέχεια ανάγνωσης

Κράτος, Εκκλησία και φόροι

Standard

 της Σίας Αναγνωστοπούλου

Οι κτήτορες της Μονής Διονυσίου, Νήφων ο Β΄, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, και ο βοεβόδας της Βλαχίας Νεαγόκε Μπασαράμπ. Φορητή εικόνα της Μονής Διονυσίου, Άγιον Όρος,16ος αιώνας.

Οι κτήτορες της Μονής Διονυσίου, Νήφων ο Β΄, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, και ο βοεβόδας της Βλαχίας Νεαγόκε Μπασαράμπ. Φορητή εικόνα της Μονής Διονυσίου, Άγιον Όρος,16ος αιώνας.

Η πρόταση για τον εκκλησιαστικό φόρο, που διατύπωσε ο Τάσος Κουράκης, μπορεί να δώσει το έναυσμα για έναν ουσιαστικό διάλογο, όπου θα αναδιατυπωθούν μείζονα ερωτήματα, όπως το πολιτικό, ιδεολογικό, κοινωνικό αλλά και εθνικό περιεχόμενο του ελληνικού εκσυγχρονισμού που διεκδικείται σήμερα. Μόνο έτσι τέτοιες προτάσεις αποκτούν το πλήρες νόημά τους. Έτσι, μια ιστορική περιήγηση στις σχέσεις πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας μάς δείχνει ότι το ζητούμενο δεν είναι τόσο η διατύπωση μιας  νέας μεταρρυθμιστικής πρότασης, αλλά η ένταξή της σε μια άλλη θεώρηση των σχέσεων κράτους-κοινωνίας, επομένως και κράτους-Εκκλησίας.

Στις Αυτοκρατορίες, όπως λ.χ. η Οθωμανική, οι σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την εξουσία, μέχρι τον 19ο αιώνα, συγκροτήθηκαν στο πλαίσιο της αυτοκρατορικής αντίληψης περί εξουσίας. Το πρόσωπο και το σπαθί του σουλτάνου  όριζε κατ’ αποκλειστικότητα τις σχέσεις εξουσίας-κοινωνίας: από τον σουλτάνο αντλούσε η θρησκευτική εξουσία το προνόμιο άσκησης εξουσίας επί των Ορθοδόξων, με αντάλλαγμα την εξασφάλιση της υποταγής τους στον σουλτάνο. Στο προνόμιο άσκησης εξουσίας συμπεριλαμβανόταν και η φορολόγηση των Ορθοδόξων από την ιεραρχία, και μάλιστα με την ενεργό συμπαράσταση του οθωμανικού κράτους, αξιωματούχοι του οποίου βοηθούσαν τους ιεράρχες στην απόσπαση  των φόρων. Αυτό το σύστημα συνέβαλε, με τα χρόνια, στην αυθαίρετη σκληρή φορολόγηση του ποιμνίου και στον πλουτισμό των ιεραρχών, καθώς και στη διαπλοκή της ιεραρχίας με τους πλούσιους Ορθόδοξους (Φαναριώτες), αλλά και τους υψηλά ιστάμενους οθωμανούς αξιωματούχους. Συνέχεια ανάγνωσης

Παραχαράκτες της Ιστορίας

Standard

Έλληνες, Γάλλοι, Ρώσοι και Τούρκοι στο Ιόνιο του 1790

του Δημήτρη Αρβανιτάκη

Εις μνήμην των Ελλήνων και Ρώσων

πεσόντων για την ελευθερία

και την ορθόδοξη πίστη

των πατέρων τους!

Η μάχη στη νησίδα Βίδο, υπό τις διαταγές του

ναυάρχου Ουσακώβ, αποτέλεσε την

αρχή για την απελευθέρωση της Κέρκυρας.

18-20 Φεβρουαρίου 1799.

Το μνημείο ανεγέρθηκε 8 Οκτωβρίου 2011 επί

δημάρχου Κέρκυρας Ιωάννη Τρεπεκλή.

