O Εχθρός, το Αίμα, ο Τιμωρός -ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Standard

Χίτλερ και Μιχαλολιάκος: εκλεκτικές συγγένειες 

Πήρα στα χέρια μου το βιβλίο Ο Εχθρός, το Αίμα, ο Τιμωρός. Αναλύοντας δεκατρείς λόγους του «Αρχηγού» της Χρυσής Αυγής  (εκδ. νήσος) με μεγάλη προσμονή,  καθώς είχα πρωτακούσει να μιλάει με (πολύ) καλά λόγια γι’ αυτό ο Μάκης Κουζέλης.  Όταν τέλειωσα το διάβασμα, το αποτέλεσμα είχε ξεπεράσει όλες τις προσδοκίες μου. Εκτός όλων των άλλων, η μελέτη της Δέσποινας Παρασκευά-Βελουδογιάννη μας  ξαναθυμίζει πώς η θεωρία μπορεί να είναι εργαλείο (και όχι βαρίδι), πώς η επιστημονική μελέτη μπορεί να τροφοδοτεί (και να τροφοδοτείται από) την πολιτική σκέψη και δράση. Πολύ σημαντικό για την κατανόηση του λόγου της Χρυσής Αυγής και της στρατηγικής του, το βιβλίο αναδεικνύει τις ιδιαιτερότητες του λόγου αυτού, τους τρόπους που οργανώνεται και απευθύνεται στο κοινό του, συγκροτώντας το, την αγκίστρωσή του στην καθημερινότητα, τη ναζιστική γενεαλογία του αλλά και τα επίκοινα σημεία του με άλλους κυρίαρχους λόγους. Ανάγνωσμα λοιπόν απολύτως αναγκαίο, για αντιφασίστες και αντιφασίστριες, και όχι μόνο, διό και το συστήνω ενθέρμως. Δημοσιεύουμε, σήμερα, αποσπάσματα από το κομμάτι που αναφέρεται στη συγγένεια του λόγου του Ν. Μιχαλολιάκου με τον λόγο του Χίτλερ.

Στρ. Μπ.

της Δέσποινας Παρασκευά-Βελουδογιάννη 

3-despoina

Αθήνα, 2015. Φωτογραφία του Τάκη Γέρου

Όταν γίνεται λόγος για «εκλεκτικές συγγένειες», προφανώς η παραπομπή αφορά τη χιτλερική ρητορική. Είναι μάλλον προφανές ότι όχι μόνο η δομή, τα θέματα, οι στρατηγικές και η φυσιογνωμία του λόγου της Χρυσής Αυγής είναι χιτλερικής προέλευσης, αλλά ακόμα και η ίδια η έμπνευση και θεωρητικοϊδεολογική καταγωγή τους. Θα μπορούσαμε, επομένως, να κατατάξουμε συνολικά τις συγκεκριμένες ομιλίες ως «είδος» ή τμήμα του σχετικού συστήματος λόγου και εξουσίας. Ωστόσο, πέρα από τη συνολική προσέγγιση, αλλά και την προηγούμενη αναφορά στις μιμήσεις και την υιοθέτηση από τη Χ.Α. ων καθαυτό χιτλερικών συνθημάτων, έχει σημασία να εντοπιστούν και να αναδειχτούν και οι έμμεσες, πλην σαφείς, αναφορές σε χιτλερικά κείμενα, και πιο συγκεκριμένα στον Αγώνα και στο Δεύτερο Βιβλίο. Συνέχεια ανάγνωσης

Τέχνη και Ναζισμός: «Ευθυγράμμιση», «εκφυλισμός» και αισθητικοποίηση του πολιτικού

