Μικροί ουρανοξύστες στην Αθήνα

Standard

Όψιμη… ανακάλυψη της Αμερικής

της Φωτεινής Μαργαρίτη

Κατεδάφιση «μικρών ουρανοξυστών» σε προάστιο του Παρισιού.

Τελευταία έχουν έρθει συχνά στη δημοσιότητα απόψεις που υπεραμύνονται  της  οικοδόμησης «μικρών ουρανοξυστών» στην Αθήνα. Ο αναπληρωτής υπουργός περιβάλλοντος  Ν. Σηφουνάκης παρουσιάζοντας το νέο γενικό οικοδομικό κανονισμό (ΓΟΚ), τόνισε πως «πρέπει να διαμορφωθεί μια νέα στρατηγική που θα προτάσσει την καθ’ ύψος οικοδόμηση προκειμένου να υπάρξει συμπύκνωση της δόμησης και απελευθέρωση του εδάφους».

Σύμφωνα με την παραπάνω άποψη, η στρατηγική αυτή προϋποθέτει την μεγάλης κλίμακας κατεδάφιση κτιρίων που έχουν κλείσει τον «φυσιολογικό» κύκλο της ζωής τους: «Πρέπει να αναβαθμίσουμε το κτιριακό απόθεμα λαμβάνοντας υπόψη ότι ο χρόνος εξάντλησης της ζωής των κτιρίων από οπλισμένο σκυρόδερμα ολοένα και πλησιάζει. Βρισκόμαστε ένα βήμα πριν την υποχρέωση κατεδάφισης των πρώτων προβληματικών πολυκατοικιών» (Τα Νέα, 29.2.2012).

Το πρόσχημα της διάρκειας ζωής του σκυροδέματος. Η παραπάνω άποψη για τη διάρκεια ζωής των κτιρίων από σκυρόδεμα δεν μπορεί όμως να γενικευθεί. Η ανθεκτικότητα μιας κατασκευής δεν εξαρτάται μόνο από το υλικό, αλλά και την ποιότητά της, τη χρήση και τη συντήρηση των κτιρίων κλπ.  Η διεθνής μάλιστα εμπειρία από την κατεδάφιση ανάλογων κτιρίων αποδεικνύει  πως συχνά δεν γίνεται για τεχνικούς λόγους, αλλά για λόγους κοινωνικής δυσλειτουργίας της πόλης, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα των προαστίων του Παρισιού, όπου κτίρια είκοσι  μόλις ετών κατεδαφίστηκαν..

Από την κοινωνική στην επιχειρηματική πολεοδομία. Μετά το 1945 και  την αποτυχία της καθολικής ουτοπίας του Μεσοπολέμου στην Ευρώπη,  δόθηκε προβάδισμα στην επιχειρηματική διάσταση της πόλης και στη σταδιακή εγκατάλειψη της κοινωνικής πολεοδομίας. Αυτή η λογική  επικράτησε στην Αμερική, η οποία ας μην ξεχνάμε πως βιώθηκε σαν την παρθένα γη, όπου μπορείς να ξαναρχίσεις την ιστορία από το μηδέν, όπου η «καινοτομία» είναι αξία και έκφραση μιας συνεχούς αντίστασης  εναντίον του παρελθόντος. Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, οι ουρανοξύστες λειτούργησαν ως μοντέλο ανοικοδόμησης μιας ολόκληρης πόλης. Σήμερα, το μοντέλο της επιχειρηματικής πόλης, με επίκεντρο τα ψηλά κτίρια, επεκτείνεται με ταχύτατους ρυθμούς στις αναδυόμενες παγκόσμιες μητροπόλεις, συμπαρασύροντας σαν «τσουνάμι» όλες τις  ιδιαιτερότητες.

Από τη δεκαετία του 1980, στον ευρωπαϊκό χώρο αναπτύσσονται γόνιμες απόψεις και εφαρμογές, οι οποίες αντιτάσσουν στο αμερικανικό μοντέλο της καθ’ ύψος οικοδόμησης, το μοντέλο της αστικής πυκνότητας και της ανάμιξης των χρήσεων που χαρακτήριζαν την παλιά ευρωπαϊκή πόλη.

Η ευρωπαϊκή εξαίρεση. Στην Ευρώπη δεν έγινε ποτέ  μαζική ανοικοδόμηση ουρανοξυστών. Σοβαρός όμως είναι και ο κριτικός αντίλογος για την παγκόσμια γενίκευση των ουρανοξυστών, η οποία διαφοροποιείται ακόμη και από το αμερικανικό μοντέλο. Η πρώτη κάθετη ανοικοδόμηση των αμερικανικών πόλεων (Σικάγο, Ν. Υόρκη κλπ.) εμπεριείχε, σ’ ένα βαθμό, τα ψήγματα της κοινωνικής πολεοδομίας, εργαζόταν δηλαδή με την έννοια της αστικής πυκνότητας. Οι παλιοί ουρανοξύστες Art Deco, με τη χωροθέτησή τους, αλλά και με τη διαμόρφωση μιας διαφορετικής όψης στο επίπεδο του δρόμου, φρόντιζαν να δημιουργήσουν την οικειότητα και φυσικότητα των κοινωνικών αποστάσεων, εναρμονίζονταν με τα περιβάλλοντα κτίρια, διατηρούσαν ένα χαρακτήρα «πολιτισμένο», στοιχεία που σήμερα έχουν πλήρως εγκαταλειφθεί.

