Οι μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση και το «εθνικό σπορ» του διασυρμού

Standard

της Αιμιλίας Σαλβάνου

2-salvanoy

«Μεγαλέξαντρος και Ρωξάνη» Σκίτσο του Μποστ

Ποιος θυμάται σήμερα ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1960 είχε υποβληθεί αίτημα στην Ιερά Σύνοδο για αφορισμό του Ευάγγελου Παπανούτσου; Eίχε δεχτεί σφοδρότατες κατηγορίες για την κομβική συμμετοχή του στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, η οποία θεωρήθηκε από τους συντηρητικούς κύκλους «αντεθνική και ανίερη συνωμοσία των απάτριδων και άθεων ανατροπέων της Εθνικής μας Παιδείας». Αιχμή της κριτικής ήταν η εισαγωγή της δημοτικής στο δημοτικό και η καθιέρωση της ισοτιμίας της με την καθαρεύουσα στις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η δημοτική, σύμφωνα με τους επικριτές της μεταρρύθμισης, θα άμβλυνε την εθνική συνείδηση των μαθητών, θα εισήγαγε την αθεΐα και θα τους έφερνε πιο κοντά στον κομμουνισμό… Συνέχεια ανάγνωσης

Tα «καθαρά χέρια» της Χρυσής Αυγής

Standard

συνέντευξη του Κωστή Παπαϊωάννου

Μιλάει για την «ιατροποινική καταστολή», τη διάχυση του νεοναζισμού, τον εκφασισμό κράτους και κοινωνίας, το σχολείο, τον σύγχρονο αντιφασισμό

Kostis Papaioannou ÊÙÓÔÇÓ ÐÁÐÁÉÙÁÍÍÏÕ«Η πολιτική και κοινωνική εξουδετέρωση της Χ.Α. περνάει μέσα από την ίδια τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και το κράτος πρόνοιας»

Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε η μελέτη του Κωστή Παπαϊωάννου Τα «καθαρά χέρια» της Χρυσής Αυγής. Εφαρμογές ναζιστικής καθαρότητας (εκδ. Μεταίχμιο). Ο συγγραφέας, εκπαιδευτικός και πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, είναι γνωστός από την αρθρογραφία και τη δράση του, εδώ και χρόνια, ενάντια στον ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία και τον νεοναζισμό. Σήμερα, με το βιβλίο του (που γράφτηκε το καλοκαίρι, αλλά πρόλαβε και τις τελευταίες εξελίξεις, με τη σύλληψη Μιχαλολιάκου) μας προσφέρει μια ολοκληρωμένη ανάλυση. Ξεκινώντας από τη γνωστή φράση του Ν. Μιχαλολιάκου για τα «καθαρά χέρια», εξετάζει κομβικά ζητήματα, όπως η άνοδος της Χ.Α., τα «νοσήματα» στους διάφορους χώρους στα οποία οι νεοναζί έρχονται να «απολυμάνουν», τον εκφασισμό του κράτους και της κοινωνίας. Για όλα αυτά, μιλήσαμε μαζί του.

Στρ. Μπ.

Το βιβλίο επιγράφεται Τα «καθαρά χέρια» της Χρυσής Αυγής. Αλλά και σε όλο το κείμενο το δίπολο «καθαρότητα/καθαρό» vs «βρομιά/βρόμικο» είναι κεντρικό στην ανάλυση. Ποιο ρόλο παίζει στον λόγο και την πρακτικής της Χ.Α.;

Η διαρκής προβολή της αξίας της καθαρότητας, τα «καθαρά χέρια», ο «τόπος που θα ξεβρομίσει», δεν είναι απλή επικοινωνιακή στρατηγική. Η καθαρότητα αποτελεί κομβικό σημείο στην πρόσληψη του ναζιστικού φαινομένου γενικά, και του σύγχρονου ελληνικού νεοναζισμού ειδικά. Διατρέχει τον λόγο ως καθαρότητα, και την πράξη ως εκκαθάριση και εξόντωση του βρόμικου, του μιαρού. Στο αίτημα για καθαρότητα συναρμόζεται η τακτική με την πολιτική, γιατί αποτελεί πρωτίστως εκ των ων ουκ άνευ όρο για την υλοποίηση του προγράμματος της Χ.Α. και αντανακλά το προγραμματικό της εύρος. Η έννοια της καθαρότητας, ως δομικό στοιχείο κάθε εθνικοσοσιαλιστικού και φασιστικού προγράμματος, δεν μένει στο επίπεδο του αιτήματος. Το αίτημα συνοδεύεται από την επιβολή του.

