του Τάκη Νικολόπουλου
Ποια σχέση μπορεί να έχει το οικολογικό πρόβλημα (παρά την αυξανόμενη τελευταία, αλλά μειοψηφική εντούτοις, αμφισβήτησή του, είτε από ευρωπαίους σκεπτικιστές επιστήμονες είτε –στο πλαίσιο της γενικότερης κατά το περιοδικό Nature απαξιωμένης επιστήμης («science scorned»)[1]— από συντηρητικούς αμερικανούς «εμπόρους της αμφιβολίας»)[2] με την κριτική που υφίσταται εδώ και αρκετά χρόνια, από δεξιά και αριστερά, η δημοκρατία στην αντιπροσωπευτική της εκδοχή (και η οποία συνοδεύεται και με άλλα «κοσμητικά» επίθετα: συναλλακτική, επαγγελματική, τηλεδημοκρατία κ.ά); Μήπως η λύση ή βελτίωση του οικολογικού προβλήματος, που είναι εν τέλει πολιτικό πρόβλημα, είναι άμεσα συναρτημένη με μια αλλαγή του μοντέλου της πολιτικής δημοκρατίας, ούτως ώστε να μιλάμε, όπως πριν μερικά χρόνια, εκπλήσσοντάς μας θετικά, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, για οικολογική δημοκρατία; Και εάν ναι, σε ποιο βαθμό και σε ποιο επίπεδο, Τοπικό; Εθνικό; Παγκόσμιο;. Τρεις θεωρήσεις καταγράφονται:
Α. Μια πρώτη θεώρηση της οικολογικής δημοκρατίας έχει περιβαλλοντικό χαρακτήρα και ταυτίζεται αφενός με αυτό που ο αείμνηστος καθηγητής Γ. Παπαδημητρίου πρώτος είχε ονομάσει «περιβαλλοντικό σύνταγμα» (άρθρο 24 Σ), και αφετέρου, περιεχομενικά, ιδεολογικά και στρατηγικά, με την αμφιλεγόμενη και αμφισβητούμενη έννοια της βιώσιμης ή αειφόρου –οι όροι μάλλον δεν ταυτίζονται– ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, εδώ η οικολογική δημοκρατία εμπεριέχεται στο (και υλοποιείται από το) κράτος, την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, την οικονομική μεγέθυνση μέσω της λεγόμενης (κλασικής) περιβαλλοντικής οικονομίας (Hotelling, Pigou) ή αργότερα οικολογία της αγοράς (κανόνες, οικονομικά εργαλεία της αγοράς) και πράσινη ανάπτυξη, στην τεχνο-επιστήμη. Ειδικότερα, στο πλαίσιο του περιβαλλοντικού συντάγματος και της περιβαλλοντικής διακυβέρνησης (βλ. παρακάτω) το κράτος αυτής της δημοκρατίας παρεμβαίνει σε επείγουσες οικολογικές καταστάσεις, όπως άλλωστε και σε χρηματοπιστωτικές, για να σώσει τις υποτιθέμενες αυτορρυθμιζόμενες αγορές (φυσικών πόρων).