Ο χώρος και ο χρόνος ως κοινωνικά φαινόμενα: οι δυνατότητες της πολιτικής

Standard

 Κριτική στις αντιλήψεις του ΚΚΕ και της συστημικής οικολογίας

του Γ. Π. Στάμου

Έργο του Κάζιμιρ Μάλεβιτς, 1911

Έργο του Κάζιμιρ Μάλεβιτς, 1911

 Γενικολογίες, στερεότυπα, απολυτότητα, αυταρέσκεια και κλειστότητα είναι μερικά από τα συμπτώματα που φαίνεται να κυριάρχησαν στις διαδικασίες του 19ου Συνεδρίου του ΚΚΕ. Τουλάχιστον αυτό μετέφερε ο απόηχος που έφτασε εκτός των τειχών. Είμαι της γνώμης ότι τα παραπάνω σχετίζονται, εκτός όλων των άλλων, και με το γεγονός ότι η ρητορική του κόμματος μπλέκει αδιάκριτα τον χρόνο της πολιτικής με τον χρόνο της Ιστορίας, καθώς και το τοπικό με το παγκόσμιο. Όπως, αντίστοιχα, διάφοροι οικολογικοί νατουραλισμοί εξισώνουν το τοπικό με το πλανητικό ή τον χρόνο της πολιτικής με τον γραμμικό φυσικό χρόνο.

Δεν θα κομίσω βέβαια γλαύκα στην Αθήνα, αν πω ότι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η πολιτική βρίσκεται σε στενή συνάφεια με τον τρόπο που γίνεται αντιληπτή η ροή του χρόνου, αλλά και η ιδιαιτερότητα του χώρου όπου η πολιτική θα εφαρμοστεί. Ή, με άλλα λόγια, το πώς γίνεται αντιληπτή η πολιτική αξία του χωροχρόνου, δηλαδή το πώς μιλάμε για πολιτική με τρόπο συγκεκριμένο: για την καθολική μεν, πλην πάντα συγκεκριμένη στον χώρο και τον χρόνο, δυναμική των φαινομένων.

 Ένα παράδειγμα: Πώς μελετάμε την αέρια ρύπανση στη Θεσσαλονίκη

Καθώςπερνάμε από τη μια κλίμακα του χωροχρόνου στην επόμενη, βέβαια, διαφοροποιούνται και οι δυνάμεις που κινητοποιούν τα κοινωνικά φαινόμενα, παρόλο που μεταξύ τους υφίστανται διασυνδέσεις διαφόρων τύπων. Για παράδειγμα, η αέρια ρύπανση στη Θεσσαλονίκη και η κλιματική αλλαγή στο επίπεδο του πλανήτη είναι δύο διαφορετικά φαινόμενα, αναφέρονται σε δύο εντελώς διαφορετικές χωροχρονικές κλίμακες και ελέγχονται από εντελώς διαφορετικούς μηχανισμούς, ωστόσο διασυνδέονται μεταξύ τους. Η διασύνδεση αυτή όμως δεν είναι ούτε άμεση ούτε ευθεία, οπότε ανακύπτει το ερώτημα: Πώς και σε ποιο βαθμό μπορούμε να προβάλουμε σε μια κατώτερη κλίμακα (στο επίπεδο μιας πόλης, σήμερα), όσα διαδραματίζονται σε ένα ανώτερο επίπεδο (στο πλανητικό επίπεδο, στη μακρόσυρτη χρονική κλίμακα της κλιματολογίας), αλλά και το αντίστροφο; Το να πούμε, όπως το ΚΚΕ, ότι για την ατμοσφαιρική ρύπανση στην πόλη ευθύνεται ο καπιταλισμός ή, όπως οι συστημικοί οικολόγοι, ότι ευθύνεται η αλλαγή του κλίματος είναι σαν να μη λέμε τίποτα. Συνέχεια ανάγνωσης