Standard

 18 Ιουλίου 1937: Τα εγκαίνια του Οίκου της Γερμανικής Τέχνης

 της Πηνελόπης Πετσίνη

 4-pinelopi-5Στις 18 Ιουλίου 1937, ο Αδόλφος Χίτλερ εγκαινιάζει ένα από τα πιο μεγαλεπήβολα δείγματα του σχεδίου της ναζιστικής προπαγάνδας: τον Οίκο της Γερμανικής Τέχνης (Haus der Deutschen Kunst) στο Μόναχο. Μια μεγαλοπρεπής πομπή –απροσδιόριστο ανακάτεμα αρχαιοελληνικής, κλασικής και τευτονικής αισθητικής–, σκηνοθετημένη με την ίδια σχολαστικότητα που οργανώνονταν οι λαμπαδηδρομίες και τα συλλαλητήρια του ναζιστικού κόμματος κυριαρχεί στους δρόμους της πόλης για ώρες, καθώς το Ράιχ γιορτάζει «Δύο Χιλιάδες Χρόνια Γερμανικού Πολιτισμού». Κεντρική θέση σ’ αυτό το πολυδιαφημισμένο μαζικό θέαμα κατέχει η έκθεση Große Deutsche Kunstausstellung (Μεγάλη Γερμανική Τέχνη), μια μεγάλης κλίμακας παρουσίαση που στόχευε να επιβάλλει μια καθολική και έγκυρη «γερμανική» τέχνη, η προώθηση και επικράτηση της οποίας υπήρξαν αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τον αποκλεισμό και τη δυσφήμηση του τότε πρωτοπόρου μοντερνισμού.

Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία, το ναζιστικό κόμμα χρησιμοποίησε όλα τα διαθέσιμα αισθητικά μέσα για να προβάλει την εικόνα του. Οι παρελάσεις, τα θεάματα, οι μαζικές συγκεντρώσεις και τα συλλαλητήρια του ναζιστικού κόμματος, που πρόβαλλαν με τεράστια επιτυχία οι προπαγανδιστικές ταινίες της Λένι Ρίφενσταλ, είναι παραδείγματα αυτής της νέας «μαζικής αισθητικής». Αντίστοιχη ήταν και η έμφαση που δόθηκε στην προώθηση παραδοσιακών πολιτιστικών αξιών και καλλιτεχνικών ειδών. Για την κυβέρνηση του Τρίτου Ράιχ η καλλιέργεια των τεχνών είχε μεγαλύτερη και πιο διαρκή σημασία, ακόμα και από την ικανοποίηση των καθημερινών αναγκών των ανθρώπων. Ο ίδιος ο Φύρερ δήλωσε χαρακτηριστικά το 1936 στη Νυρεμβέργη: «Η τέχνη είναι η μόνη πραγματικά διαχρονική επένδυση της ανθρώπινης εργασίας».

Adolf Wissel, «Οικογένεια αγροτών από το Κάλενμπεργκ» («Μεγάλη Γερμανική Τέχνη»)

Είχε προηγηθεί η ομιλία του στο συνέδριο του ναζιστικού κόμματος το 1934, όπου αποκάλεσε τους μοντερνιστές«βασικό κίνδυνο» για τον εθνικοσοσιαλισμό: «Αυτοί οι τσαρλατάνοι», είπε με έμφαση, «κάνουν λάθος αν νομίζουν ότι οι δημιουργοί του νέου Ράιχ είναι τόσο ηλίθιοι ή τόσο ανασφαλείς ώστε να σαστίζουν, πόσο μάλλον να εκφοβίζονται, από τις σαχλαμάρες τους. Θα δείτε ότι θα δημιουργήσουμε τα μεγαλύτερα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά έργα όλων των εποχών τα οποία θα τους ξεπεράσουν σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ».

H εθνικοσοσιαλιστική ηγεσία έδωσε στις τέχνες προθεσμία τεσσάρων ετών, από την ανάληψη της εξουσίας το 1933 μέχρι το άνοιγμα του Οίκου της Γερμανικής Τέχνης το 1937, για να συμμορφωθούν. Στον πυρήνα των σαρωτικών αλλαγών που συνέβησαν στη Γερμανία βρισκόταν μια κυβερνητική εκστρατεία που αποκαλούνταν Gleichschaltung(κυριολεκτικά «συντονισμός» ή «προσαρμογή»), η ευθυγράμμιση δηλαδή των πολιτών, του κράτους, των πανεπιστημίων, των πολιτισμικών, κοινωνικών και κρατικών θεσμών με τις αρχές και τις πρακτικές του εθνικοσοσιαλισμού. Η «προσαρμογή» έλαβε χώρα με εντυπωσιακή ταχύτητα όχι μόνο μέσω της επιβολής αλλά και γιατί ένα συντριπτικό ποσοστό των Γερμανών έθεταν εαυτούς οικειοθελώς υπό την επιρροή των ναζιστικών πιστεύω, φαινόμενο που έγινε γνωστό ως Selbstgleichschaltung (αυτοπροσαρμογή). 

