Γενοκτονία των Εβραίων: η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης

Standard

  Μια μνήμη εμβληματική όλων των θυμάτων του ρατσισμού

συνέντευξη της ιστορικού Οντέτ Βαρών-Βασάρ

Οντέτ Βαρών-Βασάρ

Οντέτ Βαρών-Βασάρ

H Oντέτ Βαρών-Βασάρ είναι γνωστή  για το έργο της τόσο ως μεταφράστρια όσο και ως ιστορικός (θυμίζουμε  τη  μελέτη της Η ενηλικίωση μιας γενιάς. Νέοι και νέες στην Κατοχή και την Αντίσταση, Αθήνα 2009). Πρόσφατα, στον τόμο Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης. Κείμενα για τη γενοκτονία των Εβραίων (εκδ. Εστία) συγκεντρώνει κείμενά της, που αποτυπώνουν την έρευνά της για τα ζητήματα της γενοκτονίας των Εβραίων, της λήθης, της μνήμης και του στοχασμού πάνω σε αυτά. Ο τόμος που μόλις κυκλοφόρησε σε δεύτερη συμπληρωμένη έκδοση (σε δύο κείμενα επιπλέον) σήμερα Κυριακή 19 Μαΐου, ώρα 18.00, στο Φιλολογικό Καφενείο (περίπτερο 13), της Διεθνούς ΄Εκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης. Ομιλητές: Γρηγόρης Αμπατζόγλου, Γιώργος Αντωνίου, Κώστας Γαγανάκης, Βασίλης Κωνσταντίνου, με συντονίστρια τη  συγγραφέα. Με την ευκαιρία της έκδοσης μιλήσαμε με τη Ο. Βαρών-Βασάρ για τα ζητήματα που θέτει το βιβλίο.

Στρ. Μπ.

 Ο τόμος ξεκινάει με ένα παράθεμα του Ίμρε Κέρτες (το οποίο αναφέρεται και στο επιλογικό κεφάλαιο), το οποίο χαρακτηρίζει το Ολοκαύτωμα «ζωτικό ζήτημα για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό», καθώς και για το «απροσμέτρητο ηθικό» περιεχόμενό του. Γιατί το διάλεξες αυτό ως μότο του βιβλίου;

Πράγματι, ήθελα να ανοίγει και να κλείνει το βιβλίο με το ίδιο αυτό απόσπασμα από ένα δοκιμιακό κείμενο του Ούγγρου νομπελίστα Ίμρε Κέρτες. Στο παράθεμα αυτό βρίσκω συμπυκνωμένα πολλά ουσιαστικά ζητήματα που συνάδουν με τις βασικές κατευθύνσεις του βιβλίου μου: το ότι το «Ολοκαύτωμα», η γενοκτονία των Εβραίων, που είναι ο όρος που επιλέγω, δεν είναι ένα στενά εβραϊκό ζήτημα, δεν μπορεί να περιορίζεται στη μνήμη ενός μόνο λαού, του λαού των θυμάτων, ούτε το πένθος για τα σχεδόν 6.000.000 θύματα είναι πένθος μόνο των βιολογικών απογόνων τους. Είναι πένθος για όλη την Ευρώπη, αφού σ’ αυτήν την γεωγραφική και πολιτισμική περιοχή, που επαίρεται για τον υψηλό της πολιτισμό, έλαβε χώρα το γεγονός της εξόντωσής τους με πρωτοφανείς μεθόδους.

Παιδιά παίζουν στο μνημείο του Ολοκαυτώματος της Ρόδου

Παιδιά παίζουν στο μνημείο του Ολοκαυτώματος της Ρόδου

Άνθρωποι από όλες σχεδόν τις χώρες που συγκροτούν την Ευρώπη σήμερα ήσαν αυτοί οι «Εβραίοι», τους οποίους ο ναζισμός υπέδειξε ως μια χωριστή και περίκλειστη κατηγορία, περιορίζοντάς τους σε ένα μόνο από τα χαρακτηριστικά της ταυτότητάς τους, με τον γνωστό του μηχανισμό κατηγοριοποίησης ομάδων πληθυσμού, απομόνωσής τους και τελικά εξόντωσής τους (η αρχή είχε γίνει με την ευάλωτη κατηγορία των διανοητικά ανάπηρων και κορυφώθηκε με την εξόντωση για φυλετικούς λόγους των Ρομ και των Εβραίων). Η μνήμη του γεγονότος κατέχει σήμερα πια (ύστερα από δεκαετίες σιωπής, αμφισβητήσεις και αρνήσεις και μετά από μεγάλο αγώνα) μια κεντρική θέση στην συλλογική ευρωπαϊκή μνήμη και αποτελεί διακύβευμα για μια ευρωπαϊκή ταυτότητα που είναι υπό συγκρότησιν. Αν οι Εβραίοι είναι όπως λέει η Ανέτ Βιβιορκά, το «μέλος–φάντασμα της Ευρώπης, το μέλος που της έχει αφαιρεθεί», τα θέματα του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, της «ανοχής» του άλλου –ήδη η λέξη είναι προβληματική!- , της συνύπαρξης είναι καίρια για την Ευρώπη του σήμερα. Η γνώση που αποδεσμεύει η προσέγγιση του «Ολοκαυτώματος» μπορεί όντως να αποδειχτεί απροσμέτρητη και τα μαθήματά του, ηθικά και πολιτικά, απαραίτητα.