Jean Baptiste Lesueur, «Επαναστάτες φυτεύουν το δέντρο της ελευθερίας», 1790

Jean Baptiste Lesueur, «Επαναστάτες φυτεύουν το δέντρο της ελευθερίας», 1790

Αυτή την επιγραφή αντικρίζει όποιος φτάνει στο Βίδο, το καταπράσινο νησάκι που βρίσκεται σε ελάχιστη απόσταση από την πόλη της Κέρκυρας, σχεδόν μέσα στο λιμάνι. Μια πλάκα, με δίγλωσσο το παραπάνω κείμενο (ελληνικά και ρωσικά), τοποθετημένη στον βράχο, και δύο σημαίες να κυματίζουν γλυκά-γλυκά μέσα στην ησυχία της θάλασσας: αυτά υποδέχονται τον επισκέπτη, τον καλοκαιρινό τουρίστα συνήθως. Λοιπόν;

Ας διαβάσουμε ξανά το κείμενο. Ποιος ήταν εκείνος ο πόλεμος στον οποίον «Έλληνες και Ρώσοι έπεσαν για την ορθόδοξη πίστη των πατέρων τους»; Από ποιον κατακτητή «απελευθερώθηκε» η Κέρκυρα; Ποιος ήταν ο «εχθρός», ο οποίος ούτε καν αναφέρεται, και ποιος ήταν ο σύμμαχος των «πεσόντων για την πίστη…», ο οποίος επίσης αιδημόνως αποσιωπάται; Μια σειρά αποκρύψεων, ψευδών και διαστρεβλώσεων, με φαρδιά-πλατιά την υπερήφανη υπογραφή ενός πολιτικού αξιωματούχου: ενός εκλεγμένου του κερκυραϊκού λαού!

Αυτό το μνημείο, λοιπόν, στήθηκε «εις αιωνίαν ανάμνησιν» της πολιορκίας της Κέρκυρας από τον ενωμένο ρωσοτουρκικό στόλο, υπό την αρχηγία του ρώσου Ουσακώφ και του τούρκου Καδίρ μπέη, με σκοπό να εκδιωχτούν οι ναπολεόντειοι Γάλλοι από το Ιόνιο. Λίγον καιρό πριν, ο ίδιος (ρωσοτουρκικός, να μην το ξεχνάμε) στόλος είχε εκδιώξει τις αδύναμες φρουρές των γάλλων από τα άλλα νησιά του Ιονίου. Και ακόμα λίγον καιρό πιο πριν ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, ο αλήστου μνήμης Γρηγόριος Ε΄, είχε εκδώσει τη διαβόητη εγκύκλιο, με την οποία καλούσε το «ορθόδοξο ποίμνιό του» να διώξει τον «μοχθηρό όφι», τους «άθεους Γάλλους» από τα νησιά. Συνέχεια ανάγνωσης

1821: Μια εθνική επανάσταση που ενέχει την ταξική διάσταση, αλλά δεν είναι ταξική

Standard

 συνέντευξη του Σπύρου Ι. Ασδραχά

 

Νίκος Εγγονόπουλος, «Ο όρκος των Φιλικών»

Στις σημερινές συνθήκες της κρίσης αλλάζουν πολλά, ανάμεσά τους και τα εργαλεία με τα οποία σκεφτόμαστε το παρελθόν. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρείτε ότι ανασηματοδοτείται η σχέση μας με το παρελθόν, και ιδιαίτερα με κρίσιμες στιγμές όπως η Επανάσταση του 1821;

 Θα έλεγα ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σύνηθες ιστοριογραφικό δίλημμα, της αναλογίας και της επανάληψης. Σε ποιο βαθμό αναλογίες που προκύπτουν από διαφορετικές ή εν μέρει ανόμοιες δομές μπορούν να τροφοδοτήσουν τις κατανοήσεις των σημερινών φαινομένων, όπως η καπιταλιστική κρίση; Προσωπικά, θεωρώ ότι μας χρειάζονται και, με τους κατάλληλους όρους, μπορούν να συνεισφέρουν στον εμπλουτισμό των αναλυτικών εργαλείων μας.

Όπως έγραφε ο Σβορώνος σε εκείνο το επίδικο άρθρο του για την εθνογένεση, για να γνωρίσεις τις διαδοχικές συνειδητοποιήσεις ενός λαού, πρέπει να γνωρίσεις την ιστορία του. Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να δούμε τι ακριβώς ήταν αυτό το Εικοσιένα. Καθώς πριν από το 1821 υπάρχουν μια σειρά επαναστατικών κινητοποιήσεων στον ελλαδικό χώρο, τίθεται το γνωστό ζήτημα αν η Επανάσταση του Εικοσιένα είχε το ίδιο περιεχόμενο, λ.χ., με το 1770. Θα έλεγα ότι η επισφαλής λύση προβλημάτων ορίζεται εν πολλοίς από την κακή τοποθέτησή τους. Και θεωρώ κακή τοποθέτηση του προβλήματος να ρωτάμε αν το 1770 είχε τους χαρακτήρες της Επανάστασης του 1821. Είναι σαν να λέμε ότι ο νόμος της βαρύτητας υπήρχε από την εποχή που πέφτουν τα μήλα από τη μηλιά, σαν να λέμε ότι ο προάγγελος του νόμου της βαρύτητας, που διατύπωσε ο Νεύτωνας, ήταν η παλινωδία του Πλάτωνος στον Φαίδρο: οι ψυχές που αιωρούνται, και οι βαριές ψυχές που πέφτουν.