Για μια οικολογική ανθρωπολογία

Standard

του Γ.Π. Στάμου

Έμιλ Νόλντε, «Χορός», 1910

Έμιλ Νόλντε, «Χορός», 1910

Σε τούτο το κείμενο θα προσπαθήσω να μιλήσω για μια οικολογική ανθρωπολογία, τα βασικά στοιχεία της οποίας θα αναζητήσω στα Χειρόγραφα του 1844, και μάλιστα στο εδάφιο όπου ο Μαρξ πραγματεύεται την έννοια της αλλοτρίωσης. Αναφέρει, συγκεκριμένα, εκεί ότι ο άνθρωπος εξωτερικεύει τις δυνάμεις του στο κοινωνικό αλλά και το φυσικό περιβάλλον. Οι δυνάμεις αυτές είναι μυϊκές αλλά και διανοητικές, αισθητικές, ηθικές, ό,τι τελοσπάντων συγκροτεί τη δυνατότητα του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται και να παρεμβαίνει. Θα διακινδυνεύσω να θεωρήσω ότι τα παραπάνω μπορούν να αναγνωστούν σε αναφορά τόσο με τον κοινωνικό όσο και με τον ατομικό άνθρωπο. Με άλλα λόγια, θα θεωρήσω ότι σε ένα βαθμό το σύμπλοκο των δυνάμεων που θα εξωτερικευτούν προσδιορίζεται ιδιοσυγκρασιακά, σε μεγάλο όμως βαθμό αυτό θα καθοριστεί και από τη θέση του καθενός στο πλαίσιο του κοινωνικού καταμερισμού. Άλλες δυνάμεις θα εξωτερικεύσει ο οικοδόμος και άλλες ο δάσκαλος.

Το σημαντικό που υπογραμμίζουν τα Χειρόγραφα είναι ότι μέσα από αυτή την εξωτερίκευση ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τις δυνατότητές του, ή, καλύτερα, αποκτά συνείδηση του εαυτού του. Και πάνε λίγο παρακάτω, για να μας πουν ότι με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος φυσικοποιείται· αυτό, στο πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσεται η κουβέντα, θα πει ότι αποκτά συνείδηση όχι μόνο της κοινωνικής αλλά και της υλικής του υπόστασης, και γενικότερα των σχέσεών του με τους άλλους ανθρώπου καθώςκαι με τη φύση. Συνέχεια ανάγνωσης

Για τη δεύτερη, την οικολογική αντίφαση του καπιταλισμού

Standard

του Γ.Π. Στάμου

Χένρυ Μουρ, «Πλαγιαστή μορφή», 1938

Είναι γεγονός ότι η Aριστερά καθυστέρησε να μπει στη συζήτηση γύρω από το οικολογικό ζήτημα. Στην πράξη, είχαμε την πρώτη άξια λόγου συνεισφορά  μονάχα όταν, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο James O’Connor κατέθεσε την ιδέα του σχετικά με τη δεύτερη, την οικολογική αντίφαση του καπιταλισμού. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, το πρώτο σχετικό κείμενό του δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Capitalism, Nature, Socialism, τον Νοέμβριο του 1988. Εκεί, διατυπώνει την άποψη ότι η επιδίωξη κεφαλαιακής συσσώρευσης υποβαθμίζει τις συνθήκες της παραγωγικής διαδικασίας και δημιουργεί την οικολογική κρίση, η οποία, εν τέλει, επάγει κρίσεις υποπαραγωγής. Πρόκειται για τη δεύτερη αντίφαση του καπιταλισμού. Συνέχεια ανάγνωσης

Κορνήλιος Καστοριάδης: στοχαστής της οικολογικής δημοκρατίας και πρόδρομος της αποανάπτυξης

Standard

 του Σερζ Λατους

μετάφραση: Εκδόσεις των Συναδέλφων

Ο Σερζ Λατούς στην Αθήνα. Ο Serge Latouche ομότιμος  καθηγητής oικονομικών στο Πανεπιστήμιο Paris-Sud (Ορσέ), θεωρείται, διεθνώς, ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς της αποανάπτυξης. Την Τρίτη 10 Μαΐου θα βρεθεί στην Αθήνα και θα μιλήσει στις 19.30, στο Πολυτεχνείο (αμφιθέατρο ΜΑΧ), με θέμα «Το στοίχημα της αποανάπτυξης». Την εκδήλωση συνδιοργανώνουν το Αυτόνομο Στέκι, οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, το Παρατηρητήριο Ελεύθερων Χώρων, το περιοδικό Πανοπτικόν, ο Σκόρος και ο  Σπόρος.