  Το πολιτισμικό τραύμα, η μνήμη, η ιστορικοποίηση είναι έννοιες που διατρέχουν τα κείμενα του τόμου. Μάλιστα, κάπου λες ότι από το «χρέος της μνήμης» πρέπει να μεταβούμε στο «χρέος της ιστορίας|. Μίλησέ μας λίγο επ’ αυτού.

 Την παραίνεση αυτή του ιστορικού Πιερ Νορά, ειδικού για θέματα μνήμης και μνημονικών τόπων, την ανέφερα στον πρόλογο για να δείξω το πεδίο στο οποίο ελπίζω να εγγράφεται και το δικό μου εγχείρημα. Ζούμε τα τελευταία χρόνια μια μετάβαση από την εποχή των μαρτύρων στην εποχή της καταγραμμένης μαρτυρίας και της ιστορίας.

Στο πεδίο του λόγου, καθώς και οι τελευταίοι επιζώντες των στρατοπέδων, που πλησιάζουν πια τα 90, μας εγκαταλείπουν, η φυσική τους παρουσία είναι κάτι που θα το στερηθούμε. Η «εποχή του μάρτυρα», που άνοιξε επισήμως με τη δίκη του Άντολφ Άιχμαν στο Ισραήλ το 1961 και τους μάρτυρες που κατέθεσαν σ’ αυτήν, κλείνει οριστικά στη δεκαετία που διανύουμε. Αντίθετα, ο όγκος των μαρτυριών διεθνώς, σε διάφορα οπτικοακουστικά και γραπτά αρχεία, έχει γίνει τεράστιος, τόσο που η διαχείρισή του θέτει νέα ζητήματα. Περάσαμε λοιπόν από την εποχή του ζωντανού μάρτυρα σ’ αυτήν των μαρτυριών. Οι μαρτυρίες θα αντισταθμίσουν όντως τη φυσική τους παρουσία;

Ένα στοίχημα για τους ιστορικούς σήμερα είναι να μπορέσουν να γράψουν μιαν άλλη ιστορία, που να αξιοποιεί αυτή την ιδιαίτερη πηγή που αποτελεί η μαρτυρία των επιζώντων, μπροστά στην οποία στάθηκαν αμήχανοι ή αρνητικοί για πολλά χρόνια. Να περάσουμε λοιπόν σε μια ιστορικοποίηση του γεγονότος, που να μην λησμονεί όμως τον ανθρώπινο παράγοντα, τη σκοπιά των θυμάτων. Ίσως αυτό είναι το χρέος των ιστορικών, τώρα πια που το χρέος της μνήμης έχει εκπληρωθεί από τους μάρτυρες.

 

Μνημείο Ολοκαυτώματος, Κέρκυρα

Μνημείο Ολοκαυτώματος, Κέρκυρα

Ο Πρίμο Λέβι, ο Χόρχε Σεμπρούν, ο Ζαν Αμερύ, ο Πιερ Βιντάλ-Νακέ είναι μερικά από τα ονόματα που εμφανίζονται στον τόμο. Πώς αυτοί οι στοχαστές και συγγραφείς σε επηρέασαν στη μελέτη σου;

Οι τρεις πρώτοι έχουν γράψει κορυφαία έργα της στρατοπεδικής λογοτεχνίας, ο Λέβι και ο Αμερύ για την εμπειρία τους ως Εβραίων επιζώντων του ΄Αουσβιτς κι ο Σεμπρούν ως κομμουνιστή πολιτικού κρατούμενου του Μπούχενβαλντ. Το πεδίο αυτό με ενδιαφέρει όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, και επιχειρώντας μια άτυπη προσέγγιση, στο σταυροδρόμι ιστοριογραφίας και συγκριτικής λογοτεχνίας, προσπαθώ να εμβαθύνω στο έργο τους. Νομίζω πως χωρίς την νοητική είσοδό μας στο σύμπαν των στρατοπέδων, για τα οποία αυτά τα έργα προσφέρουν τη «βασιλική οδό», δεν μπορούμε να κατανοήσουμε και να συναισθανθούμε τη φρίκη της εξόντωσης αλλά και της «απανθρωποποίησης» θυτών και θυμάτων. Έτσι αποτελούν και μεγάλες πηγές γνώσης σε ό,τι αφορά ένα γενικότερο στοχασμό για το «ανθρώπινο είδος» (Ρομπέρ Αντέλμ).