Ναζιστική αφίσα του 1932: Η έγερση των εργατών

Ναζιστική αφίσα του 1932: Η έγερση των εργατών

Ας πάρουμε το κοινωνικό σώμα, το σώμα της κοινότητας του λαού, που θα έλεγαν και οι νεοναζί, πάλαι ποτέ αγαπημένοι των τηλεοπτικών πάνελ και του λαϊφστάιλ. Αυτό ταυτίζεται με το σώμα των Ελλήνων· οι υπόλοιποι δεν ενδιαφέρουν. Μετά περνάμε στο δεύτερο στάδιο της εκκαθαριστικής λογικής, στάδιο ιστορικά αναγκαίο για τον φασισμό: ακόμα και αν αποβάλουμε τους ξένους, το σώμα των Ελλήνων δεν θα περιλαμβάνει όλους τους Έλληνες, αλλά όσους αναγνωρίζουν αυτό το σώμα ως τέτοιο, όσους αποδέχονται τους όρους ένταξης σε αυτό, άρα όσους πληρούν τα κριτήρια καθαρότητας. «Ανθέλληνες», «απάτριδες», «ελληνόφωνοι», όσοι αποτυγχάνουν στο τεστ ελληνοφροσύνης πρέπει να αποκοπούν από το εθνικό σώμα. Η κατηγορία περιλαμβάνει από φιλελεύθερους δεξιούς κοσμοπολίτες μέχρι αριστερούς διεθνιστές, από σοσιαλδημοκράτες ευρωπαϊστές αστούς μέχρι αναρχικούς, όλους τέλος πάντων όσοι δεν συντάσσονται εφ’ ενός ζυγού σε θέματα εθνικής ταυτότητας και αυτοεικόνας, διεθνών σχέσεων, ελληνικού και βαλκανικού εθνικισμού, σχέσεων κράτους και Εκκλησίας κ.λπ. Συνέχεια ανάγνωσης

Διγλωσσία: Πρόβλημα, δικαίωμα ή κοινωνικό κεφάλαιο;

Standard

του Γιώργου Μπουγελέκα

Φερνάν Λεζέ, «Σύνθεση με τρεις μορφές», 1932

Φερνάν Λεζέ, «Σύνθεση με τρεις μορφές», 1932

Σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια διαπιστώνεται η έντονη πλέον παρουσία δίγλωσσου μαθητικού πληθυσμού. Τα φαινόμενα διγλωσσίας στην Ελλάδα άρχισαν να παρατηρούνται και να μελετούνται κυρίως την τελευταία δεκαετία, καθώς η χώρα έχει αλλάξει από χώρα εξαγωγής μεταναστών σε χώρα υποδοχής από πολλά μέρη του κόσμου. Για τον λόγο αυτό, τα θέματα διγλωσσίας και δίγλωσσης εκπαίδευσης έχουν ορμητικά καταλάβει μια από τις πρωτεύουσες θέσεις στα ελληνικά κοινωνικά και εκπαιδευτικά πλαίσια. Μέχρι τώρα, το μοναδικό μέλημα των ελληνικών πολιτικών και εκπαιδευτικών αρχών είναι η επιτυχής διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Μια τέτοια πολιτική είναι πια εντελώς αναντίστοιχη με τις συνθήκες.

Γενικά, οι άλλες γλώσσες είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν από ορισμένους ως πρόβλημα, από κάποιους άλλους ως δικαίωμα, ενώ από κάποιους τρίτους ως κοινωνικός πόρος ή κεφάλαιο.

Α. Αν αντιμετωπισθεί η γλωσσική ετερότητα ως πρόβλημα, τότε η γλωσσική αφομοίωση είναι αποκλειστικός μακροπρόθεσμος στόχος που επιτάσσει είτε την απευθείας παράκαμψη της όποιας άλλης γλώσσας είτε τη σταδιακή μετάβαση από αυτήν προς την ελληνική. Αυτές οι προσεγγίσεις υπηρετούνται με τα μοντέλα εμβύθισης (submersion) ή και με τα μοντέλα μεταβατικής δίγλωσσης εκπαίδευσης(transitionalbilingualeducation). Πρόκειται για δύο προγράμματα ενάντια στη δίγλωσση εκπαίδευση, τα οποία εμφανίστηκαν αρχικά στις ΗΠΑ, τις δύο τελευταίες δεκαετίες.1

Η συνήθης διδακτική πρακτική είναι η απαίτηση των διδασκόντων προς τους γονείς των νηπίων για άμεση διακοπή ακόμη και της ενδοοικογενειακής χρήσης της μητρικής τους γλώσσας, θεωρώντας ότι εκεί βρίσκεται το πρόβλημα της σχολικής τους αποτυχίας. Πρόκειται, κατά τον JimCummins, για λανθασμένη αντίληψη «της διγλωσσίας των παιδιών ως δήθεν προβλήματος που πρέπει να λυθεί» και η οποία «συχνά οδηγεί σε τύπους αλληλεπίδρασης δασκάλου-μαθητή που μεταδίδουν στους μαθητές το μήνυμα ότι πρέπει να αφήσουν έξω από την πόρτα του σχολείου τη γλώσσα τους και τον πολιτισμό τους».2 Συνέχεια ανάγνωσης

