Η Ευρώπη μπροστά σε κρίσιμες αποφάσεις

Standard

του Γιούργκεν Χάμπερμας

μετάφραση: Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, Σταυρούλα Μανώλη

Με αφετηρία την ελληνική κρίση, ο μεγάλος γερμανός στοχαστής (στο άρθρο του «Europa am Scheideweg», που δημοσιεύθηκε στην οικονομική εφημερίδα της Φραγκφούρτης Handelsblatt, στις 18.6.2011) διατυπώνει τις σκέψεις του για το μέλλον της Ευρώπης, που εκτιμά ότι μπαίνει σε μια πολύ σκληρή δοκιμασία. Το επόμενο βήμα, προς μια ενιαία Ένωση, λέει, μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν υπάρξει η πολιτική απόφαση για μια πιο ουσιαστική ένταξη των πολιτών. Οι μεσότιτλοι είναι των «Ενθεμάτων».

«Ε»

Στη συγκυρία της σημερινής κρίσης τίθεται το ερώτημα γιατί πρέπει να εμμένουμε στη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στοχεύοντας μάλιστα σε μια πιο ολοκληρωμένη πολιτική ενοποίηση. Το αρχικό κίνητρο, η αποτροπή δηλαδή ενός πολέμου στην Ευρώπη, έχει ήδη ξεθωριάσει. Παρ’ όλα αυτά, υπό ένα καντιανό πρίσμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να γίνει αντιληπτή ως ένα βήμα στην πορεία για τη δημιουργία μιας συντεταγμένης παγκόσμιας πολιτικής κοινότητας. Από αυτή την οπτική μπορεί να προκύψει μια νέα πειστική αφήγηση.

Σε κάθε περίπτωση, το σχέδιο για το μέλλον της Ένωσης, το οποίο μέχρι σήμερα επεξεργάζονται οι πολιτικές ελίτ πίσω από κλειστές πόρτες, θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο σύγκρουσης απόψεων που θα κατατίθενται μεγαλόφωνα στη δημόσια σφαίρα. Ενόψει αυτού του στόχου όμως, οι κυβερνήσεις κάνουν πίσω. Στο μέσον μιας θάλασσας που την ταράζουν τα ισχυρά ρεύματα της οικονομίας της αγοράς, όλοι καταφεύγουν και γαντζώνονται στο δικό τους μικρό νησί της εθνικής κυριαρχίας, το οποίο βέβαια κινδυνεύει να πλημμυρίσει. Και τα πολιτικά κόμματα προωθούν τον λαϊκισμό, τον οποίο καλλιεργούν μέσα στο νεφελώδες τοπίο των πολύπλοκων και μη δημοφιλών θεμάτων.

Η έλλειψη πολιτικών αρμοδιοτήτων στην ευρωζώνη

 Στο μεταξύ η Πανουργία του οικονομικού Λόγου (List der Oekonomischen Vernunft) ανακινεί το θέμα και το φέρνει στο φως. Από την ευρωζώνη λείπουν οι πολιτικές αρμοδιότητες που θα μπορούσαν να επιφέρουν την αναγκαία εναρμόνιση των εθνικών οικονομιών. Αυτό το θεσμικό έλλειμμα μπορεί να καλυφθεί μόνο μακροπρόθεσμα, εκτός του πλαισίου της παρούσας κρίσης, και σίγουρα όχι μέσω ενός «Συμφώνου για την Ευρώπη»», που θα αποτελούσε μια νομικά μη δεσμευτική συμφωνία των προέδρων των κυβερνήσεων. Εάν το ψήφισμα της 25ης Μαρτίου 2011, που θίγει τον πυρήνα της κυριαρχίας των κρατών-μελών, παρά τις αντίθετες προβλέψεις, τελεσφορήσει, τα δημοκρατικά πολιτεύματα θα πρέπει να καταβάλουν το τίμημα της απίσχνανσής τους σε εθνικό επίπεδο. Με δυο λόγια, στο κατώφλι της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οποία από οικονομική τείνει να μετεξελιχθεί σε πολιτική, η Πολιτική φαίνεται να κρατά την αναπνοή της και να σταματά. Γιατί κυριαρχεί αυτή η τρομακτική ακαμψία;

Το πυκνό δίκτυο υπερεθνικών οργανισμών γεννά τον φόβο, από τη μια πλευρά, ότι θα διαταραχθεί η κατοχυρωμένη στο εθνικό επίπεδο συνάρθρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τη δημοκρατία και, από την άλλη, ότι θα αλλοιωθεί η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας μέσω της απαλλαγής της εκτελεστικής εξουσίας από κάθε είδους δημοκρατικό έλεγχο, παγκοσμίως. Όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος μια σκέψη η οποία εκτρέφει την πολιτική ηττοπάθεια: δεν είναι εφικτό η λαϊκή κυριαρχία να λάβει υπερεθνική μορφή χωρίς έναν αντίστοιχο περιορισμό της δημοκρατικής νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας, καθώς μια τέτοια νομιμοποίηση μπορεί να εδραιωθεί μόνο στο πλαίσιο του έθνους-κράτους.

Στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού πολιτεύματος οι πολίτες υπόκεινται μόνο σε νόμους στην ψήφιση των οποίων έχουν συμμετάσχει και οι ίδιοι μέσω μιας δημοκρατικής διαδικασίας. Αυτή η διαδικασία οφείλει τη νομιμοποιητική της δύναμη τόσο στη συμμετοχή όλων των πολιτών στη διαδικασία λήψης των πολιτικών αποφάσεων όσο και στον συνδυασμό της λήψης των αποφάσεων βάσει της αρχής της πλειοψηφίας (που μπορεί να είναι και ενισχυμένη, εάν κριθεί απαραίτητο) με τη διαδικασία της διαβούλευσης, προκειμένου να διαμορφωθεί η γνώμη της πολιτικής κοινότητας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, λοιπόν, πρέπει να επιδρά μια ενεργή κοινωνία των πολιτών πάνω στο κράτος, προκειμένου να πραγματώνει τους όρους της ίδιας της ύπαρξής της. Επειδή κάτι τέτοιο προϋποθέτει την ύπαρξη ενός αντίστοιχου πλαισίου για τον πολιτικό μετασχηματισμό των βιοτικών σχέσεων, υφίσταται μια εννοιολογική σύνδεση μεταξύ της λαϊκής και της κρατικής κυριαρχίας. Εάν η πολυπλοκότητα της παγκόσμιας κοινωνίας, χωρίς πολιτικό έλεγχο, ενταθεί, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο το πεδίο δράσης των εθνών-κρατών, τότε θα προκύψει, από την ίδια την κανονιστική έννοια της δημοκρατίας, το αίτημα για την επέκταση της δυνατότητας άσκησης πολιτικής πέρα από τα εθνικά σύνορα.

Τα κράτη αντισταθμίζουν εν μέρει την απώλεια της δυνατότητάς τους να επιλύουν προβλήματα με τη βοήθεια διεθνών οργανισμών. Αυτό όμως το πληρώνουν στην πραγματικότητα με τη δραματική μείωση του επιπέδου νομιμοποίησής τους. Επειδή το καθεστώς των διεθνών συμβάσεων έχει πάψει πια να αποτελεί κρίκο της αλυσίδας που καταλήγει στη δημοκρατική νομιμοποίηση και οι θεσμοθετημένες διαδικασίες στο πλαίσιο του έθνους-κράτους έχουν μαραθεί, ενισχύονται οι ακόλουθες δύο τάσεις: η πολιτική αναγκαιότητα να επεκταθεί η δημοκρατική διαδικασία πέρα από τα σύνορα του έθνους-κράτους και, ταυτόχρονα, η αμφιβολία εάν κάτι τέτοιο είναι εφικτό.

Από το έθνος-κράτος σε υπερεθνικές αρχές: το κρίσιμο ζήτημα της συνταγματοποίησης της κρατικής εξουσίας

Ο περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας, προκειμένου να μεταβιβασθούν κυριαρχικά δικαιώματα σε υπερεθνικές αρχές, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υλοποιείται, ακόμη και εάν συχνά συμβαίνει έτσι, μέσω της στέρησης της ελευθερίας της έκφρασης από τους πολίτες. Αυτή η μεταβίβαση προϋποθέτει τη συνταγματοποίηση της κρατικής εξουσίας, στην οποία οι πολίτες οφείλουν την προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών τους στο πλαίσιο ενός έθνους-κράτους. Οι αρμοδιότητες, οι οποίες είτε μεταβιβάζονται εξ ολοκλήρου από το έθνος-κράτος σε υπερεθνικές αρχές είτε ασκούνται πλέον από κοινού, πρέπει όχι απλώς να υπαχθούν σε κανόνες δικαίου, αλλά σε κανόνες δικαίου μιας δημοκρατικής πολιτικής κοινότητας. Σε αυτή την περίπτωση δεν συρρικνώνεται το πεδίο της αυτονομίας των πολιτών, από τη στιγμή που οι ίδιοι οι πολίτες συμμετέχουν στη διαδικασία ψήφισης των νόμων στο υπερεθνικό επίπεδο, σύμφωνα με τους κανόνες μιας δημοκρατικής διαδικασίας. Με μια εδαφική επέκταση της επικράτειας και μια αύξηση του αριθμού των πολιτών δεν αλλάζει ουσιαστικά τίποτε άλλο πέρα από τον βαθμό πολυπλοκότητας της διαδικασίας διαμόρφωσης της συλλογικής γνώμης και της βούλησης της πολιτικής κοινότητας. Δεν μπορεί, δηλαδή, να γίνει λόγος για περιορισμό της λαϊκής κυριαρχίας, από τη στιγμή που η διαδικασία παραμένει άθικτη.

