Δυο καλοκαίρια: 2004/2011

Standard

του Νικόλα Σεβαστάκη

Ρόι Λίχτενστάιν, "Οφθαλμαπάτη με κεφάλι Λεζέ και πινέλο", 1973

To καλοκαίρι του 2004, το μεγάλο γεγονός των Ολυμπιακών Αγώνων επιλέχτηκε ως σύμβολο της δημοκρατίας του επιτεύγματος, ως ενσάρκωση της ιδέας της ισχυρής Ελλάδας. Την περίοδο εκείνη, ένα σημαντικό τμήμα των ελίτ έσπευδε να χαιρετήσει την «ωρίμανση» του έλληνα πολίτη, τη συμφιλίωση ανάμεσα στις εμπειρίες της υλικής ευημερίας και σε μια νέα αίσθηση ευθύνης η οποία, λεγόταν, κλείνει τους λογαριασμούς με την κουλτούρα των διχασμών και των «παράλογων» φόβων. Το καλοκαίρι του 2004 ήταν, θα μπορούσε να πει κανείς, η υλική και πολιτιστική προέκταση της φασματικής ύπαρξης του λεγόμενου μεσαίου χώρου. Και συγχρόνως συμπύκνωνε τους κοινούς τόπους του εκσυγχρονιστικού «νέου πατριωτισμού».

Το καλοκαίρι του 2011, η επίκληση της συναίνεσης έχει αλλάξει τελείως πρόσημο και χαρακτήρα. Ό, τι έχει απομείνει από το μπλοκ της ορθοφροσύνης του 2004 ανακαλύπτει τώρα το μεγάλο κακό: ότι ο πολίτης δεν έχει ωριμάσει, ότι ο διεκδικητικός «παιδισμός» δεν έχει κατανικηθεί, ότι, κοντολογίς, ο λαός παραμένει ανεπίτρεπτα λαϊκιστής. Η παλιά σύνθεση δημοκρατικού ηδονισμού και εκσυγχρονισμού μοιάζει πλέον με ένα πολύ μακρινό παρελθόν. Η (ψευδής) θετικότητα, μαραζωμένη ήδη εδώ και χρόνια, καταπλακώθηκε απότομα από την επίγνωση της αμαρτίας, της πτώσης και της ανάγκης για εξιλέωση. Για αυτό και οι νέοι τόνοι της ορθοφροσύνης δεν περιγράφουν κάποια χώρα μεταλλίων αλλά έναν τόπο μαρτυρίου. Από την Ελλάδα μεγάλο θεματικό πάρκο περάσαμε στην Ελλάδα σωφρονιστική αποικία. Από τις ρητορικές της αυτοπεποίθησης φτάσαμε σε έναν, σχεδόν σαδιστικό, στιγματισμό του Έλληνα ως ανερμάτιστου απατεωνίσκου. Συνέχεια ανάγνωσης

Η κενή τυραννία του αρχαιοελληνικού παραδείγματος

Standard

Σχόλιο για την συζήτηση περί άμεσης δημοκρατίας στην πλατεία Συντάγματος

 της Έλενας Πατρικίου

 Για τον Πιέρ Βιντάλ-Νακέ, για τα πέντε χρόνια απουσίας

Πάουλ Κλέε, "Άγγελος με κουδούνι", 1939

  Περίσσεψαν οι αναφορές στην ελληνική αρχαιότητα στην διάρκεια της συζήτησης της πλατείας Συντάγματος (17/6) με θέμα την άμεση δημοκρατία. Αν και ο ένας των ομιλητών, ο Μανόλης Γλέζος, είναι ο μόνος πολιτικός άνδρας που έχει ιδίαν πείραν από το μοναδικό νεοελληνικό πείραμα άμεσης δημοκρατίας, έστω στα στενά όρια της κοινότητας Απειράθου Νάξου, τόσο οι υπόλοιπες ομιλίες όσο και η συζήτηση επικεντρώθηκαν, όσον αφορά τα λογικά παραδείγματα ή τις θεωρητικές επεξεργασίες, σ’ αυτό που, από συστάσεως νεοελληνικού κράτους, παραμένει το μοναδικό νόμιμο καταγωγικό πρότυπο, στην κλασσική αρχαιότητα.

