Οικονομική πολιτική της κυβέρνησης: το λάθος είναι… το σωστό

Standard

 Η γερμανική οικονομία, οι ευρωπαϊκές εξελίξεις και η Ελλάδα

Γιατί οι λόγοι της αντίθεσής μας στις ιδιωτικοποιήσεις δεν (πρέπει να) είναι μόνο ιδεολογικοί 

  του Χρήστου Χατζηιωσήφ

Μαξ Ερνστ, «Η Παναγία μπατσίζει τον Χριστό», 1926

Μαξ Ερνστ, «Η Παναγία μπατσίζει τον Χριστό», 1926

Η γερμανική οικονομία εμφανίζεται σήμερα σαν το επιτυχημένο παράδειγμα προς μίμηση. Το 40% του ΑΕΠ κατευθύνεται στις εξαγωγές, η Γερμανία είναι η τρίτη εμπορική δύναμη στον κόσμο μετά την Κίνα και τις ΗΠΑ, το εμπορικό πλεόνασμα ξεπερνά τα 188 δισ. το 2012, ίσο σχεδόν με εκείνο της Κίνας. Με τα πλεονάσματα αυτά η γερμανική κυβέρνηση χρηματοδοτεί, ή υπόσχεται να χρηματοδοτήσει, τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές, επιβάλλοντας τους όρους της. Η βάση όμως της πολιτικής ισχύος της Γερμανίας, οι εξαγωγές, ενέχει τα σπέρματα της αναίρεσής της και η σημερινή ριψοκίνδυνη και επιθετική πολιτική έχει στόχο να μη γίνουν οι κίνδυνοι πραγματικότητα. Ο πρώτος κίνδυνος προέρχεται από την ανατροπή της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας. Για να προστατευθούν από αυτόν, οι ιθύνοντες δεν ακολουθούν μια απλή εξαγωγική πολιτική, αλλά εδώ και δεκαετίες προωθούν την παραγωγική ενσωμάτωση των γερμανικών βιομηχανιών μέσω άμεσων επενδύσεων στις κυριότερες ξένες αγορές τους ανά την υφήλιο (ΗΠΑ, Μεξικό, Κίνα, Βραζιλία). Το πεδίο αναφοράς της γερμανικής οικονομικής πολιτικής έχει παύσει να είναι ευρωπαϊκό· είναι παγκόσμιο. Το 2012 η Ε.Ε. απορρόφησε 37% των γερμανικών εξαγωγών, έναντι 46% το 1999.

Δύναμη και αδυναμίες της γερμανικής οικονομίας

Ένας άλλος εξωτερικός κίνδυνος είναι ότι η Γερμανία αδυνατεί να ελέγξει τη διεθνή κίνηση κεφαλαίων. Οι μεγάλες ζημιές που υπέστησαν οι γερμανικές τράπεζες στις επενδύσεις τους στην αμερικανική αγορά παραγώγων το 2008 δείχνει ότι τα αμερικανικά hedge funds έχουν τη δυνατότητα να εκμηδενίσουν τη γερμανική αποταμίευση. Τον κίνδυνο αυτόν προσπαθεί να τον αποτρέψει η γερμανική πολιτική διαμορφώνοντας έναν ελεγχόμενο ευρωπαϊκό τραπεζικό χώρο. Από αυτόν η Γερμανία θα αντλεί αποταμιεύσεις, αντισταθμίζοντας τις πρόσφατες απώλειες των τραπεζών της και θα χρηματοδοτεί χαμηλότοκα τις βιομηχανικές της επενδύσεις, μειώνοντας προοπτικά την έκθεσή της στα αγγλοσαξονικά κερδοσκοπικά κεφάλαια. Ο κύριος εσωτερικός παράγοντας που θα υπονόμευε τις εξαγωγικές επιδόσεις είναι η άνοδος του κόστους της εργασίας. Χάρη σε ένα μοναδικό στην Ευρώπη κορπορατιστικό σύστημα και την απορρόφηση της Ανατολικής Γερμανίας, το κόστος της εργασίας συγκρατήθηκε επί μακρόν σε χαμηλά επίπεδα. Σήμερα, πάνω από 7 εκατομμύρια γερμανοί εργαζόμενοι αμείβονται με λιγότερο από χίλια ευρώ τον μήνα, ενώ το επίπεδο των συντάξεων προβλέπεται να πέσει το 2020 στο 40% του τελευταίου μισθού. Για πρώτη φορά μεταπολεμικά υπάρχουν στη Γερμανία μισθωτοί που δεν μπορούν να ζήσουν με την αμοιβή της εργασίας τους. Η γερμανική κυβέρνηση προσπαθεί να συγκαλύψει αυτή την κατάσταση, που έχει αρχίσει να δημιουργεί αντιδράσεις στο εσωτερικό. Καθυστέρησε τη δημοσίευση της έκθεσης για τη φτώχεια του Υπουργείου Εργασίας, την οποία και λογόκρινε. Πιέζει επίσης τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες να μειώσουν τους μισθούς, όχι για να γίνουν ανταγωνιστικές, αλλά για να αποτρέψει τη μετάδοση των μισθολογικών αυξήσεων στη Γερμανία. Ταυτόχρονα, η δημοσίευση σειράς στατιστικών μελετών που εμφανίζουν τους Νοτιοευρωπαίους πλουσιότερους από τους Γερμανούς έχει στόχο να αποπροσανατολίσει την εσωτερική συζήτηση, καθώς το SPD υιοθέτησε ως κεντρικό προεκλογικό του σύνθημα το «περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη», ενώ έχει ανέβει η απεργιακή διάθεση των συνδικάτων.

Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ, «Μαρτσέλα», 1909-1910

Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ, «Μαρτσέλα», 1909-1910

Η επιτυχία στην αποτροπή του κινδύνου της αύξησης του κόστους της εργασίας, σε συνδυασμό με πολιτισμικούς παράγοντες, έχει οδηγήσει σε δραματική μείωση των γεννήσεων, τη μεγαλύτερη μακροπρόθεσμα απειλή για την επιβίωση του γερμανικού οικονομικού μοντέλου. Έκθεση του ΟΟΣΑ υπολογίζει ότι χωρίς την είσοδο μεταναστών το 2050 ο ενεργός πληθυσμός θα πέσει από 44 εκατομμύρια σήμερα σε 28. Μόνο αν η καθαρή μετανάστευση προς τη Γερμανία ξεπερνά τις 400.000 τον χρόνο θα μπορέσει η γερμανική οικονομία να διατηρήσει την παραγωγική της ικανότητα. Κατά τους εννέα πρώτους μήνες, Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία έστειλαν στη Γερμανία 95.000 μετανάστες, στην πλειονότητα υψηλού μορφωτικού επιπέδου. «Οι νέοι Γκασταρμπάιτερ. Η ελίτ των νέων της Ευρώπης για τη γερμανική οικονομία», έγραφε το εξώφυλλο του Der Spiegel στις 25 Φεβρουαρίου. Θριαμβευτικός τόνος, που θύμιζε προπαγανδιστικά δημοσιεύματα της πολεμικής περιόδου για το Reichseinsatz, την αναγκαστική στράτευση των ευρωπαίων εργατών στη γερμανική πολεμική παραγωγή. Δεν εκπλήσσει λοιπόν ότι από την πρώτη στιγμή η γερμανική κυβέρνηση έσπευσε να επωφεληθεί από την κρίση στις χώρες του Νότου για να αποσπάσει εργατικό δυναμικό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο προσωπικός απεσταλμένος της καγκελαρίου Μέρκελ στην Ελλάδα είναι ο υφυπουργός Εργασίας.