Ελληνική περιχαράκωση. Τις τελευταίες δεκαετίες η Ελλάδα φαίνεται να μην παρακολουθεί τον παραπάνω προβληματισμό. Προηγήθηκε μια περίοδος όπου κυριάρχησε  ένα είδος υβριδικής σκέψης, που εκφράστηκε κατεξοχήν με μια μιντιακή γλώσσα «θανάτου του κοινωνικού». Εξιδανίκευσε την εικόνα μιας Αθήνας-Μητρόπολης σε σαθρές βάσεις, όπως αποδεικνύει το πρόβλημα του κέντρου (και όχι μόνο), με ευθύνη κατεξοχήν της πολιτείας, αλλά και των ειδικών επιστημόνων (αρχιτεκτόνων κλπ.), οι οποίοι πάσχουν συχνά από ένα είδος μεγαλομανίας, που  αγνοεί ότι η τέχνη τους είναι έντονα «μολυσμένη» από την ζωή και την κοινωνία. Συνέχεια ανάγνωσης

Οι πόλεις του Όλιβερ Τουίστ

Standard

του Νίκου Μπελαβίλα

Άγγλοι άστεγοι αναζητούν καταφύγιο στους ξενώνες της κοινωνικής πρόνοιας. Έργο του Sir Luke Fildes (1843-1927), πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα (δημοσιεύτηκε στο τχ. 15 του «the books’ journal», Ιανουάριος 2012)

Στον Πειραιά είχαμε έναν άστεγο: τον Άγγελο. Ηλικιωμένος, άλλοτε Επονίτης, προσάραξε στα μέρη μας, στα χρόνια του ’70. Επιβίωνε με χαρτζιλίκι και ψευτομεροκάματα. Η παρέα των «Πολιτών του Πειραιά» και αργότερα του «Λιμανιού της Αγωνίας» υιοθέτησε τον Άγγελο, κι ο Άγγελος την παρέα. Τον ειδοποιούσαμε όταν εντοπιζόταν κανένα άδειο σπίτι για χειμερινή διαμονή,  τον φροντίζαμε με ρούχα τον χειμώνα, τον κερνούσαμε μεσημεριανό στην Πλατεία Κοραή, παρά τη γκρίνια των νεαρών σερβιτόρων. Ο Άγγελος ένιωθε την ανάγκη να ανταποδώσει. Στο πρώτο εκλογικό κέντρο του «Λιμανιού», παρών από το πρωί μέχρι το βράδυ, στις συγκεντρώσεις μας το ίδιο, χωρίς να του το έχουμε ζητήσει  ποτέ. Του ήταν αδύνατον να επανέλθει στην τακτοποιημένη ζωή. Χαμένος ή ενταγμένος μ’ ένα δικό του τρόπο σ’ ένα δικό του κόσμο, αρνιόταν να επιστρέψει στον κόσμο της νοικοκυροσύνης.

Αυτό δεν ήταν σπάνιο. Για την ψυχολογία της άρνησης επανένταξης των αστέγων των ευρωπαϊκών μητροπόλεων έχουν γραφτεί πολλά. Ένας καλός συγγραφέας, ο Τζωρτζ Ντόουζ Γκρην, έγραψε το 1994 ένα λογοτεχνικό θρίλερ –στα ελληνικά Τι αξία έχει η αλήθεια, ερημίτη μου;— για έναν αυτοεκτοπισμένο στο  Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης. Ο καμβάς επάνω στον οποίο στήνεται η κατ’ επίφαση αστυνομική πλοκή της ιστορίας είναι το βίωμα της εξαίρεσης, του μοναχικού αστέγου στη μεγάλη πόλη. Αυτά συνέβαιναν τότε, στις ευημερούσες δυτικές πρωτεύουσες, μεταξύ αυτών και στη δική μας. Άστεγοι ως αμελητέο ποσοστό, δείγματα άξια κοινωνιολογικών παρατηρήσεων, ευγενικές φιγούρες υιοθετημένες από συνανθρώπους.

***

Όταν πριν από μερικούς μήνες γράφτηκε πως η Αθήνα εισέρχεται σε ανθρωπιστική κρίση, η διατύπωση έμοιαζε υπερβολική, ίσως εκφοβιστική. Όταν τα μαγαζιά άρχισαν να κατεβάζουν ρολά το ένα μετά το άλλο, αναρωτιόμασταν τι κάνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Καταφεύγουν στα χωριά τους, μπαίνουν υπάλληλοι; Σε τι δουλειές, που δεν υπάρχουν; Όταν ένα πρωί διαπιστώσαμε πως η συνήθης  πιάτσα της ηρωίνης στην Πατησίων θύμιζε διαδήλωση με εκατοντάδες εξαθλιωμένους στριμωγμένους στα πεζοδρόμια, πως οι κοπέλες-θύματα του τράφικινγκ έκαναν πεζοδρόμιο στην 3ης Σεπτεμβρίου κατά δεκάδες, μέρα-μεσημέρι, πως άνθρωποι κοιμόντουσαν επάνω στις θερμαινόμενες από τον υπόγειο σταθμό σχάρες του Μετρό στην Ομόνοια, τότε άρχισε να φαίνεται πως η Αθήνα καταρρέει. Όχι για τους λόγους που διαλαλούν οι υπεύθυνοι της κρίσης, αλλά λόγω της φτώχειας, της οικονομικής και της κοινωνικής λεηλασίας στην οποία οδήγησαν τη χώρα. Συνέχεια ανάγνωσης