Από την άλλη πλευρά, το διεθνές δίκτυο, που έχει εν τω μεταξύ δημιουργηθεί, θα εκδημοκρατισθεί μόνο στην περίπτωση που τα γνωστά συστατικά στοιχεία της δημοκρατίας συναρμολογηθούν, χωρίς βέβαια να υποστούν απώλειες στο πεδίο της νομιμοποίησης, με τρόπο διαφορετικό από τον ισχύοντα στο πλαίσιο του έθνους-κράτους. Από αυτή την άποψη, η δοκιμασία στην οποία πρέπει να υποβληθεί σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να αποδειχθεί πλούσια σε διδάγματα. Μέσα από αυτήν θα κριθεί η βούληση και η ικανότητα των πολιτών, των πολιτικών ελίτ και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης να πραγματοποιήσουν, τουλάχιστον στην ευρωζώνη, το επόμενο βήμα στον δρόμο της ολοκλήρωσης, ούτως ώστε να προωθήσουν τον εκπολιτισμό της άσκησης της πολιτικής κυριαρχίας.

 Η θεσμοθέτηση της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης 

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη αποκρυσταλλωθεί μια πολιτικά συντεταγμένη κοινότητα, η οποία, χωρίς να καλύπτεται από μια αντίστοιχη κρατική εξουσία, ασκεί κυριαρχική εξουσία έναντι των κρατών-μελών. Ενώ στην αρχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης η εκπολιτιστική στιγμή εκφράστηκε προπάντων με την ειρήνευση μιας αιματοκυλισμένης ηπείρου, έκτοτε εκδηλώνεται στην πάλη για τη συγκρότηση ικανοτήτων του πράττειν. Οι λαοί μιας ηπείρου με συρρικνούμενο πολιτικό και οικονομικό εκτόπισμα προσπαθούν, έτσι, να αποκτήσουν ένα περιθώριο πολιτικής δράσης απέναντι στις πολιτικές δυνάμεις και τους συστημικούς καταναγκασμούς μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Ο τρόπος με τον οποίο η ομοσπονδιακή δημοκρατία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της θα πρέπει να προσαρμοστεί σε αυτή την κατάσταση.

Αντιλαμβάνομαι τη θεσμοθέτηση της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης, έστω και αν αυτό εξακολουθεί να αντιβαίνει στο πρώην άρθρο 48 της Συνθήκης της Λισαβόνας, ως εξής: το σύνολο των ευρωπαίων πολιτών αναδεικνύεται σε συλλογικό συντακτικό νομοθέτη πλάι στα κράτη. Στην ισχύουσα Συνθήκης της Λισαβόνας, η κατάτμηση της κυριαρχίας ανάμεσα στους πολίτες και τα κράτη προκύπτει ήδη από το γεγονός ότι, σε περίπτωση τροποποίησης της Συνταγματικής Συνθήκης, το Κοινοβούλιο εμπλέκεται στη σχετική διαδικασία, καθώς και από το ότι στην «κανονική νομοθετική διαδικασία» αναγνωρίζεται ως ισότιμο όργανο έναντι του Συμβουλίου. Συνέχεια ανάγνωσης

Ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα, όχι όμως στις συνοικίες

Standard

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΣΥΝΟΡΑ

του Ρομπέρ Καστέλ

μετάφραση: Τάσος Μπέτζελος

Μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις νήσος (στη σειρά «Υλικά»), με επιστημονική επιμέλεια της Λίνας Βεντούρα (μετάφραση: Όλγα Αθανίτου, Βίκυ Ιακώβου, Τάσος Μπέτζελος, Γιώργος Σαγκριώτης), ο συλλογικός τόμος Μετανάστευση και κοινωνικά σύνορα. Διαδικασίες αφομοίωσης, ενσωμάτωσης ή αποκλεισμού.

Όπως σημειώνει η Λίνα Βεντούρα στον Πρόλογο, «η επιλογή των κειμένων διέπεται από μια τριπλή λογική. Οι διεργασίες ενσωμάτωσης των μεταναστών θεωρείται ότι: α) αποτελούν μια έκφανση ευρύτερων διαδικασιών που διαπερνούν το σύνολο των κοινωνιών υποδοχής και συνδέονται με παγκόσμιες δυναμικές, β) όταν σημειώνονται είναι διαγενεακές, εκτείνονται δηλαδή στο χρόνο, και γ) δεν υπάρχει μια τελεολογία ενσωμάτωσης ή αποκλεισμού». O τόμος περιέχει κείμενα που επικεντρώνονται τη θεωρητική και ερευνητική παράδοση και τις διαδρομές γύρω από την έννοια της ενσωμάτωσης, τόσο στο επίπεδο της θεωρίας, όσο και με συγκεκριμένες αναφορές στις πραγματικότητες των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Γαλλίας κυρίως. Περιλαμβάνονται άρθρα των Λίνα Βεντούρα, Richard Alba, Victor Nee, Rogers Brubaker, Alejandro Portew, Min Zhou, Claire Alexander, Christine Delphy, Rober Castel, Etienne Balibar. Από τον σημαντικό αυτό τόμο, που συμβάλλει ουσιαστικά στη γνώση μας για τα ζητήματα της μετανάστευσης, της ενσωμάτωσης, του αποκλεισμού –που βρίσκονται, τα τελευταία χρόνια, στο επίκεντρο του επιστημονικού και πολιτικού μας προβληματισμού– δημοσιεύουμε ένα μικρό απόσπασμα από το κείμενο του γάλλου κοινωνιολόγου Robert Castel «Οι δυσμενείς διακρίσεις. Το έλλειμμα της ιδιότητας του πολίτη στους νέους των προαστίων», που αναφέρεται στην εξέγερση στα παρισινά προάστια το 2005.

