Το ήρεμο καύμα

Standard

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

του Νίκου Σαραντάκου

Αργύρης Στυλιανίδης, «Θερισμός», 1935

Όσο κι αν φέτος βοηθάει το αεράκι, είναι βέβαιο πως έχουμε μπει στις πιο ζεστές μέρες του χρόνου. Για να θυμηθούμε τα δημοσιογραφικά κλισέ, η Αθήνα έγινε καμίνι, ο ήλιος σκάει την πέτρα, η άσφαλτος βράζει, ο υδράργυρος σκαρφαλώνει σε νέα ύψη· μ’ άλλα λόγια: καύσωνας· οπότε και το θέμα του σημερινού σημειώματος θα είναι ακριβώς ο καύσωνας, που έρχεται κάθε χρόνο περίπου τέτοιον καιρό σε μια πόλη που και με πιο ήπιες θερμοκρασίες γίνεται πολύ συχνά αβίωτη.

Κάποιος πιο παλιομοδίτης μπορεί να χρησιμοποιήσει την έκφραση «κυνικά καύματα». Το ακούμε κάθε τόσο κι αυτό το κλισέ όταν σφίγγουν οι ζέστες. Και γεννιέται εύλογα η απορία: μόνο οι σκύλοι ζεσταίνονται; Όμως η έκφραση αυτή γεννήθηκε όχι από τη ζωολογία αλλά απ’ την αστρονομία. Το τελευταίο δεκαήμερο του Ιούλη, ο Σείριος, το πιο λαμπρό αστέρι του αστερισμού του Μεγάλου Κυνός, που λεγόταν στην αρχαιότητα και κύναστρος ή κύναστρον, ανέτελλε και έδυε περίπου ταυτόχρονα με τον Ήλιο, κι επειδή τότε ακριβώς παρατηρούνται οι πιο ζεστές μέρες του χρόνου, οι αρχαίοι είχαν ονομάσει «κυνάδες ημέρες» τις μέρες τούτες που περνάμε, και «κυνικά καύματα» τις μεγάλες ζέστες που μας ταλαιπωρούν.

Αλλά και στα λατινικά, ο Σείριος ειπώθηκε canicula, κατά λέξη «σκυλίτσα», οι κυνάδες ημέρες dies caniculares και σήμερα ο καύσωνας στα γαλλικά λέγεται canicule, ενώ στα αγγλικά, που είναι γλώσσα πιο δημοκρατική, λένε απλώς dog days, σκυλίσιες μέρες, αν και έχουν και το επίθετο canicular. Τα κυνικά καύματα δεν τα έχουμε μεταφέρει στη δημοτική, αν και ο Σεφέρης είχε γράψει για τα «σκυλόδοντα του καλοκαιριού».

Βέβαια, με το που χτυπάει σαραντάρι το θερμόμετρο δεν σημαίνει ότι έχουμε αυτομάτως καύσωνα· χρειάζονται και άλλες προϋποθέσεις: να υπάρχει άπνοια, να διαρκεί μερικές μέρες η μεγάλη ζέστη και, το κυριότερο, να μένει ψηλά η θερμοκρασία και τη νύχτα ώστε να μην αφήνει στον καταπονημένο οργανισμό μας περιθώρια ανασύνταξης. Ο συνδυασμός αυτός μπορεί να γίνει φονικός, όπως στον μεγάλο καύσωνα του 1987, που στοίχισε εκατοντάδες θύματα κυρίως στο κέντρο της Αθήνας και στις φτωχογειτονιές — ή τον ευρωπαϊκό καύσωνα του 2003.

Η λέξη «καύσων» είναι αρχαία, αν και όχι της κλασικής εποχής παρά ελληνιστική. Στα μεσαιωνικά χρόνια έγινε «καύσωνας» και «κάψωνας» και πήρε και μεταφορικές σημασίες, πέρα από τη μεγάλη ζέστη, σημαίνοντας και τον πόνο ή τον πόθο, σημασίες που τις έχει σήμερα η λέξη «κάψα», που σημαίνει βέβαια τη μεγάλη ζέστη αλλά επίσης, ίσως και κατεξοχήν, τον ερωτικό πόθο.

Στην κλασική αρχαιότητα, δεν έλεγαν «καύσων», λέγαν «καύμα», κι αυτή η λέξη που δεν την πιάνει το μάτι σου έκανε ένα τεράστιο γλωσσικό ταξίδι που αξίζει να το γνωρίσουμε. Η λέξη περνάει ως cauma στα λατινικά, όπου σημαίνει τη μεγάλη ζέστη. Όταν έπιαναν οι μεγάλες ζέστες, οι χερομάχοι στα χωράφια παρατούσαν τη δουλειά και κάθονταν να ξαποστάσουν, κι αυτό λεγόταν caumare στα λατινικά της ύστερης αρχαιότητας, απ’ όπου το γαλλικό ρήμα chômer, που σημαίνει «δεν δουλεύω» και από εκεί chômage, η ανεργία — όχι επειδή κάνει ζέστη αλλά επειδή δεν βρίσκεις δουλειά, επειδή σε απολύσανε, επειδή οι μέτοχοι έκλεισαν την εταιρεία που δούλευες γιατί έπεφτε το ποσοστό κέρδους, καημένε.

Όμως το ταξίδι του καύματος δεν τελείωσε· το λατινικό cauma περνάει στη ναυτική ορολογία και σημαίνει όχι μόνο τη μεγάλη ζέστη αλλά και τη νηνεμία, την άπνοια που επικρατεί στους καύσωνες, και σιγά-σιγά, μάλλον στην Ιβηρική Χερσόνησο, το cauma γίνεται calma και γεννιέται μια δεύτερη σημασία, της νηνεμίας, της ηρεμίας, σημασία που περνάει πολύ γρήγορα σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες, calm στα αγγλικά, calme στα γαλλικά, calma στα ιταλικά, απ’ όπου επανέρχεται, αντιδάνειο, η κάλμα στα ελληνικά, και το καλμάρω, λέξεις χαλαρωτικές και ευχάριστες και πολύ μακριά από την πυρωμένη ανάσα του καύσωνα.

Κι ένα τρίτο ταξίδι έκανε το καύμα: με τη βυζαντινή του μορφή, κάημα, και με σημασίες τόσο κυριολεκτικές όσο και μεταφορικές, του ψυχικού πόνου, πέρασε στα λατινικά της ιατρικής ορολογίας και έφτασε στα ισπανικά, όπου σήμερα quemar (κεμάρ) είναι το «καίω».  Και βέβαια, από τον αόριστο «εκάην» του ρήματος καίω βγήκε και ο καημός, αυτή η τόσο δυνατή λέξη, και ο καημένος που λέγαμε πιο πάνω.

Βέβαια, ο καύσωνας, όσο κι αν έχουμε κάνει εχθρικές τις πόλεις μας, παροδικός είναι και περνάει — άλλα είναι που δεν περνάνε με τη διαδοχή των εποχών. Τον Σεπτέμβριο που θα ξαναβρεθούμε τον καύσωνα θα τον έχουμε, ελπίζω, λησμονήσει.. Αλλά ως τότε, καλό σας καλοκαίρι, με κάλμα και, αν γίνεται, χωρίς καύμα!

Ο Νίκος Σαραντάκος είναι συγγραφέας, μεταφραστής και κατοικοεδρεύει στο sarantakos.wordpress.com


Μια σκέψη σχετικά μέ το “Το ήρεμο καύμα

Σχολιάστε