Το «βαθύ κράτος» στη σημερινή Ελλάδα και η Ακροδεξιά

Standard

Η έρευνα του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις νήσος 

Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις νήσος, ο τόμος Το «βαθύ κράτος» στη σημερινή Ελλάδα και η Ακροδεξιά. Αστυνομία, Δικαιοσύνη, Στρατός, Εκκλησία. Ο τόμος αποτυπώνει τα συμπεράσματα μιας έρευνας που έγινε από το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, με θέμα τη διείσδυση της Άκρας Δεξιάς στους τέσσερις αυτούς πολιτειακούς θεσμούς. Καθώς τα συμπεράσματα της έρευνας έχουν, εκτός από των άλλων, άμεσο πολιτικό ενδιαφέρον, απευθυνθήκαμε στον συντονιστή της έρευνας και επιμελητή του τόμου Δημήτρη Χριστόπουλου (Πάντειο Πανεπιστήμιο) και στους ερευνητές Κλειώ Παπαπαντολέων (δικηγόρο, υπ. δρ συνταγματικού δικαίου Παν. Αθηνών), Δημοσθένη Παπαδάτο-Αναγνωστόπουλο (υπ. δρ πολιτικής επιστήμης Παν. Αθηνών), Αλέξανδρο Σακελλαρίου (δρ. κοινωνιολογίας, μεταδιδακτορικό ερευνητή, Πάντειο) και Δημήτρη Κουσουρή (δρ. Ιστορίας, μεταδιδακτορικό ερευνητή, Παν. της Κωνσταντίας). Τους ζητήσαμε να μας απαντήσουν στο ερώτημα ποιο είναι το καινούργιο που κομίζει η έρευνα, ποια είναι η ιδιαιτερότητα του τομέα που μελέτησαν (τον Δ. Κουσουρή, που μελέτησε την ιστορική διάσταση, τον ρωτήσαμε αν η Χρυσή Αυγή αποτελεί τομή ή συνέχεια στην ιστορία της ελληνικής Ακροδεξιάς).

            ΕΝΘΕΜΑΤΑ

.

Τι μας χρησιμεύει η έρευνα αυτή

του Δημήτρη Χριστόπουλου

 

Αντιδικτατορική αφίσα του Γιώργου Αργυράκη

Αντιδικτατορική αφίσα του Γιώργου Αργυράκη

Απαντώντας στο ερώτημα «γιατί έγινε αυτή ή έρευνα», θα πω ότι η άνοδος της Άκρας Δεξιάς απασχολεί την πολιτική επιστήμη, εδώ και μερικά χρόνια στην Ευρώπη, εσχάτως και στην Ελλάδα. Και την απασχολεί είτε αυτοτελώς είτε εστιασμένη στα κατεξοχήν ιδεολογικά συστατικά της Ακροδεξιάς, κυρίως τον ρατσισμό. Η έμφαση στον ρατσισμό οφείλεται στο ότι πανευρωπαϊκά, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 σε γενικές γραμμές, η θρυαλλίδα για την ακροδεξιά επέλαση ήταν ο αντιμεταναστευτικός λόγος και ο ρατσισμός – ενώ από το Μεσοπόλεμο και κάποια χρόνια μετά ήταν ο εθνικισμός και ο αντικομμουνισμός. Ενώ, ωστόσο, οι έρευνες στο πεδίο της πολιτικής κουλτούρας του εκλογικού σώματος και της κοινής γνώμης δεν είναι λίγες, η έρευνα που αφορά τη διείσδυση της Ακροδεξιάς στο κράτος είναι μάλλον ισχνή. Κι αυτό διότι εδώ τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, τόσο στο πεδίο του εντοπισμού όσο και της συναρμολόγησης του παζλ. Πότε συζητάμε για «θύλακες» πότε για «μεμονωμένα περιστατικά»; Αυτό έχει κρίσιμη σημασία σε μια χώρα όπως η Ελλάδα όπου η ακροδεξιά διείσδυση στο κράτος έχει μεγάλο ιστορικό βάθος. Έχει λοιπόν σημασία σήμερα να αναδείξουμε τι νέο κομίζει η συγκυρία που βιώνουμε στο επίπεδο της ακροδεξιάς διείσδυσης, πόσο το «νέο» είναι συνέχεια του παρατεταμένου (ως το 1974) Εμφυλίου – με άλλα λόγια, ποιες είναι οι τομές και οι συνέχειες εκείνου που ονομάζουμε «βαθύ κράτος» (και επιλέξαμε αυτό τον όρο, καθώς το «παρακράτος» φέρει άλλες συνδηλώσεις, δημιουργώντας λανθασμένους συνειρμούς). Οι τέσσερις πολιτειακοί θεσμοί (αστυνομία, δικαιοσύνη, στρατός και Εκκλησία) που εξετάζονται, ακριβώς σε αυτήν την προοπτική μελετώνται. Συνέχεια ανάγνωσης

