Τεχνοεπιστήμη και γεωγραφίες της πρόσληψης των περιβαλλοντικών κινδύνων

Standard

του Γιώργου Μπάλια και του Τάκη Νικολόπουλου

«All politics is local»

Τιπ Ο’ Νιλ, πρόεδρος της αμερικανικής Βουλής

επί δεκαετία

Έργο του Νίκου Εγγονόπουλου

Είναι πλέον γνωστό ότι στις σύγχρονες μετανεωτερικές «κοινωνίες της διακινδύνευσης» ή «του ρίσκου» οι κίνδυνοι κατασκευάζονται, επιβάλλονται και αποτελούν καθολικό διακύβευμα με επιπτώσεις δυνητικά μη αντιστρεπτές. Είναι εξίσου αποδεκτό ότι η αξιολόγηση και η γνώση αυτών των νέων δυνητικών κινδύνων (π.χ. γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί, νανοτεχνολογία, ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, νέα φάρμακα, νέα τρόφιμα κ.ά.) από την επιστήμη και πιο συγκεκριμένα την «τεχνοεπιστήμη» (την –άμεσης χρήσης και άμεσης οικονομικής αποδοτικότητας– εργαλειακή μεταλλαγή της επιστήμης, που την καθιστά «ορθολογική κατά το μέσον», σύμφωνα με τη διάκριση του Μαξ Βέμπερ), δεν είναι βέβαιες και οριστικές. Με άλλα λόγια, στο πεδίο αυτό κυριαρχεί σήμερα η επιστημονική αβεβαιότητα ή ακόμη και η άγνοια («δεν γνωρίζουμε τι δεν γνωρίζουμε»), καθώς εντάσσονται στην πολυπλοκότητα των καταστάσεων, των φαινομένων και των πραγμάτων.

Παράλληλα, η τεχνοεπιστήμη δεν είναι πλέον ένα «κλειστό μαύρο κουτί» που (αυτο)αναφέρεται στους δικούς της νόμους και (αυτο)νομιμοποιείται από τους ειδικούς. Η τεχνοεπιστημονική διαδικασία και τα αντίστοιχα κριτήρια των κινδύνων έχουν αρχίσει να χάνουν τη μέχρι χθες αυτονομία τους ή αναντίρρητη αντικειμενικότητά τους. Αυτό συμβαίνει διότι στην αξιολόγηση των ενδεχόμενων κινδύνων υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες και άλλα κριτήρια «ποιοτικού» χαρακτήρα: κοινωνικά, πολιτιστικά, πολιτικά, ηθικά και εν γένει αξιακού χαρακτήρα. Με άλλα λόγια, η νέα αυτή αντίληψη και πρόσληψη του κινδύνου από τους πολίτες (πρέπει να) έχει επιπτώσεις και στη λήψη των σχετικών αποφάσεων από τις αρμόδιες, δημόσιες κυρίως, αρχές. Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκεί μόνο η επιστήμη για την αξιολόγηση του κινδύνου, αλλά είναι αναγκαία και η γνώμη του κοινού, η οποία δεν μπορεί παρά να προκύψει μέσω της διαβούλευσης και της άμεσης συμμετοχής των πολιτών. Ας σημειώσουμε εδώ ότι με τον όρο «πρόσληψη του κινδύνου» εννοούμε τη διαισθητική κρίση των ανθρώπων για την ύπαρξη και την αξιολόγησή του, η οποία στηρίζεται στην εμπειρία (P. Slovic).

Με άλλες λέξεις, η τεχνοεπιστήμη (πρέπει να) ελέγχεται και να αξιολογείται πλέον και από τους πολίτες με βάση ποιοτικά χαρακτηριστικά (ισότητα στην έκθεση, εκούσια ή ακούσια έκθεση, απειλή για τις μελλοντικές γενεές κλπ.), και όχι μόνο «ποσοτικά» (δηλαδή με βάση τα γεγονότα και τις αντικειμενικές και στατιστικές εκτιμήσεις των δεδομένων που ταυτίζονται με την «πρόοδο»). Κατά συνέπεια, οι πολίτες δεν οφείλουν να ακολουθούν «τυφλά» την τεχνοεπιστήμη στις «ποσοτικές», «αντικειμενικές» και αγοραίες διαστάσεις της, αλλά θα πρέπει να συνεισφέρουν τη δική τους ποιοτικά προσδιοριζόμενη ορθολογικότητα.

Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η παραπάνω πρόσληψη του κινδύνου από το κοινό με βάση ποιοτικά χαρακτηριστικά και ο άμεσα εξαρτημένος από αυτή αξιολογικός-προφυλακτικός έλεγχος της τεχνοεπιστήμης από τους πολίτες έχει χωροτοπική (territoire) διάσταση. Αποτυπώνει δηλαδή τη σχέση που δομεί το τοπικό πολιτικο-κοινωνικό και αξιακό γίγνεσθαι ή, για να το πούμε διαφορετικά, η τοπική πρακτική-λαϊκή γνώση με τη γενικότερη επιστημονική ορθολογικότητα.

Αν λοιπόν γίνει αποδεκτό ότι για την αντιμετώπιση των κινδύνων είναι αναγκαία η σύνδεση της επιστημονικής ορθολογικότητας με την πρακτική-λαϊκή ορθολογικότητα, τότε διευρύνεται και το περιεχόμενο της αρχής της προφύλαξης. Αυτό σημαίνει ότι ένα από τα προαπαιτούμενα για την εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης, η επιστημονική αβεβαιότητα, διευρύνεται ώστε να ενταχθεί σε αυτή και η ποιοτικά προσδιοριζόμενη πρόσληψη του κινδύνου από τους πολίτες.