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Τούρκοι εργάτες σε γαλλικό γκαράζ. Διάλειμμα για φαγητό. Φωτογραφία του Bruno Boudjelal, από το λεύκωμα «Curbet. Turcs d’ici», Les Editions de l’Imprimeur, Μπεζανσόν, 1996

 «Ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα, όχι όμως στις συνοικίες»: αυτό το σύνθημα που επαναλαμβανόταν συχνά τις νύχτες του Νοέμβρη δείχνει ότι από τους νεαρούς που έλαβαν μέρος στις αναταραχές δεν απουσίαζε η κοινωνική συνείδηση. Πράγματι, ένας ολόκληρος κόσμος χωρίζει τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων από την ενεργό υλοποίησή τους. Οι δύο αιώνες που μας χωρίζουν από την επαναστατική εποχή το αποδεικνύουν με κάθε ευκαιρία. Στην περίπτωση των πολιτικών δικαιωμάτων, χρειάστηκε να περιμένουμε στη Γαλλία την επομένη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, προκειμένου το σύνολο των πολιτών, ανδρών αλλά και γυναικών, να αποκτήσει πλήρη πρόσβαση σε αυτά. Όσο για τα κοινωνικά δικαιώματα, είναι αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας διαδικασίας που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα και η οποία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ωστόσο, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι γύρω στη δεκαετία του ’70 η μεγάλη πλειονότητα του γαλλικού πληθυσμού απολάμβανε εκτενή προστασία  και μια γενικευμένη κοινωνική ασφάλεια που αποτελούσε τη βάση των κοινωνικών δικαιωμάτων του πολίτη. Δεν απολάμβανε βέβαια «την ισότητα και την αδελφότητα», αλλά οπωσδήποτε την ασφάλεια και την αλληλεγγύη. Μπορεί οι πολίτες να μην ήταν αυστηρώς ίσοι, και θα χρειάζονταν πολλά για να συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά μπορούσαν να μοιράζονται ένα ελάχιστο πόρων και δικαιωμάτων για να διασφαλίσουν την κοινωνική ανεξαρτησία τους. […] Συνέχεια ανάγνωσης

Η αριστερή στρατηγική απέναντι στην κρίση

Standard

του Χρήστου Λάσκου 

 Οι κομμουνιστές ξεχωρίζουν από τα άλλα προλεταριακά κόμματα […] επειδή στους διάφορους εθνικούς αγώνες των προλετάριων προβάλλουν και προωθούν τα κοινά και ανεξάρτητα από εθνικότητα συμφέροντα του προλεταριάτου ως σύνολο…

Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος

Όσκαρ Κοκόσκα, «Οι δύο φίλες», περ. 1921

 Είναι γνωστό πως, εδώ και ενάμιση χρόνο τουλάχιστον, στο πλαίσιο της ελληνικής Αριστεράς συγκρούονται δύο κύριες οπτικές, σε ό,τι αφορά την κρίση και την απάντηση σε αυτήν.

 Στην πραγματικότητα, βέβαια, η διαμάχη ως προς τα βασικά της συστατικά έρχεται από πολύ παλιά, αναπαράγοντας στο όριο τις αντιπαραθέσεις της δεκαετίας του ’30 –της περιόδου της Μεγάλης Ύφεσης– περί καπιταλιστικής ή αστικοτσιφλικάδικης Ελλάδας ή, διαφορετικά, τις διαφωνίες σχετικά με τον χαρακτήρα της επανάστασης, σοσιαλιστικό ή αστικοδημοκρατικό. Αυτή η διαμάχη συνεχίστηκε για τα επόμενα ενενήντα σχεδόν, χρόνια αντιπαραθέτοντας «αντιιμπεριαλιστές» με «αντικαπιταλιστές», «καθαρούς» ή σε μίγματα διάφορων αναλογιών. Δεν σκοπεύω να αναπτύξω εδώ αυτήν τη θεματική, βέβαια. Η ιστορία μπορεί να περιμένει όταν οι συνθήκες είναι τόσο πιεστικές όσο οι τωρινές. Για όποιον όμως ενδιαφέρεται παραπέμπω στο βιβλίο του Παντελή Πουλιόπουλου, από το μακρινό 1934, με τίτλο Δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα; και ιδίως το κεφάλαιο με τίτλο «Το ιλαροτραγικό πρόγραμμα της ελληνικής «δημοκρατικής διχτατορίας»».