 Η «Εκφυλισμένη Τέχνη»: «Άρρωστοι» καλλιτέχνες και «παραμορφωμένη» πραγματικότητα

 4-pinelopi-4Μόλις το ναζιστικό Reichskulturkammer ανέλαβε τον έλεγχο της τέχνης, άρχισε να ξεφορτώνεται τις δημόσιες γερμανικές συλλογές μοντερνιστικών έργων και να τις αποθηκεύει στα τοπικά Schreckenskammern der Kunst –ήτοι «Επιμελητήρια της Τέχνης του Τρόμου»– που έστηνε ο Σύνδεσμος Αγώνα για τον Γερμανικό Πολιτισμό, μια ιδιαίτερα ενεργή ναζιστική οργάνωση που δημιούργησε ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ το 1929, με στόχο να χτυπήσει τις εβραϊκές-μπολσεβικικές επιρροές στην τέχνη. Οι διευθυντές μουσείων αναγκάστηκαν να οργανώνουν σε ολόκληρη τη Γερμανία μικρές εκθέσεις μοντέρνας τέχνης, με σκοπό τη δυσφήμησή της. Το καθεστώς είχε κάνει σαφείς τις προθέσεις του στο μανιφέστο των πέντε σημείων που δημοσιεύτηκε στην DeutscherKunstbericht(Γερμανική Επιθεώρηση Τέχνης) το 1933: έργα «μπολσεβίκικης» ή «κοσμοπολίτικης» φύσης να αφαιρεθούν από τα γερμανικά μουσεία και τις συλλογές και να καούν, οι διευθυντές μουσείων που σπατάλησαν δημόσια χρήματα σε «μη γερμανική» τέχνη να απολυθούν, να απογορευτούν οι αναφορές σε μαρξιστές ή μπολσεβίκους καλλιτέχνες, να μην ξαναχτιστούν κτίρια-κουτιά και να απομακρυνθούν αμέσως όλα τα απαράδεκτα δημόσια γλυπτά. Ταυτόχρονα, επεδίωξε να κινητοποιήσει την κοινή γνώμη, ώστε να κερδίσει το «υγιές λαϊκό αίσθημα» ως νομιμοποίηση για τις πράξεις του. Συνέχεια ανάγνωσης

Σταυροί

Standard

NΕΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ

του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου

6-conos 2Όταν το αγόρι πέφτει από το κρεβάτι του κατευθείαν μέσα στο ταψί με τη ζύμη και οι αρτοποιοί το βάζουν κατά λάθος στο φούρνο, δεν μπορώ να μην σκεφτώ το Άουσβιτς.

 Όμως το αγόρι τη γλιτώνει και προλαβαίνει να πετάξει πάνω απ’ την πόλη, προτού ξημερώσει, σαν όνειρο. Βρίσκει το γάλα που χρειάζονται οι αρτοποιοί και τους το προσφέρει (το γάλα δεν είναι μαύρο). Οι τρεις αρτοποιοί ευχαριστούν το αγόρι. Και οι τρεις τους έχουν τη μουτσούνα του Όλιβερ Χάρντι, του Χοντρού, με το χιτλερικό μουστακάκι. Φτιάχνουν λοιπόν το πρωινό γλύκισμα και το αγόρι επιστρέφει στο κρεβάτι του. Αυτά συμβαίνουν Στη νυχτερινή κουζίνα (1970) του παιδικού εικονογράφου Μόρις Σέντακ που πέθανε τέτοια εποχή, πρόπερσι.              