Χαρακτικό της Λουκίας Μαγγιώρου, από το λεύκωμα "Για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά"

Ένα ιστορικό φαινόμενο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επανάσταση, αν δεν συγκεντρώνει ορισμένα χαρακτηριστικά· στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι η μετάβαση από την έννοια του γένους (που έχει τη ρίζα του στις οικουμενικότητες της εποχής και των προηγούμενων εποχών, φτάνοντας μέχρι τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τους ελληνιστικούς χρόνους) στην έννοια του έθνους. Μέσα στη φαινομενική συνέχεια υπάρχουν ουσιώδεις ασυνέχειες. Το 1821 είναι η ανασηματοδότηση των προηγούμενων επαναστατικών κινημάτων και η μεταμόρφωσή τους, δηλαδή η προσαρμογή τους στους όρους της εποχής. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι μια εποχή επαναστάσεων και σε άλλα μέρη, όπως στη Λατινική Αμερική.

Αν προχωρήσουμε στο ζήτημα των συνεχειών, αλλά μετά το 1821, μπορούμε να πούμε ότι η Επανάσταση του 1821 είναι ένα είδος αντιστασιακής μήτρας, καθώς πολλές φορές, και ιδίως σε στιγμές κρίσιμες, όπως στα χρόνια της Κατοχής, γίνεται επίκληση σε αυτήν;

Θα μιλούσα με τους όρους του Φίλιππου Ηλιού για τη «χρήση της Ιστορίας». Ο Φίλιππος προσανατολιζόταν περισσότερο στη χρήση της ιστοριογραφίας, δηλαδή της ιστορικής ερμηνείας. Στο ζήτημά μας υπάρχει ένα θέμα «αναμορφώσεων» — όπως σε έναν πίνακα ο οποίος, ανάλογα με την οπτική γωνία που τον βλέπεις, έχει διαφορετική μορφή. Ανακρατιέται όμως κάτι: η έννοια της μη συμβίωσης με την κατακτητική κοινωνία. Και έτσι, στα χρόνια της Αντίστασης, έχουμε και τη φράση «Το Εικοσιένα ξαναζεί με το λαό μαζί». Βεβαίως ξαναζεί το Εικοσιένα, επειδή υπάρχει η σύγκρουση ανάμεσα σε κατακτημένους και κατακτητές, με τη διαφορά όμως ότι τα αιτούμενα του Εικοσιένα δεν εγγράφονται στα αιτούμενα της κοινωνίας η οποία έχει προκύψει από τη Βιομηχανική Επανάσταση. Συνέχεια ανάγνωσης

Προϋποθέσεις της Επανάστασης του 1821

Standard

του Σπύρου Ι. Ασδραχά

Ελληνική μαρτιγάνα, 1807 (J.L.S. Bartholdy, «Voyage en Grèce…», Ι, Παρίσι 1807, όπως παρατίθεται στο «Η Θεσσαλονίκη του 18ου αιώνα», Θεμέλιο, Αθήνα 1996)

Καθώς πλησίαζε η επέτειος της 25ης Μαρτίου, σκεφτήκαμε να απευθυνθούμε σε ορισμένους από τους πλέον ειδικούς, φίλους και συνεργάτες των «Ενθεμάτων». Ο Σπύρος Ι. Ασδραχάς, ο Νίκος Θεοτοκάς, ο Νίκος Κοταρίδης και ο Διονύσης Τζάκης ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στο κάλεσμά μας. Βρεθήκαμε έτσι, πριν λίγες μέρες, στο φιλόξενο σπίτι του Νίκου Θεοτοκά, στη Νέα Σμύρνη, όπου οι συνομιλητές μας συζήτησαν, για ώρες, γύρω από το στρωμένο τραπέζι και συνοδεία του απαραίτητου οίνου, σχετικά με τις προϋποθέσεις, την προετοιμασία και τον χαρακτήρα της Επανάστασης του 1821. Καθώς για όσα ειπώθηκαν δεν επαρκούσε ο δεδομένος χώρος των «Ενθεμάτων» και κρίναμε ότι θα ήταν κρίμα να ακολουθήσουμε την οδό των δραστικών περικοπών, προτιμήσαμε το σύνολο της συζήτησης να κυκλοφορήσει σε αυτοτελές τευχίδιο, το επόμενο διάστημα. Ως μικρή πρόγευση του όλου, δημοσιεύουμε σήμερα κομμάτια από την παρέμβαση του Σπύρου Ι. Ασδραχά, με την επισήμανση ότι, παρά τις προσθήκες του συγγραφέα, έχει διατηρηθεί ο προφορικός χαρακτήρας του λόγου.