***

 Οι δύο βασικές γραμμές λοιπόν, που διατρέχουν τη σημερινή συζήτηση, νομίζω πως σχηματικά πολώνονται γύρω από το ζήτημα της Ευρώπης. Προσοχή! Επειδή πολλές φορές υπάρχει η αίσθηση πως κεντρικό είναι το ζήτημα της «στάσης πληρωμών» ή όχι, έχει σημασία να διευκρινιστεί εξαρχής πως αυτό είναι ένα θέμα απολύτως ήσσονος σημασίας. Κατά κύριο λόγο, μάλιστα, αφορά την τακτική της διαπραγμάτευσης, τη στιγμή που το ουσιώδες είναι το ποιος είναι αυτός που θα διαπραγματευθεί. Το θέτω συνεπώς εντός παρενθέσεως, θεωρώντας πως ήδη έχει υπάρξει μια μεγάλη σειρά επιχειρημάτων –περισσότερων από όσα του άξιζαν– που αναδεικνύουν τα σχετικά προβλήματα.

 Ας επιχειρήσουμε λοιπόν να ορίσουμε του δύο πόλους της σημερινής διαμάχης. Κατά την άποψη του Κώστα Λαπαβίτσα,[1] ο ένας πόλος είναι αυτός των ευρωπαϊστών (ένθερμων ή απρόθυμων) και ο άλλος ο δικός του, ο οποίος δεν προσδιορίζεται όμως με κάποιο ιδιαίτερο όνομα. Αυτή η έλλειψη μπορεί να εξηγηθεί είτε γιατί είναι προφανές περί τίνος πρόκειται είτε γιατί υπάρχει το πρόβλημα του τι είναι το αντίθετο του «ευρωπαϊσμού», και ιδίως του «επαναστατικού ευρωπαϊσμού», όπως ονομάζει ο ίδιος τον ένα από τους δύο «ευρωπαϊσμούς», τον απρόθυμο. Νομίζω πως έχουμε, χωρίς αμφιβολία, να κάνουμε με το δεύτερο: τη δυσκολία δηλαδή του αυτοπροσδιορισμού όσων δεν είναι «ευρωπαϊστές», πολύ περισσότερο όταν το σύνολο σχεδόν της ευρωπαϊκής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς –χωρίς να αναφερθούμε καν στο ΚΕΑ– αποτελείται από «επαναστάτες ευρωπαϊστές».

 Βέβαια, οι τελευταίοι επ’ ουδενί αισθάνονται «ευρωπαϊστές», όπως φαντάζομαι και ο Λαπαβίτσας, κατ’ αντίστιξη, δεν νιώθει «εθνικιστής» — να, ωστόσο, το όνομα που λείπει, αν αποδεχτούμε τη συγκεκριμένη λογική της δικής του ονοματοθεσίας. Συνέχεια ανάγνωσης

Άμεση δημοκρατία στην πλατεία Συντάγματος

Standard

                                                            του Γιώργου Ν. Οικονόμου

Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, "Οι μούσες που ανησυχούν", 1918

Στις 17 Ιουνίου 2011 έγινε στην πλατεία Συντάγματος για πρώτη φορά μια ιστορική δημόσια συζήτηση περί άμεσης δημοκρατίας, η οποία είχε μεγάλη επιτυχία, τόσο από την πλευρά των ομιλητών όσο και, κυρίως, από τη μεγάλη συμμετοχή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Λαϊκή Συνέλευση της πλατείας ενέκρινε και δεύτερη ημέρα για συζήτηση περί άμεσης δημοκρατίας. Το σπουδαίο αυτό πολιτικό και πολιτισμικό γεγονός, ενώ θα έπρεπε να αξιολογηθεί κριτικά και να σχολιασθεί με επιχειρήματα από τα ΜΜΕ, εντούτοις αποσιωπήθηκε ή διαστρεβλώθηκε, με προφανή σκοπό την υποτίμησή του. Στη δεύτερη περίπτωση ανήκει και η Ε. Πατρικίου, η οποία με άρθρο της («Ενθέματα», Η Αυγή της Κυριακής, 26.6.2011) καταφέρεται γενικώς και αορίστως με απαξιωτικό και υποτιμητικό τρόπο κατά των απόψεων που ακούσθηκαν στην εν λόγω συζήτηση και κατά της άμεσης δημοκρατίας. Το λυπηρό και αντιδημοκρατικό στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι η αρθρογράφος έχει την εντύπωση ότι είναι ο μοναδικός φορέας της ιστορικής αλήθειας και αποφαίνεται ως απόλυτος ανώτατος κριτής ότι αυτοί που μίλησαν στην πλατεία επέδειξαν «τη φτώχεια της ιστορικής μας συνείδησης και της ιστορικής μας γνώσης».