Η Ελληνική Αστυνομία, βραχίονας του κρατικού εγκεφάλου

Standard

 ΤΟ ΒΑΘΥ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ-1

του Δημήτρη Χριστόπουλου

«Η παλαιά φρουρά». Χαρακτικό του Καρλ Ρέσινγκ, από το λεύκωμα "Η προκατάληψή μου ενάντια στην εποχή μας", Βερολίνο 1932

«Η παλαιά φρουρά». Χαρακτικό του Καρλ Ρέσινγκ, από το λεύκωμα «Η προκατάληψή μου ενάντια στην εποχή μας», Βερολίνο 1932

Λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Φύσσα, σε μια συνέντευξή του στο BBC, o Άδωνις Γεωργιάδης, ερωτηθείς για το αν υπάρχουν σχέσεις Αστυνομίας-Χρυσής Αυγής, απάντησε: «Very unhappy to say that to some point it is true». Κατόπιν αυτού, το ερώτημα δεν είναι να αποδείξει κανείς το κοινώς παραδεκτό, αλλά να κάνει ένα βήμα παραπέρα. Αυτό προσπάθησα στο σχετικό κεφάλαιο της έρευνας: Να δούμε πώς φτάσαμε εδώ, διότι πράγματι η αστυνομία είναι η πιο εκτεθειμένη στην ακροδεξιά διείσδυση σε σχέση με όλους τους άλλους θεσμούς. Για μένα, η απάντηση βρίσκεται σε έναν συνδυασμό που αφορά το πολύ λερωμένο παρελθόν της, τον εκδημοκρατισμό (που όντως έγινε, με έμφαση στην πίστη στο πολίτευμα, αλλά είχε περιορισμένη απήχηση στην εργασιακή νοοτροπία και κουλτούρα των αστυνομικών) και τον ρόλο που έχει αναλάβει η αστυνομία σε συνθήκες κοινωνικής αστάθειας και έντασης, πολύ οικείες στην Ελλάδα. Με μια φράση, λέω πως τη στιγμή που η αστυνομία πάλευε με τα φαντάσματά της για να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά σώματος ασφαλείας σε κράτος δικαίου, το κράτος της ανέθεσε να διαχειριστεί το μεταναστευτικό της δεκαετίας του 1990, επαναφέροντας στους αλλοδαπούς πρακτικές βαρβαρότητας και βίας που έτειναν να ξεχαστούν. Οι αντιτρομοκρατικές επιτυχίες, με την εξάρθρωση της 17Ν και του ΕΛΑ, προσέδωσαν τη χαμένη επαγγελματική «υπερηφάνεια» σε ένα σώμα απαξιωμένο στην κοινή γνώμη, ενώ η ενίσχυση και δημιουργία ειδικών μονάδων καταστολής, σε συνδυασμό με την ελλιπή εκπαίδευση τους, δημιούργησε εύφορο έδαφος για την εδραίωση ακροδεξιών θυλάκων. Από τον Δεκέμβρη του 2008 μέχρι την Ελλάδα της κρίσης και της πολιτικής εκτίναξης της Χρυσής Αυγής ουσιαστικά είναι μια ανάσα δρόμος στην ιστορία της Αστυνομίας, ώστε να φτάσουμε σε σχεδόν πλειοψηφικά ποσοστά για τη Χρυσή Αυγή στα εκλογικά τμήματα πού ψήφισαν αστυνομικοί.

Λίγες μέρες μετά τον Δεκέμβρη του 2008 με είχαν ρωτήσει σε μια συνέντευξη: «Μπορεί να υπάρχει καλή αστυνομία;». Απάντησα όπως απαντώ και μετά από αυτήν έρευνα: «Μπορεί να υπάρχει καλύτερη αστυνομία». Εξάλλου, η αστυνομία είναι βραχίονας του κράτους, δεν είναι ακριβώς «κράτος», όπως την είχε αποκαλέσει το 1991 ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης. Αν ο εγκέφαλος θέλει λοιπόν, μπορεί να τη συνεφέρει. Αν δεν θέλει, τότε ασφαλώς δεν μπορεί.