Ο Λατούς γεννήθηκε το 1940 σπούδασε φιλοσοφία, πολιτικές και οικονομικές επιστήμες, έχει διδάξει σε πανεπιστήμια στη Λιλ στη Γαλλία, στο Κονγκό και στο Λάος. Από το 2002 έχει αφιερωθεί στη μελέτη της αποανάπτυξης. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του Το στοίχημα της από-ανάπτυξης, μτφρ. Χριστίνα Σαρίκα, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2008.

Όπως σημειώνουν οι οργανωτές της εκδήλωσης, «τη στιγμή που η χρεοκοπία της χώρας είναι χρεοκοπία του μοντέλου ανάπτυξης, ο Λατούς σε ρήξη με το ωφελιμιστικό φαντασιακό του καπιταλιστικού κόσμου, που μας οδήγησε εδώ, προτείνει νέες μορφές κοινωνικής, παραγωγικής και οικολογικής συμβίωσης.  Η μεγέθυνση και η ανάπτυξη είναι δύο μύθοι της οικονομίας που οδηγούν τον κόσμο στον αφανισμό. Ως εκ τούτου, ο Λατούς προτείνει την κατασκευή «συμβιωτικών, αυτόνομων, οικονόμων κοινωνιών» με ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει «αναδιανομή, αναδόμηση, μείωση, επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση κ.ά». Το πρόγραμμα αυτό –χωρίς να αποτελεί  «ετοιμοπαράδοτο μοντέλο»– συνιστά μια «ουτοπία κινητήρια και δημιουργική» για να διερευνήσουμε «τρόπους συλλογικής άνθησης που δε θα καταστρέφουν το περιβάλλον και τον κοινωνικό δεσμό».

«ΕΝΘΕΜΑΤΑ»

«Δεν είναι μόνο η αμετάκλητη κατασπατάληση του περιβάλλοντος και αναντικατάστατων πόρων. Είναι επίσης η ανθρωπολογική καταστροφή των ανθρώπινων όντων που μεταμορφώνονται σε παραγωγικά και καταναλωτικά κτήνη, σε εξαχρειωμένους ζάπερ»

Κορνήλιος Καστοριάδης[1]

«Η οικολογία είναι ανατρεπτική, γιατί θέτει σε αμφισβήτηση το καπιταλιστικό φαντασιακό που δεσπόζει στον πλανήτη. Αρνείται το κεντρικό του μοτίβο, σύμφωνα με το οποίο το πεπρωμένο μας είναι ν’ αυξάνουμε ακατάπαυστα την παραγωγή και την κατανάλωση. Δείχνει τον καταστροφικό αντίκτυπο της καπιταλιστικής λογικής στο φυσικό περιβάλλον και στη ζωή των ανθρωπίνων όντων».

Κορνήλιος Καστοριάδης[2]

Το σχέδιο μιας κοινωνίας αποανάπτυξης περικλείει ένα σύνολο θεματικών που συνηχούν με τη σκέψη του Καστοριάδη. Τις θεματικές αυτές μπορούμε να τις ταξινομήσουμε γύρω από δύο κύριους άξονες: την οικολογική δημοκρατία, αφενός, και την αποαποικιοποίηση του φαντασιακού, αφετέρου.