Το κρίσιμο ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί είναι το εξής: Πώς θα είμαστε βέβαιοι ότι πρόκειται για γνήσια πρόσληψη του κινδύνου, και όχι για καλυμμένη άρνηση που ελαύνεται από άλλα ελατήρια; Η απάντηση βρίσκεται στη διαδικασία εκείνη που θα αποκλείει τις νόθες καταστάσεις και δεν είναι άλλη από την αυθεντική και άμεση συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης της απόφασης.

Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η συμμετοχή, για να έχει τα παραπάνω χαρακτηριστικά, θα πρέπει να είναι ουσιαστική και να αρχίζει στο πιο πρώιμο στάδιο, όταν δεν έχουν διαμορφωθεί πλήρως τα συμφέροντα, και έτσι η ενδεχόμενη αντιπαράθεση να είναι αντιπαράθεση αξιών και όχι συμφερόντων. Έτσι, π.χ., η δημοκρατική συζήτηση για την κατανομή των κεραιών κινητής τηλεφωνίας θα πρέπει, κατά κύριο λόγο, να αρχίζει στην πρώτη φάση του γενικού σχεδιασμού της δικτύωσης των κεραιών και όχι να διεξάγεται κατά περίπτωση.

Η συμμετοχή των πολιτών-δυνητικών θυμάτων στην αξιολόγηση των ρίσκων είναι συνεπώς κρίσιμη και πρέπει όχι απλώς να λαμβάνεται υπόψη στη λήψη της σχετικής απόφασης των αρχών αλλά και να ενσωματώνεται σ’ αυτήν, πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για προηγούμενη της απόφασης γνωμοδοτική διαδικασία. Οι σχέσεις τους ειδικότερα με τον άμεσο θεσμικό φορέα εκπροσώπησής τους στον πρώτο βαθμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι καθοριστικές και σχετίζονται με το βαθμό της δημοκρατικής συμμετοχής στη διαβούλευση.

Επομένως, για να υπάρχει αυθεντική και άμεση συμμετοχή, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η θεσμική της θωράκιση στο πιο κοντινό προς τους πολίτες επίπεδο διακυβέρνησης. Αυτό δεν είναι άλλο από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, δηλαδή τους δήμους. Οι τελευταίοι μπορούν να χρησιμοποιούν διάφορες «θεσμικές τεχνικές» για τη γνήσια έκφραση αξιών και απόψεων, όπως να προβαίνουν σε ανοιχτές τοπικές συνελεύσεις δημοψηφισματικού χαρακτήρα με τη συμμετοχή και ειδικών (σε πλουραλιστική βάση επιλεγόμενων) σε μια ζωντανή αντιπαραθετική εξαρχής (εκ του μηδενός) συζήτηση.

Έτσι, δημοκρατία και επιστήμη συνιστούν τελικά μια ενιαία κατηγορία στο πλαίσιο της «κοινωνιοεπιστήμης» (δηλαδή επιστήμη για την κοινωνία και ελεγχόμενη από αυτήν). Δεν νοείται δημοκρατική κοινωνία χωρίς δημοκρατική επιστήμη (Σπινόζα), δηλαδή εκ των προτέρων παραγωγή γνώσης και εφαρμογή της χωρίς κοινωνική διαβούλευση και έλεγχο ώστε να μετριασθούν ή να εξαλειφθούν τα λάθη και τα ρίσκα της τεχνοεπιστήμης, ή να καταστούν οι κίνδυνοι ενδεχομένως «αποδέξιμοι».

Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, ένα από τα μείζονα ζητήματα που τίθενται είναι ποιο θεσμικό αυτοδιοικητικό πρότυπο είναι σε θέση να υπηρετήσει με τον πιο ασφαλή τρόπο τη σύνδεση της επιστημονικής και της κοινωνικής ορθολογικότητας στο σύγχρονο πλαίσιο της «δημοκρατίας των κινδύνων».

Με βάση τα παραπάνω, το ενδεικνυόμενο πρότυπο δεν είναι άλλο από την ύπαρξη δήμων μικρής τοπικής και πληθυσμιακής κλίμακας, διότι μόνο έτσι μπορεί να εκφραστεί αυθεντικά και να ελεγχθεί αποτελεσματικά η ποιοτικά προσδιοριζόμενη πρόσληψη των κινδύνων εκ μέρους των πολιτών.

Είναι προφανές ότι τα παραπάνω δεν είναι συμβατά με την επικείμενη συγκεντροποιητική, υδροκέφαλη, υπερμεγέθη και υπερτοπική διοικητική μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης (Σχέδιο «Καλλικράτης»). Όσο πιο συγκεντροποιημένη, υδροκέφαλη, «μακρινή» και διαμεσολαβημένη είναι η διοίκηση των χωροτοπικών υποθέσεων τόσο το χάσμα με τους διοικούμενους πολίτες, οι οποίοι καλούνται να ελέγξουν τις αποφάσεις της διοίκησης σχετικά με τις συνέπειες της τεχνοεπιστήμης, μεγαλώνει — και μαζί με αυτό μεγαλώνει το έλλειμμα δημοκρατίας, όχι μόνο σε τοπικό αλλά και σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο.

Ο Γιώργος Μπάλιας είναι διδάκτωρ Νομικής, δικηγόρος. Ο Τάκης Νικολόπουλος είναι διδάκτωρ Νομικής, δικηγόρος και διδάσκει δίκαιο και πολιτική περιβάλλοντος στο ΤΕΙ Μεσολογγίου.


Σχολιάστε