Το ευρώ, ο Νότος και η Ελλάδα

Standard

Όλα τα λάθη της ΟΝΕ, η ίδια η αποτυχία της ως νεοφιλελεύθερου σχεδίου, φορτώθηκαν στις κοινωνίες του Νότου

συνέντευξη της Μαριάννας Τόλια

Τζόρτζιο ντε Κίρικο, "Ο τροβαδούρος"

Τζόρτζιο ντε Κίρικο, «Ο τροβαδούρος»

Τη Μαριάννα Τόλια τη γνωρίζω από τις παλιές καλές μέρες της εφημερίδας «Η Εποχή», όταν και οι δυο μετείχαμε σε αυτό το σπουδαίο εργαστήρι, εργαστήρι γραφής, πολιτικής και σκέψης, που ήταν και συνεχίζει να είναι η «Εποχή». Δεν είναι όμως αυτός ο λόγος που της ζητήσαμε να μας μιλήσει για το βιβλίο της «Το ευρώ, ο Νότος και η Ελλάδα», το οποίο κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό από τις Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις. Αλλά το ότι πρόκειται για ένα βιβλίο τεκμηριωμένο και παρεμβατικό μαζί, που παρακινεί όποιον θέλει να σκεφτεί κριτικά για την κρίση, την οικονομία και την πολιτική. Πέρα από τα στοιχεία που μας προσφέρει για την κρίση της Ελλάδας (που την εντάσσει στη γενικότερη κρίση του Ευρωπαϊκού Νότου, διακρίνοντας όμως την περίπτωση της Ελλάδας και της Πορτογαλίας από τις αντίστοιχες της Ιταλίας και της Ισπανίας) προτείνει προοπτικές για το αύριο ή μάλλον το «μεθαύριο», όπως λέει και η ίδια. Ο αναγνώστης –και ο τόμος έχει το προσόν ότι δεν χρειάζεται να είσαι ειδικός για να τον προσπελάσεις– θα βρει στοιχεία, ιδέες και σκέψεις για τη χάραξη ενός σχεδίου ανασυγκρότησης, πάνω από τα χαλάσματα της κρίσης. Δεν θα μιλήσω εδώ για το περιεχόμενο, το εξηγεί η ίδια η Μαριάννα Τόλια, στη συνέντευξη που ακολουθεί. Θα σταθώ μόνο σε δυο σημεία από τον Πρόλογό της, χαρακτηριστικά της οπτικής της. Πρώτον, μας λέει, «αυτή η αφήγηση δεν προτείνεται μόνο για λόγους θεωρητικού ενδιαφέροντος· προτείνεται κυρίως για να εμπνεύσει την πολιτική πράξη». Και, έπειτα, ότι «η ψυχολογική πηγή για τη συγγραφή του βιβλίου ήταν η αγωνία· η ίδια αγωνία που διακατέχει μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας». Θα πω μόνο ότι, στις σελίδες του τόμου, καταφέρνει να μετατρέψει την αγωνία σε προβληματισμό και σκέψη, με τρόπο γόνιμο και χρήσιμο.

Στρ. Μπ.

Τζόρτζιο ντε Κίρικο, «Σχολή μονομάχων», 1953

Τζόρτζιο ντε Κίρικο, «Σχολή μονομάχων», 1953

Το βιβλίο καταρρίπτει το κυρίαρχο επιχείρημα ότι το κόστος εργασίας στην Ελλάδα και στις χώρες του Νότου είναι αυτό που ευθύνεται για την κρίση του ευρώ. Μπορείς να μας το εξηγήσεις;

Το ότι η άνοδος του κόστους εργασίας ευθύνονταν για την κρίση του ευρώ το υποστήριζε η Γερμανία όταν άναβε η κρίση. Είχε διατυπωθεί τότε –τέλη 2010– μια πρώτη ανάλυση για το τι ήταν όλο αυτό που συνέβαινε στην Ευρώπη η οποία είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αιτία ήταν η απώλεια ανταγωνιστικότητας του Ευρωπαϊκού Νότου έναντι του Βορρά. Από ένα ολόκληρο αναλυτικό σχήμα όμως η γερμανική ηγεσία ξεχώρισε μια παράμετρο, την αύξηση του μοναδιαίου εργασιακού κόστους, και ανήγαγε το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας σε αυτήν, γιατί με αυτό το επιχείρημα μπορούσε να στηρίξει την οικονομική πολιτική που επέβαλε και να αποτρέψει άλλες που ήθελε, π.χ., μια όντως ευρωπαϊκή αντιμετώπιση του προβλήματος των τραπεζών. Συνέχεια ανάγνωσης

Ευρώπη: η επιστροφή των φαντασμάτων

Standard

του Αποστόλη Φωτιάδη

Ανρί Ματίς, "Κολυμβητής σε ενυδρείο", 1847

Ανρί Ματίς, «Κολυμβητής σε ενυδρείο», 1847

Tα φαντάσματα του εθνικισμού επιστρέφουν στην Ευρώπη. Και αυτό, σε μεγάλο βαθμό, αντανακλά μια διπλή αποτυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ηγετών της: η οικονομική και η μεταναστευτική κρίση, που έπληξαν την Ευρώπη την τελευταία δεκαετία, απέδειξαν τις αδυναμίες του προγράμματος ενοποίησης. Και στις δυο περιπτώσεις, η υποταγή της ευρωπαϊκής ηγεσίας σε κορπορατιστικά συμφέροντα την οδήγησε σε λανθασμένες στρατηγικές για την αντιμετώπιση τους, μετατρέποντας ουσιαστικά το θεσμικό πλαίσιο της Ένωσης σε πεδίο σύγκρουσης εθνικών πολιτικών.

Η στρατηγική της λιτότητας και οι διεθνείς θεσμοί που δημιουργήθηκαν για την εφαρμογή της, κυρίως η Τρόικα και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, αποτελούν δομές μέσω των οποίων ορισμένα κράτη-μέλη της Ένωσης, με τη συμμετοχή της Κομισιόν και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, περιορίζουν την κυριαρχία άλλων κρατών-μελών. Παράλληλα, η μακροχρόνια μεταναστευτική κρίση, που εξελίσσεται στα σύνορα της Ευρώπης από τα τέλη της δεκαετίας του 1990,  έχει κακοφορμίσει σε μια αντιπαράθεση μεταξύ νοτιοανατολικών και βορειοδυτικών κρατών-μελών σχετικά με την κατανομή ευθυνών και του βάρους διαχείρισης των ροών. Έτσι, ουσιαστικά οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν μετατραπεί σε ένα όχημα επιβολής ηγεμονίας, ενώ μηχανισμοί με εξισορροπητικό ρόλο, όπως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και το Ευρωκοινοβούλιο, έχουν περιθωριοποιεί. Συνέχεια ανάγνωσης

Αριστερή κυβέρνηση: πώς θα πετύχει;

Standard

 Παγκόσμιος καπιταλισμός, Ευρώπη και Αριστερά

του Χρήστου Λάσκου

Έργο του Robert Bereny

Έργο του Robert Bereny

1. Πού πάει το πράγμα; Είναι πιθανή μια συστημική κατάρρευση; Όπως σημείωνε ο σπουδαίος συμβουλιακός κομμουνιστής Πάουλ Μάτικ, πριν 30 χρόνια, «στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό κάθε κρίση μπορεί να εξελιχτεί σε τελική κρίση».

Πολλοί (από τον συμβουλιακό Ρόμπερτ Κουρτς και τον αναρχικό γεωγράφο Ντέιβιντ Γκράμπερ, μέχρι τον απολύτως μέινστριμ Ντέιβιντ Γκόρντον του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών των ΗΠΑ, τον Μίνκι Λι που προφητεύει την χαοτική, τύπου Μαντ Μαξ, μετεξέλιξη του καπιταλισμού και τον Ιμάνουελ Βαλερστάιν, για τον οποίο το σύστημα τα επόμενα χρόνια θα αναφωνήσει «Τετέλεσται»), αμφισβητούν τη δυνατότητα του καπιταλισμού να διατηρήσει, έστω και μετριασμένη, την παραγωγική του δυναμική. Επιπλέον, έχει αναδειχθεί η αδυναμία του να ικανοποιήσει βασικές ανθρώπινες ανάγκες πολύ μεγάλου τμήματος του παγκόσμιου πληθυσμού, άρα και η μη νομιμοποίησή του, μαζί με την καθολική ανορθολογικότητα, από τη σκοπιά της σύνολης ανθρωπότητας.

Ξέρω ότι πολλοί σύντροφοι θεωρούν την αναφορά σε τέτοια «αποκαλυψιακά» ζητήματα εκκεντρικότητα. Χωρίς να μπορώ να επεκταθώ, θα επισημάνω κάποιους οδοδείκτες που μας προσανατολίζουν μέσα στο μακροϊστορικό πεδίο, ενώ, ταυτόχρονα, μας προσγειώνουν στο σήμερα. Συνέχεια ανάγνωσης

Η λιτότητα σκοτώνει – κυριολεκτικά, 1: Πλούτος της κοινωνίας είναι οι άνθρωποι

Standard

του Ντέιβιντ Στάκλερ και του Σάντζεϊ Μπασού

μετάφραση: Μάνος Αυγερίδης

Διαδήλωση στο Δουβλίνο, Δεκέμβριος 20112

Διαδήλωση στο Δουβλίνο, Δεκέμβριος 20112

«Austerity kills. The Body Economic» είναι ο τίτλος της μελέτης του David Stuckler και του Sanjay Basu που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες (εκδ. Allen Lane). Ο Στάκλερ (κορυφαίος ειδικός σε ζητήματα οικονομικών της υγείας, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης) και ο Μπασού (επιδημιολόγος, αναπληρωτής καθηγητής υγείας στο Στάνφορντ) μελέτησαν συστηματικά τις επιπτώσεις της λιτότητας στην Ευρώπη (σημαντικό μέρος της έρευνας καταλαμβάνει η Ελλάδα) και τη Βόρεια Αμερική, καταλήγουν στο εξής συμπέρασμα, το οποίο το τεκμηριώνουν πολλαπλώς και αποτυπώνεται και στον τίτλο του βιβλίου: «Η λιτότητα σκοτώνει»· και κυριολεκτούν. Οι πολιτικές της λιτότητας (αυτές, και όχι η κρίση από μόνη της) οδηγούν σε σοβαρή αύξηση της θνησιμότητας, χωρίς μάλιστα να εξασφαλίζουν ένα καλύτερο οικονομικό και κοινωνικό μέλλον, βυθίζοντας τα κράτη και τις κοινωνίες τους σ’ έναν φαύλο κύκλο ύφεσης και ανασφάλειας. Αντίθετα, πολιτικές κοινωνικής προστασίας και πρόνοιας διαφυλάττουν τον πιο σημαντικό πλούτο κάθε χώρας, τους ανθρώπους της, οδηγώντας την οικονομία και την κοινωνία σε ανάκαμψη. Δημοσιεύουμε αποσπάσματα από το εισαγωγικό και το ακροτελεύτιο κεφάλαιο του βιβλίου, καθώς και από μια συνέντευξη του Στάκλερ στον Νάιτζελ Γουωρμπάρτον (στο www.socialsciencespace.com). Oι τίτλοι είναι των «Ενθεμάτων».