 Η ήττα του ναξιώτικου πειράματος είναι κατανοητή: τα μικρά καθημερινά που εκλήθη να επιλύσει η μη θεσμοθετημένη λαοσύναξη των κατοίκων Απειράθου, δεν μπορούν ούτε να γοητεύσουν ως ιδανικό ούτε να αποτελέσουν ιδεολογικό πρόκριμα για ένα κοινό που δεν αποβλέπει στην διαχείρηση της καθημερινότητας αλλά προσβλέπει, αν όχι σε ανάστασιν νεκρών, τουλάχιστον σε ζωή του μέλλοντος. Η πλήρης αποσιώπηση όμως άλλων υποδειγμάτων καταλήγει ύποπτη. Το αίτημα άμεσης δημοκρατίας των δημοτικών συνελεύσεων στην αρχή της Αμερικάνικης Επανάστασης είναι δυστυχώς υπονομευμένο, διότι αμερικανικής κοπής. Αλλά προς τί η αποσιώπηση του ευφυούς συγκερασμού μεταξύ αντιπροσώπευσης και ανακλητότητας που πρότεινε η Παρισινή Κομμούνα, ή η αποσιώπηση της έκλαμπρης άμεσης δημοκρατίας των αρχικών ρώσικων σοβιέτ και των αντίστοιχων γερμανικών συμβουλίων; Αν, θύματα ενός ανιστόρητου αντιαμερικανισμού, ακρωτηριάζουμε την ιστορική εμπειρία σύγχρονης άμεσης δημοκρατίας σβύνοντας το αμερικάνικο πείραμα, γιατί ολοκληρώνουμε την κατακρεούργηση μιάς στοιχειώδους ιστορικής επίγνωσης διαγράφοντας κάθε αναφορά στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος; Συνέχεια ανάγνωσης

Εναλλακτικές λύσεις για το χρέος

Standard

του Ευκλείδη Τσακαλώτου

Θέλω να παραθέσω δύο επιχειρήματα που μπορούν να μας βοηθήσουν στο πώς αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα του χρέους. Πρώτον, η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική. Παρόλο που πολλοί και πολλές έχουν ασκήσει κριτική στον οικονομισμό, όταν τους ακούω καταλαβαίνω ότι δεν το λέει η καρδούλα τους. Δεύτερον, η κρίση δεν αφορά κυρίως το χρέος. Έχει βαθύτατες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ρίζες, όπως έχουν επισημάνει αναλυτές που εκπροσωπούν όλα τα ιδεολογικά ρεύματα της Αριστεράς.

Από την πλευρά του ιδεολογικού ρεύματος που αντιπροσωπεύω, ένας τρόπος για να διατυπωθούν αυτά τα δύο επιχειρήματα είναι να δούμε ότι η κρίση έχει πολλές «στιγμές»: ιδεολογική, οικονομική, κοινωνική, πολιτική. Όλες αυτές οι στιγμές έχουν τη δική τους αυτονομία, τη δική τους χρονικότητα, τη δική τους λογική. Αλλά, μετά το 2008, όλες αυτές οι στιγμές συνέκλιναν και λειτούργησαν πολλαπλασιαστικά.

Βέρνερ Τύμπκε, "Εργατική τάξη και ιντελιγκέντσια", 1972-1973

 Η στιγμή της πολιτικής

Αρχίζω από την πολιτική στιγμή. Ο νεοφιλελευθερισμός έχει συνδεθεί με τη συρρίκνωση της δημοκρατίας. Σε αυτό συνέβαλε και η σύγκλιση της κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς στο ίδιο, πάνω κάτω, οικονομικό μοντέλο — ό,τι κόμμα και να ψήφιζε κανείς, το αποτέλεσμα δεν άλλαζε και πολύ. Εξάλλου, ως ύστατος κριτής της οικονομικής πολιτικής αναδείχθηκαν οι χρηματαγορές, και όχι η κάλπη. Οι «ανεξάρτητες» κεντρικές τράπεζες, οι ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές και το Σύμφωνο Σταθερότητας αποτέλεσαν μερικούς μόνο από τους θεσμούς που συνέβαλαν στην τεχνοκρατικοποίηση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Και με τη συρρίκνωση της δημοκρατίας είχαμε και την κρίση της κοινωνικής αντιπροσώπευσης, καθώς όλα και πιο πολλά στρώματα των κοινωνιών δεν έβλεπαν το πρόσωπό τους στην κεντρική πολιτική σκηνή. Συνέχεια ανάγνωσης