Με μία φράση, η γερμανική οικονομία είναι αρκετά ισχυρή, ώστε οι κυβερνώντες να πειθαναγκάζουν τις ηγεσίες των άλλων ευρωπαϊκών χωρών να εφαρμόζουν μια πολιτική που απομυζά προς όφελός της τις δυνάμεις των δικών τους οικονομιών, αλλά δεν διαθέτει την κρίσιμη μάζα που θα της επέτρεπε να παρασύρει στην ανάπτυξη το σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας, ασκώντας μια πραγματική ηγεμονία. Οι γερμανοί πολιτικοί όλων των εκπροσωπούμενων στην Μπούντεσταγκ κομμάτων, οι επιχειρηματίες και τα συνδικάτα έχουν συνείδηση το πόσο εύθραυστη είναι η σημερινή εξαγωγική τους αιθρία, αλλά ακριβώς η συναίσθηση της αδυναμίας του συστήματος τους καθιστά ανασφαλείς και τους αποτρέπει να ριψοκινδυνέψουν μια ριζική αναθεώρηση της ακολουθούμενης πολιτικής. Μόνο μια βαθιά και μεγάλης διάρκειας ύφεση στην Κίνα θα μπορούσε να οδηγήσει τους γερμανούς ιθύνοντες, για το δικό τους συμφέρον, να υιοθετήσουν μια πιο αλληλέγγυα ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική. Το αίτημα για«περισσότερη Ευρώπη», που προβάλλεται σαν η λύση από ορισμένες πολιτικές δυνάμεις στις χώρες που πλήττει η κρίση, δεν μπορεί να αποτελέσει λύση: με τον σημερινό συσχετισμό ισχύος, θα οδηγούσε στη θεσμική επικύρωση της πολιτικής που έχει επιβάλει η Γερμανία. Η θεσμική κατοχύρωση αυτής της πολιτικής έχει ήδη συντελεσθεί σε μεγάλο βαθμό με την υιοθέτηση από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις του –γερμανικής έμπνευσης– δημοσιονομικού συμφώνου και των παραρτημάτων του. Είναι αυτό ακριβώς το σύμφωνο που χαράσσει τα στενά όρια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί η χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, την οποία διεκδικούν σήμερα η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία, αλλά πλέον και η «βόρεια» Ολλανδία.

 Το αίτημα χαλάρωσης της λιτότητας

 Το γεγονός ότι, παρά την πρόσφατη θέσπιση του fiscal compact, κυβερνήσεις από περισσότερες χώρες, οι οποίες στηρίζονται από διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις, συγκλίνουν στο αίτημα της χαλάρωσης της λεγόμενης πολιτικής της λιτότητας είναι η συνέπεια της κοινωνικής πίεσης που τους ασκείται. Η επιδείνωση της ύφεσης και η συνακόλουθη έκρηξη της ανεργίας, ο πολλαπλασιασμός των εξώσεων όσων δεν μπορούν πλέον να πληρώνουν τις δόσεις του δανείου ή το νοίκι τους, ο υποσιτισμός των νέων φτωχών, οι καθημερινές αυτοκτονίες πολλών που αισθάνονται ότι βρίσκονται σε αδιέξοδο έχουν καταστήσει ηθικά απαράδεκτες τις πολιτικές της λιτότητας. Ταυτόχρονα, υπονομεύεται και η επιστημονική τους θεμελίωση. Η αρχή έγινε με την έκθεση του αρχιοικονομολόγου του ΔΝΤ Ο. Μπλανσάρ για τον λανθασμένο πολλαπλασιαστή και η κατάληξη ήταν, σε διάστημα λίγων μηνών, η πλήρης γελοιοποίησή τους με την επισήμανση, από μεταπτυχιακό φοιτητή στη Βοστώνη, των στατιστικών λαθροχειριών στη μελέτη των Ρόγκοφ και Ράινχαρτ, την οποία επικαλούνταν όσοι υποστηρίζουν την πολιτική της λιτότητας.