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Τζαίημς Ένσορ, "Δυο σκελετοί παλεύουν για μια ρέγγα τουρσί", 1891

Τζαίημς Ένσορ, «Δυο σκελετοί παλεύουν για μια ρέγγα τουρσί», 1891

Ασφαλώς, οι οικονομικές πολιτικές δεν συνιστούν αυτές καθαυτές παθογόνα ή ιούς που προκαλούν άμεσα ασθένειες. Αποτελούν μάλλον «αίτια των αιτιών» μιας πάσχουσας υγείας — τους αποφασιστικούς παράγοντες που καθορίζουν ποιος εκτίθεται σε μεγαλύτερους κινδύνους. Οι οικονομικές ελίτ καθορίζουν ποιος είναι πιθανότερο να πέσει στον αλκοολισμό, να πάθει φυματίωση σε ένα κατάλυμα αστέγων ή να βυθιστεί στην κατάθλιψη. Μπορούν να επηρεάσουν όχι μόνο τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται κάποιος, αλλά και την προστασία του από αυτούς, καθορίζοντας ποιος είναι πιθανότερο να λάβει κοινωνική υποστήριξη, να διατηρήσει ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι του ή να επανακάμψει μετά από μια κακοτυχία στη ζωή.

Η μεγαλύτερη τραγωδία της λιτότητας δεν είναι ότι έχει πλήξει την οικονομία. Η μεγαλύτερη τραγωδία είναι ο ανώφελος ανθρώπινος πόνος που έχει προκαλέσει. Η Ολίβια, ο Δημήτρης, ο Μπράιαν, ο Βλάντιμιρ, η Ντιάνα και η Κάνια είναι μερικοί μόνο από τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων που έχουν πληγεί από τη λιτότητα. Δεν υπάρχει οικονομική ανάκαμψη ικανή να αντιστρέψει τη ζημιά που έχει γίνει στο σώμα και το μυαλό αυτών των ανθρώπων. Οι υποστηρικτές της λιτότητας υπόσχονται ότι ο βραχυπρόθεσμος πόνος οδηγεί σε μακροπρόθεσμο όφελος. Η υπόσχεση αυτή έχει επανειλημμένα αποδειχθεί λανθασμένη σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα.

Η λιτότητα είναι μια επιλογή· μια επιλογή που δεν είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε. Συνέχεια ανάγνωσης

Η λιτότητα σκοτώνει – κυριολεκτικά, 2: Αν η λιτότητα ήταν φάρμακο, θα είχε αποσυρθεί από καιρό

Standard

Συνέντευξη του Ντέιβιντ Στάκλερ

μετάφραση: Μαρία Καλαντζοπούλου

 austerity-1Το θέμα μας σήμερα είναι «Λιτότητα και θάνατος». Ποια είναι λοιπόν η σχέση ανάμεσά τους;

Μελετήσαμε τον τρόπο με τον οποίο η ύφεση και η οικονομική καταστροφή μπορούν κυριολεκτικά να εισχωρήσουν στο πετσί των ανθρώπων, επηρεάζοντας την υγεία και την ευημερία τους· μελετήσαμε στοιχεία από την Μεγάλη Ύφεση του 1929 μέχρι την ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση της δεκαετίας του 1990 και τις παρούσες κρίσεις. Κι αυτό που μάθαμε είναι πως η ύφεση μπορεί να βλάψει, αλλά η λιτότητα σκοτώνει.

  Τι θα απαντούσατε σ’ έναν σκεπτικιστή που θα σας έλεγε: «Αυτό που ανακαλύπτετε είναι στατιστικές συσχετίσεις και είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο να εξάγεις αιτιώδεις σχέσεις απ’ αυτές. Εξάλλου, τα κίνητρά σας είναι πολιτικά, και σε λίγο θα μας μιλήσετε για μέτρα εναντίον της λιτότητας»;

Η μια διάσταση είναι η εμπειρική. Μπορούμε να βρούμε συσχετίσεις στο παρελθόν που έχουν προβλεπτική αξία γι’ αυτό που συμβαίνει στο παρόν — στην περίπτωση λ.χ. των αυτοκτονιών και των θανάτων σε οδικά ατυχήματα. Η άλλη διάσταση είναι η πολιτική. Προκειμένου να λειτουργούν οι δημοκρατίες μας, χρειάζεται να καταλαβαίνουμε, να τεκμηριώνουμε και να εντοπίζουμε τις επιπτώσεις των οικονομικών πολιτικών στην υγεία. Πολύ συχνά, οι οικονομικές αποφάσεις λαμβάνονται εντελώς ξεκομμένα από το πλήρες σύνολο των κοινωνικών τους επιπτώσεων. Συνέχεια ανάγνωσης

Η πρόταση της αποανάπτυξης

Standard

του Κάρλος Τάιμπο

μετάφραση: Νίκος Κοκκάλας

Ανρί Ματίς, "Ανοιχτό παράθυρο", 1905

Ανρί Ματίς, «Ανοιχτό παράθυρο», 1905

 Ο Κάρλος Τάιμπο στην Αθήν. Το κείμενο  που ακολουθεί είναι απόσπασμα από τον Πρόλογο του βιβλίου Η πρόταση της αποανάπτυξης, του Κάρλος Τάιμπο, που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων. Με την ευκαιρία αυτή, οι Εκδόσεις των Συναδέλφων (σε συνεργασία με την  Εφημερίδα των Συντακτών και τον συνεταιρισμό Συν Άλλοις) οργανώνουν συζήτηση με τον Κάρλος Τάιμπος, στην οποία  θα παρέμβουν ο Γιώργος Κολέμπας και ο  Γιάννης Μπίλλας, συγγραφείς του βιβλίου Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης-τοπικοποίησης.  Η εκδήλωση γίνεται την Τρίτη 3 Δεκεμβρίου, στις 7 μ.μ. στην ΕΣΗΕΑ (Ακαδημίας 20).

***

 Το πρόγραµµα της αποανάπτυξης γεννιέται από δύο σηµαντικές παραδοχές: αφενός το γεγονός ότι ζούµε σε έναν πλανήτη µε περιορισµένη δυνατότητα σε πόρους, αφετέρου ότι µπορούµε να ζήσουµε καλύτερα µε λιγότερα. Γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να απαλλαγούµε από τη λογική της ανάπτυξης, της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, όπως επίσης να ξεφύγουµε από την επίβουλη, πανταχού παρούσα παραδοχή που συσχετίζει κατανάλωση και ευµάρεια. Έτσι λοιπόν, η αποανάπτυξη δεν µας λέει απλώς ότι είναι αναγκαίο να ελαττώσουµε –στο µέτρο του εφικτού, ασφαλώς– τα επίπεδα παραγωγής και κατανάλωσης στον εύπορο Βορρά.

Πρεσβεύει, επιπλέον, αρχές και αξίες πολύ διαφορετικές από τις κυρίαρχες των ηµερών µας: την πρωτοκαθεδρία της κοινωνικής ζωής, τον δηµιουργικό ελεύθερο χρόνο, την κατανοµή της εργασίας, την απαραίτητη µείωση του όγκου έργων υποδοµής, την ανάκτηση της κοινωνικής ζωής, καθώς και την επανανακάλυψη µορφών άµεσης δηµοκρατίας και αυτοδιαχείρισης· επίσης, σε ατοµικό επίπεδο, την εκούσια ολιγάρκεια και απλότητα. Ζητούµενο της πρότασης αυτής είναι η επιστροφή στη γεωργική δραστηριότητα, η –στο µέτρο του δυνατού– απαλλαγή από την τεχνολογία και η απλοποίηση των κοινωνιών µας, πάντοτε στη βάση της δίκαιης αναδιανοµής του πλούτου. Το 2007, πριν ακόµη ξεσπάσει η κρίση, το ισπανικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν ήταν 100, ενώ σήµερα έχει πέσει στο 97. Οι αριθµοί αυτοί από µόνοι τους δεν δείχνουν κάποια ιδιαίτερα σηµαντική υποχώρηση. Καθώς φαίνεται, το πρόβληµα εντοπίζεται αλλού: στην οικτρή διανοµή του πλούτου της χώρας –τα ίδια, ασφαλώς, ισχύουν και για την Ελλάδα–, µε αποτέλεσµα οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί ακόµα πιο φτωχοί.

Συνέχεια ανάγνωσης

Σκέψεις για μια αριστερή επανίδρυση της Ευρώπης

Standard

Ευρώπη, δημοκρατία, κοινωνικός πειραματισμός

του Ευκλείδη Τσακαλώτου

tsakalotos

Ζακ Λίπσιτς, «Η αρπαγή της Ευρώπης, ΙV», 1941

Μετά  το 2008 παρατηρούμε μια εντυπωσιακή έλλειψη νέων ιδεών από τη μεριά των συστημικών δυνάμεων. Στο πολιτικό επίπεδο ο νεοφιλελευθερισμός μπορεί να προχωρά ακάθεκτος, να μην έχει υποστεί σημαντικές πολιτικές ήττες, αλλά συγχρόνως δεν φαίνεται να λύνει κανένα από τα προβλήματα που ανέδειξε η μεγάλη κρίση: ούτε οι κοινωνικές ανισότητες, ούτε το αχαλίνωτο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ούτε οι μακροοικονομικές ανισορροπίες διορθώνονται έστω και μερικώς. Ακούγονται κριτικές φωνές που ανησυχούν για το μέλλον του συστήματος. Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς και ο Πωλ Κρούγκμαν έχουν ασκήσει δριμεία κριτική στην ασκούμενη μακροοικονομική πολιτική, που έχει οδηγήσει τόσες χώρες στην παγίδα χρέους και στη συνέχιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών. Ο Ραγκουράμ Ραγιάν και ο Βόλφγκανγκ Στρικ έχουν αναδείξει το αδιέξοδο των πολιτικών προτεραιοτήτων των ελίτ που δεν αναγνωρίζουν κανένα κοινωνικό συμβόλαιο, για παράδειγμα προς τους συνταξιούχους και τους νέους, λες και τα μόνα συμβόλαια που πρέπει να τηρηθούν ως ιερή υποχρέωση είναι τα συμβόλαια προς τους πιστωτές και τις χρηματαγορές.