Κάπου περνούσε μια φωνή

Standard

Σελίδες μιας Αθήνας περασμένης

 Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης δημοσίευσε τη νουβέλα «Κάπου περνούσε μια φωνή» στη Νέα Εστία το 1940. Παρότι πρέπει να προξένησε αίσθηση στην εποχή της, σήμερα είναι ξεχασμένη. Την ανέσυρε από την αφάνεια ο ακάματος ερευνητής και ρέκτης Νίκος Σαραντάκος και κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες (με φιλολογική επιμέλεια, επιλεγόμενα και χρονολόγιο δικά του) σε ένα κομψό τομίδιο από τις εκδόσεις Ερατώ του Μανώλη Μανουσάκη. Δημοσιεύουμε ένα μικρό απόσπασμα από την ωραία αυτή νουβέλα, «γραμμένη –σχεδόν– σε δεκαπεντασύλλαβους (χαρακτηρισμός του Γ. Γεραλή, το 1944, που υιοθετεί και ο Ν. Σαραντάκος).

Στρ. Μπ.

Φτάνοντας στην οδόν Ερατοσθένους –τον ίσιο, κεντρικό, μεγάλο δρόμο, που πέρναγε το τραμ του Παγκρατιού (και που περνάει, άλλωστε, και τώρα)– η παρέα στάθηκε, μπροστά στο πεζοδρόμιο, κι έστησ’ ένα πρόχειρο συμβούλιο, στο φως του πρώτου φαναριού που βρέθηκε μπροστά της. Ο Αλέκος ο αραμπατζής –τ’ Αλεκάκι, ντε, η αλεπού!– ήταν της γνώμης να τραβήξουνε γραμμή, και να πάνε στο στενό της Δέσπως, της φιλενάδας του Μελέτη, του «Ψηλέα», να στήσουν το τραγούδι τους εκεί, και κατόπι «βλέπουμε τι γίνεται…», ο Μήτσος, όμως, έφερε, αμέσως, αντιρρήσεις, κι είπε πως τ’ αδερφάκι της, ο Μίμης –το Μιμάκι, το κολληταράκι– τα ’χε μυριστεί από καιρό, και δεν το ’χε τίποτα, μόλις θα ξημέρωνε, να φέρει το μαντάτο στους μπαρμπάδες της, τους καπετάνιους — και τότε πια, βλαστήμα τα! Κι ο Μελέτης, άλλωστε, ο ενδιαφερόμενος, έμοιαζε σα να κόμπιαζε, κι εκείνος. Άναψε, τότε, μια λογομαχία, και τ’ Αλεκάκι είπε «μάπα» το Μελέτη, κι ο Μελέτης που δεν έπαιρνε πολλά, του ’δωσε μια κατραπακιά γενναία, ρίχνοντάς του χάμω την τραγιάσκα, κι άρχιζαν οι σκουντιές και τα σπρωξίματα Συνέχεια ανάγνωσης

Γιατί δεν «τρέχει» ο ΣΥΡΙΖΑ;

Standard

Ένα χαμένo ραντεβού

του Γεράσιμου Μοσχονά

Το πλειοψηφικό «état desprit»