Δουλειά, εκπαίδευση και ελευθερία

Standard

Ο Νόαμ Τσόμσκυ μιλάει για τα νεανικά του χρόνια, τις σπουδές, το παιχνίδι, τη χειραφέτηση

 Συνέντευξη του Νόαμ Τσόμσκυ

 μετάφραση: Λ. Ροδάμνης

Ο Τσόμσκυ διδάσκει γλωσσολογία στο ΜΙΤ, τη δεκαετία του 1950

Ο Τσόμσκυ διδάσκει γλωσσολογία στο ΜΙΤ, τη δεκαετία του 1950

Θα ήθελα να ξεκινήσω με το εξής ερώτημα: Ποια είναι η ενασχόληση που πραγματικά σας γεμίζει; Να ξεκινήσουμε από την προσωπική σας ζωή και τη διπλή σας σταδιοδρομία στη γλωσσολογία και στον πολιτικό αγώνα, τι λέτε;

 Αν είχα το χρόνο, θα περνούσα πολύ περισσότερο καιρό ασχολούμενος με τη γλώσσα, τη φιλοσοφία, τη γνωσιολογία, διανοητικά πεδία με εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, μεγάλο μέρος της ζωής μου το αφιερώνω στη μία ή την άλλη μορφή πολιτικής δραστηριότητας: διάβασμα, συγγραφή, οργανωτική δράση, ακτιβισμό κ.ο.κ. Όλα αυτά  αξίζει πραγματικά να τα κάνουμε, είναι αναγκαίο, αλλά δεν είναι πάντα συναρπαστικά από διανοητική άποψη. Πολλές φορές είτε δεν καταλαβαίνουμε τίποτα είτε μένουμε σε ένα επιφανειακό επίπεδο. Το κάνω ωστόσο, επειδή είναι απαραίτητο. Το είδος της δουλειάς που πρέπει να καταλαμβάνει το βασικό μέρος της ζωής μας είναι  αυτό που θέλαμε να κάνουμε αν δεν πληρωνόμασταν γι’ αυτό: η ενασχόληση που προκύπτει από τις εσωτερικές μας ανάγκες, ενδιαφέροντα και ανησυχίες.

Πιστεύετε λοιπόν ότι ένα άτομο ξέρει πραγματικά τι είναι αυτό που θέλει να κάνει;

Υπό τις κατάλληλες συνθήκες, ναι. Τα παιδιά, για παράδειγμα, είναι εκ φύσεως περίεργα — θέλουν να μάθουν τα πάντα, θέλουν να εξερευνήσουν τα πάντα, αλλά συνήθως αυτό φροντίζουν να τους το βγάλουν από το κεφάλι τους. Μπαίνουν σε πειθαρχημένες δομές, όπου τα πράγματα οργανώνονται με άκαμπτο τρόπο.   Συνέχεια ανάγνωσης

«Ο άνθρωπος πάνω από το Μνημόνιο»

Standard

Προς ένα αριστερό, λαϊκό πρόγραμμα για την εκπαίδευση

της Σίσσυς Βελισσαρίου

Άουγκουστ Χέρμπιν, «Πίνακας», 1927

Η Αριστερά στην Ελλάδα, για ποικίλους ιστορικούς λόγους, έχει ιεραρχήσει την εκπαίδευση ως έναν από τους πλέον κρίσιμους χώρους για την πολιτική, κοινωνική και μορφωτική της παρέμβαση. Κι αυτό γιατί η πρόσβαση στο αγαθό της εκπαίδευσης και η απόλαυσή του, με ό,τι συνεπάγεται (υλική απολαβή, ταξική άνοδο, κοινωνική καταξίωση, συμβολικό κεφάλαιο κλπ.) υπήρξε και παραμένει βαθύτατα λαϊκό αίτημα με χειραφετητικό χαρακτήρα. Από την κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού, η εκπαίδευση μετατρέπεται στον ευαίσθητο εκείνο δέκτη που συμπυκνώνει κύριες αντιθέσεις και καταγράφει αντιφάσεις που διαπερνούν το κοινωνικό σώμα. Εξού και η σωρεία άκρως πολιτικών παρεμβάσεων από το κυρίαρχο μπλοκ, κυρίως στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η οποία συχνά χρησιμοποιείται ως χώρος προσομοίωσης ριζοσπαστικών αντιλαϊκών πολιτικών με μακροπρόθεσμους στόχους. Ωστόσο –τι ειρωνεία!– ακόμα και η κατεξοχήν επιθετική πολιτική της θεσμοθέτησης ιδιωτικών πανεπιστημίων, μέσω της κατάργησης του άρθρου 16, «αξιοποιούσε» την επιθυμία και ανάγκη για εκπαίδευση όσων περισσότερων γίνεται, έστω με στρεβλό, διότι αγοραίο, τρόπο.

Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί σήμερα από την Αριστερά είναι: Το Μνημόνιο εισάγει κάποια ειδοποιό διαφορά στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία έχει τεθεί η εκπαίδευση από την εποχή Αρσένη; Κατά τη γνώμη μου ναι, και αυτή έγκειται στο ότι το Μνημόνιο στρέφεται πρωτίστως κατά των εκπαιδευτικών –κατά συνέπεια και κατά των εκπαιδευόμενων– σαν μια τερατώδης μηχανή που καταβροχθίζει τον άνθρωπο ως έμβιο ον, καταστρέφοντας τη ζωή ως βιολογική ύπαρξη. Σε αντίθεση με προηγούμενες νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που έθιγαν κυρίως δομές, θεσμούς και τους/τις εκπαιδευτικούς εμμέσως διά των συνεπειών ή παρενεργειών τους (ελλιπής απορρόφησή τους από ιδρύματα, κυριαρχία των ευέλικτων σχέσεων εργασίας, ιδίως στις δυο πρώτες βαθμίδες, και ανεργία), η τωρινή επίθεση συνενώνει τους/τις εκπαιδευτικούς με τα άλλα θύματα του Μνημονίου σε μια αναλώσιμη μάζα ανέργων, νεόπτωχων και διαβιούντων σε μόνιμο καθεστώς στέρησης. Συνέχεια ανάγνωσης

Το Πανεπιστήμιο λογοδοτεί όχι στο παρόν, αλλά στο παρελθόν και στο μέλλον

Standard

Στο πλαίσιο των αντιδράσεων και της έντονης συζήτησης που έχει προξενήσει, στους κόλπους των πανεπιστημίων, οι προτάσεις του Υπουργείου Παιδείας για την ανώτατη εκπαίδευση, δημοσιεύουμε σήμερα αποσπάσματα από ένα παλιότερο, αλλά εξαιρετικά επίκαιρο κείμενο: την ομιλία της Catherine Drew Gilpin Faust, ιστορικού ειδικευμένης στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο – κατά την επίσημη τελετή ανάληψης των καθηκόντων της ως 28ης προέδρου του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, 12.10.2007. Το πλήρες κείμενο είναι προσιτό στη διεύθυνση http://www.president.harvard.edu/speeches/faust/071012_installation.php )

«ΕΝΘΕΜΑΤΑ»

της Κάθριν Ντριου Γκίλπιν Φάουστ

μετάφραση: Ελένη Καλαφάτη

Τα Πανεπιστήμια, πράγματι, έχουν την υποχρέωση της λογοδοσίας. Αλλά εμείς, στην ανώτατη εκπαίδευση, χρειάζεται να πάρουμε την πρωτοβουλία να ορίσουμε για ποιο πράγμα λογοδοτούμε. Μας ζητούν να αναφέρουμε ποσοστά αποφοίτησης, στατιστικά στοιχεία για την εισαγωγή στα προπτυχιακά τμήματα, αποτελέσματα τυποποιημένων τεστ που αποσκοπούν στην εκτίμηση της «προστιθέμενης αξίας» των χρόνων φοίτησης, τα δολάρια από την έρευνα, τον αριθμό των δημοσιεύσεων των διδασκόντων. Αλλά τέτοια μετρήσιμα μεγέθη δεν μπορούν να συλλάβουν τα επιτεύγματα, πόσο μάλλον τις επιδιώξεις των πανεπιστημίων. Πολλές από αυτές τις μετρήσεις είναι χρήσιμες και ρίχνουν φως σε συγκεκριμένες όψεις του εγχειρήματός μας. Οι στόχοι μας, όμως, είναι πολύ πιο φιλόδοξοι και ως εκ τούτου είναι πολύ πιο δύσκολο να εξηγήσουμε την ευθύνη μας.

Επιτρέψτε μου να αποτολμήσω έναν ορισμό. Η ουσία του πανεπιστημίου είναι ότι λογοδοτεί αποκλειστικά στο παρελθόν και το μέλλον –όχι απλώς ή έστω κυρίως στο παρόν. […]. Ένα πανεπιστήμιο κοιτάζει και προς τα πίσω και προς τα εμπρός με τρόπους που πρέπει –που θα όφειλε– να έρχονται σε σύγκρουση με τις με τις άμεσες ανησυχίες ή απαιτήσεις ενός κοινού. Τα πανεπιστήμια αναλαμβάνουν δεσμεύσεις δεν έχουν συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα, κι αυτές οι επενδύσεις έχουν αποδόσεις που δεν μπορούμε να προβλέψουμε και συχνά δεν μπορούμε να μετρήσουμε […] Αισθανόμαστε αμήχανοι όταν επιχειρούμε να δικαιολογήσουμε αυτές τις προσπάθειες με όρους αποτελεσματικότητας, ως μετρήσιμα χρήσιμες σε ιδιαίτερες σύγχρονες ανάγκες. Αντίθετα, τις συνεχίζουμε «γι’ αυτές τις ίδιες», γιατί ορίζουν εκείνο που στο πέρασμα των αιώνων μάς έκανε ανθρώπους, όχι γιατί μπορεί να αυξήσουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητά μας […].