Είναι σημαντικό ότι όλο και πιο πολλές «κεντρώες» φωνές αμφισβητούν ότι ο καπιταλισμός μπορεί να νομιμοποιηθεί σε αυτή τη βάση. Και αυτή η αμφισβήτηση, τον τελευταίο καιρό, έχει αναπτύξει και μια εσωτερική δυναμική. Μπορεί ορισμένοι οικονομολόγοι, όπως ο Κρούγκμαν και ο Στίγκλιτς να ξεκίνησαν με μια τεχνοκρατική κριτική, ως κεϋνσιανοί, όσον αφορά την ασκούμενη οικονομική πολιτική, αλλά όλο και περισσότερο ασκούν πολιτική κριτική στις ελίτ. Φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι μια αλλαγή θα βασιστεί σε κοινωνικές διεργασίες που θα αμφισβητήσουν την ισχύ αυτών των ελίτ.

Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι αυτές οι ανησυχίες έχουν και θεσμικό αντίκτυπο. Έτσι, δεν είναι πια περιθωριακές οι προτάσεις για μια διαφορετική οικονομική και χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική για την ευρωζώνη. Δεν είναι μόνο η Αριστερά που μιλάει για μια Ευρώπη η οποία  θα βασίζεται σε ένα μεγαλύτερο κεντρικό προϋπολογισμό, στις δημοσιονομικές μεταβιβάσεις, στην κοινοτικοποίηση του χρέους,  μια πιο συντονισμένη και επεκτατική μακροοικονομική πολιτική, μια πολύ διαφορετική κεντρική τράπεζα κλπ. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τους τομείς όπου χρειάζεται περισσότερη υπερεθνική ρύθμιση: τις χρηματαγορές, την πάταξη της φοροδιαφυγής (off-shore, φορολογικοί παράδεισοι κλπ.), την προστασία του περιβάλλοντος.

Η Αριστερά έχει μεγάλη συμβολή σε αυτή τη συζήτηση. Υπάρχουν, βεβαίως, αποχρώσεις και διαφωνίες, τόσο για τις λεπτομέρειες των θεσμικών προτάσεων όσο και για το πόσο ρεαλιστικό είναι να πιστεύει κανείς στη δυνατότητα ενός διαφορετικού συσχετισμού που θα επιβάλει μια νέα αρχιτεκτονική. Αλλά οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων αριστερών δυνάμεων για μια άλλη αρχιτεκτονική δεν βρίσκονται στον αέρα. Έτσι, ξέρουμε ποιο θεσμικό πλαίσιο χρειαζόμαστε προκειμένου να στηριχθούν οι προτάσεις μας, στο εθνικό επίπεδο, για μια διαφορετική πολιτική με στόχο να αντιμετωπίσουμε την ύφεση, την ανεργία και την ανθρωπιστική κρίση.

Συνέχεια ανάγνωσης

Οι προοπτικές του γερμανικού καπιταλισμού

Standard

του Χρήστου Λάσκου

Έργο του Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ

Έργο του Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ

Πριν μερικές μέρες ο Adam Posen, πρόεδρος του Peterson Institute of International Studies, στους Financial Times («Λάθος το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας»· μεταφρασμένο στο: http://goo.gl/LNgR73) σημείωνε πως η Γερμανία αποτελεί ένα πλούσιο κράτος, που ακολουθεί μοντέλο αναπτυσσόμενης οικονομίας, και προέβλεπε πως η εξάρτηση του γερμανικού καπιταλισμού από τους χαμηλούς μισθούς θα αποδειχτεί συνταγή καταστροφικής αποτυχίας. Την ίδια εποχή ο πολύς Άσμουσεν, ο Γερμανός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, από τη δική του οπτική γωνία, διαπίστωνε ότι «τα επόμενα 5 με 10 χρόνια η Γερμανία θα ξαναγίνει ο ευρωπαίος ασθενής», όπως και στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας.

Περίεργες προγνώσεις για όσους –και η ελληνική «κοινή γνώμη» ανήκει κατεξοχήν σε αυτούς– έχουν μια εικόνα της Γερμανίας ως πανίσχυρης, πλούσιας, υγιούς και, κυρίως, εξαιρετικά παραγωγικής οικονομίας. Ας δούμε, λοιπόν, πώς έχουν τα πράγματα.

Οι γερμανικές επιτυχίες. Εκεί που οι επιδόσεις της γερμανικής οικονομίας εμφανίζονται πραγματικά εντυπωσιακές είναι στους τομείς των εξαγωγών και της απασχόλησης. Πολλές φορές, μάλιστα, οι θετικές εξελίξεις σε αυτούς τους τομείς παρουσιάζονται ως ισχυρά συνδεδεμένες μεταξύ τους: η εξαγωγική επιτυχία των γερμανικών επιχειρήσεων εξηγεί και τα καλά νέα σε ό,τι αφορά την συνολική απασχόληση.

Πράγματι, με το εμπορικό πλεόνασμά της να αντιπροσωπεύει το 6% του ΑΕΠ, η Γερμανία είναι το ακραίο παράδειγμα εξαγωγικής οικονομίας στον κόσμο. Πάντοτε, βέβαια, οι εξαγωγές αποτελούσαν μεγάλο μέρος του ΑΕΠ της. Έτσι, στην προηγούμενη της ενοποίησης δεκαετία αντιστοιχούσαν στο 23-25% του ΑΕΠ, από το 1990 έως το 1999 συρρικνώθηκαν ελάχιστα, για να εκτιναχθούν τη δεκαετία του ευρώ στο ασύλληπτο ποσοστό του 38%, αφήνοντας πίσω την Κίνα και καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση στον κόσμο. Επιπλέον, η μεγάλη αυτή έκρηξη των εξαγωγών φαίνεται να συμβαδίζει με μια εντυπωσιακή μείωση του ποσοστού ανεργίας: από 12% σχεδόν το 2005 κινήθηκε έκτοτε πτωτικά και, παρόλη την παγκόσμια οικονομική κρίση, έπεσε σε επίπεδα κάτω του 6%. Συνέχεια ανάγνωσης

Από το φάσμα της μνημονιακής αποτυχίας προς ένα νέο σχέδιο

Standard

Συνέντευξη του Πέτρου Λινάρδου-Ρυλμόν

 Η έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία το 2013, συζητήθηκε ήδη ευρύτατα με τη ζοφερή εικόνα που δίνει: μείωση των μισθών την τελευταία τριετία κατά 45%, θα χρειαστούν είκοσι χρόνια για να πέσει η ανεργία στο 10%, αποβιομηχάνιση που θυμίζει το 1950 κ.ά. (αναλυτικά στοιχεία και σχετική συνέντευξη του Σάββα Ρομπόλη, στο κυρίως σώμα της σημερινής «Αυγής»). Με αφετηρία την έκθεση, συζητήσαμε με τον οικονομολόγο Πέτρο Λινάρδο-Ρυλμόν.

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Ανρί Ματίς, "Η θλίψη του βασιλιά"

Ανρί Ματίς, «Η θλίψη του βασιλιά»

Ξεκινώντας, θα ήθελα ένα πρώτο σχόλιό σου για την έκθεση του ΙΝΕ.

Η έκθεση είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική, τόσο για την πραγματική κατάσταση της οικονομίας και της απασχόλησης όσο και για τα ζητήματα τα οποία έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία και κοινωνία. Η ανεργία, για να ξεκινήσω από αυτήν, βρίσκεται στο 30%. Και, σύμφωνα με την πάγια μέθοδο του ΙΝΕ, πρέπει να προσθέσουμε ένα 5% — καθώς υπάρχουν κατηγορίες λ.χ. ελάχιστα εργαζομένων (κάποιος που δουλεύει μία ώρα την εβδομάδα), που πρέπει να συνυπολογιστούν.

Η έκθεση, επίσης, αναφέρεται στο φαινόμενο της αποεπένδυσης. Ο Σάββας Ρομπόλης, στη συνέντευξη που έδωσε στη Θεσσαλονίκη, την Πέμπτη το πρωί, είπε ότι το κεφαλαιουχικό απόθεμα της χώρας έχει φτάσει στα επίπεδα της δεκαετίας του 1950. Αυτό έχει σημασία, όχι μόνο για το βάθος της κρίσης, αλλά και γιατί δείχνει ότι το κομμάτι των μνημονιακών πολιτικών που αφορά την ανταγωνιστικότητα των αμοιβών σε σχέση με τις επενδύσεις δεν λειτουργεί: η ιδέα ότι η φτηνή εργασία φέρνει επενδύσεις είναι μια δογματική προσκόλληση του ΔΝΤ και της Τρόικας. Αυτό φαίνεται επίσης και στις εξαγωγές: ενώ καταβαραθρώνονται οι αμοιβές με στόχο, μεταξύ άλλων, την αύξηση των εξαγωγών, αυτό δεν συμβαίνει. Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης λειτουργεί απλώς σαν μπόνους για τους εργοδότες, ειδικά τους εξαγωγείς…

Με δυο λόγια, η έκθεση είναι αποκαλυπτική του φάσματος των αποτυχιών του μνημονιακού προσανατολισμού. Μας δείχνει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση, που δεν είμαστε έτοιμοι ως κοινωνία να αντιμετωπίσουμε. Συνεχίζουμε να βρισκόμαστε στον ευρωπαϊκό κοινωνικό πολιτισμό, όπου η απασχόληση, η σύνταξη, το κοινωνικό κράτος θεωρούνται βασικά δεδομένα, τα δεδομένα αυτά στην Ελλάδα έχουν κλονιστεί εκ βάθρων, και τα εργαλεία τα οποία αναμένεται να χρησιμοποιηθούν παραμένουν τα εργαλεία του παρελθόντος, εντελώς ανεπαρκή σε μια τόσο κρίσιμη κατάσταση. Συνέχεια ανάγνωσης

Η τοκογλυφία ως οικονομικός θεσμός στον «νέο Μεσαίωνα»

Standard

 της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Μαρίνους βαν Ρεϊμέρσβελε, «Ο αργυραμοιβός και η γυναίκα του», π. 1540

Μαρίνους βαν Ρεϊμέρσβελε, «Ο αργυραμοιβός και η γυναίκα του», π. 1540

Ζούμε τη χρυσή εποχή της «θεσμικής τοκογλυφίας». Όχι μόνο στη χώρα μας (μοντέλο άσκησης μιας άπληστης τοκογλυφικής στρατηγικής), αλλά τόσο στον ευρωπαϊκό χώρο όσο και γενικότερα, στο πλαίσιο της υποκουλτούρας της παγκοσμιοποιημένης χρηματοπιστωτικής οικονομίας. Η τοκογλυφία –ποινικό έγκλημα όταν την ασκεί ο απλός πολίτης– εγκαθίσταται σήμερα ως θεσμός στο πανίσχυρο «ιδιωτικό κράτος» των αγορών.

