40 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ-3
του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη

Κάτοψη του χώρου. Το Ιατρείο με κόκκινο χρώμα.
Το πρόχειρο ιατρείο του Πολυτεχνείου είχε οργανωθεί σε ένα χώρο του πρώτου ορόφου της Αρχιτεκτονικής Σχολής, ήδη από το πρώτο βράδυ της κατάληψης, δηλαδή την Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 1973, για να καλύψει περιπτώσεις μικροατυχημάτων και μικροαδιαθεσιών που είχαν ήδη παρουσιαστεί, όπως αναφέρει και ο υπεύθυνός του, 23χρονος τότε φοιτητής της Ιατρικής Γιώργος Παυλάκης.[1] Διαμορφώθηκαν βασικά μια αίθουσα αναρρωτηρίου για τις ελαφρότερες περιπτώσεις και μια αίθουσα αυτοσχέδιου χειρουργείου για τυχόν σοβαρότερα περιστατικά. Ως κλίνες χρησιμοποιούνταν οι πάγκοι και τα τραπέζια που υπήρχαν επιτόπου. Παράλληλα, στην αίθουσα διαλέξεων της Σχολής Καλών Τεχνών, μπαίνοντας από την πύλη της Πατησίων αριστερά, πιο κοντά στο μέτωπο των γεγονότων, λειτουργούσε από το απόγευμα της Παρασκευής, 16 Νοεμβρίου, ένας προωθημένος σταθμός πρώτων βοηθειών, κυρίως για επίδεση μικροτραυματισμών και άμεση αντιμετώπιση περιστατικών λιποθυμιών, δύσπνοιας και οφθαλμιών, εξαιτίας των δακρυγόνων αερίων.[2] Στο ιατρείο, σύμφωνα με ορισμένους αυτόπτες μάρτυρες, τα ονόματα των νοσηλευομένων καταχωρούνταν σε μια κατάσταση, η οποία χάθηκε ή έπεσε στα χέρια των αρχών, μετά την εισβολή.[3]
Εθελοντές φοιτητές και γιατροί

Γιώργος Παυλάκης
Στο χώρο αυτό πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους, πέραν του Παυλάκη, αρκετοί φοιτητές και φοιτήτριες, κυρίως της Ιατρικής, όπως ο Βασίλης Καπερώνης,[4] η Ευαγγελία Μαμαλάκη, η Αντωνία Χαρίτου[5] και ο Γεράσιμος Μπάλλας,[6] συνολικά δεκαπέντε με είκοσι άτομα,[7] ενώ το τελευταίο βράδυ προστέθηκαν και ορισμένοι γιατροί.

Λεφεντίτσα Κανταρά
Αρχικά έσπευσαν δύο ορθοπεδικοί από το ΚΑΤ που δεν έγιναν γνωστά τα ονόματά τους,[8] και αργότερα εμφανίστηκαν ο ομότιμος καθηγητής χειρουργικής του Πανεπιστημίου Κωνσταντίνος Αλιβιζάτος,[9] ο ψυχίατρος Παναγιώτης Σακελλαρόπουλος,[10] ο φαρμακοποιός Αλέξανδρος Παναγόπουλος,[11] οι χειρουργοί Κώστας Κουτσής από το Λαϊκό Νοσοκομείο[12] και Χαντάτ,[13] αλλά και απλοί ιδιώτες, όπως η Λεφεντίτσα Κανταρά,[14] και βέβαια ο πράκτορας της ΚΥΠ Δημήτριος Πίμπας, ο οποίος, κατά δική του ομολογία, είχε διεισδύσει φορώντας λευκή μπλούζα, υποκρινόμενος τον ιατρό.[15]
Το ζήτημα των νεκρών
Είναι ομόφωνη η πεποίθηση ότι ουδείς κτυπήθηκε από πυρά και, πολύ περισσότερο, ουδείς φονεύθηκε, απ’ όσους βρίσκονταν μέσα στον ίδιο το χώρο του Πολυτεχνείου.[16] Ένα ζήτημα όμως που απασχόλησε ιδιαίτερα την προανάκριση και την κύρια ανάκριση (αλλά λιγότερο τη δίκη καθεαυτή) ήταν ο αριθμός των θυμάτων που, σύμφωνα με ορισμένους μάρτυρες, μεταφέρθηκαν χτυπημένα από χώρους εκτός του Πολυτεχνείου στο πρόχειρο νοσοκομείο τη βραδιά της 16ης προς 17η Νοεμβρίου, και ήσαν είτε ήδη νεκροί, είτε βαριά τραυματίες που πέθαναν εκεί στη συνέχεια.
Είναι χαρακτηριστική καταρχάς η διαπίστωση ότι ούτε καν τα ίδια τα μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής είχαν σαφή εικόνα του αριθμού των θυμάτων, γεγονός ωστόσο όχι τόσο ανεξήγητο, αν λάβει κανείς υπόψη τις χαώδεις συνθήκες των τελευταίων ωρών της κατάληψης του Πολυτεχνείου και τη ραγδαία εξέλιξη αλλεπάλληλων συνταρακτικών γεγονότων. Σε μια συζήτηση που έγινε ανάμεσά τους μετά τη μεταπολίτευση, η σύγχυση που επικρατεί είναι εμφανής:

Μεταφορά τραυματία
«–Τι γινότανε στο νοσοκομείο;
–Ήρθανε [ενν. στη συνεδρίαση της Σ.Ε.] δύο γιατροί στις 12.30΄. Ο ένας είχε ένα μαντήλι και ήταν χτυπημένος. Ήρθαν από το νοσοκομείο. Ο ένας μίλησε στα γαλλικά, ο άλλος μίλησε για νεκρούς. Δύο νεκρούς.
–Για το νοσοκομείο έχουν καταθέσει δύο γιατροί. Δύο φορές που τον είχα δει σε άσχημη κατάσταση, κατάλαβα ότι είχαν πεθάνει δυο τρεις. […] Θυμάμαι ένα παιδί που είχε φάει μια ριπή στο καλάμι και ούρλιαζε, ενώ το πόδι του κρεμόταν.
–Εγώ πήγα στο νοσοκομείο όταν ήρθε ένας κοντός γιατρός στη Συντονιστική και λέει “Δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Μου πεθαίνει ένας και θέλει εγχείρηση”. Πάω μέσα μαζί του και μπαίνοντας μ’ έπιασε ένας τραυματίας από το χέρι –είχε φάει μια ριπή- και μου είπε να ειδοποιήσω τον πατέρα του. Δεν ξέρω αν έζησε. […]
–Στον κάτω όροφο κατεβάσανε νεκρούς;
–Δεν ξέρω.
–Ένας άλλος νεκρός; Αυτός από τα Τρίκαλα.
–Εγώ έχω μαρτυρία ανθρώπου από την Άρτα που κρύφτηκα στο σπίτι του. Μου είπε ότι σ’ ένα έργο της ΕΔΟΚ-ΕΤΕΡ θάψανε δεκατρία πτώματα.
–Έχω εικόνες και από το Σάββατο. Μπροστά μου σκοτώσανε δύο.
–Το βράδυ της Παρασκευής είχε πολυβόλα η Σχολή Ευελπίδων που θερίζανε. Αφού βγήκαμε.
–Πρέπει να βρω μια κοπέλα να πάει να καταθέσει. Κυριακή μεσημέρι στην Αλεξάνδρας σκοτώσανε έναν άνθρωπο μπροστά στα μάτια της.
–Να κάνουμε έκκληση στους γονείς των θυμάτων να πάνε να καταθέσουν.
–Ο κόσμος δεν εμπιστεύεται τον Τσεβά.
–¨Όταν ένας άνθρωπος ζει στην επαρχία και έχασε παιδί, φοβάται να καταθέσει […]».[17]
Συνέχεια ανάγνωσης →
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...