            Καταρχάς πρέπει να διευκρινισθούν ορισμένα στοιχεία. Οι ομιλίες ήταν κατά κάποιο τρόπο προκαθορισμένες τόσο για το περιεχόμενό τους όσο και για τη διάρκειά τους. Εγώ είχα αναλάβει να μιλήσω για την αθηναϊκή δημοκρατία μέσα σε 13΄ (δεκατρία λεπτά), χρόνος που ίσχυε για όλους τους ομιλητές. Όπως καταλαβαίνει κάθε εχέφρων άνθρωπος, είναι αδύνατον σε αυτό το χρονικό διάστημα να μιλήσεις, όχι για άλλα σημαντικά θέματα, αλλά ούτε καν για τα βασικά της άμεσης αθηναϊκής δημοκρατίας. Οπότε δεν τίθεται θέμα «ύποπτης» αποσιώπησης θεμάτων, όπως αβασάνιστα και επιπόλαια γράφει η αρθρογράφος. Για άλλα ιστορικά παραδείγματα της άμεσης δημοκρατίας (ΗΠΑ, Γαλλία, σοβιέτ κ.λπ.) ας μου επιτραπεί να παραπέμψω στο κείμενό μου «Το τέλος της Αριστεράς» (σε δύο συνέχειες στο περιοδικό «Πολίτες», αρ. 19, Οκτώβριος 2010 και αρ. 20, Νοέμβριος 2010). Συνέχεια ανάγνωσης

Ήρθε η ώρα για έναν τηλεοπτικό σταθμό της Αριστεράς

Standard

του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου

Σοβιετική αφίσα για το βιβλίο, 1925

Τελικά, δεν υπήρξαν μόνον οι «υπόγειες», μυστικές προεκλογικές συνεννοήσεις του Γ. Παπανδρέου με τον περιβόητο Στρως-Καν για την ένταξη της χώρας στο ΔΝΤ. Ο έγκριτος σχολιαστής και ανταποκριτής της Ελευθεροτυπίας στην Ουάσιγκτον Δ.Π. Δήμας αποκάλυψε πρόσφατα ότι οι «φίλοι του κ. Παπανδρέου από το δημοκρατικό κατεστημένο» της αμερικανικής πρωτεύουσας ανέλαβαν να προετοιμάσουν την ελληνική γνώμη, με τις γνωστές αμερικανικές επικοινωνιακές μεθόδους, για την ένταξη της χώρας στο ΔΝΤ και για την επιβολή της σημερινής καταστροφικής πολιτικής. Στόχος αυτής της καμπάνιας, «η έξυπνη προετοιμασία της κοινής γνώμης για την καλύτερη αποδοχή του “μοιραίου” και, υπό μορφή της “εσχάτης ανάγκης”, να καταπιούν όλοι το “χάπι” του ΔΝΤ ως ένα “αναγκαίο κακό”. Επρόκειτο περί μεθοδολογίας βγαλμένης από την Οδό των Διαφημιστών της Μάντισον Άβενιου… Η κατά πολλούς σκόπιμη και πολύμηνη διαπόμπευση της χώρας από τον πρωθυπουργό της, κατά τρόπο που δεν άφηνε ούτε επιεικώς να πει κανείς ότι ίσως επρόκειτο περί εγκληματικής απειρίας, προετοίμασε το έδαφος για όσα έμελλε να ακολουθήσουν». (Ελευθεροτυπία, 2.5.2011.) Είναι πλέον φανερό: επρόκειτο περί σχεδίου, τόσο πριν όσο και αμέσως μετά τις εκλογές, ενός διαρκώς και ασυστόλως ψευδόμενου πρωθυπουργού η πολιτική του οποίου οδηγεί την ελληνική κοινωνία σε ένα εφιαλτικό μέλλον. Συνέχεια ανάγνωσης

«Εγώ δεν έχω θεό, κι έτσι κάθε πρωί καλημερίζω το ορυχείο»

Standard

 ΑΝΤΙΚΛΙΜΑΚΑ

της Ιωάννας Μεϊτάνη

 Τι γίνεται με τη χειρωνακτική εργασία στις μέρες μας; Εξαφανίζεται; Όχι. Γίνεται αόρατη. Την σπρώχνουν όσο μπορούν πιο μακριά από τα κέντρα της οικονομικής εξουσίας, εκεί όπου είναι φτηνά τα εργατικά χέρια. Εκεί όπου οι εργάτες δεν δουλεύουν για να φάνε, αλλά για να μην πεθάνουν. Και δουλεύουν τόσο ώστε άλλη ζωή δεν έχουν. Εκεί όπου οι εργάτες πηγαινοέρχονται κάθε μέρα στην κόλαση. Την κόλαση της χειρωνακτικής εργασίας, όπου ο θάνατος είναι τόσο κοντά που οι άνθρωποι καταφεύγουν στην προσευχή.