Ωστόσο, η έννοια του άλογου και υπερβολικού κέρδους, από τις πρώτες διατυπώσεις της στα κλασικά κείμενα, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την έννοια της ηθικής — και της πολιτικής ηθικής. Κακοήθης εκτροπή της κερδοφορίας ο έντοκος δανεισμός, από την εποχή του Αριστοτέλη, χαρακτηρίζεται ως παρασιτική δραστηριότητα, γιατί ένα στείρο αγαθό –το χρήμα– χρησιμοποιείται για την απόκτηση υπέρμετρου κέρδους. Στη μεσαιωνική κοινωνία, και κάτω από το πρίσμα της θεολογικής της θεώρησης, η κερδοφορία συνδέεται απόλυτα με την ενοχή. Συνέχεια ανάγνωσης

Συνταγματικές εκτροπές και (αντι)συνταγματικές προτροπές

Standard

Η JPMorgan, η δραχμή και η συνηγορία της υπέρ της κυβέρνησης

 

                                                                    του Βασίλη Δρουκόπουλου

 «Το κεφάλαιο πρέπει να αυτοπροστατεύεται με σταθερό τρόπο…Τα χρέη πρέπει να εισπράττονται και τα δικαιώματα κατάσχεσης για τα δάνεια και τις υποθήκες πρέπει να ασκούνται όσο το δυνατό πιο νωρίς. Όταν μέσω της νομικής διαδικασίας οι κοινοί άνθρωποι έχουν χάσει τα σπίτια τους θα αποδειχθούν περισσότερο πειθήνιοι και πιο εύκολα θα κυβερνώνται από το δυνατό χέρι του νόμου που θα εφαρμόζεται από την κεντρική αρχή των κορυφαίων τραπεζιτών. Οι άνθρωποι χωρίς σπίτια δεν θα ερίζουν με τους ηγέτες τους. Αυτό είναι γνωστό στα άτομα με αρχές που έχουν αναλάβει να σχηματίσουν έναν ιμπεριαλισμό του καπιταλισμού που θα κυβερνά τον κόσμο. Με το να διχάζουμε τους ανθρώπους μπορούμε να τους κάνουμε να καταναλώνουν την ενέργειά τους στο να κατατρίβονται σε θέματα χωρίς σημασία για μας εκτός από να δρουν ως δάσκαλοι της κοινής αγέλης».

(Αποδίδεται στον John Pierport Morgan, 1837-1913).

 «Χέρι βοηθείας»: ο μπαρμπα-Σαμ και ο J.P. Morgan  κωπηλατούν. Το πελώριο μέγεθος του Morgan αντανακλά το ανάστημά του και τη σημασία των τραπεζικών δραστηριοτήτων του στις ΗΠΑ.  Πολιτική γελοιογραφία (Puck Magazine, 26.4.1911), που παρωδεί τον ομότιτλο πίνακα του Emile Renouf, 1881 (βλ. παρακάτω)

«Χείρα βοηθείας»: ο μπαρμπα-Σαμ και ο J.P. Morgan κωπηλατούν. Το πελώριο μέγεθος του Morgan αντανακλά το ανάστημά του και τη σημασία των τραπεζικών δραστηριοτήτων του στις ΗΠΑ. Πολιτική γελοιογραφία (Puck Magazine, 26.4.1911), που παρωδεί τον ομότιτλο πίνακα του Emile Renouf, 1881 (βλ. παρακάτω)

Είναι ευρύτατα γνωστές οι πηγές της υποστήριξης από το εξωτερικό προς τη σημερινή κυβέρνηση Σαμαρά, όπως εξάλλου και προς όλες τις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις. Εκείνο που μάλλον δεν έχει διαδοθεί πιο πλατιά είναι η συγκεκριμένη υποστήριξη, άμεση και έμμεση, που έχει λάβει η κυβέρνηση Σαμαρά από τη JPMorgan Chase & Co. (JPMorgan στο εξής) που συμβαίνει να είναι ο μεγαλύτερος χρηματοπιστωτικός όμιλος των ΗΠΑ, δεύτερος στον κόσμο, με ενεργητικό 2,5 τρις δολάρια και με 260.000 υπαλλήλους στις 60 χώρες που δραστηριοποιείται.

allos droukopoulos

Emile Renouf, «Χείρα βοηθείας», 1881

Η πιο πρόσφατη παρέμβαση της JPMorgan ήταν η συμπαράσταση που εκδήλωσε για την απόφαση κλεισίματος της ΕΡΤ. Μιας απόφασης που δεν φαίνεται να συνιστά πολιτικό «ατύχημα» και που αξίζει το ρίσκο που αναλαμβάνεται, όπως ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων (http://news.in.gr, 14.6.2013). Τι ειρωνεία λοιπόν που η JPMorgan που κόπτεται τώρα για την αποφασιστικότητα που δείχνει η κυβέρνηση, η ίδια η JPMorgan στις αρχές του 2012 να έχει ποντάρει στη χρεοκοπία της Ελλάδας και στην επιστροφή στη δραχμή! Η Ημερησία της 14.1.2012 σε άρθρο συνεργάτη της αναφέρει:
«Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η JP Morgan, η παγκοσμίως γνωστή επενδυτική τράπεζα, προτείνει στους πελάτες της να επενδύσουν στο ελληνικό real estate κατά την τρέχουσα περίοδο. Η πρόταση αυτή είναι μέσα στις τρεις καλύτερες επενδυτικές προτάσεις της εταιρείας και στηρίζεται στην πιθανότητα χρεοκοπίας της Ελλάδας. Οι αναλυτές της JP Morgan συστήνουν στους πελάτες τους που έχουν οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν ακίνητα στην Ελλάδα (εξοχικά, οικόπεδα κατά κύριο λόγο) αλλά με δάνειο που θα πάρουν από ελληνική τράπεζα. Η πρόταση αυτή γίνεται με το σκεπτικό ότι στην επενδυτική τράπεζα θεωρούν σίγουρη τη χρεοκοπία της Ελλάδας και την επιστροφή στη δραχμή, ποντάρουν στην αλλαγή του δανείου στο νέο νόμισμα, το οποίο θα υποτιμηθεί. Μ’ αυτό το σενάριο οι αγοραστές ακινήτων θα μπορούν να αποπληρώσουν το δάνειο που πήραν με τα μισά ή και λιγότερα χρήματα. Μάλιστα, οι [] dealers της JP Morgan θεωρούν σίγουρη αυτή την επενδυτική επιλογή και “σπρώχνουν” τους πελάτες τους προς την Ελλάδα. Τους λένε, δε, ότι θα έχουν διπλό κέρδος: Και από το δάνειο αλλά και από την τιμή του ακινήτου, καθώς οι τιμές έχουν ήδη υποχωρήσει σημαντικά, κυρίως για τα ακριβά σπίτια. Θα αγοράσουν δηλαδή π.χ. ένα εξοχικό αξίας 2 εκατ. ευρώ το 2008 σήμερα στην τιμή του 1,3 εκατ. ευρώ. Θα πάρουν δάνειο από ελληνική τράπεζα σε ευρώ και θα ποντάρουν στη χρεοκοπία. Μόλις συμβεί αυτό και το δάνειο δραχμοποιηθεί θα μπορούν να το “αγοράσουν”, κοινώς να το αποπληρώσουν με λιγότερα χρήματα λόγω της υποτίμησης που θα ακολουθήσει. Η πρόταση αυτή μπορεί να είναι ένα σενάριο που ενέχει το κίνδυνο να μην καταρρεύσει η Ελλάδα, ωστόσο, και πάλι οι πελάτες της JP Morgan δεν βγαίνουν χαμένοι, αν επενδύσουν στο ελληνικό real estate σε μια περίοδο αποκλιμάκωσης των τιμών» (http://www.imerisia.gr). Συνέχεια ανάγνωσης

Οικονομική πολιτική της κυβέρνησης: το λάθος είναι… το σωστό

Standard

 Η γερμανική οικονομία, οι ευρωπαϊκές εξελίξεις και η Ελλάδα

Γιατί οι λόγοι της αντίθεσής μας στις ιδιωτικοποιήσεις δεν (πρέπει να) είναι μόνο ιδεολογικοί 

  του Χρήστου Χατζηιωσήφ

Μαξ Ερνστ, «Η Παναγία μπατσίζει τον Χριστό», 1926

Μαξ Ερνστ, «Η Παναγία μπατσίζει τον Χριστό», 1926

Η γερμανική οικονομία εμφανίζεται σήμερα σαν το επιτυχημένο παράδειγμα προς μίμηση. Το 40% του ΑΕΠ κατευθύνεται στις εξαγωγές, η Γερμανία είναι η τρίτη εμπορική δύναμη στον κόσμο μετά την Κίνα και τις ΗΠΑ, το εμπορικό πλεόνασμα ξεπερνά τα 188 δισ. το 2012, ίσο σχεδόν με εκείνο της Κίνας. Με τα πλεονάσματα αυτά η γερμανική κυβέρνηση χρηματοδοτεί, ή υπόσχεται να χρηματοδοτήσει, τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές, επιβάλλοντας τους όρους της. Η βάση όμως της πολιτικής ισχύος της Γερμανίας, οι εξαγωγές, ενέχει τα σπέρματα της αναίρεσής της και η σημερινή ριψοκίνδυνη και επιθετική πολιτική έχει στόχο να μη γίνουν οι κίνδυνοι πραγματικότητα. Ο πρώτος κίνδυνος προέρχεται από την ανατροπή της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας. Για να προστατευθούν από αυτόν, οι ιθύνοντες δεν ακολουθούν μια απλή εξαγωγική πολιτική, αλλά εδώ και δεκαετίες προωθούν την παραγωγική ενσωμάτωση των γερμανικών βιομηχανιών μέσω άμεσων επενδύσεων στις κυριότερες ξένες αγορές τους ανά την υφήλιο (ΗΠΑ, Μεξικό, Κίνα, Βραζιλία). Το πεδίο αναφοράς της γερμανικής οικονομικής πολιτικής έχει παύσει να είναι ευρωπαϊκό· είναι παγκόσμιο. Το 2012 η Ε.Ε. απορρόφησε 37% των γερμανικών εξαγωγών, έναντι 46% το 1999.