 Ο Σέντακ ήταν Αμερικανός πολωνοεβραϊκής καταγωγής και οι συγγενείς του χαθήκανε στο Ολοκαύτωμα, γεγονός που επηρέασε τον ίδιο και το σχέδιό του, ένα ανακάτεμα σκοτεινής τρυφερότητας και υποδόριας απρέπειας, παιγνιώδες και προκλητικό μαζί, όπως ένα παιδί που βγάζει τη γλώσσα του μπροστά στους μεγάλους για να τους περιγελάσει. Και ο Σέντακ με τη σειρά του, σ’ αυτό το βιβλίο, είναι σαν να περιγελά τους φασίστες: «Αν δεν υπάρχει Άουσβιτς για εσάς, δεν υπάρχει ούτε Χίτλερ για εμάς. Άρα, δεν υπάρχετε ούτε εσείς. Το πολύ-πολύ να υπάρχει μόνο Τσάπλιν», δηλαδή μια φωτεινή κουκίδα που, καθώς περπατά ατσούμπαλα, αναδημιουργεί ολόκληρη την πόλη φωτίζοντάς την.

  Δυστυχώς υπήρξε Άουσβιτς και υπάρχουν ακόμα φασίστες. Συνέχεια ανάγνωσης

Ο Τύπος ως όργανο κυριαρχίας των ναζί

Standard

 Eβδομήντα πέντε χρόνια από τη «Νύχτα των Κρυστάλλων»

 της Χριστίνας Τσαμουρά 

«Κι όμως δεν βρήκα σχεδόν τίποτα για τη συναγωγή που κάηκε και καταστράφηκε ολοσχερώς […] Η εφημερίδα τυπώθηκε στις 10 Νοεμβρίου […] Μόνο ένα μικρό σημείωμα για τα γεγονότα στο Τσέλε, που μόλις και μετά βίας το έπαιρνε το μάτι σου»

Karl Dürkefälden

1η Ιουλίου 1932. Η συντακτική ομάδα του Angriff ετοιμάζει την επετειακή έκδοση για τα 5 χρόνια κυκλοφορίας της εφημερίδας του Γκέμπελς (Φωτό: Carl Weinrothers).

22 Μαρτίου 1938. Λίγο μετά την «Προσάρτηση», αυστριακοί στρατιώτες διαβάζουν την Berliner Illustrierte Nachtausgabe, με την οποία αργότερα συγχωνεύθηκε γκεμπελική «Der Angriff «(Φωτό: Süddeutsche Zeitung).

Το πρωί της 10ης Νοεμβρίου του 1938 ο τότε μηχανικός σε εργοστάσιο του Τσέλε, Καρλ Ντυρκεφέλντεν, που ξεφύλλιζε προσεκτικά την τοπική εφημερίδα, δεν γνώριζε βέβαια πως το αμέσως προηγούμενο βράδυ επρόκειτο να μείνει στην ευρωπαϊκή ιστορία ως μία από τις απεχθέστερες νύχτες της: η Νύχτα των Κρυστάλλων. Ή, αλλιώς, η νύχτα του μεγάλου πογκρόμ που άφησε πίσω της 1.200 κατεστραμμένες συναγωγές, 7.500 γκρεμισμένα εβραϊκά καταστήματα, πάνω από 100 νεκρούς Εβραίους και περίπου 30.000 νέους φυλακισμένους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκείνος αγόρασε την Celler Beobachter προκειμένου να ενημερωθεί περαιτέρω για την επίθεση στην εβραϊκή συναγωγή της περιοχής του, που από πρώτο χέρι ήξερε ότι έγινε.

Όμως, όπως όλες οι ελεγχόμενες από τους ναζί εφημερίδες της ημέρας εκείνης, έτσι κι η Celler Beobachter αντιμετώπισε κατ’ εντολή το κρατικά οργανωμένο αυτό «έγκλημα των εγκλημάτων» ως μια ανάξια λόγου υπόθεση «διαμαρτυρόμενων πολιτών» κατατάσσοντάς το στα ψιλά των αγγελιών του: στη σελίδα 7, κάπου ανάμεσα στα ενοικιαστήρια, τα πωλητήρια και τις προσφορές εργασίας. Την ίδια στιγμή το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας πανηγύριζε την επέτειο του πρώτου (αποτυχημένου) χιτλερικού πραξικοπήματος του 1923, γνωστού και ως «πραξικοπήματος της μπιραρίας». Με κεντρικούς τίτλους Ισχυρό προσκλητήριο και Το Ράιχ μας μεγαλώνει σαν δέντρο έφτιαχνε τη δική ατζέντα, σύμφωνα με τις γκεμπελικές οδηγίες, που όριζαν: «καμία φωτογραφία» του εκτεινόμενου σε όλη τη Γερμανία πογκρόμ, «κανένα σχόλιο σε πρώτη σελίδα», γραμμή προσέγγισης «αγανακτισμένοι πολίτες».