 Η οικολογική δημοκρατία

Έργο του Όσκαρ Κοκόσκα

Η πολιτική αυτονομία, ως συνειδητή και νηφάλια αυτοοργάνωση της κοινωνίας, κατέχει κεντρική θέση στην καστοριαδική ανάλυση. Για τον Καστοριάδη, όπως και για εμάς, η αυτονομία πρέπει να λαμβάνεται υπό την κυριολεκτική της έννοια (αυτό-νομος, αυτός που θεσπίζει ο ίδιος τους νόμους του), ως αντίδραση στην ετερονομία της αόρατης χείρας, της δικτατορίας των χρηματοοικονομικών αγορών και των επιταγών της τεχνοεπιστήμης στην (υπερ)μοντέρνα κοινωνία. Η αυτονομία καταλήγει στην άμεση δημοκρατία («συνέλευση ανθρώπων που θεσπίζουν οι ίδιοι τους νόμους τους» και «γνωρίζοντας ότι το κάνουν»), της οποίας ο Καστοριάδης ήταν θερμός υπέρμαχος.

Ωστόσο, σαν καλός ψυχαναλυτής που επίσης ήταν, ο Καστοριάδης δίνει μεγάλη σημασία στην προσωπική αυτονομία, την οποία θεωρεί αλληλένδετη με την αυτονομία της κοινωνίας. Το ον-υποκείμενο θεσπίζεται ως αυτόνομο ον. «Δηλαδή», εξηγεί ο Νικολά Πουαριέ, «ένα πρόσωπο που θεσπίζει το ίδιο τους νόμους του κι επιλέγει να τους υπακούει μετά λόγου γνώσης, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να τους θεσπίσει ξανά εκ νέου».[3] Η αυτονομία του προσώπου εκτείνεται αναγκαστικά και στο οικονομικό επίπεδο, γι’ αυτό η αυτοδιαχείριση των συλλογικοτήτων εργασίας έχει σημαντική θέση στη θεώρησή του. Πώς θα λειτουργούσε αυτή η αυτόνομη πολιτική και οικονομική κοινωνία; Το πείραμα των «Lip» (από το όνομα εκείνης της ωρολογοποιίας στην Μπεζανσόν, που την παράτησε το αφεντικό της και πρώτα την ανέλαβαν και μετά τη διοίκησαν οι υπάλληλοί της), το 1973, παρά την εχθρική στάση ορισμένων συνδικαλιστικών κατευθύνσεων, κατέδειξε τον πλούτο και το εφικτό της αυτοδιαχείρισης. Χρειάστηκε η βούληση των αρχών (του Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν εν προκειμένω), υπό την ώθηση μιας πεισματικής μερίδας εργοδοτών, για να μπει τέλος στο πείραμα.[4] Για την κοινωνικοπολιτική οργάνωση, ο Καστοριάδης παραπέμπει, όπως κι εμείς, στον οικολόγο αναρχικό Μάρεϊ Μπούκτσιν, του οποίου τον «οικο-κομουναλισμό»[5] ασφαλώς θα εκτιμούσε. «Δεν είναι εντελώς παράλογο», γράφει ο Μπούκτσιν, «να σκεφτούμε ότι μια οικολογική κοινωνία θα μπορούσε ν’ απαρτίζεται από έναν δήμο μικρών δήμων, καθένας από τους οποίους θα σχηματιζόταν από μια “κοινότητα κοινοτήτων” ακόμα πιο μικρών […] σε πλήρη αρμονία με το οικοσύστημά τους».[6] Θα είχαμε, κατά κάποιον τρόπο, μικρές δημοκρατίες γειτονιάς. Η συνειδητοποίηση των παγκόσμιων αντιφάσεων προκαλεί έτσι μια τοπική δραστηριοποίηση που εκκινεί τη διαδικασία αλλαγής, με τις προσδοκίες και τις δυνατότητες των πολιτών να εκδηλώνονται στη ζωντανή τους καθημερινότητα.

Το να δούμε στην ουτοπία της ριζικής και τοπικής δημοκρατίας τη λύση όλων των προβλημάτων είναι βεβαίως υπερβολικό, αλλά η αναζωογόνηση της τοπικής δημοκρατίας αποτελεί σίγουρα μια διάσταση της ήπιας αποανάπτυξης και μια μορφή χειροπιαστής πραγμάτωσης της αυτονομίας.