Δύναμη και αδυναμίες της γερμανικής οικονομίας

Ένας άλλος εξωτερικός κίνδυνος είναι ότι η Γερμανία αδυνατεί να ελέγξει τη διεθνή κίνηση κεφαλαίων. Οι μεγάλες ζημιές που υπέστησαν οι γερμανικές τράπεζες στις επενδύσεις τους στην αμερικανική αγορά παραγώγων το 2008 δείχνει ότι τα αμερικανικά hedge funds έχουν τη δυνατότητα να εκμηδενίσουν τη γερμανική αποταμίευση. Τον κίνδυνο αυτόν προσπαθεί να τον αποτρέψει η γερμανική πολιτική διαμορφώνοντας έναν ελεγχόμενο ευρωπαϊκό τραπεζικό χώρο. Από αυτόν η Γερμανία θα αντλεί αποταμιεύσεις, αντισταθμίζοντας τις πρόσφατες απώλειες των τραπεζών της και θα χρηματοδοτεί χαμηλότοκα τις βιομηχανικές της επενδύσεις, μειώνοντας προοπτικά την έκθεσή της στα αγγλοσαξονικά κερδοσκοπικά κεφάλαια. Ο κύριος εσωτερικός παράγοντας που θα υπονόμευε τις εξαγωγικές επιδόσεις είναι η άνοδος του κόστους της εργασίας. Χάρη σε ένα μοναδικό στην Ευρώπη κορπορατιστικό σύστημα και την απορρόφηση της Ανατολικής Γερμανίας, το κόστος της εργασίας συγκρατήθηκε επί μακρόν σε χαμηλά επίπεδα. Σήμερα, πάνω από 7 εκατομμύρια γερμανοί εργαζόμενοι αμείβονται με λιγότερο από χίλια ευρώ τον μήνα, ενώ το επίπεδο των συντάξεων προβλέπεται να πέσει το 2020 στο 40% του τελευταίου μισθού. Για πρώτη φορά μεταπολεμικά υπάρχουν στη Γερμανία μισθωτοί που δεν μπορούν να ζήσουν με την αμοιβή της εργασίας τους. Η γερμανική κυβέρνηση προσπαθεί να συγκαλύψει αυτή την κατάσταση, που έχει αρχίσει να δημιουργεί αντιδράσεις στο εσωτερικό. Καθυστέρησε τη δημοσίευση της έκθεσης για τη φτώχεια του Υπουργείου Εργασίας, την οποία και λογόκρινε. Πιέζει επίσης τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες να μειώσουν τους μισθούς, όχι για να γίνουν ανταγωνιστικές, αλλά για να αποτρέψει τη μετάδοση των μισθολογικών αυξήσεων στη Γερμανία. Ταυτόχρονα, η δημοσίευση σειράς στατιστικών μελετών που εμφανίζουν τους Νοτιοευρωπαίους πλουσιότερους από τους Γερμανούς έχει στόχο να αποπροσανατολίσει την εσωτερική συζήτηση, καθώς το SPD υιοθέτησε ως κεντρικό προεκλογικό του σύνθημα το «περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη», ενώ έχει ανέβει η απεργιακή διάθεση των συνδικάτων.

Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ, «Μαρτσέλα», 1909-1910

Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ, «Μαρτσέλα», 1909-1910

Η επιτυχία στην αποτροπή του κινδύνου της αύξησης του κόστους της εργασίας, σε συνδυασμό με πολιτισμικούς παράγοντες, έχει οδηγήσει σε δραματική μείωση των γεννήσεων, τη μεγαλύτερη μακροπρόθεσμα απειλή για την επιβίωση του γερμανικού οικονομικού μοντέλου. Έκθεση του ΟΟΣΑ υπολογίζει ότι χωρίς την είσοδο μεταναστών το 2050 ο ενεργός πληθυσμός θα πέσει από 44 εκατομμύρια σήμερα σε 28. Μόνο αν η καθαρή μετανάστευση προς τη Γερμανία ξεπερνά τις 400.000 τον χρόνο θα μπορέσει η γερμανική οικονομία να διατηρήσει την παραγωγική της ικανότητα. Κατά τους εννέα πρώτους μήνες, Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία έστειλαν στη Γερμανία 95.000 μετανάστες, στην πλειονότητα υψηλού μορφωτικού επιπέδου. «Οι νέοι Γκασταρμπάιτερ. Η ελίτ των νέων της Ευρώπης για τη γερμανική οικονομία», έγραφε το εξώφυλλο του Der Spiegel στις 25 Φεβρουαρίου. Θριαμβευτικός τόνος, που θύμιζε προπαγανδιστικά δημοσιεύματα της πολεμικής περιόδου για το Reichseinsatz, την αναγκαστική στράτευση των ευρωπαίων εργατών στη γερμανική πολεμική παραγωγή. Δεν εκπλήσσει λοιπόν ότι από την πρώτη στιγμή η γερμανική κυβέρνηση έσπευσε να επωφεληθεί από την κρίση στις χώρες του Νότου για να αποσπάσει εργατικό δυναμικό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο προσωπικός απεσταλμένος της καγκελαρίου Μέρκελ στην Ελλάδα είναι ο υφυπουργός Εργασίας.

Με μία φράση, η γερμανική οικονομία είναι αρκετά ισχυρή, ώστε οι κυβερνώντες να πειθαναγκάζουν τις ηγεσίες των άλλων ευρωπαϊκών χωρών να εφαρμόζουν μια πολιτική που απομυζά προς όφελός της τις δυνάμεις των δικών τους οικονομιών, αλλά δεν διαθέτει την κρίσιμη μάζα που θα της επέτρεπε να παρασύρει στην ανάπτυξη το σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας, ασκώντας μια πραγματική ηγεμονία. Οι γερμανοί πολιτικοί όλων των εκπροσωπούμενων στην Μπούντεσταγκ κομμάτων, οι επιχειρηματίες και τα συνδικάτα έχουν συνείδηση το πόσο εύθραυστη είναι η σημερινή εξαγωγική τους αιθρία, αλλά ακριβώς η συναίσθηση της αδυναμίας του συστήματος τους καθιστά ανασφαλείς και τους αποτρέπει να ριψοκινδυνέψουν μια ριζική αναθεώρηση της ακολουθούμενης πολιτικής. Μόνο μια βαθιά και μεγάλης διάρκειας ύφεση στην Κίνα θα μπορούσε να οδηγήσει τους γερμανούς ιθύνοντες, για το δικό τους συμφέρον, να υιοθετήσουν μια πιο αλληλέγγυα ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική. Το αίτημα για«περισσότερη Ευρώπη», που προβάλλεται σαν η λύση από ορισμένες πολιτικές δυνάμεις στις χώρες που πλήττει η κρίση, δεν μπορεί να αποτελέσει λύση: με τον σημερινό συσχετισμό ισχύος, θα οδηγούσε στη θεσμική επικύρωση της πολιτικής που έχει επιβάλει η Γερμανία. Η θεσμική κατοχύρωση αυτής της πολιτικής έχει ήδη συντελεσθεί σε μεγάλο βαθμό με την υιοθέτηση από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις του –γερμανικής έμπνευσης– δημοσιονομικού συμφώνου και των παραρτημάτων του. Είναι αυτό ακριβώς το σύμφωνο που χαράσσει τα στενά όρια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί η χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, την οποία διεκδικούν σήμερα η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία, αλλά πλέον και η «βόρεια» Ολλανδία. Συνέχεια ανάγνωσης

Ο άνθρωπος που έκανε τον εαυτό του επιχείρηση

Standard

Από ένα «instrumentumvocale» στη δίποδη-ανθρωπόμορφη εκδοχή της επιχείρησης

του Βασίλη Δρουκόπουλου

«Η συζήτηση αδιάλειπτα θολώνει από την προσπάθεια της μεταμφίεσης των απαιτήσεων του κεφαλαίου ως αναγκών του λαού, της υποταγής της ανθρώπινης αγωνίας, έτσι ώστε να προσαρμόζεται στους σκοπούς των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων»

(Nigel Harris, Of Breadand Guns, Penguin, Harmondsworth, 1983, σ. 239)

 

Έργο του Ρ. Χάουσμαν

Έργο του Ρ. Χάουσμαν

Αναπαράγω την είδηση:

«Ο Μάικ Μέριλ, ένας 35χρονος κάτοικος του Πόρτλαντ, πρέπει να πάρει άδεια από τους μετόχους της εταιρείας του για να βγει ραντεβού με μια κοπέλα ή για να κάνει δίαιτα. Πριν από πέντε χρόνια, ο Μέριλ αποφάσισε να μετατρέψει τον εαυτό του σε εταιρεία, την οποία ελέγχουν σήμερα οι 320 μέτοχοί της: “Πουλάω μετοχές του εαυτού μου και στη συνέχεια επιτρέπω στους μετόχους μου να με καθοδηγούν σε αποφάσεις για τη ζωή μου”, είπε ο άνθρωπος-επιχείρηση στην εκπομπή Today. Όπως αναφέρει, οι μέτοχοι τον ανάγκασαν να γίνει ψηφοφόρος των Ρεπουμπλικανών, του επέτρεψαν να φορά ρούχα Brooks Brothers και επέλεξαν το πρόγραμμα που ακολουθεί στο γυμναστήριο. Του επέτρεψαν επίσης να βγαίνει με την κοπέλα της προτίμησής τους, αφού όμως τους υπέβαλε πρώτα έκθεση για την εμπειρία του πρώτου ραντεβού τους» (goo.gl/OsKH2, 31.3.2013).