***

Η κυβερνητική πολιτική στην Ελλάδα έχει παραμείνει αδιάβροχη και στις δύο αυτές ευρωπαϊκές κινήσεις. Βέβαια, το δημοσιονομικό σύμφωνο αποκλείει από οιανδήποτε δημοσιονομική χαλάρωση αποφασισθεί κράτη που έχουν ενταχθεί σε πρόγραμμα στήριξης. Αλλά ακόμα και αν λάβει κανένας υπόψη του αυτό το στοιχείο, είναι δύσκολα κατανοητή η θέση του υπουργού Οικονομικών ότι η επιμονή στο λάθος θα έχει θετικά αποτελέσματα, «διότι, ακριβώς επειδή τα μέτρα πλεονάζουν, ενισχύεται η δυνατότητα να επιτύχουμε από φέτος πλεόνασμα […], διότι σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχει ρητή δέσμευση νέας μείωσης του χρέους» (Η Καθημερινή, 3.2.2013). Λίγες μέρες αργότερα, ο Γ. Στουρνάρας, σε συνέντευξή του στο πρακτορείο Μπλούμπεργκ, επανέφερε στους υπολογισμούς του τον ενοχλητικό πολλαπλασιαστή που μόλις είχε καταργήσει: «Όπως γνωρίζετε, υπάρχει παραδοχή από το ΔΝΤ ότι τα μέτρα που ελήφθησαν ήταν υπερβολικά με δεδομένο το στόχο. Πρέπει να πάρουμε ένα μάθημα από αυτό. Δεν νομίζω ότι περαιτέρω λιτότητα είναι η λύση στο πρόβλημα». Η επαναφορά του πολλαπλασιαστή ίσως να σχετίζεται με την συνειδητοποίηση από τον υπουργό ότι η νέα μείωση του χρέους δεν θα γίνει αυτόματα, αλλά θα χρειασθεί νέα διαπραγμάτευση (Ναυτεμπορική, 20.4.2013). Είναι ίσως αναπόφευκτο, όταν επικρατεί τόση σύγχυση στους ειδικούς, οι οικονομολογούντες δημοσιογράφοι που υποστηρίζουν τη σημερινή πολιτική να οραματίζονται μια «νέα οικονομική θεωρία».

Εν αναμονή της νέας οικονομικής θεωρίας, η πράξη της σημερινής κυβέρνησης εμπνέεται από συνταγές του παρελθόντος το οποίο θεωρητικά αποκηρύσσει: πελατειακοί διορισμοί, δημόσια έργα, τουρισμός. Η διαμάχη γύρω από τη θέση του προέδρου του ΟΑΕΔ αποκαλύπτει τη σημασία που αποδίδουν οι κυβερνητικοί εταίροι σε μαζικούς διορισμούς με χαλαρές διαδικασίες. Για άλλη μια φορά, ο ευρωπαϊκός εκσυγχρονισμός σπεύδει σε βοήθεια των πελατειακών μηχανισμών. Ακόμα και η αμφισβητούμενης συνταγματικότητας καρατόμηση χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων δεν κρύβεται ότι θα οδηγήσει σε νέους διορισμούς υπαλλήλων με ανώτερα, υποτίθεται, προσόντα. «1.800 νέοι διορισμοί» ανήγγειλε θριαμβευτικά με πηχιαίους τίτλους το Έθνος την ημέρα της επετείου της δικτατορίας. Στον τομέα των δημόσιων έργων, η παρουσία του πρωθυπουργού με τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ στα εργοτάξια των αυτοκινητοδρόμων της Πελοποννήσου θύμισε άλλες εποχές, καθώς για τις εντυπώσεις κινητοποιήθηκαν με το αζημίωτο άνθρωποι και μηχανήματα των εθνικών εργολάβων. Τα επιπλέον δεκάδες εκατομμύρια που τους καταβλήθηκαν, πέραν των ήδη συμφωνηθεισών αλλά εκκρεμουσών «αποζημιώσεων», θεωρήθηκαν απαραίτητα «καθώς είναι ηλίου φαεινότερον ότι η κυβέρνηση θέλει εργοτάξια σε κινητικότητα δίπλα στις εθνικές οδούς κατά την έξοδο των εκδρομέων του Πάσχα» (Η Καθημερινή, 20 και 26.4.2013). Ο τουρισμός, τέλος, εξακολουθεί να παρουσιάζεται σαν πανάκεια και οι φιλικές προς την κυβέρνηση εφημερίδες βομβαρδίζουν τους αναγνώστες με αισιόδοξες προβλέψεις, ανάλογες με αυτές που γίνονταν πέρυσι την ίδια εποχή και δεν επαληθεύθηκαν. Σε κάθε περίπτωση, η αποκαλούμενη «βαριά βιομηχανία» δεν θα πάψει να αποτελεί κατανάλωση, και το τουριστικό συνάλλαγμα θα πρέπει να αντιστοιχισθεί με τις εκροές για την εισαγωγή των προϊόντων που καταναλώνουν οι τουρίστες.

