του Δημήτρη Χριστόπουλου

Παρίσι, 1949. Φωτογραφία του Έλιοτ Έρβιτ
Η δημιουργία της κυβέρνησης Παπαδήμου μας έθεσε ενώπιον ενός ερωτήματος στο οποίο δύσκολα μπορούμε να απαντήσουμε ακόμη από μια μακροϊστορική διάσταση: Με ποιον τρόπο η Ακροδεξιά κατάφερε να γίνει τμήμα της ελληνικής κυβέρνησης; Επί των χειρισμών που έφεραν την Ακροδεξιά στην κυβέρνηση ακούστηκαν οι εξής θέσεις: πρώτον, φταίει η Νέα Δημοκρατία, διότι ο πρόεδρός της επ’ ουδενί δεν επιθυμούσε να υποστεί το πολιτικό κόστος της διαχείρισης του μνημονίου μόνος του. Έβαλε έτσι ως όρο τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ, για να περιορίσει την εκλογική αφαίμαξη της ΝΔ προς το υπόγειο της δεξιάς πολυκατοικίας, το οποίο βλέπει πλέον για τα καλά και τους παραπάνω ορόφους. Η ερμηνεία αυτή μπορεί και να στέκει, πλην όμως είναι ασφυκτικά ελλιπής κατά το ότι βλέπει μόνο στο φωτοφίνις, το τέλος της κούρσας του ΛΑΟΣ προς την εξουσία. Για να φτάσει όμως το κόμμα αυτό εκεί χρειάστηκε σπρώξιμο που δόθηκε γενναιόδωρα από την ίδια την προηγούμενη κυβέρνηση, προκειμένου η Ακροδεξιά να μπορεί να εμβολίζει την πολιτική δύναμη της Δεξιάς. Ακόμη, όπως έχει τεκμηριώσει ο Δ. Ψαρράς στο τελευταίο βιβλίο του,[1] ήταν τέτοια η υποδοχή του «χωρατατζή» προέδρου του ΛΑΟΣ στα τηλεοπτικά σαλόνια τα δελτίων των οχτώ και όχι μόνο, ώστε το όλο πολιτικό και τηλεοπτικό περιβάλλον λειτούργησε σαν το τέλειο πλυντήριο της Ακροδεξιάς ταυτότητάς του. Έτσι, η μετέπειτα συμμετοχή του κόμματος αυτού στην κυβέρνηση εμφανίστηκε ως μια φυσική πολιτική διέξοδος για το ξέπλυμα (όχι του βρόμικου χρήματος, αλλά) της πιο βρόμικης ιδεολογίας. Μιας ιδεολογίας την οποία εύκολα μπορεί κανείς να την ανιχνεύσει στις επερωτήσεις των βουλευτών του κόμματος αυτού στη διάρκεια της τελευταίας κοινοβουλευτικής θητείας — και όχι μόνο. Μιας ιδεολογίας την οποία φυσικά το ΛΑΟΣ δεν απαρνείται. Απλώς την καμουφλάρει και το ομολογεί: «ο λόγος μας ήταν πιο εύγευστος και εύπεπτος. Δεν αλλάξαμε αυτά που σερβίραμε! Αλλάξαμε τον τρόπο που τα σερβίρουμε», έλεγε ο αρχηγός του το 2006, όπως μας θυμίζει ο Ψαρράς. Ορθά λοιπόν επισημαίνει το πρώην πλέον στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, ο Ν. Μπίστης: «Σε αυτή τη “λαϊκή νομιμοποίηση” του κ. Καρατζαφέρη συνέβαλε το ΠΑΣΟΚ χαρίζοντάς του γενναιόδωρα τον τίτλο του υπεύθυνου χαριτωμένου συνομιλητή, σε αντίθεση συνήθως με τον αδιάλλακτο και πάντα κατσούφη Σαμαρά. Για να χτυπήσουν τον τελευταίο, χάιδευαν τον πρώτο. Η ΝΔ έκανε κάτι χειρότερο. Στον ανταγωνισμό της με το ΛΑΟΣ για τις ψήφους της λαϊκής Δεξιάς εγκολπώθηκε τα συνθήματα, το αντιμεταναστευτικό και εθνικιστικό του πάθος».[2] Έτσι λοιπόν διαμορφώθηκε αυτό που εύστοχα αναγνωρίστηκε ως η «Ακροδεξιά του μεσαίου χώρου» (κατά τον Δ. Αναγνωστόπουλο-Παπαδάτο), υπό την έννοια ότι και η Ακροδεξιά θεσμοποιείται, αλλά και τα μέινστριμ κόμματα και μίντια ενστερνίζονται τις πολιτικές παραδοχές της.