Όσο για τον Βιντάλ-Νακέ, οι αναλύσεις του και οι απαντήσεις του στον ανερχόμενο τότε (δεκαετία του ’80) αναθεωρητισμό σε σχέση με την εξόντωση των Εβραίων  υπήρξαν από τα πρώτα αναγνώσματα που με σημάδεψαν. Οι απαντήσεις του είναι πάντοτε λειτουργικές και καίριες και στον σημερινό ανερχόμενο νεοναζισμό και αντισημιτισμό, για όσους τουλάχιστον έχουν πλανηθεί από τα λεγόμενά του και δεν είναι συνειδητοί οπαδοί του και θέλω να πιστεύω ότι αυτοί είναι οι περισσότεροι, τουλάχιστον ανάμεσα στους νέους.

 Το ζήτημα της λήθης, της σιωπής και των αποσιωπήσεων είναι κεντρικό όσον αφορά το Ολοκαύτωμα. Αν το εντοπίσουμε στην περίπτωση της Ελλάδας (όπου η εξόντωση των Ελληνοεβραίων υπερβαίνει το 80%), ποιοι είναι οι λόγοι της μεταπολεμικής σιωπής, που κυριαρχεί όχι μόνο στον επίσημο λόγο, αλλά και γενικότερα.

 Πράγματι η εξόντωση των Ελληνοεβραίων φτάνει κατά μέσον όρο στο 83%, αλλά υπάρχουν αρκετές πόλεις που το ποσοστό αυτό υπερβαίνει κατά πολύ και το 90%, ξεκινώντας από την πολυπληθέστερη Θεσσαλονίκη με τους 50.000 περίπου Εβραίους, και περνώντας σε μικρότερες κοινότητες, όπως η Καβάλα, η Ρόδος, η Κέρκυρα, τα Γιάννενα, που ο πληθυσμός τους εξοντώθηκε σχεδόν ολοσχερώς.      Προκύπτει λοιπόν φυσικά το ερώτημα γιατί αυτή η εκτόπιση και η εξόντωση που έλαβε χώρα σε  τόσο τραγικές συνθήκες καλύφθηκε για δεκαετίες από ένα πέπλο σιωπής σε όλα τα επίπεδα. Θα αναζητήσω τα αίτια σε δύο κατευθύνσεις.

Το πρώτο που θέλω να επισημάνω συνοπτικά, και που αναπτύσσεται στα κείμενα του βιβλίου, είναι ότι δεν πρόκειται για ελληνικό φαινόμενο, αλλά για διεθνές. Κανείς την επαύριο του πολέμου δεν θέλει να ακούσει για το ακραίο γεγονός φρίκης που έλαβε χώρα στα στρατόπεδα του θανάτου. Γι’ αυτό και επέλεξα αυτόν τον τίτλο, για να δείξω τη δυσκολία που χρειάστηκε να υπερβεί αυτή η μνήμη ώστε από εκεί που είχε βυθιστεί τις πρώτες δεκαετίες να έρθει στην επιφάνεια και να αρθρώσει ένα λόγο και να εγγραφεί στις συλλογικές συνειδήσεις.

Η μνήμη αυτή ήταν δύσκολη για όλους: δύσκολη για όσους επέζησαν του διωγμού, γιατί χρειάζονταν να επουλώσουν τα τραύματά τους και να υπερβούν τις ενοχές τους απέναντι στους πολλούς που χάθηκαν. Η καταβύθιση σ’ αυτό το παλιό τραύμα και η μετατροπή τους σε «μάρτυρες» ήταν μια αργή και επίπονη και για τους ίδιους διαδικασία. Δύσκολη και για τους άλλους, που δεν ήθελαν ή δεν άντεχαν να ακούσουν.

Η μαρτυρία του Πρίμο Λέβι, το μείζον κείμενο της στρατοπεδικής λογοτεχνίας, δεν βρίσκει μεγάλο εκδότη στην Ιταλία παρά μόνο δέκα χρόνια μετά, το 1957, οπότε και θα μεταφραστεί. Στην κάθε εμπλεκόμενη χώρα υπήρχαν διαφορετικές μνήμες που προηγήθηκαν από την εβραϊκή: λόγου χάριν στη Γαλλία πρώτα προβλήθηκε η μνήμη των πολιτικών κρατουμένων από τους οποίους επέστρεψαν πολύ περισσότεροι. Στην Πολωνία προηγήθηκε η μνήμη των καθολικών Πολωνών  αντιστασιακών. Εξάλλου η αντιστασιακή μνήμη είναι μια ηρωική μνήμη και έτσι προσδίδει αξία.