Από τη φύση τους, τα πανεπιστήμια καλλιεργούν μια κουλτούρα ανησυχίας, ακόμη και ανυποταξίας. Αυτό βρίσκεται στην καρδιά της ευθύνης τους προς το μέλλον. Εκπαίδευση, έρευνα, διδασκαλία είναι πάντα προσανατολισμένες στην αλλαγή […]

Δεν εύκολο να πείσεις ένα έθνος ή τον κόσμο να σεβαστεί, και πολύ περισσότερο να χρηματοδοτήσει, θεσμούς που προορισμός τους είναι να αμφισβητούν τις θεμελιώδεις παραδοχές της κοινωνίας.

 


 

 

Στην Ευρώπη, οι δεξιότητες εναντίον της γνώσης

Standard

 

 

Για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένας είναι ο στόχος: να προετοιμάσουν ένα φυτώριο ευέλικτου εργατικού δυναμικού για να απαντήσουν στις ανάγκες των επιχειρήσεων σε εργάτες με χαμηλή ειδίκευση.

 

του Νίκο Χιρτ

Η εκπαιδευτική σκέψη της κας Αντρούλλας Βασιλείου, της κυπρίας επιτρόπου για την εκπαίδευση, συμπυκνώνεται σε μερικές φράσεις: «βελτίωση των δεξιοτήτων και πρόσβαση στην εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση με βάση τις ανάγκες της αγοράς», «να μπορεί η Ευρώπη να αντιμετωπίζει τον παγκόσμιο ανταγωνισμό», «να αποκτούν οι νέοι εφόδια για τη σημερινή αγορά εργασίας» και «να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης».[1]

Γκυστάβ Καϊγμπότ, "Le Pont d' Europe"

Συνοψίζει αρκετά καλά τις αντιλήψεις των ευρωπαίων ιθυνόντων, οι οποίοι, εδώ και δεκαπέντε χρόνια, θεωρούν ότι η πρωταρχική αποστολή του σχολείου είναι να υποστηρίζει τις αγορές και ότι η λύση στα προβλήματα της ανεργίας και της ανισότητας βρίσκεται σε μια καλύτερη αντιστοιχία ανάμεσα στην εκπαίδευση και στις «ανάγκες» της οικονομίας.

Το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop) προβλέπει, για τα επόμενα χρόνια, αύξηση της απασχόλησης υψηλής ειδίκευσης, αλλά επίσης «μια σημαντική αύξηση των θέσεων απασχόλησης στους τομείς των υπηρεσιών, ιδιαίτερα στη λιανική πώληση και τη διανομή, καθώς και σε άλλες στοιχειώδεις εργασίες, που δεν απαιτούν παρά λίγα ή καθόλου τυπικά προσόντα».[2] Ένα φαινόμενο στο οποίο ο ευρωπαϊκός οργανισμός δίνει το όνομα «πόλωση στη ζήτηση δεξιοτήτων».

Πρόκειται για μια τάση που οι ΗΠΑ γνωρίζουν επίσης: στους σαράντα τομείς απασχόλησης που παρουσιάζουν την μεγαλύτερη αύξηση σε όγκο, οκτώ μόνον απαιτούν πολύ υψηλά επίπεδα προσόντων (baccalauréat + 4 ή περισσότερα), ενώ περίπου είκοσι δεν απαιτούν παρά μια σύντομη εμπειρική κατάρτιση στον τόπο εργασίας (short-term on-the-job training).[3] Διάφοροι αγγλοσάξονες συγγραφείς περιγράφουν αυτή την πόλωση με την αντιπαράθεση «MacJobs» και «McJobs» (παραπέμποντας στον Mac, τον υπολογιστή της εταιρίας Apple, και στο «Mc» των McDonald’s). Για τους οικονομολόγους David H.Autor, Lawrence F. Katz και Melissa S. Kearney, «η εξέλιξη της απασχόλησης [από] τη δεκαετία του 1990 έχει πολωθεί, παρουσιάζοντας την μεγαλύτερη αύξηση στις θέσεις εργασίας που απαιτούν υψηλή ειδίκευση, την μικρότερη αύξηση στις θέσεις μεσαίου επιπέδου προσόντων και μια μέτρια αύξηση των θέσεων χαμηλής ειδίκευσης».[4]

 

Συνέχεια ανάγνωσης

Πανεπιστήμιο: Κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ

Standard

του Στρατή  Μπουρνάζου

 

Ζαν Μέτσινγκερ, «Η σφίγγα», 1920

 

