Το πένθος

Standard

του Στρατή Μπουρνάζου

Μιλώντας για το τρομερό γεγονός της 13.11, νιώθω ότι πριν από κάθε ανάλυση, ακόμα την πιο εμβριθή, προηγείται, κάτι άλλο: το πένθος, η οργή, το να νιώσουμε τι συνέβη. Θα προσπαθήσω να το εξηγήσω με ένα παράδειγμα, αν και οι καταστάσεις δεν είναι συγκρίσιμες, γιατί ο τυφλός τρόμος του ISIS –στη Βηρυτό, στο Παρίσι και παντού– αγγίζει το ανείπωτο.

6 gia strati

Σκίτσο του Ιρανού Hadi Heidari

Όταν δολοφονήθηκε ο Παύλος Φύσσας ή ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, το πρώτο που κάναμε δεν ήταν να αναλύσουμε τα αίτια της χρυσαυγίτικης βίας ή της αστυνομικής αυθαιρεσίας, το ποιος όπλισε το χέρι του δολοφόνου. Αυτά ήρθαν αργότερα. Αμέσως μετά το αρχικό μούδιασμα, ξεχυθήκαμε στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούμε. Και πενθήσαμε.

Ας προσπαθήσουμε, και τώρα, να νιώσουμε τι έγινε. Πάνω από εκατόν πενήντα άνθρωποι νεκροί, νέοι κυρίως, εκεί που έπιναν το ποτό τους, μιλούσαν, λέγαν σπουδαία πράγματα ή χαζολογούσαν, κάναν όνειρα, σχέδια, μιλούσαν για τις αγωνίες τους, είτε απλώς πέρναγαν τη βραδιά τους. Πώς είναι να συμβαίνει στη γειτονιά σου κάτι τέτοιο; Στη γωνιά, δυο τετράγωνα παραπέρα, ή στο καφέ που βλέπεις τους φίλους σου;

Αντιγράφω από ένα μέιλ της φίλης μου  Άλκηστης Τσάμπρα, που ζει στο Παρίσι, στη γειτονιά όπου έγιναν δυο από τις επιθέσεις: «Παρακολουθώ όλη μέρα ειδήσεις, ακούγοντας και βλέποντας τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά, και είμαι ακόμα μουδιασμένη, δεν έχω ούτε ξεκάθαρα συναισθήματα ούτε ξεκάθαρες σκέψεις, εκτός από τη διαπίστωση ότι ζω την απόλυτη φρίκη. Ότι ο στόχος ήμουνα εγώ και οι φίλοι μου που βγαίνουμε να πιούμε τη μπύρα μας μετά το γραφείο στο μπαρ της γειτονιάς ή να πάμε στη συναυλία Παρασκευή βράδυ. Το πρωί ξύπνησα με τις εικόνες των νεκρών σωμάτων, πεσμένα στους δρόμους που περπατάμε καθημερινά, και σκεπασμένα με τα σεντόνια που οι άνθρωποι έριχναν από τα παράθυρα. Και με την πεποίθηση ότι αυτό θα το ξαναζήσουμε, κάπου αλλού ή πάλι εδώ». Συνέχεια ανάγνωσης

Τα δικαιώματα

Standard

Διήγημα του Γιώργου Μπουγελέκα

Έντβαρτν Μυνκ, "Μαντόνα¨, 1896-1902

Έντβαρτν Μυνκ, «Μαντόνα¨, 1896-1902

Η Πετρούλα ζούσε μόνη πια. Ορφανή κι ανάδελφη την είχε πάρει ο Πότης, από μιαν άκληρη θεία της, και την έκανε γυναίκα του. Μετά το θάνατο του άντρα της, εκείνη παρέμεινε εδώ, στην άκρη του Ταινάρου, και δεν το κούναγε ρούπι απ’ το χωριό.

 Ένα χωριό, που μαράζωνε απ’ τη μετανάστευση, τη φτώχια, την καθυστέρηση, τις αγωνίες της επιβίωσης, τη δυσκολία της επαφής με τον έξω κόσμο. Τον κόσμο της πρωτεύουσας, δηλαδή τον Πειραιά. Γιατί, για όλους τους Μανιάτες, εκεί ήταν η πρωτεύουσα. Στην πιο τρανή απ’ όλες τις σκάλες που έπιανε το καράβι της ακτοπλοϊκής συγκοινωνίας, όταν έγλειφε τις παραλίες της νότιας και της ανατολικής Πελοποννήσου.

Ένα παιδί μονάκριβο απέκτησε η Πετρούλα∙ τον Κούλη, κι εκείνο ταξίδευε. Πάλευε με τα κύματα για το ψωμί του.  Όμως τελευταία, που βασιλέας έγινε ένα νέο παιδί, οι φορές που της έστελνε κάποια χρηματάκια άρχισαν να πυκνώνουν. Και κείνη τα φορολογούσε. Για το γάμο του… Ήταν βλέπεις κι ανύπαντρο.

Παρηγοριά και συντροφιά ήταν πλέον η σκύλα της και το γαϊδουράκι της. Η μία για να μαρτυράει όσους πλησίαζαν το σπιτικό της, εκεί στην άκρη του χωριού, και το άλλο για να την ανεβοκατεβάζει στον Γερολιμένα, όταν τα χρειώδη τελείωναν κι έπρεπε να προστρέξει στο μαγαζί. Γιατί αυτοκίνητα δεν υπήρχαν, όμως ούτε και δρόμος να τον διαβούν και το μονοπάτι, το σκαλί όπως το λέγαν οι Οχιάτες, δεν ήταν εύκολο πια να το κατέβει και κυρίως να τ’ ανέβει, η Πετρούλα. Συνέχεια ανάγνωσης