 «Ο Τύπος είναι όργανο εκπαίδευσης, έτσι ώστε ένας λαός 70 εκατομμυρίων να αποκτήσει ενιαία κοσμοθεωρία» ξεκαθάριζε το 1934 ο Χίτλερ. Και, βεβαίως, ξεφυλλίζοντας τις εφημερίδες της εποχής, αντιλαμβάνεσαι με τι μεγάλη επιτυχία υλοποίησε το «όραμά» του για την ενημέρωση: η διαφορετικότητα, η πολυμορφία, ο πλούτος των πεδίων της είδησης και των πηγών απουσιάζουν εντελώς — η μονοθεματική προβολή των «ιδεωδών» και των πάσης φύσεως «κατορθωμάτων» του Ράιχ κυριαρχεί. Ούτε ο Χίτλερ αλλά ούτε και ο Γκέμπελς –η κεντρική φιγούρα του εθνικοσοσιαλιστικού μηχανισμού προπαγάνδας– υποτιμούσαν το ρόλο του Τύπου για την κυριαρχία του Ράιχ και τη χειραγώγηση του λαού. Συνέχεια ανάγνωσης

Τσάπλιν και Μπρεχτ

Standard

του Κωστή Σκαλιόρα

 skalΣτη μνήμη του Κωστή Σκαλιόρα, που μας αποχαιρέτισε για πάντα το Σάββατο 5 Οκτωβρίου, δημοσιεύουμε σήμερα μια από τις επιφυλλίδες του. Είχε δημοσιευτεί στο Βήμα, στις 26 Νοεμβρίου 1972. Και από το μικρό αυτό κείμενο, ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει, πιστεύουμε, την καλλιέργεια, το λαμπερό ύφος και το πνεύμα του Σκαλιόρα. Μιας σπουδαίας μορφής των γραμμάτων μας, μορφής σοβαρής, ευγενικής και μειλίχιας συνάμα, που αποτελούσε, όπως έγραψε ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, «σημάδι ενός κόσμου που φεύγει: γαλήνια, αθόρυβα, μια και υπάρχουν και θάνατοι αθόρυβοι που ταιριάζουν σε ζωές που κύλισαν χωρίς κρότο, αλλά γεμάτες ουσιαστικό έργο».

Στρ. Μπ.

8BΒγαίνοντας πριν από λίγες μέρες από μια προβολή του Δικτάτορα αναζητούσα με στενοχώρια τις πιθανές αιτίες της απογοήτευσής μου. Θυμόμουν, βέβαια, ότι και την πρώτη φορά που είχα δει την ταινία, πριν από πολλά χρόνια, δεν σκέφτηκα να την τοποθετήσω στο ίδιο επίπεδο με τον Χρυσοθήρα ή το Τσίρκο. Ο θαυμασμός μου, ωστόσο, για τον Τσάπλιν υποδαύλιζε την ελπίδα μιας μεταστροφής — που δεν πραγματοποιήθηκε. Γιατί η νέα επαφή με το έργο επιβεβαίωσε την αρχική εντύπωση, ενισχύοντας μάλιστα την αίσθηση της πολιτικής του καχεξίας.

Σ’ αυτήν την τελευταία διαπίστωση υπήρχε ίσως μια προτροπή για ορισμένες συσχετίσεις. Έτσι έφτασα ν’ αναρωτηθώ, εντελώς φυσιολογικά, για τον ρόλο που μπορεί να είχε παίξει στην διαμόρφωση μιας τέτοιας αντίδρασης, η παρεμβολή ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη –για μένα– προβολή του Δικτάτορα, μιας άλλης, πολιτικά δραστικότερης γελοιογράφησης του Χίτλερ. Εννοώ, φυσικά, την Αντιστάσιμη άνοδο του Αρτούρο Ούι.