Το παρωχημένο και εσωστρεφές πανεπιστήμιο της μεταπολίτευσης φεύγει, το σύγχρονο ανώτατο ίδρυμα της αριστείας, της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης έρχεται. Μ’  αυτή τη φράση συνόψισε το ρεπορτάζ της Ελευθεροτυπίας (27.9.2010) τις αλλαγές που εξήγγειλαν στους Δελφούς ο πρωθυπουργός και η υπουργός Παιδείας. «Αριστεία», «ανταγωνιστικότητα», «ανάπτυξη»: ωραίες λέξεις, στ’ αλήθεια. Ας μη μείνουμε όμως στις λέξεις, τα ωραία –ή  τα λιγότερο ωραία– λόγια, τη ρητορεία ή τις τουφεκιές στον αέρα, όπως, για παράδειγμα, ότι «καταργείται» (διά νόμου;) «η διδασκαλία στα αμφιθέατρα». Πίσω από τις λέξεις, κάτι αλήθεια σημαντικό κρύβεται εδώ.

Εν αρχή, όλη η εξουσία στα συμβούλια διοίκησης: αυτά, στα οποία θα μετέχουν και «δυνάμεις από την κοινωνία», κατά το πρότυπο των αμερικανικών board of trustees, θα έχουν τον αποφασιστικό λόγο. Οι πρυτάνεις, που μπορεί να επιλέγονται ακόμα και με διαγωνισμό, περιορίζονται στα ακαδημαϊκά ζητήματα, στις  συγκλήτους μετέχουν «διακεκριμένες εξωπανεπιστημιακές προσωπικότητες», ενώ καταργείται ουσιαστικά η φοιτητική συμμετοχή.

Η χρηματοδότηση συνδέεται ευθέως με την αξιολόγηση, η οποία εισάγεται ως μέθοδος πειθάρχησης και τιμωρίας, ενώ το κράτος αποσύρεται εμμέσως αλλά σαφώς, όπως δείχνουν η δημιουργία ανεξάρτητης αρχής χρηματοδότησης και η  χρηματοδότηση ανά φοιτητή και όχι ανά ίδρυμα. Τη στιγμή δηλαδή που, μέσω των «συμβουλίων διοίκησης», καταργείται η ουσιαστική αυτοτέλεια των ΑΕΙ-ΤΕΙ, θεσπίζεται η «οικονομική αυτοτέλειά» τους: τα ιδρύματα πρέπει «αυτοτελώς» να τα βγάλουν πέρα, αναζητώντας κρατική και ιδιωτική χρηματοδότηση, χορηγίες, δίδακτρα κ.ο.κ.

Συνέχεια ανάγνωσης

Πώς «πιστοποιείται» μια ομιλία;

Standard

του Παναγιώτη Νούτσου

 

 

Έργο του Κ. Μπρανκούζι, 1920

 

Αποδέχομαι την πρόσκληση του πρωθυπουργού, που διατυπώθηκε στη «Συνάντηση Εργασίας για τις αλλαγές στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση» (Δελφοί, 26.9.2010), να προσέλθω ως «πανεπιστημιακός» στην υπό εκδίπλωση «διαβούλευση» (κάποιος θα πρέπει να υποδείξει ότι στη γλώσσα μας το «διαβουλεύομαι» σημαίνει τόσο «συσκέπτομαι» όσο και «μηχανορραφώ») ως «αυτόνομη κριτική φωνή», αφήνοντας πίσω την «πελατειακή αντίληψη της πολιτικής ζωής». Έτσι, εκφράζω δημόσια την αντίθεσή μου προς την ομιλία του, τόσο για τη χαλαρή μορφή όσο ιδίως για το ασύστατο περιεχόμενό της. Και τούτο για τις εξής επισημάνσεις που αποδόθηκαν από την πλευρά του, εντελώς γενικευτικά, ως αιτιάσεις στο σύνολο των Πανεπιστημίων της χώρας και εφόσον δεν με αφορούν –χωρίς να εθελοτυφλώ ή να μην οριοθετώ την ανάγκη συγκεκριμένων αλλαγών– τις επιστρέφω ως ανεπίδοτες.

Ή, να το σημειώσω πιο κομψά, ποιο από τα πέντε μέλη της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας, που προέρχονται από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, αποδέχεται για τον εαυτό του ό,τι ακολουθεί:

α. «επίφαση της δημοκρατίας» ή «μια δήθεν εσωτερική δημοκρατία, που ουσιαστικά δεν υπάρχει»·

β. «δεν έχει λόγο το Πανεπιστήμιο σήμερα»·

γ. «δεν είναι η αυτόνομη, κριτική φωνή που φέρνει σκέψεις, προτάσεις και λύσεις»·

δ. «όχι πια το τυπικό χαρτί, αλλά ουσιαστικές γνώσεις»·

ε. «απίστευτα “σκοταδιστικές” διαδικασίες στη λειτουργία και στις αποφάσεις τους» ·