 Η αποαποικιοποίηση του φαντασιακού

Έργο του Βασίλι Καντίσκι, από τη σειρά "Γαλάζιος καβαλάρης"

Η υλοποίηση μιας κοινωνίας αποανάπτυξης συνεπάγεται ν’ αποαποικιοποιήσουμε το φαντασιακό μας για ν’ αλλάξουμε στ’ αλήθεια τον κόσμο προτού η αλλαγή του κόσμου μάς καταδικάσει στην οδύνη. Αυτή είναι η αυστηρή εφαρμογή του μαθήματος του Καστοριάδη.

«Το απαιτούμενο –σημειώνει– είναι μια νέα φαντασιακή δημιουργία που η σημασία της δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτε ανάλογο στο παρελθόν, μια δημιουργία που θα έβαζε στο κέντρο της ζωής του ανθρώπου σημασίες άλλες από την αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, που θα έθετε στόχους ζωής διαφορετικούς, για τους οποίους οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πουν πως αξίζουν τον κόπο. (…) Αυτή είναι η κολοσσιαία δυσκολία που πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε. Θα έπρεπε να θέλουμε μια κοινωνία στην οποία οι οικονομικές αξίες θα έχουν πάψει να κατέχουν κεντρική (ή μοναδική) θέση, όπου η οικονομία θα έχει ξαναμπεί στη θέση της, δηλαδή θα έχει γίνει ένα απλό μέσο του ανθρώπινου βίου και όχι ύστατος σκοπός, στην οποία επομένως θα έχουμε παραιτηθεί από αυτή την τρελή κούρσα προς μια συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση. Αυτό δεν είναι απλώς αναγκαίο για ν’ αποφύγουμε την τελεσίδικη καταστροφή του γήινου περιβάλλοντος. Είναι αναγκαίο κυρίως για να βγούμε από την ψυχική και ηθική εξαθλίωση των σύγχρονων ανθρώπων».[7] Συνέχεια ανάγνωσης

Η παρούσα γεωγραφική-οικονομική κρίση, τα προβλήματα της «παγκοσμιοτοπικοποίησης» και οι εναλλακτικές στρατηγικές της Αριστεράς

Standard

συνέντευξη του  Έρικ Σβεϊνχντάου

Τη συνέντευξη πήραν και μετέφρασαν ο Χάρης Κωνσταντάτος και η Δήμητρα Σιατίτσα

 

Ο Έρικ Σβεϊνχντάου (Erik Swyngedouw) είναι καθηγητής Γεωγραφίας στη Σχολή Περιβάλλοντος και Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ. Επικεντρώνεται στο ζήτημα της πολιτικής οικονομίας και των χωρικών αναδιαρθρώσεων του σύγχρονου καπιταλισμού, με δεκάδες εργασίες για την οικονομική παγκοσμιοποίηση, την περιφερειακή ανάπτυξη, την αστικοποίηση. Το τελευταίο διάστημα καταπιάνεται με ζητήματα πολιτικής οικολογίας και μετασχηματισμών των σχέσεων φύσης και κοινωνίας, με ιδιαίτερη έμφαση στη διακυβέρνηση, την πολιτική και τα οικονομικά των υδάτινων πόρων διεθνώς. Περισσότερες πληροφορίες για το έργο του: http://staffprofiles.humanities.manchester.ac.uk/Profile.aspx?Id=Erik.Swyngedouw Ο Ε. Σβεϊνχντάου βρέθηκε στην Αθήνα στα μέσα Δεκεμβρίου, για να συμμετάσχει σε εκδήλωση με θέμα «Το μέλλον της γεωγραφίας στην Ευρώπη», στο πλαίσιο του εορτασμού των 20 χρόνων από την ίδρυση του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου. Με την ευκαιρία αυτή μίλησε στα «Ενθέματα».

 

Σάντορ Τσίφφερ, «Πλοίο στον Σηκουάνα», 1911

Μιλώντας για την παρούσα παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, συνήθως την ορίζουμε σαν οικονομική και δημοσιονομική. Άλλες πλευρές της –χωρικές, γεωγραφικές ή οικολογικές– φαίνεται να αγνοούνται στον κυρίαρχο λόγο, τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς. Ποιοι είναι οι λόγοι και οι συνέπειες μιας τέτοιας κατανόησης της κρίσης;

Πρώτα απ’ όλα, χρειάζεται να αναστοχαστούμε πάνω στην έννοια της κρίσης που έχει χρησιμοποιηθεί πολύ και με διαφορετικούς τρόπους.

