Η γερμανική οικονομία, οι ευρωπαϊκές εξελίξεις και η Ελλάδα
Γιατί οι λόγοι της αντίθεσής μας στις ιδιωτικοποιήσεις δεν (πρέπει να) είναι μόνο ιδεολογικοί
του Χρήστου Χατζηιωσήφ

Μαξ Ερνστ, «Η Παναγία μπατσίζει τον Χριστό», 1926
Η γερμανική οικονομία εμφανίζεται σήμερα σαν το επιτυχημένο παράδειγμα προς μίμηση. Το 40% του ΑΕΠ κατευθύνεται στις εξαγωγές, η Γερμανία είναι η τρίτη εμπορική δύναμη στον κόσμο μετά την Κίνα και τις ΗΠΑ, το εμπορικό πλεόνασμα ξεπερνά τα 188 δισ. το 2012, ίσο σχεδόν με εκείνο της Κίνας. Με τα πλεονάσματα αυτά η γερμανική κυβέρνηση χρηματοδοτεί, ή υπόσχεται να χρηματοδοτήσει, τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές, επιβάλλοντας τους όρους της. Η βάση όμως της πολιτικής ισχύος της Γερμανίας, οι εξαγωγές, ενέχει τα σπέρματα της αναίρεσής της και η σημερινή ριψοκίνδυνη και επιθετική πολιτική έχει στόχο να μη γίνουν οι κίνδυνοι πραγματικότητα. Ο πρώτος κίνδυνος προέρχεται από την ανατροπή της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας. Για να προστατευθούν από αυτόν, οι ιθύνοντες δεν ακολουθούν μια απλή εξαγωγική πολιτική, αλλά εδώ και δεκαετίες προωθούν την παραγωγική ενσωμάτωση των γερμανικών βιομηχανιών μέσω άμεσων επενδύσεων στις κυριότερες ξένες αγορές τους ανά την υφήλιο (ΗΠΑ, Μεξικό, Κίνα, Βραζιλία). Το πεδίο αναφοράς της γερμανικής οικονομικής πολιτικής έχει παύσει να είναι ευρωπαϊκό· είναι παγκόσμιο. Το 2012 η Ε.Ε. απορρόφησε 37% των γερμανικών εξαγωγών, έναντι 46% το 1999.
Δύναμη και αδυναμίες της γερμανικής οικονομίας
Ένας άλλος εξωτερικός κίνδυνος είναι ότι η Γερμανία αδυνατεί να ελέγξει τη διεθνή κίνηση κεφαλαίων. Οι μεγάλες ζημιές που υπέστησαν οι γερμανικές τράπεζες στις επενδύσεις τους στην αμερικανική αγορά παραγώγων το 2008 δείχνει ότι τα αμερικανικά hedge funds έχουν τη δυνατότητα να εκμηδενίσουν τη γερμανική αποταμίευση. Τον κίνδυνο αυτόν προσπαθεί να τον αποτρέψει η γερμανική πολιτική διαμορφώνοντας έναν ελεγχόμενο ευρωπαϊκό τραπεζικό χώρο. Από αυτόν η Γερμανία θα αντλεί αποταμιεύσεις, αντισταθμίζοντας τις πρόσφατες απώλειες των τραπεζών της και θα χρηματοδοτεί χαμηλότοκα τις βιομηχανικές της επενδύσεις, μειώνοντας προοπτικά την έκθεσή της στα αγγλοσαξονικά κερδοσκοπικά κεφάλαια. Ο κύριος εσωτερικός παράγοντας που θα υπονόμευε τις εξαγωγικές επιδόσεις είναι η άνοδος του κόστους της εργασίας. Χάρη σε ένα μοναδικό στην Ευρώπη κορπορατιστικό σύστημα και την απορρόφηση της Ανατολικής Γερμανίας, το κόστος της εργασίας συγκρατήθηκε επί μακρόν σε χαμηλά επίπεδα. Σήμερα, πάνω από 7 εκατομμύρια γερμανοί εργαζόμενοι αμείβονται με λιγότερο από χίλια ευρώ τον μήνα, ενώ το επίπεδο των συντάξεων προβλέπεται να πέσει το 2020 στο 40% του τελευταίου μισθού. Για πρώτη φορά μεταπολεμικά υπάρχουν στη Γερμανία μισθωτοί που δεν μπορούν να ζήσουν με την αμοιβή της εργασίας τους. Η γερμανική κυβέρνηση προσπαθεί να συγκαλύψει αυτή την κατάσταση, που έχει αρχίσει να δημιουργεί αντιδράσεις στο εσωτερικό. Καθυστέρησε τη δημοσίευση της έκθεσης για τη φτώχεια του Υπουργείου Εργασίας, την οποία και λογόκρινε. Πιέζει επίσης τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες να μειώσουν τους μισθούς, όχι για να γίνουν ανταγωνιστικές, αλλά για να αποτρέψει τη μετάδοση των μισθολογικών αυξήσεων στη Γερμανία. Ταυτόχρονα, η δημοσίευση σειράς στατιστικών μελετών που εμφανίζουν τους Νοτιοευρωπαίους πλουσιότερους από τους Γερμανούς έχει στόχο να αποπροσανατολίσει την εσωτερική συζήτηση, καθώς το SPD υιοθέτησε ως κεντρικό προεκλογικό του σύνθημα το «περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη», ενώ έχει ανέβει η απεργιακή διάθεση των συνδικάτων.

Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ, «Μαρτσέλα», 1909-1910
Η επιτυχία στην αποτροπή του κινδύνου της αύξησης του κόστους της εργασίας, σε συνδυασμό με πολιτισμικούς παράγοντες, έχει οδηγήσει σε δραματική μείωση των γεννήσεων, τη μεγαλύτερη μακροπρόθεσμα απειλή για την επιβίωση του γερμανικού οικονομικού μοντέλου. Έκθεση του ΟΟΣΑ υπολογίζει ότι χωρίς την είσοδο μεταναστών το 2050 ο ενεργός πληθυσμός θα πέσει από 44 εκατομμύρια σήμερα σε 28. Μόνο αν η καθαρή μετανάστευση προς τη Γερμανία ξεπερνά τις 400.000 τον χρόνο θα μπορέσει η γερμανική οικονομία να διατηρήσει την παραγωγική της ικανότητα. Κατά τους εννέα πρώτους μήνες, Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία έστειλαν στη Γερμανία 95.000 μετανάστες, στην πλειονότητα υψηλού μορφωτικού επιπέδου. «Οι νέοι Γκασταρμπάιτερ. Η ελίτ των νέων της Ευρώπης για τη γερμανική οικονομία», έγραφε το εξώφυλλο του Der Spiegel στις 25 Φεβρουαρίου. Θριαμβευτικός τόνος, που θύμιζε προπαγανδιστικά δημοσιεύματα της πολεμικής περιόδου για το Reichseinsatz, την αναγκαστική στράτευση των ευρωπαίων εργατών στη γερμανική πολεμική παραγωγή. Δεν εκπλήσσει λοιπόν ότι από την πρώτη στιγμή η γερμανική κυβέρνηση έσπευσε να επωφεληθεί από την κρίση στις χώρες του Νότου για να αποσπάσει εργατικό δυναμικό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο προσωπικός απεσταλμένος της καγκελαρίου Μέρκελ στην Ελλάδα είναι ο υφυπουργός Εργασίας.
Με μία φράση, η γερμανική οικονομία είναι αρκετά ισχυρή, ώστε οι κυβερνώντες να πειθαναγκάζουν τις ηγεσίες των άλλων ευρωπαϊκών χωρών να εφαρμόζουν μια πολιτική που απομυζά προς όφελός της τις δυνάμεις των δικών τους οικονομιών, αλλά δεν διαθέτει την κρίσιμη μάζα που θα της επέτρεπε να παρασύρει στην ανάπτυξη το σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας, ασκώντας μια πραγματική ηγεμονία. Οι γερμανοί πολιτικοί όλων των εκπροσωπούμενων στην Μπούντεσταγκ κομμάτων, οι επιχειρηματίες και τα συνδικάτα έχουν συνείδηση το πόσο εύθραυστη είναι η σημερινή εξαγωγική τους αιθρία, αλλά ακριβώς η συναίσθηση της αδυναμίας του συστήματος τους καθιστά ανασφαλείς και τους αποτρέπει να ριψοκινδυνέψουν μια ριζική αναθεώρηση της ακολουθούμενης πολιτικής. Μόνο μια βαθιά και μεγάλης διάρκειας ύφεση στην Κίνα θα μπορούσε να οδηγήσει τους γερμανούς ιθύνοντες, για το δικό τους συμφέρον, να υιοθετήσουν μια πιο αλληλέγγυα ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική. Το αίτημα για«περισσότερη Ευρώπη», που προβάλλεται σαν η λύση από ορισμένες πολιτικές δυνάμεις στις χώρες που πλήττει η κρίση, δεν μπορεί να αποτελέσει λύση: με τον σημερινό συσχετισμό ισχύος, θα οδηγούσε στη θεσμική επικύρωση της πολιτικής που έχει επιβάλει η Γερμανία. Η θεσμική κατοχύρωση αυτής της πολιτικής έχει ήδη συντελεσθεί σε μεγάλο βαθμό με την υιοθέτηση από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις του –γερμανικής έμπνευσης– δημοσιονομικού συμφώνου και των παραρτημάτων του. Είναι αυτό ακριβώς το σύμφωνο που χαράσσει τα στενά όρια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί η χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, την οποία διεκδικούν σήμερα η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία, αλλά πλέον και η «βόρεια» Ολλανδία. Συνέχεια ανάγνωσης →
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...