 Το οικονομικό και ιδεολογικό βάρος των ιδιωτικοποιήσεων

 Το νεωτερικό στοιχείο στην κυβερνητική πολιτική αποτελούν οι ιδιωτικοποιήσεις. Οι ιδιωτικοποιήσεις μεγάλων δημόσιων επιχειρήσεων και τραπεζών αποτελούσαν εξαρχής δηλωμένο στόχο των ευρωπαίων δανειστών: ήταν η κύρια «μεταρρύθμιση» που απαιτούσαν ήδη το 2010. Με τον δανεισμό του υπερχρεωμένου ελληνικού δημοσίου το 2010, η δημόσια περιουσία κατέστη de facto ενέχυρο στα χέρια των πιστωτών. Με τις επόμενες δανειακές συμβάσεις η ενεχυρίαση νομιμοποιήθηκε σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, και με το PSI στο ενέχυρο προστέθηκαν οι ελληνικές τράπεζες. Παράλληλα με τη μεγάλη οικονομική τους σημασία, οι ιδιωτικοποιήσεις έχουν και μεγάλο ιδεολογικό βάρος. Αποτελούν κεντρικό στοιχείο του λόγου περί μικρότερου κράτους στο εσωτερικό και το εξωτερικό.

Η καθημερινή προπαγάνδα υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων μπορεί να εγκλωβίσει την κριτική αντιμετώπισή τους στο επίπεδο της ιδεολογίας, με κίνδυνο να χαθούν οι ουσιαστικές διαστάσεις της όλης υπόθεσης. Το να αντιτάσσει κανένας την ηθική υπεροχή του δημόσιου απέναντι στο ιδιωτικό είναι ορθό, αλλά ατελέσφορο. Οι πολίτες που πιέζονται από την ανεργία και τη φορολογία, στην απελπισία τους θα θυσιάσουν τον δημόσιο τομέα, αν υπάρχει και η παραμικρή έστω πιθανότητα αυτό να ανακουφίσει την κατάστασή τους, κι ας πιστεύουν στην ηθικοπολιτική υπεροχή του. Επιπλέον, η συνεχής προπαγάνδα έχει ως αποτέλεσμα πολλοί να αποδέχονται σαν δεδομένη τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα του ιδιωτικού τομέα, χωρίς να πολυεξετάζουν τα πράγματα. Άρα, θα ήταν σκόπιμο να εξετασθεί η αποτελεσματικότητα των ιδιωτικοποιήσεων ως προς τους στόχους της δημόσιας πολιτικής αφενός και ως προς τα ατομικά συμφέροντα των πολιτών αφετέρου.

Η κυβέρνηση εκτιμά ότι μέχρι το 2020 μπορεί να έχει έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις 20 δισ. Το ποσό αντιπροσωπεύει περίπου το 2% του δημόσιου χρέους, δηλαδή δεν θα βελτιώσει ουσιαστικά το δημοσιονομικό πρόβλημα. Ας σημειωθεί ότι το 2010, οπότε η δημόσια περιουσία υπολογιζόταν σε 50 δισεκατομμύρια, το ποσό αυτό αντιπροσώπευε το 20% περίπου του τότε δημόσιου χρέους, εξέλιξη που δείχνει τα καταστροφικά αποτελέσματα της πολιτικής που ακολουθήθηκε. Ίσως γι’ αυτό η κυβέρνηση τονίζει ότι, εκτός από το τίμημα, αναμένει και άλλα 25 δισ. σε δευτερογενείς επενδύσεις, που θα τονώσουν την πολυπόθητη παραγωγική ανάκαμψη. Ακόμα και αν αντισταθεί κανείς στον πειρασμό να απορρίψει τον υπολογισμό καθώς προέρχεται από την ίδια πηγή (Γ. Στουρνάρας) που εκτιμούσε σε 14-17% την αύξηση του ΑΕΠ από το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει ότι 25 δισ. σε οκτώ χρόνια αντιστοιχούν ετησίως σε λιγότερο από το μισό των κουτσουρεμένων, ελέω Μνημονίου, δημοσίων επενδύσεων του 2013. Κατά συνέπεια, οι ιδιωτικοποιήσεις δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το κεντρικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας: την παραγωγική της υστέρηση και το μόνιμο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου.