Καρλ Ρέσινγκ, "Γήινη ευημερία", 1932

Σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο, σε μια εξαιρετική στιγμή της ελληνικής ιστορίας, 4 οικονομολόγοι της Αριστεράς, ο Κ. Βεργόπουλος, ο Γ. Δραγασάκης, ο Π. Λινάρδος-Ρυλμόν και ο Σ. Ρομπόλης, περιγράφουν, τρεις μόλις ημέρες πριν από την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, τα αίτια της κρίσης, τους κινδύνους του μηχανισμού στήριξης και την εναλλακτική πολιτική της Αριστεράς. Η «Διακήρυξη της πρωτοβουλίας οικονομολόγων» είναι διεισδυτική ως προς τα αίτια και μοναδικής διαύγειας ως προς την πρόβλεψη των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών του υπό συζήτηση, τότε, μνημονίου. Ό,τι έχει συμβεί έκτοτε, η βαριά ύφεση, η απαξίωση του παραγωγικού ιστού, η επιδείνωση των δημόσιων υπηρεσιών, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, το μέγεθος της μείωσης μισθών και συντάξεων, η ανεργία, ακόμη και η ακραία εξασθένιση της διαπραγματευτικής ικανότητας της χώρας εντός της ευρωζώνης, έχουν περιγραφεί με μεγάλη ακρίβεια 14 μήνες πριν (29 Απριλίου 2010). Σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις, η Διακήρυξη θα μπορούσε, χωρίς αλλαγή μισής λέξης, να είχε γραφτεί σήμερα το πρωί.

Όμως, αυτή η Διακήρυξη είναι εξαιρετικά αδύναμη ως προς τις λύσεις που προωθεί για την αντιμετώπιση της «παγίδας χρέους». Δεν προτείνεται ούτε η παύση πληρωμών ούτε η αναδιάρθρωση του χρέους ούτε η προσφυγή σε κάποιο μηχανισμό δανειακής στήριξης. Θεωρείται ότι η αύξηση της φορολογίας κατά 10 μονάδες του ΑΕΠ και, σε ό,τι αφορά τα έξοδα, η «μείωση των μη αποδοτικών δαπανών του δημοσίου», μαζί με ρυθμίσεις αναπτυξιακού τύπου, επαρκούν για την έξοδο από την «παγίδα χρέους».

Η ριζοσπαστική αύξηση των εσόδων απαιτεί κλιμάκωση μέσα στο χρόνο για να συντελεστεί, ειδικά όταν, σύμφωνα με τους συντάκτες, είναι δεδομένη «η κατάρρευση του μηχανισμού ελέγχου είσπραξης των εσόδων του κράτους». Με δεδομένη, επίσης, τη δραματική απουσία χρόνου (η χώρα είχε αγγίξει στο τέλος Απριλίου 2010 το σημείο μη επιστροφής στο θέμα του δανεισμού), η πρόταση αυτή, εάν υλοποιούνταν, θα οδηγούσε σε κατακλυσμική έξοδο κεφαλαίων (όχι τόσο λόγω της αναδιανεμητικής της διάστασης όσο λόγω του φουντώματος των προσδοκιών για ταχύτατη δημοσιονομική κατάρρευση), σε πάγωμα επενδύσεων και σε εσπευσμένη προσφυγή είτε σε «κάποιο» μηχανισμό στήριξης είτε σε χαοτική παύση πληρωμών. Η Διακήρυξη δεν εξέφραζε, φυσικά, τον κομματικό χώρο του ΣΥΡΙΖΑ. Αποτύπωνε, όμως, σε μια ιδιαίτερα επεξεργασμένη εκδοχή, το πλειοψηφικό «état d’esprit» της Αριστεράς εκείνης της εποχής. Υποβάθμιση του μεγέθους και του βάθους του δημοσιονομικού προβλήματος (σε αντίθεση με τις προβλέψεις Λαπαβίτσα), υποβάθμιση των δομικών αδυναμιών του κρατικού μηχανισμού, υπερεκτίμηση της ικανότητας ανάταξης των εσόδων, υποβάθμιση της διάστασης «μείωση δαπανών», άριστη περιγραφή των συνεπειών της πολιτικής του «αντιπάλου», αδυναμία περιγραφής των συνεπειών της «δικής μας» πολιτικής. Η εν λόγω εναλλακτική πρόταση, η οποία θα ήταν σωτήρια αν είχε υλοποιηθεί λίγα χρόνια πριν, ήταν απλώς αναχρονιστική τη στιγμή που προτάθηκε. Γι’ αυτό, στην ουσία, εγκαταλείφθηκε, εντασσόμενη σε μια άλλη στρατηγική, με κεντρικό πυλώνα την αναδιάρθρωση του χρέους. Συνέχεια ανάγνωσης