Η δικαιοσύνη. Ανιχνεύοντας τις ακροδεξιές ιδέες στις αποφάσεις

Standard

ΤΟ ΒΑΘΥ ΚΡΑΤΟΣ  ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ-2

της Κλειώς Παπαπαντολέων

Έργο του Ονορέ Ντωμιέ

Έργο του Ονορέ Ντωμιέ

Σκοπός της έρευνας ήταν να χαρτογραφήσει ρατσιστικές, εθνοκεντρικές, ξενοφοβικές και θρησκόληπτες ιδέες και τάσεις στον δικαστικό μηχανισμό μέσα από τις ίδιες τις δικαστικές αποφάσεις. Οι φορείς της εγχώριας δικαιοσύνης άλλωστε σπανίως τοποθετούνται δημοσίως. «Μιλούν» διά των αποφάσεων τους, αποτυπώνοντας εκεί, αναπόδραστα, πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς, κυρίαρχες ιδεολογίες και αναπαράγοντας στερεοτυπικές κατασκευές. Ως εκ τούτου, εάν η έρευνα αυτή κομίζει κάτι νέο, είναι η ανάλυση και κριτική προσέγγιση δικαστικών αποφάσεων, όχι με κριτήρια αμιγώς νομικά, ούτε δημοσιογραφικά, αλλά δικαιοπολιτικά, τοποθετώντας τις δικαστικές πρακτικές μέσα στον κοινωνικό συσχετισμό και την πολιτική συγκυρία. Η έρευνα –και αυτό θέλω να το τονίσω– δεν στόχευε στην «αποκάλυψη» ακροδεξιών δικαστών, αλλά στην ανίχνευση τέτοιων ιδεών, οι οποίες στην Ελλάδα, παρόλο που εκφέρονται προνομιακά από την ακροδεξιά είναι τόσο διάχυτες, που επιτρέπουν σε κάποιον να τις συμμερίζεται χωρίς να αισθάνεται –ή και να υποπτεύεται ακόμα– ότι είναι ακροδεξιός.

Μεθοδολογικά, επελέγησαν αποφάσεις οι οποίες έχουν εμβληματικό χαρακτήρα και βαρύ συμβολικό-ιδεολογικό φορτίο, καθώς και άλλες οι οποίες ήταν ιδιαίτερα πρόσφορες για την επισήμανση επιμέρους ιδεολογικών παραμέτρων, όπως η ανάδειξη της επικρατούσας θρησκείας ως κρατικής αξίας, η οποία στα ελληνικά ποινικά χρονικά διαρκώς αναιρεί κάθε παρεκκλίνουσα καλλιτεχνική έκφραση, διά της συχνότατης εφαρμογής των αδικημάτων της βλασφημίας και καθύβρισης θρησκευμάτων.

Λήφθηκε επίσης υπ’ όψιν ο ρόλος που κλήθηκε ο δικαστικός μηχανισμός να αναλάβει και στην Ελλάδα, ιδίως από το 2000 και μετά, με τη σταδιακή επικράτηση της μηδενικής ανοχής στην «ανομία», δηλαδή στη χαμηλής έντασης εγκληματικότητα ή απλώς στην κοινωνική διαμαρτυρία (π.χ. Σκουριές, καταλήψεις κτιρίων, απεργίες). Ο δικαστικός μηχανισμός –διά του ποινικού δικαίου– διαχειρίστηκε, και εξακολουθεί να διαχειρίζεται, μερίδες του πληθυσμού που ανήκουν στην «κοινωνική κατηγορία της φτώχειας», δηλαδή ανθρώπους που είναι πέρα από τάξεις και ιεραρχίες, χωρίς δυνατότητες (επαν)εισαγωγής στο σύνολο, πέραν κάθε σωτηρίας. Πληθυσμοί όπως επαίτες, τοξικοεξαρτημένοι, άστεγοι, παράτυποι αλλοδαποί, που τον καιρό της οικονομικής κρίσης ολοένα διευρύνονται, περιλαμβάνοντας μερίδες προσώπων που μέχρι πρόσφατα ήταν ενταγμένες στο κοινωνικό σύνολο.

Εμβληματικότερη όλων, η υπόθεση των οροθετικών γυναικών, με τον δικαστικό μηχανισμό να υλοποιεί ρατσιστικές και σεξιστικές πρακτικές, επαναφέροντας στο προσκήνιο την έννοια της «μιαρότητας», την αγιότητα της ελληνικής οικογένειας και μαζί τις πιο σκοτεινές έμφυλες προσλήψεις, γυρίζοντας τη χώρα εξήντα χρόνια πίσω.