Φραντς Μαρκ, «Η κίτρινη αγελάδα», 1911
Δεύτερο επιχείρημα, επίσης οικείο στο χώρο της κυβερνητικής παράταξης, ήταν πως η Aριστερά δια της a priori κατακραυγής της όποιας κυβερνητικής επερχόμενης σύνθεσης κατ’ ουσίαν λειτούργησε ως ηθικός αυτουργός για τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ, καθώς δια της αποχής της έσπρωξε το ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση δίνοντάς του το ζωτικό χώρο που του έλειπε και που διακαώς αναζητούσε. Εφόσον, κατά το επιχείρημα αυτό, η Αριστερά λέει συνέχεια «όχι», κατ’ ουσίαν αφήνει το πολιτικό βαρόμετρο να γέρνει προς τα Δεξιά με τα γνωστά αποτελέσματα. Το επιχείρημα προσωπικά δεν με αφήνει αδιάφορο και θα επιχειρηματολογήσω στη συνέχεια για ποιο λόγο υπάρχουν διαφορετικές διαβαθμίσεις του «όχι», δηλαδή αυξομειούμενης έντασης αρνήσεις οι οποίες συγκροτούν διαφορετικές πολιτικές στρατηγικές.
Για να προϊδεάσω λίγο για τα συμπεράσματα, πιστεύω ότι είναι διαφορετικής έντασης το «όχι» στην κυβέρνηση Παπαδήμου με το ΛΑΟΣ από το «όχι» στην ίδια κυβέρνηση χωρίς το ΛΑΟΣ. Επιχειρηματολογώ δηλαδή για λόγους αρχής υπέρ της αυτόνομης πολιτικής απαξίας της συμμετοχής της Ακροδεξιάς στο κυβερνητικό μπλοκ εντός ενός φιλελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος.
Επανέρχομαι όμως στο προηγούμενο επιχείρημα που ρίχνει το ανάθεμα στην Αριστερά. Το αντεπιχείρημα εδώ δεν είναι δύσκολο: κανείς δεν είχε ανάγκη την κοινοβουλευτική ομάδα του ΛΑΟΣ για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης η νέα κυβέρνηση. Αυτή είναι η ελληνική ιδιομορφία την οποία νομίζω θα πασχίζουν οι πολιτικοί επιστήμονες να τυποποιήσουν και να ταξινομήσουν στο μέλλον. Δεν είναι όμως μόνον ότι το ΛΑΟΣ δεν ήταν κοινοβουλευτικά αναγκαίο. Εκ των πραγμάτων φαίνεται πως η συμμετοχή του αντιμετωπίστηκε ως μια κατεξοχήν επιθυμητή επιλογή, πριν μάλιστα από τη συμμετοχή οποιουδήποτε άλλου κόμματος. Προς επίρρωση του ισχυρισμού αυτού θα αναφερθώ σε ένα ενδιαφέρον απόσπασμα μιας πρόσφατης συνέντευξης του Φώτη Κουβέλη (Τα Νέα, 26-27.11.11). «ΕΡ.: Ο Παπανδρέου δεν σας πρότεινε να συμμετέχετε στην κυβέρνηση; ΑΠ.: Όχι […] ΕΡ.: Αν ο Παπανδρέου πριν συμφωνήσει με το ΛΑΟΣ σάς είχε πει να συζητήσετε το ενδεχόμενο μιας κεντροαριστερής κυβέρνησης με τη συμμετοχή και της Νέας Δημοκρατίας θα το συζητούσατε; ΑΠ.: Με τα χαρακτηριστικά της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, ναι». Συνέχεια ανάγνωσης →
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...