 Γιατί οι ιδιωτικοποιήσεις θα επιδεινώσουν το πρόβλημα

 Αντίθετα, υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα επιδεινώσουν το πρόβλημα, για τον πρόσθετο λόγο ότι θα λειτουργήσουν στην Ελλάδα διαφορετικά από τον τρόπο που λειτούργησαν στις ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες. Εκεί η εκποίηση δημόσιων επιχειρήσεων είχε στόχο να αυξήσει το ποσοστό κέρδους του ιδιωτικού τομέα και να τονώσει έμμεσα την οικονομία με την επανεπένδυση των κερδών. Γι’ αυτό και οι δημόσιες επιχειρήσεις εκποιήθηκαν κατά κανόνα κάτω από τη λογιστική τους αξία, ώστε να εξασφαλισθεί η γρήγορη πραγματοποίηση υπεραξιών από τον ιδιωτικό τομέα. Δεν έχει λοιπόν μεγάλο νόημα η επισήμανση, χωριστά σε κάθε ιδιωτικοποίηση, ότι το τίμημα είναι χαμηλό, αφού η υποεκτίμηση της δημόσιας περιουσίας αποτελεί λογική προϋπόθεση κάθε ιδιωτικοποίησης. Το πραγματικό ζήτημα έγκειται στο ότι το ελληνικό κεφάλαιο θα συμμετάσχει σε αυτή την πανδαισία σαν το κολλητήρι του Καραγκιόζη, όπως φάνηκε ήδη από την ιδιωτικοποίηση του ΟΠΑΠ. Αυτό αποτελεί πρόβλημα όχι ως προς τον εθνικό ή μη χαρακτήρα του καπιταλισμού στην Ελλάδα, αλλά ως προς την επίτευξη του κύριου στόχου της ανάταξης του ισοζυγίου πληρωμών. Οι ξένοι κεφαλαιούχοι θα θέλουν να εξάγουν όχι μόνο τα κέρδη από την επένδυσή τους, αλλά και το κεφάλαιο που διέθεσαν. Η πίεση για το τελευταίο θα είναι τόσο μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό του τιμήματος που οι αγοραστές εξασφάλισαν με δανεισμό, ο οποίος θα μετακυλισθεί στην ιδιωτικοποιημένη επιχείρηση, ώστε να μπορεί εύκολα να ανακτηθεί μέσα σε διάστημα συνήθως τριών με πέντε ετών.

Σε ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις που έχουν μεγάλο παραγωγικό εξοπλισμό και ανάλωση ημιέτοιμων προϊόντων (ΔΕΗ, ΔΕΠΑ, Λάρυμνα, ΕΥΔΑΠ κ.ά.), η προμήθεια αυτών των ειδών θα κατευθυνθεί σε θυγατρικές ή φιλικές προς τον αγοραστή εταιρείες, σε διογκωμένες συχνά τιμές, ώστε μέσω των λογιστικών συστημάτων του Ομίλου να εμφανίζονται τα κέρδη στο επιθυμητό ύψος. Οι έλληνες πολίτες θα ζημιωθούν, επίσης, ως καταναλωτές και παραγωγοί. Για παράδειγμα, η τιμή μονάδας για μια μέση κατανάλωση νερού στην Αθήνα αντιστοιχεί στο 20% των ποσών με τα οποία χρεώνουν τους καταναλωτές τους οι γαλλικές εταιρίες που ορέγονται την ΕΥΔΑΠ. Παρά τις αυξήσεις των τελευταίων ετών στα τιμολόγια της ΔΕΗ, είναι βέβαιο ότι θα αυξηθεί η τιμή του ρεύματος από τις διάδοχές της εταιρείες.

Δυστυχώς, δεν είναι βέβαιο ότι οι ξένοι επενδυτές θα ενδιαφερθούν για την αναβάθμιση των προσφερομένων υπηρεσιών, εφόσον αυτό που προέχει είναι το άμεσο κέρδος των ξένων μετόχων τους. Στην Ελλάδα υπάρχει το ιστορικό προηγούμενο εταιριών όπως η Πάουερ στον ηλεκτρισμό, που δεν αναβάθμισαν τις υπηρεσίες τους. Πιο κοντά μας, έχουμε το παράδειγμα του λεγόμενου στρατηγικού επενδυτή του ΟΤΕ, της Deutsche Telekom, που συστηματικά εκποίησε τις θυγατρικές του ΟΤΕ στο εξωτερικό (Αρμενία, Σερβία, Βουλγαρία) και τον δορυφόρο Hellas Sat, αντί να τις εξορθολογίσει, μετατρέποντας έτσι έναν υπό διαμόρφωση διεθνή παίκτη στις τηλεπικοινωνίες σε επαρχιακό υποκατάστημα της γερμανικής μητρικής.