«ΕΝΘΕΜΑΤΑ»

 

Έλληνας έμπορος, π. 1780 («Recueil des different costumes…», Παρίσι, chez Onfroy, π. 1780, όπως παρατίθεται στο «Η Θεσσαλονίκη του 18ου αιώνα», Θεμέλιο, Αθήνα 1996)

Επιμένω στην έννοια της κατάκτησης. Μόνο παρερμηνείες ή χρησιμοθηρίες υποβαθμίζουν, στην πρόσφατη ιστοριογραφία, την έννοια αυτή.

Η κατάκτηση έχει τα χαρακτηριστικά της. Συνεπέφερε ωσμώσεις,  εισχωρήσεις των κατακτημένων στο σύστημα των κατακτητών, δημιούργησε συνδετικούς κρίκους, αλλά και ανταρσίες. Ο Σάθας διατύπωσε ένα ερμηνευτικό σχήμα, που το ξαναβρίσκουμε στον Μακρυγιάννη, ότι ευθύς με την άλωση της Κωνσταντινούπολης, αρχίζει η «αντίσταση» στην κατάκτηση. Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα.

Η έννοια της κατάκτησης και η σημασία της

Πριν προχωρήσουμε, ας υπενθυμίσουμε ότι μια κατάκτηση δεν μπορεί να εδραιωθεί εάν οι κατακτημένοι δεν έχουν δομή ή δομές. Η κατάκτηση της Αμερικής προσέκρουε στους indios bravos· αυτούς δεν μπορούσαν να τους ελέγξουν. Η κατακτημένη κοινωνία, στη δική μας  περίπτωση, είχε τις δομές της, και ως εκ τούτου μπορούσε να επικαθίσει  σε αυτήν η οθωμανική κατάκτηση.

Η κατάκτηση, χονδρικά, διανύει δύο φάσεις: τη φάση της οθωμανικής επέκτασης και τη φάση που έπεται της αποτυχίας της Βιέννης. Στην πρώτη φάση είναι έξεργος ο λεηλατικός χαρακτήρας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη δεύτερη φάση, ο λεηλατικός αυτός χαρακτήρας κατά κάποιον τρόπο εσωτερικεύεται, με τους φόρους. Ωστόσο δεν είναι,  κατά τη γνώμη μου, ο φόρος το στοιχείο που επιδείνωνε την εκμετάλλευση­· είναι το  γεγονός ότι αλλάζει ο τύπος των προσόδων, συγκεκριμένα ότι πυκνώνεται ένας τύπος προσόδων, χρειάζεται συνεπώς να μελετήσουμε την εξέλιξη και διόγκωση των γαιοπροσόδων σε σχέση με τις φορολογικές προσόδους.

Βλέποντας το ζήτημα εκ των υστέρων, εκεί όπου έχουμε καταγραφές, προκύπτουν ορισμένα προφανή πράγματα: η κατακτητική κοινωνία ιδιοποιείται την οικονομία μέσω της δημιουργίας οιονεί ατομικής ιδιοκτησίας, η οποία προϋπήρχε, αλλά διογκώνεται. Αν καταμετρήσουμε τον οθωμανικό πληθυσμό και την κατοχή γαιών, και μάλιστα των καλύτερων γαιών, θα δούμε ότι υπάρχει μια δυσαναλογία: η αριθμητικώς μικρότερη κοινωνία κατέχει τις περισσότερες γαίες — αυτό είναι το αποτέλεσμα των μετρήσεων που μπορεί να γίνουν επί τη βάσει των πρώτων στατιστικών που έχουμε μετά την Επανάσταση του 1821. Και αν κάνουμε και άλλες διακρίσεις, θα δούμε ότι οι αρδευόμενες γαίες κατέχονται πρωτίστως από τους Οθωμανούς, τους μουσουλμάνους. Καλλιεργούνται με διαφόρων τύπων διανεμητικά συστήματα, κυρίως από τους κατεχόμενους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και οι κατακτητές δεν είναι άμεσοι καλλιεργητές. Στην ουσία, η γαιοκτησία αυτού του τύπου είναι αποτέλεσμα ιδιοποιήσεων μέσω της καταχρέωσης των χωρικών που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις και να μετέχουν στην αγορά, υποκείμενοι, στο μέτρο όπου μετέχουν, σε μια άνιση ανταλλαγή. Συνέχεια ανάγνωσης