Η λέξη κρίση έχει κανονικοποιηθεί, με την έννοια ότι ζούμε σε συνθήκες κρίσης εδώ και πολύ καιρό: τη δεκαετία του 1990 είχαμε μια σειρά διαδοχικών κρίσεων στη Νοτιοανατολική Ασία, τη φούσκα των «dot-com», και το 2001 την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Οι συνθήκες της κρίσης έχουν γίνει οι κανονικές συνθήκες της καθημερινής ζωής. Αυτό συνδέεται στενά με εκείνο που ο Αλαίν Μπαντιού και άλλοι έχουν ονομάσει καλλιέργεια της πολιτικής του φόβου. Η συνεχής υπόμνηση ότι ο κίνδυνος είναι εκεί, ότι οι κίνδυνοι της καθημερινής ζωής δεν σταματούν να υπάρχουν. Η κανονικότητα δεν υπάρχει πια.

Πρώτο σημείο λοιπόν είναι ότι η κρίση έχει κανονικοποιηθεί, έχει γίνει ένα δεδομένο όχημα Λόγου (standard discursive vehicle) των ελίτ. Στο ερώτημα γιατί καλλιεργείται μια κουλτούρα και πολιτική του φόβου, η απάντηση είναι ότι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διατήρησης μιας συγκεκριμένης πολιτικής, οικονομικής και ιδεολογικής τάξης. Η επίκληση της έννοιας της κρίσης είναι εκείνη ακριβώς που κάνει τους ανθρώπους να φοβούνται οποιαδήποτε αλλαγή.

Δεύτερον, προχωρώ στη σύγχρονη μορφή της κρίσης, που, παρεμπιπτόντως, δεν είναι παγκόσμια, καθώς η Κίνα και η Ινδία αναπτύσσονται ραγδαία· είναι μια δική μας «ατλαντική» –βορειοαμερικανική και ευρωπαϊκή– κρίση που αναπαρίσταται ως παγκόσμια. Αν διαβάσετε την World Street Journal ή τους Financial Times, δηλαδή την τρέχουσα κατασκευή του κυρίαρχου λόγου, ανακαλύπτεις, μέσα από τη φωνή των ελίτ, ότι είναι εκείνες που συστηματικά καλλιεργούν και αναπαράγουν αυτή την έννοια της κρίσης. Γιατί αυτοί, τελικά, έχουν να χάσουν τα περισσότερα.

Τρίτον, είναι προφανές ότι οι πολιτικοί μηχανισμοί μέσω των οποίων οι ελίτ προσπαθούν να μετριάσουν για τις ίδιες τις αρνητικές επιπτώσεις της κρίσης που δημιούργησαν, ρίχνουν το βάρος στους φτωχούς και αδύναμους, που πλήττονται δυσανάλογα από την κρίση.

Μια κρίση γεωγραφική-οικονομική

Αν αναλογιστούμε τη δημιουργία αυτού που σήμερα αποκαλούμε οικονομική κρίση, θα υποστήριζα ότι σε μεγάλο βαθμό σχετίζεται με τη γεωγραφία, και ιδιαίτερα με μια συγκεκριμένη γεωγραφική μορφή αυτή της πόλης, του αστικού. Θα θυμάστε ότι όταν ξέσπασε η κρίση, το 2008, κάποιοι αναλυτές είπαν ότι αιτία ήταν τα τοξικά ενυπόθηκα δάνεια. Δηλαδή δάνεια για την αγορά ενός τμήματος πόλης –ενός σπιτιού, ενός διαμερίσματος, ενός οικοπέδου– που αναπτύχθηκαν με κερδοσκοπικό τρόπο, με τη μορφή εικονικού κεφαλαίου (fictitious capital) σε γιγαντιαία κλίμακα, στις ΗΠΑ, την Αγγλία, την Ιρλανδία, την Ισπανία. Αυτό οδήγησε στη σπειροειδή κατασκευή εκείνου που ο Μαρξ ονόμασε εικονικό κεφάλαιο, κάτι που στην καθομιλουμένη ονομάζουμε κερδοσκοπικό κεφάλαιο. Η δημιουργία κερδοσκοπικού κεφαλαίου είναι ιστορικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, δεν είναι κάτι καινούργιο. Σε συγκεκριμένες περιόδους μετατρέπεται στην κεντρική στρατηγική συσσώρευσης. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990-αρχές του 2000, το πεδίο δημιουργίας κερδοσκοπικού κεφαλαίου ήταν ο χώρος, η γεωγραφία, η κατασκευή του αστικού χώρου. Συνέχεια ανάγνωσης