Γραμμένο την ίδια περίπου εποχή που γυρίστηκε και η ταινία, το έργο του Μπρεχτ προοριζόταν κι αυτό για ένα κοινό που δεν γνώριζε από πρώτο χέρι την τυραννία του ναζισμού. Ο εξόριστος συγγραφέας ήθελε «να εξηγήσει στον καπιταλιστικό κόσμο την άνοδο του Χίτλερ». Υπολογίζοντας στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις του μακρινού του θεατή, χρησιμοποιούσε την θεατρική παραβολή, μετατόπιζε την δράση στην Αμερική και μετέβαλε τα ηγετικά στελέχη του εθνικοσοσιαλισμού σε γκανγκστερική συμμορία. Συνέχεια ανάγνωσης

Κατάθεση μαρτυρίας

Standard

του Σάμουελ Μπακ

Σ. Μπακ, "Οικογένεια" (λεπτομέρεια), 1976

Σ. Μπακ, «Οικογένεια» (λεπτομέρεια), 1976

Με την ευκαιρία της αντιφασιστικής κινητοποίησης,  το επόμενο Σάββατο 19 Ιανουαρίου, σε δεκατρείς πόλεις του κόσμου, με γενικό σύνθημα «Αθήνα, πόλη αντιφασιστική», ο σημαντικός εβραίος ζωγράφος Σάμουελ Μπακ, επιζήσας του Ολοκαυτώματος, έστειλε έναν σύντομο χαιρετισμό. Ευχαριστούμε θερμά τον Χρήστο Κεφαλή, ο οποίος μας διαβίβασε και μετέφρασε το κείμενο.

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

 Το όνομά μου είναι Σάμουελ Μπακ. Είμαι Εβραίος και ζω στις Ηνωμένες Πολιτείες. Γεννήθηκα όμως στο Βίλνιους, όταν ανήκε στην Πολωνία. Τη χρονιά που γεννήθηκα, το 1933, ο Χίτλερ κατέλαβε την εξουσία στη Γερμανία. Κύματα βαθιάς δυσαρέσκειας και φρενιασμένου εθνικισμού τον προωθούσαν, και τεράστια πλήθη τον επευφημούσαν, σα να ήταν Θεός. Δεν θέλαν να δουν το ακριβό τίμημα που συνόδευε μια τέτοια επιλογή.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ήμουν ένα μικρό αγόρι, πέντε-έξι χρονών. Και όλα αυτά τα απειλητικά γεγονότα συνέβαιναν πέρα από τα σύνορα της χώρας μου. Στο όμορφο και φιλικό σπίτι μας, η ζωή συνεχιζόταν όπως πάντα. Καθόμουν σε ένα καλοστρωμένο τραπέζι, περιβαλλόμενος από μια στοργική οικογένεια. Και άκουγα αυτές τις λέξεις: «Αυτό δεν μπορεί ποτέ να συμβεί εδώ…». Συνέχεια ανάγνωσης

Μνήμες της Βαϊμάρης

Standard

 Ο Έρικ Χομπσμπάουμ θυμάται τα εφηβικά  του χρόνια, στο  ταραγμένο και συναρπαστικό Βερολίνο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Μας περιγράφει τη βερολινέζικη κουλτούρα του Μεσοπολέμου, το πολιτικό κλίμα,  την  άνοδο του Χίτλερ.