στ. να «πέσουν τα πολύ στενά τείχη μεταξύ των διαφόρων τομέων της επιστήμης»·

ζ. «παπαγαλία, σε πολύ μεγάλο βαθμό»·

η. «μία διδασκαλία από τον άμβωνα ή από τον πίνακα»·

θ. «αποστήθιση, έλλειψη αξιολόγησης και αξιοκρατίας, καμία σχέση και συσχέτιση της εκπαίδευσης με τις σύγχρονες ανάγκες»·

ι. «έλλειψη έρευνας, δημιουργικότητας»·

ια. «αντιδράσαμε απέναντι στον αυταρχισμό της χούντας με πειραματισμούς, πολλές φορές, δήθεν δημοκρατίας» (ή, κατά τη  υπουργό, «στην μεταπολίτευση το μείζον ζήτημα ήταν να μπει η πολιτική στο Πανεπιστήμιο, με την αντίληψη της αρχαιοελληνικής πολιτικής»)·

ιβ. «συνδικαλιστικές παρατάξεις να μπαίνουν σε συναλλαγή με καθηγητές»;

Συνέχεια ανάγνωσης

Υπερασπίζοντας τη φιλοσοφία στο Middlesex

Standard

του Τζόναθαν Γουλφ

"Το πανεπιστήμιο είναι εργοστάσιο. Απεργία! Κατάληψη!"

Στα τέλη Απριλίου, το Πανεπιστήμιο Middlesex αποφάσισε να κλείσει, για οικονομικούς λόγους, ένα από τα πιο διάσημα τμήματά του, το Τμήμα Φιλοσοφίας. Η απόφαση ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών: φοιτητές, διδάσκοντες και χιλιάδες υποστηρικτές σε όλο τον κόσμο (ανάμεσά τους η Τζούντιθ Μπάτλερ, ο Νόαμ Τσόμσκυ, ο Σλαβόι Ζίζεκ, ο Ετιέν Μπαλιμπάρ κ.ά.) ζήτησαν την ανάκλησή της, ανοίγοντας ταυτόχρονα μια ευρύτερη συζήτηση για το μέλλον των ανθρωπιστικών σπουδών. Στις 4 Μαΐου οι φοιτητές, με την υποστήριξη των διδασκόντων, κλιμάκωσαν τον αγώνα τους, προχωρώντας σε κατάληψη, η οποία διήρκεσε 12 μέρες. Πληροφορίες στο http://savemdxphil.com/about. Ο αγώνας συνεχίζεται.

«Ε»

Η είδηση ότι το Πανεπιστήμιο Middlesex σχεδιάζει να διακόψει τη διδασκαλία της φιλοσοφίας σε προπτυχιακό επίπεδο ενδεχομένως να μην ακούγεται ιδιαίτερα αξιοσημείωτη. Η φιλοσοφία βρίσκεται πολλές φορές υπό απειλή, ιδιαίτερα στα νέα πανεπιστήμια. Συχνά ακούγονται ιστορίες για επικείμενα κλεισίματα τμημάτων, μολονότι οι φήμες για αφανισμό, συχνά πυκνά, αποδεικνύονται πολύ υπερβολικές. Δεν είναι ωστόσο δύσκολο να αντιληφθούμε γιατί ένα πανεπιστήμιο εξετάζει την κατάργηση ενός γνωστικού πεδίου: εάν ένα τμήμα χάνει το βασικό διδακτικό προσωπικό του είτε αποτυγχάνει να προσελκύσει σπουδαστές ή χρηματοδότηση για έρευνα ή αντεπεξέρχεται με δυσκολία στην αξιολόγηση της έρευνας, τότε είναι ευάλωτο. Η έκπληξη συνίσταται στο ότι το τμήμα φιλοσοφίας του Middlesex, βάσει όλων των παραπάνω, είναι υγιέστατο.

Συνέχεια ανάγνωσης

Το φροντιστήριο ενάντια στη μάθηση και τη γνώση

Standard

του Παντελή Κυπριανού

Jacques Androuet Ducerceau, "Άρης και Αφροδίτη", 16ος αιώνας (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι)

Σε πρόσφατο κείμενό μου στην Αυγή («Αναγνώσεις»,  14.2.2010)  αναφέρθηκα στο φροντιστήριο και την ιστορία του. Διετύπωσα δύο θέσεις: ενώ το φροντιστήριο υποτίθεται ότι βοηθά τους μαθητές να πετύχουν την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αναδιπλασιάζει (όπως εξάλλου όλοι οι θεσμοί της μη τυπικής εκπαίδευσης) τις εκπαιδευτικές ανισότητες· ενώ πάλι όλοι καταφέρονται εναντίον του («παραπαιδεία» κλπ.), πρόκειται για σύνθετο φαινόμενο η εκρίζωσή του οποίου είναι εξαιρετικά δυσχερής. Εδώ υποστηρίζω ότι φροντιστήριο και γνώση είναι ασύμβατα και ότι όσο υπάρχει κάθε μέτρο που επιδιώκει να βελτιώσει την εκπαίδευση δεν έχει τύχη. Ο λόγος; Το φροντιστήριο αντιστρατεύεται τον σκοπό της εκπαίδευσης, την κριτική μάθηση και γνώση.