Επιπρόσθετα, ο Μ.Μ. μας επισημαίνει στην ιστοσελίδα του: «Ο σκοπός δεν είναι να δημιουργηθούν κέρδη, αλλά είναι πιθανόν να προκύψουν στο μέλλον. Αντίθετα, πρόκειται για μια ομάδα ανθρώπων που εργάζονται για να επιτευχθεί ένας κοινός στόχος. Χρησιμοποιώντας μια προσαρμοσμένη δομή της αγοραίας οικονομίας, εσείς κι εγώ έχουμε στην κατοχή μας ένα διαθέσιμο μηχανισμό για ενέργειες, ανάληψη ευθυνών και μέτρηση της επιτυχίας που δεν είναι μόνον καλά τεκμηριωμένος αλλά και εύκολα κατανοητός».

Με την αφορμή αυτή, επαναφέρω στη μνήμη μας τα εξής, για να τα συνδέσουμε τελικά με την αλλόκοτη περίπτωση που μόλις περιγράψαμε:

α. Δουλεία. Η δουλεία, ως σχέση κυριαρχίας, δεν ήταν τίποτε άλλο από τον βίαιο εξαναγκασμό σε εργασία ανθρώπων που είχαν χάσει την ελευθερία τους και αποτελούσαν ιδιοκτησία εκείνων που κατείχαν τα μέσα παραγωγής. Ο δούλος δεν είχε τη δυνατότητα να αρνηθεί την εργασία του στον κύριό του, ειδαλλιώς θα θανατωνόταν. Συνέχεια ανάγνωσης

Οικονομική πολιτική: θεωρητική ένδεια και πρακτική αδυναμία

Standard

Ο «πραγματισμός» –δηλαδή η έλλειψη πολιτικής– της κυβέρνησης και η συνομιλία του ΣΥΡΙΖΑ με απόντες συνομιλητές

του Χρήστου Χατζηιωσήφ

Έργο του Γιάννη Τσαρούχη

Έργο του Γιάννη Τσαρούχη

«Πραγματικότητα εναντίον ουτοπίας» και «πραγματικότητα εναντίον δυστοπίας». Με αυτά τα δύο σχήματα μπορούν να αποδοθούν επιγραμματικά τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης και της (αξιωματικής) αντιπολίτευσης, αντίστοιχα, στη συζήτηση για την οικονομική πολιτική. «Εγώ λέω στον κόσμο την πραγματικότητα και ποιες είναι οι λύσεις», καυχήθηκε πριν λίγες μέρες στη Βουλή ο υπουργός Οικονομικών Γ. Στουρνάρας (Η Καθημερινή, 20.4.2013). Μερικές εβδομάδες προηγουμένως ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας Μ. Βορίδης, απευθυνόμενος και αυτός στους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, τους είχε ζητήσει να αναγνωρίσουν «την πραγματικότητα», λέγοντας ότι «σε αυτόν τον κόσμο έτσι δουλεύει το μαγαζί». Απαντώντας στον υπουργό ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ τον κατηγόρησε: «Το περιβάλλον στο οποίο ζείτε δεν σας επιτρέπει να έχετε πλήρη εικόνα της πραγματικότητας που βιώνει ο ελληνικός λαός». Οι πραγματικότητες στις οποίες αναφέρονται οι πολιτικοί μπορεί να είναι διαμετρικά αντίθετες ή και αλληλοαποκλειόμενες, οι αναφορές όμως σε αυτές έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: την απορία μπροστά σε αυτό που η κάθε πλευρά αντιλαμβάνεται ως πραγματικότητα, την αδυναμίας να προτείνει σαφή πολιτική.

«Έτσι δουλεύει το μαγαζί»: πολιτική είναι η έλλειψη πολιτικής

Έτσι, η γνώση του τρόπου που «δουλεύει το μαγαζί» δεν οδηγεί όσους ισχυρίζονται πως τoν κατέχουν στη σύλληψη και εφαρμογή μιας «πραγματιστικής» πολιτικής, αλλά στην αποδοχή ότι πολιτική αποτελεί ακριβώς η έλλειψη πολιτικής: η χωρίς συζήτηση συμμόρφωση με τους κανόνες και τους όρους που θέτουν κάθε φορά εκείνοι που λειτουργούν το μαγαζί, είτε είναι διαχειριστές αμοιβαίων κεφαλαίων, τράπεζες, πάσης φύσης πιστωτές είτε επίδοξοι ξένοι και εγχώριοι επενδυτές είτε η Ε.Ε., το ΔΝΤ κ.ά.

Η έλλειψη πολιτικής και σχεδίου γίνεται αντιληπτή από τους οπαδούς αυτής της μεθόδου, στην καλύτερη περίπτωση, σαν επικοινωνιακό πρόβλημα: «Η κυβέρνηση αυτοπαγιδεύεται σε ζητήματα όπως το φορολογικό και φροντίζει να βάζει επικοινωνιακά αυτογκόλ. Κατανοητή η κούραση και η δυσκολία του πολιτικού εγχειρήματος, αλλά χρειάζεται μια αφήγηση, κάτι που να μοιάζει με σχέδιο από εδώ και πέρα» (Α. Παπαχελάς, Η Καθημερινή, 5.12.2012). Καθώς όμως οι βουλές των δανειστών παρουσιάζονται άγνωστες και ευμετάβλητες, όπως έδειξαν η «διάσωση» της Κύπρου και το βέτο της τρόικας στη συγχώνευση Εθνικής και Eurobank, οι «πραγματιστές», για να τις παρακολουθήσουν, είναι υποχρεωμένοι να προβαίνουν σε συνεχείς δημόσιες αυτοαναιρέσεις.

Ανεξάρτητα από ενδεχόμενες προσωπικές επιλογές και στρατηγικές, η εμμονή σε αυτή τη στάση εκφράζει συλλογικά αδιέξοδα και μετατοπίσεις στις σχέσεις πολιτικής και οικονομικών συμφερόντων. Με την εξασθένηση της εγχώριας παραγωγικής βάσης και την έδραση ή τη μεταφορά εκτός Ελλάδας των δραστηριοτήτων μεγάλου μέρους του ελληνικού κεφαλαίου, που συμβολίζεται άψογα με την κατοχή της προεδρίας του ΣΕΒ από έναν πρώην βιομήχανο και νυν συλλέκτη έργων τέχνης, οι αστοί πολιτικοί δεν έχουν πλέον να εκπροσωπήσουν και να υπερασπιστούν μεγάλες εγχώριες οικονομικές δραστηριότητες. Όχι μόνο οι παραδοσιακά ισχυροί εισαγωγείς και οι υπάρχοντες ξένοι επενδυτές, αλλά και οι ενεχόμενοι στις ναυτιλιακές δραστηριότητες, την εμπορική και τραπεζική επέκταση στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη έχουν συμφέροντα από την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και τη συμμετοχή σε μια ισχυρή νομισματική ένωση, και είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν την υπόλοιπη οικονομία προκειμένου να εξασφαλίσουν τη διατήρηση αυτού του καθεστώτος. Συνέχεια ανάγνωσης

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Ποια έξοδος; Από ποια κρίση; Με ποιες δυνάμεις

Standard

του Γιάννη Δραγασάκη

 Αυτές τις μέρες κυκλοφορεί το βιβλίο του Γιάννη Δραγασάκη «Ποια έξοδος; Από ποια κρίση; Με ποιες δυνάμεις;» (εκδόσεις Ταξιδευτής). Είναι μια συλλογή άρθρων στην καρδιά της πολιτικής συζήτησης, με κεντρικό άξονα το κομβικό ζήτημα των προτάσεων της Αριστεράς για την κρίση, ένα βιβλίο επίκαιρο και ωφέλιμο περισσότερο από ποτέ. Από την εισαγωγή του τόμου, προδημοσιεύουμε σήμερα ένα απόσπασμα που αναφέρεται στο εξαιρετικά κρίσιμο ερώτημα με ποιες κοινωνικές δυνάμεις, με ποιους πόρους («Πού θα βρει τα λεφτά μια αριστερή κυβέρνηση για να υλοποιήσει το πρόγραμμα», ως γνωστόν τίθεται διαρκώς, όχι μόνο από αντιπάλους, αλλά και από φίλους και οπαδούς, συχνά με αγωνία) και ποιες δυνατότητες μπορούμε να βγούμε από την κρίση. Οι μεσότιτλοι είναι των «Ενθεμάτων».

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Παρίσι, στα χρόνια του Λαϊκού Μετώπου. Πωλήτριες ενός καταστήματος δροσίζονται με ένα αναψυκτικό, 1936. Φωτογραφία του πρακτορείου Keystone

Το πώς θα βγούμε από την κρίση έχει να κάνει όχι μόνο με το «τι» και το «πώς», αλλά και με τις δυνάμεις που θα ωθήσουν και θα οδηγήσουν την κοινωνία προς την έξοδο.Το ρόλο αυτόν δεν μπορεί να τον παίξει μόνο του το κράτος ή μόνος του ο ιδιωτικός τομέας ή οι αγορές ή το ξένο κεφάλαιο. Αφετηρία πρέπει να γίνει η ίδια η κοινωνία και οι ανάγκες της. Μόνο στη βάση ενός σχεδίου που θα εκφράζει αυτές τις ανάγκες θα μπορέσουμε να συζητήσουμε για το ρόλο του κράτους, των δημόσιων πολιτικών, του ιδιωτικού τομέα, των συνεταιρισμών και του ξένου κεφαλαίου. Η αντίστροφη θεώρηση θα οδηγήσει σε δογματισμούς. Διότι η έξοδος από την κρίση θα απαιτήσει συνέργειες και συνεργασίες ευρύτατες, αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων. Το κρίσιμο ερώτημα, στη φάση αυτή τουλάχιστον, είναι από τη σκοπιά ποιων συμφερόντων και ποιας προοπτικής θα συγκροτηθεί αυτό το σχέδιο ανασυγκρότησης; Ποιες κοινωνικές δυνάμεις θα εκφράζει και σε ποιες κοινωνικές δυνάμεις, επομένως, θα στηριχθεί η υλοποίησή του; Ποιες δυνάμεις θα το υπερασπισθούν από προσπάθειες διάβρωσης ή και ανατροπής του; Ποιος θα είναι ο «ιδιοκτήτης του»;Η έξοδος από την κρίση δεν μπορεί να γίνει από την πλουτοκρατία, που έχει τα χαρτοφυλάκιά της στο εξωτερικό, τις δυνάμεις της διαπλοκής, τα στηρίγματα του δικομματισμού, τις δυνάμεις του μαύρου χρήματος, τις οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις που είναι με το ένα πόδι στην παρανομία, τη διαφθορά, τα κάθε λογής λαθρεμπόρια που αποτελούν την κοινωνική βάση ενός πολυσχιδούς μαφιόζικου καπιταλισμού.