 του Έρικ Χομπσμπάουμ

μετάφραση: Αλέξανδρος Κεσσόπουλος

Πότσνταμερ Πλατς, δεκαετία του 1920

Έζησα την περίοδο που επηρέασε περισσότερο  τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς  μου, τα χρόνια 1931-33, ως  γυμνασιόπαις και εκκολαπτόμενος ενεργός κομμουνιστής, στη  θνήσκουσα Δημοκρατία της Βαϊμάρης.  Το φθινόπωρο  του 2007 μου ζήτησαν να θυμηθώ εκείνη την εποχή σε μια διαδικτυακή γερμανική συνέντευξη, με τίτλο «Ich bin ein Reisefuehrer in die Geschichte» («Είμαι ένας ξεναγός στην Ιστορία»). Μερικές βδομάδες αργότερα μίλησα στο ετήσιο δείπνο των αποφοίτων –όσων ζουν ακόμα–  του σχολείου όπου φοίτησα όταν ήρθα στη Βρετανία, του St Marylebone Grammar School, το οποίο δεν υπάρχει πια· στην ομιλία μου,  προσπάθησα να εξηγήσω τις αντιδράσεις ενός δεκαπεντάχρονου που τον κουβάλησαν ξαφνικά σε τούτη τη χώρα, το 1933. «Φανταστείτε», είπα στα υπόλοιπα μέλη των Old Philologians, του συλλόγου των αποφοίτων του σχολείου,  «ότι είστε  ανταποκριτής μιας εφημερίδας με έδρα στο Μανχάταν, κι ο εκδότης  σας ξαποστέλνει στην Ομάχα της Νεμπράσκα! Έτσι ένιωσα όταν πρωτοέφτασα στην Αγγλία, αφού είχα ζήσει  δύο  περίπου χρόνια στο απίστευτα συναρπαστικό, το φίνο Βερολίνο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, με το διανοητικά και πολιτικά εκρηκτικό κλίμα. Η Αγγλία ήταν μια τρομακτική απογοήτευση για μένα».

Άρθουρ Κάουφμαν, «Τρία κορίτσια στο παράθυρο», 1927

Το εξώφυλλο του εξαιρετικού, και θαυμάσια εικονογραφημένου,  βιβλίου του Έριχ Βάιτς Η Γερμανία της Βαϊμάρης: υπόσχεση και τραγωδία ανακαλεί πολλές μνήμες. Απεικονίζει την παλιά Πότσνταμερ Πλατζ  πολύ προτού καταλήξει  ένας σωρός ερειπίων στα χέρια του Χίτλερ ή σε  δείγμα της «ντίσνεϋλαντ αρχιτεκτονικής»,   στην επανενωμένη Γερμανία. Βέβαια, τα café της πλατείας,  γεμάτα με  άντρες που φορούσαν ρεπούμπλικες, όπως ο θείος μου, δεν ήταν το στέκι των Βερολινέζων εφήβων.  Ο λογισμός μας έτρεχε  μάλλον σε  βάρκες στη λίμνη Βάνζεε, η οποία, τότε ακόμα, δεν παρέπεμπε στην έννοια της σχεδιασμένης γενοκτονίας.

 

Το διεθνές ενδιαφέρον για τη Βαϊμάρη και την κατάλυσή της από τον Χίτλερ

 Είναι δύσκολο να θυμηθεί κανείς (παρότι αυτό υπήρξε κεντρικό μοτίβο της ρητορικής του Χίτλερ, κατά τη διάρκεια της πληθώρας των εκλογικών αναμετρήσεων, οι οποίες –οποία ειρωνεία!–   έλαβαν  χώρα κατά το τελευταίο της έτος), ότι η Δημοκρατία διήρκεσε μόλις δεκατέσσερα χρόνια, από τα οποία μονάχα τα έξι, συμπιεσμένα ανάμεσα στα ματωμένα χρόνια της γέννησής της και την τελική καταστροφή του Μεγάλου Κραχ, διέθεταν μια επίφαση κανονικότητας. Το τεράστιο διεθνές ενδιαφέρον για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης είναι, εν πολλοίς, μεταθανάτιο και σχετίζεται με την κατάλυσή της από τον Χίτλερ. Γιατί αυτό ακριβώς  το γεγονός πυροδότησε τα ερωτήματα για  την άνοδο του Χίτλερ  στην εξουσία, καθώς και το αν αυτή θα μπορούσε να αποφευχθεί, ερωτήματα τα οποία συζητιούνται ακόμα έντονα στους κόλπους των ιστορικών. Συνέχεια ανάγνωσης