Ο διανοούμενος δημοσιογράφος Γιώργος Κ. Γάτος (1931-2010)

Standard

Λίγα αναθυμήματα

Του παλιού μου φίλου, του Γιώργου Γάτου, δεν θα σας αφηγηθώ τον βίο ούτε θα προσπαθήσω ν’ αποτιμήσω το έργο του. Και του βίου και του έργου έχω αποσπασματική, και ίσως φευγαλέα, γνώση. Θα σας μεταφέρω κάποια αναθυμήματα που εικονογραφούν κάποια θραύσματα της πλούσιας ζωής του και της επώδυνης αλλά και με δημιουργικές ανατάσεις εποχής, την οποία διήνυσε από τη θέση πάντα του μαχόμενου διανοούμενου.

Ο Γιώργος Γάτος

Όλοι σας ξέρετε ότι ο Γιώργος ήταν ένα ευπαίδευτο άτομο, σπουδαγμένο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αφοσιωμένο σε μια σκεπτόμενη δημοσιογραφία, με σαφή ένταξη στην Αριστερά, ένταξη, καθώς έλεγα, διανοούμενου. Στο βάθος ήταν φιλίστορας και πατριδολάτρης, λάτρης της ρουμελιώτικης γενέτειρας.

Τον πρωτογνώρισα στη δεκαετία του 1950 στο πατάρι του Λουμίδη στη Στοά Nικολούδη που ένωνε την οδό Πανεπιστημίου με την οδό Σταδίου. Το πατάρι έβλεπε στην οδό Σταδίου.

Οι δύο δρόμοι τότε δεν ήταν οι πολυθόρυβοι σημερινοί τραπεζόδρομοι, αλλά δρόμοι φιλόξενοι: βιβλιοπωλεία, ζαχαροπλαστεία, εστιατόρια, κινηματογράφοι. Στο Πατάρι του Λουμίδη μαζεύονταν ποικιλόμορφοι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, διαφορετικών πολιτικών αντιλήψεων, αλλά με μια ισχυρή συνιστώσα: την εγγραμματοσύνη ή την ανάγκη για τα γράμματα. Ανάμεσά τους και εκκολαπτόμενοι ιστορικοί. Πολλοί τους πρόκοψαν, καθένας στο είδος του. Άλλοι χάθηκαν, χωρίς να φέρουν σε πέρας τις ικανότητές τους· όλοι τους ταλαντούχοι. Σύχναζαν και
Ρουμελιώτες, όπως ο μακαρίτης Δημήτρης Σταμέλος, εκδότης τότε του προσεγμένου Ρουμελιώτικου Ημερολόγιου: στους συνεργάτες του και ο Γιώργος Γάτος με ιστορικές συμβολές. Ακόμη και ένας άλλος ευρυμαθής και πολυθεματικός ιστορικός, ο Μάρκος Γκιόλιας.

Ο Γιώργος διακατεχόταν από τότε από το μεράκι της ιστορίας και της ιστοριογραφίας. Μας έδωσε, ανάμεσα στα άλλα, δύο ευρηματικές εργασίες: την αλληλογραφία Δελμούζου και Γληνού κι άλλη μια για τους Γριβαίους. Πηγή του η Βιβλιοθήκη της Άμφισσας, αυτή που πρέπει να συντηρηθεί και να αξιοποιηθεί σήμερα. Ήταν η στερνή του αγάπη και έγνοια.

Αλλά η ιστορία εμφιλοχωρεί στη στοχαστική του δημοσιογραφία. Με τη μεταπολίτευση ξεκίνησε μια καμπάνια στα Νέα με το ερώτημα: πρέπει να ξαναγραφεί η ιστορία μας; Απευθύνθηκε σε πολλούς ιστορικούς, και ο καθένας απάντησε με τον τρόπο του. Η έρευνα του Γάτου είχε σημαντική απήχηση και είναι κρίμα που δεν έγινε ένα βιβλίο: θα ήταν ένας καλός δείκτης για τον ιστορικό αλλά και πολιτικό προβληματισμό της στιγμής εκείνης. Συνέχεια ανάγνωσης