Συνέχεια ανάγνωσης

Η διαρροή εγκεφάλων από την Ελλάδα

Standard

Τα πορίσματα μιας έρευνας του Πανεπιστημίου Μακεδονίας


του Λόη Λαμπριανίδη

Nίκος Εγγονόπουλος «Αισθηματικό βαλς», 1939

Το φαινόμενο της «διαρροής εγκεφάλων» συνήθως περιλαμβάνει τις ροές πτυχιούχων από τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες προς τις αναπτυγμένες, ενώ οι αντίστοιχες ροές μεταξύ των αναπτυγμένων κρατών αναφέρονται ως «κυκλοφορία εγκεφάλων». Ερμηνεύουμε το φαινόμενο της «διαρροής εγκεφάλων» στην περίπτωση της Ελλάδας, η οποία αποτελεί αναπτυγμένο κράτος, ως αποτέλεσμα της χαμηλής ζήτησης για επιστημονικό προσωπικό στην ελληνική αγορά εργασίας, και όχι της υπερπροσφοράς πτυχιούχων.

Συνέχεια ανάγνωσης

Με τα βιβλία σχολικής ιστορίας δεν πετάω, τα πετάω: Μια εξαίρεση

Standard

της Κωνσταντίνας Ανδριανοπούλου

Φωτογραφία του Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, 1952

Από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου του σχολείου αιωρείται ένα βιβλίο. Είναι Μάης, τα μαθήματα ουσιαστικά έχουν τελειώσει, τα παιδιά έχουν κουραστεί, ξεμυαλιστεί, βαρεθεί και σπάνε την ανία τους βασανίζοντας ένα από εκείνα που τα βασανίζει: τα βιβλία τους — ευτυχώς που δεν τα κάνανε, τουλάχιστον ακόμα, φτερό στον άνεμο και χαρτοπόλεμο. Μια μικρή αλλά ουσιώδης λεπτομέρεια: το βιβλίο-εκκρεμές είναι ένα βιβλίο Ιστορίας. Όχι τυχαία, νομίζω. Μια από τις πικρές κοινότοπες αλήθειες για τα γνωστικά αντικείμενα που διδάσκονται τα παιδιά είναι ότι σιχαίνονται ή, έστω, δεν βλέπουν με καλό μάτι την Ιστορία. Αυτό μεταφράζεται σε υψηλά ποσοστά αποτυχίας στις εξετάσεις όλων των βαθμίδων και, πιο ουσιαστικά, σε ιστορική απαιδευσιά· δεν εννοώ απλώς τη σύγχυση μεταξύ Γλέζου και Γκλέτσου, 28ης Οκτωβρίου και 25ης Μαρτίου, αλλά και μια πιο βαθιά έλλειψη ιστορικής αντίληψης και κριτικής ματιάς.

Συνέχεια ανάγνωσης

Κολέγια: η «αποικιοποίηση» της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα

Standard

της Σίσσυς Βελισσαρίου

Έντουαρντ Μπούρα, "Καταιγίδα", 1970-71

Η Τζάνετ Kόλμαν, καθηγήτρια πολιτικής θεωρίας στο London School of Economics, λέει τα εξής: «Έρχονται στιγμές στη ζωή που όλοι μας κάνουμε ερωτήσεις όπως  “τι κάνω στη ζωή μου”, “τι είδους άνθρωπος θέλω να γίνω” […] και πιο απαιτητικές όπως “τι είναι ή τι θα πρέπει να είναι μια καλή ζωή”». Κατ’ αυτήν, τα κράτη «προτάσσουν μια αμιγώς εργαλειακή εκπαίδευση, και έπειτα απορούν σχετικά με τα αίτια κατάλυσης του ηθικού πλαισίου των κοινωνιών» (H Καθημερινή, 17.2.2008).  Τα λόγια αυτά δεν είναι ούτε βαθυστόχαστα ούτε πρωτότυπα, αλλά θυμίζουν, τουλάχιστον στους ανθρώπους της Αριστεράς, το αυτονόητο. Θυμίζουν ότι η εκπαίδευση δεν γίνεται μόνο με νομοθετήματα και κινηματικές διαδικασίες, με κυβερνητικές επιθέσεις και συλλογικές αποκρούσεις, με θεσμικές διαδικασίες και μαζικές ανταπαντήσεις. Υπάρχει και κάτι άλλο που τρέφει την ψυχή: η διαπάλη των ιδεών πάνω στα αντικείμενα και τη διαδικασία γνώσης που προσφέρει ή δεν προσφέρει το πανεπιστήμιο.

Συνέχεια ανάγνωσης