Στιγμιότυπο από την ταινία: κινέζοι εργάτες στο χαλυβουργείο του Λιαονίνγκ, από το επεισόδιο «Μέλλον».Το ντοκιμαντέρ Ο θάνατος του εργάτη (Workingmans Death) του αυστριακού σκηνοθέτη Μίχαελ Γκλάβογκερ παρουσιάζει Πέντε εικόνες για την εργασία στον 21ο αιώνα, με μόνα σχόλια τα λόγια των ίδιων των εργατών, την εικόνα τους, το μόχθο για την επιβίωση. Σε έξι επεισόδια της ταινίας ο Γκλάβογκερ ζωγραφίζει με τη φωτιά, τον καπνό, τη σκόνη, τον ήχο του σφυριού και την μπόχα, που σχεδόν φτάνει από την οθόνη στα ρουθούνια μας, την κατάσταση της εργασίας στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό.

Οι Ήρωες βγάζουν με τα χέρια τους άνθρακα από ένα εγκαταλελειμμένο ορυχείο στην Ουκρανία, έρποντας κάθε μέρα μέσα στις στοές, με μόνο σύμμαχο την τύχη. Τα Φαντάσματα κουβαλάνε σε πλεχτά πανέρια στους ώμους τους το θειάφι που μαζεύουν από τις πλαγιές ενός ηφαιστείου στην Ινδονησία. Κάθε φόρτωμα είναι 100 κιλά και πρέπει να μεταφερθεί σε απόσταση τουλάχιστον 10 χιλιομέτρων με τα πόδια. Τα Λιοντάρια σφάζουν, γδέρνουν και καψαλίζουν κατσίκες και αγελάδες σ’ ένα τεράστιο υπαίθριο «σφαγείο», όπου το αίμα με τη λάσπη γίνονται ένα, όπου τα σφαχτάρια ψήνονται σε γούβες με καύσιμα παλιά ελαστικά αυτοκινήτων. Τα Αδέρφια διαλύουν τα πλοία που φτάνουν για απόσυρση στην ακτή του Πακιστάν: κόβουν κάθε μέρα με το φλόγιστρο τα τεράστια κομμάτια λαμαρίνας και στη συνέχεια τα στοιβάζουν στην παραλία. Ανάμεσα στους λόφους από παλιοσίδερα έχουν τις καλύβες τους, ίδιες με κελιά φυλακής.

Τι γυρεύουν άραγε (!) οι πρόσφυγες από αυτές τις χώρες στην Ελλάδα;

«Γεννηθήκαμε μες στα βάσανα γιατί τίποτα σ’ αυτή τη χώρα δεν είναι όπως θα έπρεπε. Προσευχόμαστε στο θεό να κρατήσουν οι κυβερνήτες μας ανοιχτά τα σύνορα για να μπορούμε να πουλάμε τα κρέατά μας», λένε οι νιγηριανοί εκδοροσφαγείς. «Παρακάλεσα τη βρετανική κυβέρνηση να σταματήσει να στέλνει πλοία, για να μπορέσω να γυρίσω κοντά σου, αγαπημένη μου», τραγουδάει με παράπονο ο Πακιστανός που διαλύει τα σιδερένια πλοία. «Μια φορά το χρόνο πρέπει να θάβουμε το κεφάλι μιας κατσίκας μέσα στο θειάφι του ηφαιστείου, ξόρκι για να μην μας συμβεί κανένα ατύχημα», εξηγεί ο ινδονήσιος εργάτης, κίτρινος από τη σκόνη του θειαφιού. «Δεν μπορούμε να συγκριθούμε με τον Σταχάνοφ, εμάς δεν μας παρακινεί κανένας ενθουσιασμός. Ο δικός μας ενθουσιασμός είναι η θέλησή μας να ζήσουμε. Αν δεν δουλέψουμε θα πεθάνουμε από το κρύο», λέει ο ουκρανός ανθρακωρύχος, με την ανάσα του να αχνίζει στα χιόνια στη μπούκα της στοάς. «Τέτοιες φλέβες οι παππούδες μας τις έλεγαν ποντικοπαγίδες». Συνέχεια ανάγνωσης

Το Ποντικάκι της Κατοχής

Standard

αναδημοσίευση από την Η Καθημερινή, 26.6.2011


της Μαριάννας Τζιαντζή

Κάποτε είχα την τύχη να γνωρίσω έναν ταλαντούχο τεχνίτη, παιδί Μικρασιατών προσφύγων, που στα χρόνια της Κατοχής σώθηκε από την πείνα χάρη στην ικανότητά του να «αποξυλώνει» κτίρια, δηλαδή να αφαιρεί ό,τι ξύλινο στοιχείο υπήρχε στο εσωτερικό τους και να το χρησιμοποιεί για καύσιμη ύλη ή να το ανταλλάσσει με λίγα τρόφιμα. Κάτω απ’ τη μύτη των Γερμανών, ο πεινασμένος έφηβος τρύπωνε σε εγκαταλελειμμένα κτίρια, σκαρφάλωνε σε δοκάρια και ξήλωνε πατώματα, ταβάνια, σκάλες, πόρτες, ντουλάπια. «Σαν το ποντικάκι», έλεγε αργότερα, «τα ροκάνιζα όλα».