Η κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, το μεγαλύτερο τμήμα των εσόδων από τις ιδιωτικοποιήσεις αναμένεται να προέλθει από την εκποίηση της ακίνητης περιουσίας. Ούτε η ολοκλήρωση αυτών των ενεργειών πρόκειται να λύσει το κεντρικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, καθώς δεν συνεπάγεται καμιά αλλαγή στο παραγωγικό μοντέλο. Απλώς, εκτός από την εκποίηση της γης των ιδιωτών που είχαμε ως σήμερα, θα έχουμε και την εκποίηση της κρατικής. Στις περιπτώσεις μάλιστα πώλησης και ενοικίασης των πωληθέντων ακινήτων από το δημόσιο (sell and lease back), θα έχουμε άμεση επιδείνωση του πρωτογενούς ελλείμματος του προϋπολογισμού. Όλες οι ενδείξεις λοιπόν συνηγορούν ότι η ακολουθούμενη πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων θα επιδεινώσει και δεν θα λύσει κανένα από τα προβλήματα που ισχυρίζεται ότι θα θεραπεύσει. Η επισήμανση αυτή κάνει επιτακτική μια διαφορετική συνολική αντιμετώπιση της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων και της όλης οικονομικής πολιτικής. Γιατί δεν μπορούμε να εξετάσουμε τις προοπτικές των ΔΕΚΟ και των κρατικών βιομηχανιών χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τη μισθολογική πολιτική και το τραπεζικό σύστημα, και αυτά χωρίς τη φορολογική πολιτική. Δεν μπορούμε να εξετάσουμε την παραγωγική δομή της ελληνικής οικονομίας, μεταποίησης και γεωργίας, χωρίς να προσπαθήσουμε να εντάξουμε σε αυτήν τη μαζική κατανάλωση του τουριστικού τομέα. Θα πρέπει απαραίτητα επίσης να διευκρινισθεί ο οικονομικός και κοινωνικός ρόλος της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας στη χώρα. Δεν μπορεί, τέλος, να λείπει από μια συνολική θεώρηση ο τομέας της ναυτιλίας.

Εκ των υστέρων σχέδια

 Η κυβέρνηση φαίνεται να προχωρά στην πολιτική της χωρίς σχέδιο. «Το δεκαετές σχέδιο ανάπτυξης που θα αλλάξει τα δεδομένα», που εξήγγειλε κάποτε ο υπουργός Οικονομικών (Ναυτεμπορική, 17.12.2012), θα εκπονηθεί προφανώς εκ των υστέρων. Οι ιδιωτικοποιήσεις, καθώς αφορούν πολλούς σημαντικούς τομείς της εθνικής οικονομίας και όλη τη δημόσια περιουσία, μπορούν να αποτελέσουν το βασικό αντικείμενο μιας γενικότερης συζήτησης περί στόχων και μέσων, συζήτησης που θα αναδείκνυε καλύτερα τις προγραμματικές διαφορές και συγκλίσεις των πολιτικών δυνάμεων, και η οποία θα επέτρεπε τη δημόσια παρέμβαση επιστημόνων από πολλές ειδικότητες — και ενδεχομένως τη συσπείρωση γύρω από συγκεκριμένα και επαρκώς τεκμηριωμένα προγράμματα ευρύτερων κοινωνικών ομάδων.