Τα συμφέροντα αυτά πρέπει, αντίθετα, να απομονωθούν, ακριβώς για να ξεχωρίσουν οι δυνάμεις της νόμιμης επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας που έχουν λόγους και συμφέρον να νοιάζονται για την τύχη, τη συνοχή και την αναπαραγωγή της κοινωνίας.

Ένας νέος κοινωνικός συνασπισμός για την έξοδο από την κρίση

Η έξοδος από την κρίση απαιτεί ένα νέο κοινωνικό μπλοκ, έναν νέο «συνασπισμό συμφερόντων», στον πυρήνα του οποίου θα είναι οι άνθρωποι του μόχθου, οι δυνάμεις της εργασίας και της γνώσης, τα παραδοσιακά και τα νέα τμήματα της εργατικής τάξης και της μισθωτής εργασίας του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, οι άνεργοι, η νεολαία, οι εργαζόμενοι του αγροτικού χώρου, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι μικροί επιχειρηματίες, ο κόσμος που ζει από την εργασία του με την ευρύτερη έννοια. Συνέχεια ανάγνωσης

Σημειώσεις για τον νεοφιλελευθερισμό, τη λιτότητα και την άφιξη της Μεγάλης Ύφεσης στην Ελλάδα: Ταξικός πόλεμος στην εποχή του χρηματιστικού καπιταλισμού

Standard

WEB ONLY: μόνο στο μπλογκ των «Ενθεμάτων» και την ιστοσελίδα της «Αυγής»

 του Χ. Ι. Πολυχρονίου

Τζωρτζ Γκρος, «Στυλοβάτες της κοινωνίας», 1926

 Ακριβώς τρία χρόνια πριν, η ελληνική οικονομία ήταν ένας βαριά ασθενής, με το έλλειμμα του προϋπολογισμού να  έχει σκαρφαλώσει στο 15,4% και το δημόσιο χρέος να έχει πλησιάσει σχεδόν το 130% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ). Τι είχε συμβεί τότε και τι συμβαίνει από τότε έως σήμερα; Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά της κρίσης προς το τέλος του 2009 και ποια είναι αυτά προς το τέλος του 2012 — και τι πρέπει να γίνει; Ακολουθούν σημειώσεις για τον ταξικό πόλεμο που διεξάγεται στη χώρα από την ΕΕ του χρηματιστικού καπιταλισμού και την εγχώρια ιθύνουσα πολιτική τάξη.

Μορφολογία της ελληνικής καπιταλιστικής συσσώρευσης πριν από την κρίση

1. Από τη μεταπολίτευση και μετά, η ελληνική οικονομία ήταν σε μεγάλο βαθμό προϊόν ενός κρατικοκαπιταλιστικού σχηματισμού που λειτουργούσε προς όφελος της αναπαραγωγής της κυριαρχίας του κεφαλαίου έναντι της εργασίας, με τα δυο κυρίαρχα κόμματα να εκτελούν τον ρόλο του υπηρέτη της εγχώριας πλουτοκρατίας και των διεθνών καπιταλιστικών τάσεων.

2. Από την εισαγωγή στο ευρώ, η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας ξεκινά μια κατιούσα πορεία και η οικονομική ανάπτυξη βασίζεται στην καθοδηγούμενη από το χρέος υπερκατανάλωση –μια εκ των μορφών του μοντέλου του χρηματιστικού καπιταλισμού–, ενώ  η καπιταλιστική συσσώρευση στη λεηλάτηση των δημοσίων πόρων ως όχημα μετάβασης στη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας και την πλήρη εγκατάσταση των βασικών αρχών της  νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων.   Συνέχεια ανάγνωσης

Ο καπιταλισμός-καζίνο, η διάλυση του κοινωνικού κράτους και ο επικείμενος θάνατος της δημοκρατίας

Standard

του Henry A. Giroux και του Χ. Ι. Πολυχρονίου

Μαξ Μπέκαμν, «Νύχτα», 1918-1919

Zούμε στην εποχή του φονταμενταλισμού της αγοράς. Η εξέλιξη από τον βιομηχανικό καπιταλισμό στην χρηματιστικοποίηση της οικονομίας έχει προκαλέσει βαθιές ρωγμές στον κοινωνικοοικονομικό ιστό των δυτικών  καπιταλιστικών κοινωνιών, με το χρέος και τη μόχλευση, τη λιτότητα και τις ακραίες οικονομικές ανισότητες, τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και τη διάλυση των δημοκρατικών θεσμών να αποτελούν μόνο μερικά από τα εξέχοντα χαρακτηριστικά του «γενναίου νέου κόσμου» της νεοκαπιταλιστικής τάξης πραγμάτων.  Πρόκειται για τη διαμόρφωση μιας νέας δυστοπίας, αν και στο φαινόμενο αυτό υπάρχει ένα ιστορικό ανάλογο — η «επίχρυση εποχή» του καπιταλισμού στις ΗΠΑ και η δεκαετία του 1920.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, και ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, με την περιφέρεια της ευρωζώνης να βρίσκεται ήδη σε μια εξελιγμένη φάση, έχουν εισέλθει σε μια εποχή που σημαδεύεται από την αποεπένδυση στο κοινωνικό κράτος, τα δημόσια αγαθά και την κοινή πολιτειακή κουλτούρα. Ζητήματα πολιτικής, εξουσίας, ιδεολογίας, διακυβέρνησης, και οικονομικής πολιτικής μεταφράζονται τώρα με μη απολογητικό τρόπο σε μια συστημική αποεπένδυση στους θεσμούς και τις πολιτικές που οδηγούν σε περαιτέρω κατάρρευση των δημοσιών σφαιρών που παραδοσιακά παρείχαν τους ελάχιστους όρους για κοινωνική συνοχή, κοινωνική δικαιοσύνη, και δημοκρατική έκφραση.  Ο θεσμοποιημένος καπιταλισμός-καζίνο έχει γίνει το «νέο κανονικό πρότυπο». Συνέχεια ανάγνωσης

Θα γίνει η Ελλάδα Αφρική;

Standard

αναδημοσίευση από το RedNotebook

(rednotebook.gr/details.php?id=5883)

της Έλλης Σιαπκίδου

Έριχ Κλέε, «Αφρική¨, 2005

 Τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς εντείνεται η προεκλογική εκστρατεία εν όψει των εκλογών της 17η Ιουνίου, έχουν αυξηθεί οι πιέσεις από το εξωτερικό, σε επίπεδο πολιτικό και ΜΜΕ, για την τήρηση των όρων του μνημονίου από την νέα κυβέρνηση, αν αυτή υπάρξει. Στο εσωτερικό της χώρας, η ποιότητα του πολιτικού διαλόγου έχει πάρει την κατιούσα με εκπροσώπους των κυρίαρχων ΜΜΕ, των δύο πρώην μεγάλων κομμάτων (ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας) και άλλων σχολιαστών να κινδυνολογούν για το τι θα γίνει αν η χώρα δεν τηρήσει τις υποχρεώσεις απέναντι στους δανειστές της ή/ και αν γυρίσει στη δραχμή. Πολλά δε από τα επιχειρήματα συνοψίζονται στο υπεραπλουστευμένο «θα γίνουμε Αφρική», Βουλγαρία, ή κάποιος άλλος εξωτικός και μη προορισμός. Προσπερνώντας την ασάφεια μιας τέτοιας επιχιερηματολογίας, θα ήταν χρήσιμο να δούμε ορισμένα στοιχεία.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα έχει ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα $26,300 (σε τιμές διεθνούς δολλαρίου, όπως λέγεται, το οποίο υπολογίζει την αγοραστική δύναμη του εκάστοτε νομίσματος στο εσωτερικό της χώρας). Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, η Ελλάδα έχει δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης (Human Development Index) 0.861. Ο δείκτης αυτός συνυπολογίζει το κατα κεφαλήν εισόδημα μιας χώρας, με στοιχεία για τα επίπεδα υγείας και παιδείας του πληθυσμού και έχει ως ανώτατο όριο το 1 (π.χ. η χώρα με τον υψηλότερο δείκτη ανάπτυξης είναι η Νορβηγία με 0.943). Με βάση αυτά τα στοιχεία μπορούμε να εξετάσουμε αν θα γίνουμε Αφρική, Βουλγαρία ή κάποια άλλη χώρα και πότε.

Θα γίνουμε Αφρική;

Η Ισημερινή Γουινέα, η πλουσιότερη χώρα της Αφρικής έχει κατά κεφαλήν εισόδημα $19,300, το οποίο είναι λίγο μεγαλύτερο από τα 2/3 του $26,300 που έχει η Ελλάδα. Ακολουθούν η Γκαμπόν και η Μποτσουάνα με $16,100, και μετά αρχίζούν να μονοψήφια νούμερα (2,000-9,000) για τις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής. Η Νότια Αφρική, η οποία το 2012 έγινε μέλος του γκρουπ των πιο δυναμικών οικονομιών του κόσμου (BRICS – Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική) έχει κατά κεφαλήν εισόδημα $10,900. Συνέχεια ανάγνωσης

Από την Ανατολική Γερμανία στον ευρωπαϊκό Νότο

Standard

ΑΣΤΟΧΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΕΥΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ, ΜΕΡΟΣ Β΄

του Χρήστου Χατζηιωσήφ

Τζωρτζ Γκρος, «Ρομπότ της δημοκρατίας», 1920

Γκρέθε Γιούργκενς, «Γραφείο ευρέσεως εργασίας», 1929

Τα χρόνια 1991-1993, στην πρώην Ανατολική Γερμανία, πουλήθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες χιλιάδες επιχειρήσεις, συχνά ως απλά ακίνητα, και βρέθηκαν στο δρόμο 2,5 εκατομμύρια εργαζόμενοι. Οι αγοραστές ήταν γνωστές δυτικογερμανικές και μεγάλες ξένες επιχειρήσεις, μαζί με εκατοντάδες τυχάρπαστους επιχειρηματίες ποικίλων προελεύσεων. Η αξία της κρατικής βιομηχανίας της Ανατολικής Γερμανίας είχε εκτιμηθεί ανάμεσα σε 200 και 600 δισεκατομμύρια μάρκα. Από τη ρευστοποίησή της όμως η Treuhand εισέπραξε μόνο 44 δισεκατομμύρια και πήρε υποσχέσεις από τους αγοραστές ότι θα επένδυαν άλλα 170 δισεκατομμύρια στις επιχειρήσεις που απέκτησαν.

