του Νικόλα Σεβαστάκη
To καλοκαίρι του 2004, το μεγάλο γεγονός των Ολυμπιακών Αγώνων επιλέχτηκε ως σύμβολο της δημοκρατίας του επιτεύγματος, ως ενσάρκωση της ιδέας της ισχυρής Ελλάδας. Την περίοδο εκείνη, ένα σημαντικό τμήμα των ελίτ έσπευδε να χαιρετήσει την «ωρίμανση» του έλληνα πολίτη, τη συμφιλίωση ανάμεσα στις εμπειρίες της υλικής ευημερίας και σε μια νέα αίσθηση ευθύνης η οποία, λεγόταν, κλείνει τους λογαριασμούς με την κουλτούρα των διχασμών και των «παράλογων» φόβων. Το καλοκαίρι του 2004 ήταν, θα μπορούσε να πει κανείς, η υλική και πολιτιστική προέκταση της φασματικής ύπαρξης του λεγόμενου μεσαίου χώρου. Και συγχρόνως συμπύκνωνε τους κοινούς τόπους του εκσυγχρονιστικού «νέου πατριωτισμού».
Το καλοκαίρι του 2011, η επίκληση της συναίνεσης έχει αλλάξει τελείως πρόσημο και χαρακτήρα. Ό, τι έχει απομείνει από το μπλοκ της ορθοφροσύνης του 2004 ανακαλύπτει τώρα το μεγάλο κακό: ότι ο πολίτης δεν έχει ωριμάσει, ότι ο διεκδικητικός «παιδισμός» δεν έχει κατανικηθεί, ότι, κοντολογίς, ο λαός παραμένει ανεπίτρεπτα λαϊκιστής. Η παλιά σύνθεση δημοκρατικού ηδονισμού και εκσυγχρονισμού μοιάζει πλέον με ένα πολύ μακρινό παρελθόν. Η (ψευδής) θετικότητα, μαραζωμένη ήδη εδώ και χρόνια, καταπλακώθηκε απότομα από την επίγνωση της αμαρτίας, της πτώσης και της ανάγκης για εξιλέωση. Για αυτό και οι νέοι τόνοι της ορθοφροσύνης δεν περιγράφουν κάποια χώρα μεταλλίων αλλά έναν τόπο μαρτυρίου. Από την Ελλάδα μεγάλο θεματικό πάρκο περάσαμε στην Ελλάδα σωφρονιστική αποικία. Από τις ρητορικές της αυτοπεποίθησης φτάσαμε σε έναν, σχεδόν σαδιστικό, στιγματισμό του Έλληνα ως ανερμάτιστου απατεωνίσκου. Συνέχεια ανάγνωσης