Όλα αυτά την ίδια στιγμή που ο δικαστικός μηχανισμός ατένιζε νωχελικά τις εκατοντάδες «νυχτερινές περιπολίες» της Χρυσής Αυγής και τις δημόσιες προτροπές της στη βία (βία που υλοποιούσαν τα μέλη της Χ.Α. αμέσως μετά), δημιουργώντας ένα χωρίς προηγούμενο status ιδιότυπης ασυλίας και ατιμωρησίας, που κάποιοι πλήρωσαν με την ίδια τους τη ζωή.

Η απόσπαση της έννοιας ασφάλειας από τα δικαιώματα και η αποικιοποίησή της από μηχανισμούς καταστολής και αστυνόμευσης οδήγησαν στην ανοχή και συστηματική ατιμωρησία της αστυνομικής βίας, στην ασυλία της ΧΑ, στον εθισμό στον εγκλεισμό κ.ά.: σε όλους δηλαδή εκείνους τους μηχανισμούς, κρατικούς ή παρακρατικούς, που το κράτος θεώρησε θεματοφύλακες αυτής της τάξης.

Στρατός και Ακροδεξιά: Εντός, εκτός και παραλλήλως

Standard

ΤΟ ΒΑΘΥ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ-3

του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Χαρακτικό του Μίνου Αργυράκη, από το λεύκωμα «Η πολιτεία έπλεε εις την μελανόλευκον»

Χαρακτικό του Μίνου Αργυράκη, από το λεύκωμα «Η πολιτεία έπλεε εις την μελανόλευκον»

Η έρευνα αποτυπώνει μια πολυδιάστατη παρουσία της Ακροδεξιάς εντός, εκτός και παραλλήλως του στρατεύματος, αόρατη δυστυχώς στο περσινό πόρισμα Κωσταράκου περί Χρυσής Αυγής – πόρισμα μιας έρευνας που τελείωσε πριν καλά καλά αρχίσει. Σε αντίθεση λοιπόν με τους καθησυχαστικούς τόνους του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ, η δική μας έρευνα καταγράφει ένα ευρύ ρεπερτόριο δράσης: λέσχες εφέδρων, φιλοχουντική κατήχηση σε στρατόπεδα, ιδεολογική ζύμωση μέσω διαδικτύου από συγκεκριμένους διαύλους, εκπαίδευση ταγμάτων εφόδου, ακροδεξιές πολιτοφυλακές, «συνδικαλιστική» εκπροσώπηση των ενστόλων στη Βουλή και «ακτιβισμός» στα σύνορα, ώστε σε ένα κλίμα έντασης με γειτονικές χώρες, «επίλεκτες δυνάμεις του στρατού και της αστυνομίας να επιχειρήσουν τη μεγάλη ανατροπή» (Χρυσή Αυγή, 2001). Το εύρος της διείσδυσης που τεκμηριώνουμε, επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά από την εκλογή Συναδινού και Επιτήδειου με τα ευρωψηφοδέλτια των νεοναζί. Και το ίδιο συμβαίνει, νομίζω, με τα σενάρια που θέλουν απόστρατους στην ηγεσία μιας «σοβαρής» Χρυσής Αυγής, να υποσκελίζουν τους «ποινικούς».

Εκείνο ωστόσο που προσφέρει κυρίως η έρευνα είναι ένα πλαίσιο για να αξιολογηθεί η επικινδυνότητα του «παθολογικού»: να εκτιμηθεί τι τάξης κίνδυνο για τη δημοκρατία εκπροσωπεί η δράση των ακροδεξιών και τι αντιστάσεις βρίσκει. Το μείζον ήταν να δούμε τι επιτρέπει την ακροδεξιά παρείσφρηση σε ένα τόσο ιεραρχημένο σώμα όπως ο στρατός. Με άλλα λόγια, η έρευνα εμπλέκει, αναπόφευκτα, και το «κανονικό»: πώς και σε ποιο βαθμό, ένας μηχανισμός-προπύργιο της Ακροδεξιάς μέχρι το 1974 συμβάλλει σε αυτό που θα λέγαμε «αντιστροφή της δυναμικής της Μεταπολίτευσης»: στην παραβίαση, δηλαδή, του συνόρου που μετά το 1974 ήθελε το στρατό και τα στελέχη του αυστηρά εκτός πολιτικής, ασχολούμενους με «ειρηνικά»-αμυντικά έργα. Συνέχεια ανάγνωσης