Ο έφηβος μεγάλωσε κι έγινε περίφημος καλουπιτζής. Μάλιστα, ήταν περήφανος επειδή είχε εργαστεί στο χτίσιμο του τρούλου του Αγίου Παντελεήμονα Αχαρνών — καλούπωμα παραδοσιακό με ξύλα, που απαιτούσε ακρίβεια, δεξιοτεχνία και φαντασία. «Ό,τι βλέπει το μάτι μου, το φτιάχνει το χέρι μου»: έτσι περιέγραφε τον εαυτό του ο Μάκης που στην Κατοχή αφαιρούσε ξύλα, αλλά στα χρόνια της λευτεριάς έφτιαχνε δύσκολους ξυλότυπους.

Σήμερα στην Ελλάδα δεν υπάρχει ιδιαίτερη ζήτηση για σαρακοφαγωμένα ξύλα, όμως πληθαίνουν οι συλλέκτες κοινών μετάλλων. Ο «απομεταλλωτής» είναι ένα σύγχρονο επάγγελμα της κρίσης, της μαύρης οικονομίας. Μες στη νύχτα, οι ερασιτέχνες ανακυκλωτές τριγυρίζουν στην πόλη και είτε σκαλίζουν τους κάδους είτε αδειάζουν το περιεχόμενό τους καταγής. Άλλοι παίρνουν τα αλουμίνια, άλλοι το χαλκό, άλλοι προτιμούν ρούχα ή χαρτόνια. Οι πιο οργανωμένοι κυνηγοί μετάλλου κλέβουν καλώδια του ΟΣΕ, ακόμα και ράγες.

Το Ποντικάκι της Κατοχής δεν ζει πια. Σήμερα το βασίλειο των «ποντικών της νύχτας», που τους λένε scrappers, είναι το Ντιτρόιτ, αφού στην πόλη αυτή υπάρχουν 60.000 εγκαταλελειμμένα κτίρια και πάρα πολλοί άνεργοι. Ένας δημοσιογράφος ενός περιοδικού του Σικάγου πήγε στο Ντιτρόιτ, συνομίλησε με καμιά δεκαριά scrappers και παρακολούθησε έναν από αυτούς, σε ώρα εργασίας, να αφαιρεί μέταλλα από ένα ιστορικό δημοτικό κτίριο, δωρεά του Χένρι και του Έντσελ Φορντ, που επί 32 χρόνια στέγαζε τη Συμφωνική Ορχήστρα της πόλης και τώρα προορίζεται για κατεδάφιση. Τα σύνεργα του scrapper είναι ένα κατσαβίδι, ένα πριόνι, ένας φακός. Τα μέταλλα πωλούνται σε μάντρες, όπου κανείς δεν ρωτάει πολλά, και τα περισσότερα εξάγονται στην Κίνα. Θύματα των scrappers είναι και οι εγκαταλελειμμένες κατοικίες. Αν μια μονοκατοικία αδειάσει, μέσα σε δύο εβδομάδες τα μεταλλικά σπλάχνα της θα έχουν ξεριζωθεί: πόμολα, κάγκελα, σωλήνες, βρύσες, κλειδαριές. Οι scrappers ξέρουν ότι αυτό που κάνουν είναι παράνομο, αλλά δικαιολογούνται λέγοντας ότι υπάρχουν και άλλες δουλειές του δρόμου ακόμα πιο παράνομες.

Πασίγνωστο ήταν κάποτε το Πώς δενότανε τ’ ατσάλι, το πρώτο και μοναδικό μυθιστόρημα του Νικολάι Οστρόφσκι, ενός Ρώσου συγγραφέα της σταλινικής περιόδου που πέθανε το 1936, σε ηλικία 32 ετών. Σήμερα, στην εποχή της παγκόσμιας αποσυναρμολόγησης, πληθαίνουν οι προλετάριοι, γηγενείς και μετανάστες, αλλά κλείνουν τα εργοστάσια, ενώ κανείς υπαρκτός ή ανύπαρκτος σοσιαλισμός δεν τους γυρεύει να εργαστούν ηρωικά για την οικοδόμησή του. Είναι οι υπεράριθμοι, οι περιττοί άνθρωποι που το μειονέκτημά τους είναι η ίδια η ύπαρξή τους. Δεν τους θέλει το «εδώ», αλλά ούτε υπάρχει κάποιο «εκεί» να τους δεχτεί. Άνεργοι χωρίς ελπίδα απασχόλησης, φτωχοδιάβολοι της πόλης, μαθαίνουν στην πράξη πώς διαλύεται το ατσάλι, όμως το δικό τους αστικό μυθιστόρημα δεν έχει ακόμη γραφτεί.

Κάτι πρόλαβε να χτίσει ο Μάκης, το λιανό και πολυμήχανο Ποντικάκι της Κατοχής. Όμως, τα δισέγγονά του είναι παγιδευμένα σε μια φάκα χωρίς έξοδο κινδύνου… και χωρίς τυρί.