Σε πολλούς δημόσιους χώρους υπάρχουν σήμερα προβληματισμοί προς την κατεύθυνση ενός νέου οικονομικού μοντέλου. Αυτοί δεν θα ωριμάσουν από μόνοι τους ούτε τα επιμέρους σχέδια θα συναρθρωθούν αυτόματα σε κάτι γενικότερο. Χρειάζεται το πολιτικό υποκείμενο το οποίο, σεβόμενο την αυτονομία τους, θα επιχειρήσει τη σύνθεση με γνώμονα το συμφέρον των πολλών. Με αυτό το κριτήριο θα κριθεί ποια οικονομική και νομισματική ένωση μας ταιριάζει, και όχι με ιδεολογήματα. Το αποτέλεσμα δεν θα είναι τέλειο, αλλά υπαρκτό· πάνω σε αυτό θα γίνεται πλέον η συζήτηση, σε αυτό θα αναφέρονται οι αντιδράσεις. Πάνω σε αυτό θα θεμελιώνονται οι ελπίδες, με αυτό θα διαλύεται η απελπισία που δημιουργεί η αντίφαση της βιούμενης πραγματικότητας με τις επίσημες διακηρύξεις, και η οποία οδηγεί στον εναγκαλισμό του ανορθολογισμού. Θα εξασφαλισθεί έτσι η ελάχιστη απαραίτητη κοινωνική συναίνεση, σε αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση όπου τα πάντα επιχειρείται να αναμορφωθούν ερήμην και εναντίον των πολιτών. Θα αποδεικνυόταν ότι η κοινωνία στην Ελλάδα μπορεί να λειτουργήσει όχι μόνο δημοκρατικά, αλλά και ορθολογικά, δηλαδή να επιβιώσει με τη δική της προσωπικότητα.

Ο Χρήστος Χατζηιωσήφ διδάσκει σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

4 σκέψεις σχετικά με το “Οικονομική πολιτική της κυβέρνησης: το λάθος είναι… το σωστό

  1. Πίνγκμπακ: Wirtschaft / Οικονομία / Εconomy | syrizaberlin

  2. Ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ δεν θέλει να «χαϊδέψει» τα αυτιά των Ελλήνων. Αντιθέτως έχει κατηγορήσει πολλές φορές την Ελλάδα για υπερβολική ή εθνικιστική αντίδραση απέναντι στην Τουρκία. Η αλήθεια είναι ωστόσο, επισημαίνουμε στον επικεφαλής των Ευρωπαίων Πρασίνων, ότι οι Έλληνες αισθάνονται να απειλούνται από την Τουρκία.

  3. Πίνγκμπακ: Χρήστος Χατζηιωσήφ: Η γερμανική οικονομία, οι ευρωπαϊκές εξελίξεις και η Ελλάδα | contramee

  4. Reblogged this on openpoliticsgr and commented:
    Σε πολλούς δημόσιους χώρους υπάρχουν σήμερα προβληματισμοί προς την κατεύθυνση ενός νέου οικονομικού μοντέλου. Αυτοί δεν θα ωριμάσουν από μόνοι τους ούτε τα επιμέρους σχέδια θα συναρθρωθούν αυτόματα σε κάτι γενικότερο. Χρειάζεται το πολιτικό υποκείμενο το οποίο, σεβόμενο την αυτονομία τους, θα επιχειρήσει τη σύνθεση με γνώμονα το συμφέρον των πολλών. Με αυτό το κριτήριο θα κριθεί ποια οικονομική και νομισματική ένωση μας ταιριάζει, και όχι με ιδεολογήματα. Το αποτέλεσμα δεν θα είναι τέλειο, αλλά υπαρκτό· πάνω σε αυτό θα γίνεται πλέον η συζήτηση, σε αυτό θα αναφέρονται οι αντιδράσεις. Πάνω σε αυτό θα θεμελιώνονται οι ελπίδες, με αυτό θα διαλύεται η απελπισία που δημιουργεί η αντίφαση της βιούμενης πραγματικότητας με τις επίσημες διακηρύξεις, και η οποία οδηγεί στον εναγκαλισμό του ανορθολογισμού. Θα εξασφαλισθεί έτσι η ελάχιστη απαραίτητη κοινωνική συναίνεση, σε αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση όπου τα πάντα επιχειρείται να αναμορφωθούν ερήμην και εναντίον των πολιτών. Θα αποδεικνυόταν ότι η κοινωνία στην Ελλάδα μπορεί να λειτουργήσει όχι μόνο δημοκρατικά, αλλά και ορθολογικά, δηλαδή να επιβιώσει με τη δική της προσωπικότητα.

Σχολιάστε