Ο φασισμός στην Ελλάδα. Συνέχειες και ασυνέχειες στον ευρωπαϊκό 20ό αιώνα

Standard

ΤΟ ΒΑΘΥ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑΚΑΙ Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ-5

του Δημήτρη Κουσουρή

kousourisΗ ιδέα να χρησιμοποιήσουμε την έννοια του βαθέος κράτους ως αναλυτικό εργαλείο αποδείχτηκε, πιστεύω, ιδιαίτερα γόνιμη. Καταρχάς, εμένα με βοήθησε, σε ένα πεδίο που μου ήταν κατά κάποιο τρόπο οικείο να εντοπίσω κρίσιμους κρίκους που συνδέουν πρόσωπα και μηχανισμούς. Η έρευνα για όλα αυτά είναι, από τη φύση του ζητήματος θα έλεγα, γεμάτη από τεράστια κενά και «τυφλά» σημεία. Εντούτοις, διατρέχοντας τη σχετική βιβλιογραφία και τις ουκ ολίγες διαθέσιμες πηγές, ακόμα κι ένας λίγο-πολύ υποψιασμένος ερευνητής μπορεί να εντοπίσει απροσδόκητες συνδέσεις ή διαστάσεις της πραγματικότητας που είχαν υπερ- ή υποτιμηθεί, όπως π.χ. τη σημασία της «μήτρας» του φασιστικού φαινομένου στην Ελλάδα, που ήταν ο Εθνικός Διχασμός και το κίνημα των Επιστράτων.

Το πιο προφανές –και συνάμα το πιο εντυπωσιακό– που αντιλαμβάνεται κανείς είναι η πολυμορφία και οι πρωτεϊκές μεταμορφώσεις των ακροδεξιών πολιτικών ή παραστρατιωτικών σχηματισμών που συγκροτήθηκαν για να χτυπήσουν τους αγώνες του εργατικού κινήματος και των πολιτικών του εκφράσεων από τη δεκαετία του 1910 και εντεύθεν. Σε ό,τι με αφορά, απέκτησα νέες γνώσεις ιδιαίτερα για την πρώτη μεταπολεμική και τη μεταπολιτευτική περίοδο – που είναι και οι λιγότερο μελετημένες. Για τη βαρύτητα, λ.χ., του ιδεολογικού και πολιτικού ρόλου της Εκκλησίας, που έχει ερευνηθεί ελάχιστα. Το ίδιο ισχύει και για τη διεθνική διάσταση του ελληνικού νεοφασισμού, τόσο σχετικά με την ένταξη και συμμετοχή του στo μυστικό δίκτυο Stay-Βehind του ΝΑΤΟ, όσο και με τις διεθνείς διασυνδέσεις του κατά τη διάρκεια της Χούντας και μετά. Σε κάθε περίπτωση πάντως, πρόκειται για μια χαρτογράφηση του πεδίου.

Όσον αφορά τώρα το ερώτημα, αν η Χρυσή Αυγή αποτελεί συνέχεια ή τομή στην ιστορία της ελληνικής Άκρας Δεξιάς, η απάντησή μου είναι ότι ισχύουν και τα δύο. Η εκρηκτική εκλογική της άνοδος αποτελεί ασφαλώς τομή, ως προϊόν της κρίσης και της δραματικής υποχώρησης του παλαιοκομματισμού ΠΑΣΟΚ-ΝΔ. Τομή αποτελεί και η πολιτική της ταυτότητα: είναι η πρώτη φορά –πριν ή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο–, που ένα ναζιστικό κόμμα αποκτά τόσο πλατιά υποστήριξη και απήχηση. Ωστόσο, αυτό συνέβη ακριβώς επειδή η Χρυσή Αυγή στη συγκεκριμένη συγκυρία ήταν μάλλον η τελευταία εφεδρεία του βαθέος κράτους. Οι σχέσεις του ηγετικού της πυρήνα με θύλακες στο εσωτερικό του στρατού, της αστυνομίας και της δικαιοσύνης ήταν ήδη γνωστές και έρχονται στο φως ολοένα και περισσότερο με τη δουλειά που κάνουν μαχητικοί δημοσιογράφοι και δικηγόροι. Ομοίως, σε ό,τι αφορά τη μαζική της διάσταση, η Χρυσή Αυγή παρέχει σήμερα πολιτική ταυτότητα σε εθνικιστικά, ρατσιστικά, φαλλοκρατικά, αντιδημοκρατικά ρεύματα που έρρεαν, φανερά ή υπογείως για δεκαετίες στην ελληνική κοινωνία και που φανερώνουν σήμερα το πιο αποκρουστικό τους πρόσωπο.