18 Ιουλίου 1937: Τα εγκαίνια του Οίκου της Γερμανικής Τέχνης
της Πηνελόπης Πετσίνη
Στις 18 Ιουλίου 1937, ο Αδόλφος Χίτλερ εγκαινιάζει ένα από τα πιο μεγαλεπήβολα δείγματα του σχεδίου της ναζιστικής προπαγάνδας: τον Οίκο της Γερμανικής Τέχνης (Haus der Deutschen Kunst) στο Μόναχο. Μια μεγαλοπρεπής πομπή –απροσδιόριστο ανακάτεμα αρχαιοελληνικής, κλασικής και τευτονικής αισθητικής–, σκηνοθετημένη με την ίδια σχολαστικότητα που οργανώνονταν οι λαμπαδηδρομίες και τα συλλαλητήρια του ναζιστικού κόμματος κυριαρχεί στους δρόμους της πόλης για ώρες, καθώς το Ράιχ γιορτάζει «Δύο Χιλιάδες Χρόνια Γερμανικού Πολιτισμού». Κεντρική θέση σ’ αυτό το πολυδιαφημισμένο μαζικό θέαμα κατέχει η έκθεση Große Deutsche Kunstausstellung (Μεγάλη Γερμανική Τέχνη), μια μεγάλης κλίμακας παρουσίαση που στόχευε να επιβάλλει μια καθολική και έγκυρη «γερμανική» τέχνη, η προώθηση και επικράτηση της οποίας υπήρξαν αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τον αποκλεισμό και τη δυσφήμηση του τότε πρωτοπόρου μοντερνισμού.
Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία, το ναζιστικό κόμμα χρησιμοποίησε όλα τα διαθέσιμα αισθητικά μέσα για να προβάλει την εικόνα του. Οι παρελάσεις, τα θεάματα, οι μαζικές συγκεντρώσεις και τα συλλαλητήρια του ναζιστικού κόμματος, που πρόβαλλαν με τεράστια επιτυχία οι προπαγανδιστικές ταινίες της Λένι Ρίφενσταλ, είναι παραδείγματα αυτής της νέας «μαζικής αισθητικής». Αντίστοιχη ήταν και η έμφαση που δόθηκε στην προώθηση παραδοσιακών πολιτιστικών αξιών και καλλιτεχνικών ειδών. Για την κυβέρνηση του Τρίτου Ράιχ η καλλιέργεια των τεχνών είχε μεγαλύτερη και πιο διαρκή σημασία, ακόμα και από την ικανοποίηση των καθημερινών αναγκών των ανθρώπων. Ο ίδιος ο Φύρερ δήλωσε χαρακτηριστικά το 1936 στη Νυρεμβέργη: «Η τέχνη είναι η μόνη πραγματικά διαχρονική επένδυση της ανθρώπινης εργασίας».
Adolf Wissel, «Οικογένεια αγροτών από το Κάλενμπεργκ» («Μεγάλη Γερμανική Τέχνη»)
Είχε προηγηθεί η ομιλία του στο συνέδριο του ναζιστικού κόμματος το 1934, όπου αποκάλεσε τους μοντερνιστές«βασικό κίνδυνο» για τον εθνικοσοσιαλισμό: «Αυτοί οι τσαρλατάνοι», είπε με έμφαση, «κάνουν λάθος αν νομίζουν ότι οι δημιουργοί του νέου Ράιχ είναι τόσο ηλίθιοι ή τόσο ανασφαλείς ώστε να σαστίζουν, πόσο μάλλον να εκφοβίζονται, από τις σαχλαμάρες τους. Θα δείτε ότι θα δημιουργήσουμε τα μεγαλύτερα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά έργα όλων των εποχών τα οποία θα τους ξεπεράσουν σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ».
H εθνικοσοσιαλιστική ηγεσία έδωσε στις τέχνες προθεσμία τεσσάρων ετών, από την ανάληψη της εξουσίας το 1933 μέχρι το άνοιγμα του Οίκου της Γερμανικής Τέχνης το 1937, για να συμμορφωθούν. Στον πυρήνα των σαρωτικών αλλαγών που συνέβησαν στη Γερμανία βρισκόταν μια κυβερνητική εκστρατεία που αποκαλούνταν Gleichschaltung(κυριολεκτικά «συντονισμός» ή «προσαρμογή»), η ευθυγράμμιση δηλαδή των πολιτών, του κράτους, των πανεπιστημίων, των πολιτισμικών, κοινωνικών και κρατικών θεσμών με τις αρχές και τις πρακτικές του εθνικοσοσιαλισμού. Η «προσαρμογή» έλαβε χώρα με εντυπωσιακή ταχύτητα όχι μόνο μέσω της επιβολής αλλά και γιατί ένα συντριπτικό ποσοστό των Γερμανών έθεταν εαυτούς οικειοθελώς υπό την επιρροή των ναζιστικών πιστεύω, φαινόμενο που έγινε γνωστό ως Selbstgleichschaltung (αυτοπροσαρμογή).
Η «Εκφυλισμένη Τέχνη»: «Άρρωστοι» καλλιτέχνες και «παραμορφωμένη» πραγματικότητα
Μόλις το ναζιστικό Reichskulturkammer ανέλαβε τον έλεγχο της τέχνης, άρχισε να ξεφορτώνεται τις δημόσιες γερμανικές συλλογές μοντερνιστικών έργων και να τις αποθηκεύει στα τοπικά Schreckenskammern der Kunst –ήτοι «Επιμελητήρια της Τέχνης του Τρόμου»– που έστηνε ο Σύνδεσμος Αγώνα για τον Γερμανικό Πολιτισμό, μια ιδιαίτερα ενεργή ναζιστική οργάνωση που δημιούργησε ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ το 1929, με στόχο να χτυπήσει τις εβραϊκές-μπολσεβικικές επιρροές στην τέχνη. Οι διευθυντές μουσείων αναγκάστηκαν να οργανώνουν σε ολόκληρη τη Γερμανία μικρές εκθέσεις μοντέρνας τέχνης, με σκοπό τη δυσφήμησή της. Το καθεστώς είχε κάνει σαφείς τις προθέσεις του στο μανιφέστο των πέντε σημείων που δημοσιεύτηκε στην DeutscherKunstbericht(Γερμανική Επιθεώρηση Τέχνης) το 1933: έργα «μπολσεβίκικης» ή «κοσμοπολίτικης» φύσης να αφαιρεθούν από τα γερμανικά μουσεία και τις συλλογές και να καούν, οι διευθυντές μουσείων που σπατάλησαν δημόσια χρήματα σε «μη γερμανική» τέχνη να απολυθούν, να απογορευτούν οι αναφορές σε μαρξιστές ή μπολσεβίκους καλλιτέχνες, να μην ξαναχτιστούν κτίρια-κουτιά και να απομακρυνθούν αμέσως όλα τα απαράδεκτα δημόσια γλυπτά. Ταυτόχρονα, επεδίωξε να κινητοποιήσει την κοινή γνώμη, ώστε να κερδίσει το «υγιές λαϊκό αίσθημα» ως νομιμοποίηση για τις πράξεις του. Συνέχεια ανάγνωσης →