 Στην ελληνική περίπτωση, η σιωπή που επέβαλε η παράταξη των νικητών του Εμφυλίου έθαψε την ιστορία της Αντίστασης και του Εμφυλίου μαζί με όλη τη δεκαετία του ’40. Η πρώτη αποκατάσταση που ενδιέφερε άμεσα μετά τη Μεταπολίτευση ήταν αυτή και ήρθε οριστικά μόνο το 1982, με την επίσημη αναγνώριση της Αντίστασης. Όσο για τον Εμφύλιο άρχισε να μελετάται συστηματικά από το 1995 και μετά. Αρχές δεκαετίας του ‘90 άρχισε και η δραστηριότητα, πρώτα σε ακαδημαϊκό επίπεδο, για τη μνήμη της γενοκτονίας και γενικότερα για την ιστορία των Ελλήνων Εβραίων. Αν η διεθνής έκρηξη της μνήμης της γενοκτονίας διεθνώς τοποθετείται αρχές της δεκαετίας του ’80, στην Ελλάδα η ανάδυση αυτή ξεκίνησε με 15 περίπου χρόνια καθυστέρηση, δηλαδή αρχές δεκαετίας του ’90. Μαρτυρίες επιζώντων, μελέτες, ταινίες, συνέδρια, δημόσια συζήτηση ξεκινούν τότε, και λίγο αργότερα τα μνημεία, που τώρα υπάρχουν σχεδόν σε όλες τις πόλεις που έχασαν τις εβραϊκές τους κοινότητες, με τελευταία την Αθήνα το 2010.

 Και η δεύτερη κατεύθυνση;  

 Η δεύτερη κατεύθυνση: θέλω να επισημάνω ότι δεν ήταν αυτονόητο πως ο χαμός τόσων Ελληνοεβραίων αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος των συμφορών της νεοελληνικής ιστορίας. Η νεοελληνική ταυτότητα, τόσο ισχυρά δεμένη με την ορθοδοξία (η δικτατορία των συνταγματαρχών το υπενθύμιζε), και η πολιτεία που υπέθαλπε αυτή τη στάση, δημιούργησε μια αποστασιοποίηση από το γεγονός, ως γεγονός που αφορούσε κάποιους «άλλους», κι όχι έλληνες πολίτες. Η στάση αυτή ήταν άκρως βολική για όσους ήθελαν την ιστορική λήθη, για όσους –και αυτοί ήταν πολλοί- δεν ήθελαν λόγου χάρη να θυμούνται πως για 4 περίπου αιώνες η εβραϊκή κοινότητα υπήρξε η πολυπληθέστερη από τις πολλές κοινότητες της πολυπολιτισμικής Θεσσαλονίκης κι ήταν αυτή που έδινε τον χαρακτήρα της στον πόλη.

Τα πράγματα όμως έχουν αλλάξει, και οι εκδηλώσεις που έγιναν τον περασμένο Μάρτιο στη Θεσσαλονίκη, μεταξύ των οποίων και η πορεία ως τον Παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό, υπό την αιγίδα του Δήμου και με πρωτοβουλία και του Δημάρχου Γιάννη Μπουτάρη, για να τιμήσουν την επέτειο των 70 χρόνων από την αναχώρηση του πρώτου συρμού με 2.000 Ελληνοεβραίους από τη Θεσσαλονίκη για το Άουσβιτς (15.3.1943) δείχνουν πως πνέει πια ένας άλλος άνεμος, πως η σιωπή ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Υπάρχουν και πολλές άλλες πρόσφατες ενδείξεις, όπως το ενδιαφέρον που προκάλεσε η εξαιρετική ταινία του Βασίλη Λουλέ Φιλιά εις τα παιδιά. Πιστεύω πως όταν πια εγγραφεί αυτή η ιστορία στη συλλογική μας μνήμη θα την καταστήσει πλουσιότερη και πιο ανοιχτή και η κοινωνία μας θα κερδίσει τόσο σε αυτογνωσία όσο και σε ευαισθητοποίηση απέναντι σε κάθε ρατσισμό. Γιατί είναι πια γεγονός πως η μνήμη της γενοκτονίας των Εβραίων της Ευρώπης είναι, και πρέπει να είναι, εμβληματική όλων των θυμάτων του ρατσισμού

2 σκέψεις σχετικά με το “Γενοκτονία των Εβραίων: η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης

  1. Πίνγκμπακ: Γενοκτονία των Εβραίων: η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης

  2. Πίνγκμπακ: Γενοκτονια των Εβραιων. Η αναδυση μιας δυσκολης μνημης | KENI.observatory

Σχολιάστε