Τι είναι η οικολογική δημοκρατία

Standard

του Τάκη Νικολόπουλου

Ποια σχέση μπορεί να έχει το οικολογικό πρόβλημα (παρά την αυξανόμενη  τελευταία, αλλά μειοψηφική εντούτοις, αμφισβήτησή του, είτε από ευρωπαίους σκεπτικιστές επιστήμονες είτε –στο πλαίσιο της γενικότερης κατά το περιοδικό  Nature απαξιωμένης  επιστήμης («science scorned»)[1]— από  συντηρητικούς αμερικανούς «εμπόρους της αμφιβολίας»)[2] με την κριτική που υφίσταται εδώ και αρκετά χρόνια, από δεξιά και αριστερά, η δημοκρατία  στην αντιπροσωπευτική της εκδοχή (και η οποία συνοδεύεται και με άλλα «κοσμητικά» επίθετα: συναλλακτική, επαγγελματική, τηλεδημοκρατία κ.ά); Μήπως η λύση ή βελτίωση του οικολογικού προβλήματος, που είναι εν τέλει πολιτικό πρόβλημα,  είναι άμεσα συναρτημένη με μια αλλαγή  του μοντέλου της πολιτικής δημοκρατίας,  ούτως ώστε να μιλάμε, όπως πριν μερικά χρόνια, εκπλήσσοντάς μας θετικά, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας,  για οικολογική δημοκρατία; Και εάν ναι, σε ποιο βαθμό και σε ποιο επίπεδο, Τοπικό; Εθνικό; Παγκόσμιο;.  Τρεις θεωρήσεις καταγράφονται:

Α. Μια πρώτη θεώρηση της οικολογικής  δημοκρατίας έχει περιβαλλοντικό χαρακτήρα και ταυτίζεται  αφενός με αυτό που ο αείμνηστος καθηγητής  Γ.  Παπαδημητρίου  πρώτος είχε ονομάσει «περιβαλλοντικό  σύνταγμα» (άρθρο 24  Σ),  και αφετέρου,  περιεχομενικά,  ιδεολογικά  και στρατηγικά, με την αμφιλεγόμενη και αμφισβητούμενη έννοια της  βιώσιμης  ή αειφόρου –οι όροι μάλλον δεν ταυτίζονται– ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, εδώ  η οικολογική δημοκρατία  εμπεριέχεται στο (και υλοποιείται από το) κράτος, την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, την οικονομική μεγέθυνση μέσω της λεγόμενης (κλασικής) περιβαλλοντικής οικονομίας (Hotelling, Pigou) ή αργότερα οικολογία της αγοράς (κανόνες, οικονομικά εργαλεία της αγοράς)  και πράσινη ανάπτυξη, στην τεχνο-επιστήμη. Ειδικότερα, στο πλαίσιο του περιβαλλοντικού συντάγματος  και της περιβαλλοντικής διακυβέρνησης (βλ. παρακάτω) το κράτος αυτής της δημοκρατίας παρεμβαίνει σε επείγουσες οικολογικές καταστάσεις, όπως άλλωστε και σε χρηματοπιστωτικές, για να σώσει τις υποτιθέμενες αυτορρυθμιζόμενες αγορές (φυσικών πόρων).

Συνέχεια ανάγνωσης