Η όλη επιχείρηση εξελίχθηκε σε λεηλασία της δημόσιας περιουσίας τόσο της τέως Ανατολικής, αλλά και της Δυτικής Γερμανίας. Παρά τον στόχο της ιδιωτικοποίησης στο όνομα της μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας του ιδιωτικού σε σχέση με το δημόσιο, η διαδικασία ήταν άκρως πολιτικοποιημένη. Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα έλεγχε την Treuhand, η Μπρίγκιτ Μπρόυελ, που διαδέχθηκε τον Ρόβεντερ, ήταν υπουργός Οικονομικών της χριστιανοδημοκρατικής κυβέρνησης της Κάτω Σαξωνίας και συγγένευε με επικεφαλής ιδιωτικών τραπεζών και μεγάλων βιομηχανιών. Οι Χριστιανοδημοκράτες φαίνεται ότι επωφελήθηκαν από παράνομες πληρωμές, οι οποίες ως σκάνδαλα σημάδεψαν την αποχώρηση του Χέλμουτ Κολ από την πολιτική. Ορισμένα από αυτά φημολογείται ότι συνδέονταν με παρεμβάσεις ξένων κυβερνήσεων υπέρ των δικών τους επιχειρήσεων, που διεκδικούσαν κομμάτια από το κουφάρι της ανατολικογερμανικής βιομηχανίας.

Τα σκάνδαλα της Treuhand απασχόλησαν επί σειρά ετών τα δικαστήρια, καθώς δεκάδες υπάλληλοί της κατηγορήθηκαν ότι χρηματίσθηκαν και πολλοί αγοραστές επιχειρήσεων διώχθηκαν για αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων και απάτη. Για την ανατολικογερμανική κοινωνία το τραύμα δεν υπήρξε όμως μόνο οικονομικό, αλλά ταυτόχρονα δημογραφικό και ηθικό. Μέσα σε λίγα χρόνια, ο πληθυσμός της πρώην Ανατολικής Γερμανίας μειώθηκε από 18 σε 15 περίπου εκατομμύρια, ενώ η πτωτική τάση συνεχίζεται. Ειδικευμένοι εργάτες, μηχανικοί, γιατροί και γενικότερα τα νεότερα και δυναμικότερα μέλη της κοινωνίας εγκαταστάθηκαν στη Δυτική Γερμανία, όπου μπορούσαν να βρουν εργασία και με καλύτερους όρους. Αντίστροφα, μερικές χιλιάδες στελέχη της πολιτικής, της διοίκησης, της εκπαίδευσης και των επιχειρήσεων από τη Δυτική Γερμανία, που δεν είχαν σπουδαίες προοπτικές εκεί, βρήκαν διέξοδο αναλαμβάνοντας ως οιονεί στελέχη αποικιακής διοίκησης ανώτερες θέσεις στις ανατολικογερμανικές «Νέες Χώρες». Συνέχεια ανάγνωσης

Αστοχίες και στοχεύσεις της οικονομικής πολιτικής Α΄ ΜΕΡΟΣ

Standard

του Χρήστου Χατζηιωσήφ

Γιόζεφ Σαρλ, "Ιεραρχία", 1937

Η συναίνεση που απαιτούσαν οι εγχώριοι και ξένοι υποστηρικτές της πολιτικής που εφαρμόζεται στη χώρα μας από τον Μάη του 2010 επιτέλους επιτυγχάνεται, αλλά εναντίον αυτής της πολιτικής.

Μια νέα συναίνεση φαίνεται να διαμορφώνεται ανάμεσα στους εκπροσώπους του αστικού κόσμου της χώρας: Η πολιτική που υιοθετήθηκε με το Μνημόνιο του Μαΐου του 2010 ήταν «καταστροφική». Δημοσιογράφοι που την υποστήριξαν με φανατισμό, σήμερα την καταδικάζουν απερίφραστα. Πολιτικοί που την εισήγαγαν ή την κάλυψαν την αποκηρύσσουν. Αυτή τη νέα ομοφωνία συνόψισε και αιτιολόγησε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, μπροστά στους γερμανούς ακροατές του, στο Βερολίνο στις 24 Ιανουαρίου: «Το Μνημόνιο, χωρίς ικανοποιητική προετοιμασία», συνοδευόταν από «εξωπραγματικούς όρους» και αποτέλεσε «πολιτικά μοιραίο λάθος». Το «λάθος» της οικονομικής πολιτικής, σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, συνίστατο στο ότι η περικοπή των δαπανών προκάλεσε μια «πρωτόγνωρη» ύφεση.

Μπροστά στην ομόφωνη καταδίκη αυτής της πολιτικής είναι φυσικό ότι ορισμένοι από αυτούς που την υποδέχθηκαν να δηλώνουν τώρα είτε ότι αγνοούσαν το περιεχόμενο του Μνημονίου (Μ. Χρυσοχοΐδης) είτε ότι είχαν μόνο τρεις ώρες στη διάθεσή τους για να το διαβάσουν (Λ .Κατσέλη). Άλλοι πάλι, όπως ο Χάρης Καστανίδης, κατηγόρησαν τους συντάκτες του Μνημονίου ότι δεν έλαβαν υπόψη τους τις συμβουλές του μεγάλου μονεταριστή οικονομολόγου Μίλτον Φρήντμαν (ραδιόφωνο ΝΕΤ, 31.1.2012).

Οι καθυστερημένες καταδίκες και διαφοροποιήσεις προκαλούν εύλογες απορίες. Πρώτον, γιατί επί δύο χρόνια το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιμένουν σε αυτή την πολιτική, εάν είναι πράγματι τόσο εμφανώς λανθασμένη; Δεύτερον, γιατί οι έλληνες πολιτικοί εξακολούθησαν να ψηφίζουν τις επικαιροποιήσεις του Μνημονίου και μόλις ψήφισαν τη νέα ενισχυμένη μορφή του;

Η ομιλία του Κ. Σημίτη στο Βερολίνο προσφέρει έμμεσα την απάντηση. Κατά τον πρώην πρωθυπουργό, το δημόσιο χρέος δεν ήταν η αιτία της κρίσης. «Η μειωμένη ανταγωνιστικότητα των περιφερειακών χωρών και τα μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών τους ήταν ένας πολύ σοβαρότερος λόγος για την έξαρση του χρέους στις χώρες της περιφέρειας της Ένωσης από τη διαχειριστική ανικανότητα των διοικούντων της. Κατά μέσο όρο το διάστημα 2000-07 το ετήσιο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της Ελλάδος ήταν -8,4% και της Πορτογαλίας – 9,4% ενώ το πλεόνασμα της Γερμανίας ήταν 3,2% και της Ολλανδίας 5,4%. Για να καλύψουν το έλλειμμα, οι περιφερειακές χώρες είναι υποχρεωμένες να δανείζονται όλο και περισσότερο. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση του δημόσιου χρέους τους».

Αυτή η ερμηνεία της ελληνικής κρίσης δεν είναι πρωτότυπη· ενυπήρχε σε όλες τις συνταγές που προτάθηκαν για το ξεπέρασμά της μέσω της εσωτερικής υποτίμησης. Ο δηλωμένος στόχος της εσωτερικής υποτίμησης ήταν να καταστήσει τα εγχώρια παραγόμενα προϊόντα φθηνότερα και ανταγωνιστικότερα στις εξωτερικές αγορές και, κάτι που συνήθως αναφέρεται ασαφώς και φευγαλέα, να μειώσει το διαθέσιμο εισόδημα για την πραγματοποίηση εισαγωγών. Αθροιστικό αποτέλεσμα της εσωτερικής υποτίμησης, η μείωση του ελλείμματος στις εξωτερικές συναλλαγές.

Ήταν επίσης γνωστή η σύγκρουση ανάμεσα στους δύο στόχους, δηλαδή ότι η εσωτερική υποτίμηση με τη μείωση των εισοδημάτων μειώνει αυτόματα και τα φορολογικά έσοδα του δημοσίου, και έτσι αντιστρατεύεται την επιδιωκόμενη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Αυτό έλπιζαν ότι θα ξεπερνιόταν με ακόμα μεγαλύτερη περικοπή των κρατικών δαπανών. Πρόκειται για το περίφημο «εμπροσθοβαρές» του αρχικού προγράμματος.

Είναι αλήθεια ότι στις σχετικές τοποθετήσεις, όπως για παράδειγμα στις δηλώσεις του Στρως-Καν περί της ανάγκης εσωτερικής υποτίμησης, η σχέση δημόσιου χρέους και εμπορικού ελλείμματος παρέμενε ασαφής. Οι εγχώριοι υποστηρικτές του Μνημονίου, όταν ανέφεραν το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, το παρουσίαζαν ως ένα παράλληλο ή πρόσθετο πρόβλημα χωρίς άμεση σύνδεση με το δημόσιο χρέος. Στην ομιλία Σημίτη, η σχέση αυτή αναγνωρίζεται ως άμεση: «Οι περιφερειακές χώρες είναι υποχρεωμένες να δανείζονται όλο και περισσότερο. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση του δημόσιου χρέους τους». Η παρέμβαση Σημίτη, όσο διστακτική και αν ηχούσε, αποτέλεσε πραγματική ρήξη με τις επανειλημμένες δημόσιες αυτοενοχοποιήσεις ελλήνων πολιτικών και ανώτερων δημόσιων λειτουργών στο εξωτερικό. Συνέχεια ανάγνωσης