Η αναγκαιότητα αλλαγής των ταξικών συσχετισμών και το αδιέξοδο του καθεστωτικού μεταρρυθμισμού

Standard


του Γιάννη Μηλιού

Καθεστωτικός και ριζοσπαστικός μεταρρυθμισμός. Ο μεταρρυθμισμός αποτελεί βασικό άξονα της παρέμβασης της Αριστεράς, διότι στο πλαίσιο του καπιταλισμού είναι νοητή η βελτίωση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής θέσης των δυνάμεων της εργασίας.

 

Τζόρτζιο ντε Κίρικο, "Άσωτος υιός", 1922

Ο ριζοσπαστικός μεταρρυθμισμός αντιλαμβάνεται τα συμφέροντα της εργασίας ως αυτοτελείς ταξικούς στόχους, στον «ορίζοντα» των οποίων βρίσκεται η ανατροπή του καπιταλισμού. Οι αλλαγές που επιζητεί δεν εστιάζονται γενικώς στην «πρόοδο της χώρας», διότι η «χώρα» είναι ένας καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός κι η «πρόοδός» της συνδέεται με την ενίσχυση της καπιταλιστικής συσσώρευσης και εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Οι μεταρρυθμίσεις που προτείνει στοχεύουν στη μετατόπιση του ταξικού συσχετισμού δύναμης, «δείχνουν» τη δυνατότητα και δυναμική της αντικαπιταλιστικής προοπτικής: «Οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη», για μια «οικονομία των κοινωνικών αναγκών και του κοινωνικού ελέγχου», σε αντιδιαστολή με την οικονομία της μεγιστοποίησης του κέρδους.

Σε αντίθεση με αυτή τη στρατηγική, ο καθεστωτικός μεταρρυθμισμός είτε θεωρεί τη βελτίωση των όρων ύπαρξης της εργατικής τάξης ως «προϋπόθεση» για την πρόοδο του εγχώριου καπιταλισμού (η αύξηση των μισθών θα επιφέρει αύξηση της ζήτησης, επομένως ταχύτερους ρυθμούς συσσώρευσης κεφαλαίου), είτε αντιλαμβάνεται την πρόοδο του εγχώριου καπιταλισμού ως προϋπόθεση για τη βελτίωση των όρων ύπαρξης της εργασίας. Η «ορθή ανάπτυξη της οικονομίας» θα ωφελήσει, υποτίθεται, και τους εργαζόμενους.

Ο καθεστωτικός μεταρρυθμισμός της Αριστεράς: «Έξοδος από το ευρώ και την Ε.Ε.». Η συντηρητική «πατριωτική εκδοχή» του καθεστωτικού μεταρρυθμισμού αναπαράγεται αυτοτελώς από τα κόμματα εξουσίας. Όλες οι πολιτικές λιτότητας παρουσιάζονται ως «μεταρρυθμίσεις» για την «πρόοδο της χώρας», από την οποία θα προέκυπτε κατόπιν «βελτίωση της ζωής των εργαζομένων».

Όμως, στη συντηρητική αυτή εκδοχή του καθεστωτικού μεταρρυθμισμού εγκλωβίζεται και η Αριστερά, όποτε κυριαρχεί στο εσωτερικό της η αστική ιδεολογία που ερμηνεύει την πάλη των τάξεων ως «πάλη των εθνών»: τα «ξένα» συμφέροντα εναντίον της «Ελλάδας» και του «ελληνικού έθνους». Ένα σχήμα από το οποίο απορρέει μονοσήμαντα ως ζητούμενο η βελτίωση της θέσης της «χώρας» απέναντι στους διεθνείς ανταγωνιστές της, ως προϋπόθεση για να βελτιωθεί κατόπιν η θέση των εργαζομένων.

Στη σημερινή συγκυρία κρίσης του δημόσιου χρέους, η «εθνική λύση» που προτείνει ο αριστερός καθεστωτικός μεταρρυθμισμός συμπυκνώνεται στο σύνθημα «έξω από το ευρώ και την Ε.Ε.». Η ροή των επιχειρημάτων είναι μια απλοϊκή εξειδίκευση της «εθνικής αφήγησης»:

–Η ένταξη στην ΕΕ και στο ευρώ ζημίωσε τη «χώρα».

–Με την υιοθέτηση της «νέας δραχμής», η οποία θα υποτιμηθεί, οι εξαγωγές της «χώρας» θα αυξηθούν και οι εισαγωγές «της» θα μειωθούν, θα υπάρξει ανάπτυξη, που θα επιτρέψει και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων.

–Για να επιτευχθούν οι πολιτικές αυτές, απαιτείται μια αριστερή ή έστω προοδευτική κυβέρνηση, που θα εκφράζει τα συμφέροντα της «χώρας» και της «ανάπτυξης».

Η εθνική αυτή αφήγηση διαλύεται αν εστιααστούμε στα ταξικά συμφέροντα και στρατηγικές. Ας θέσουμε λοιπόν τα ερωτήματα με πραγματικούς όρους:

–Ζημιώθηκε το ελληνικό κεφάλαιο από την υιοθέτηση του ευρώ ως εσωτερικού νομίσματος;

–Στην παρούσα συγκυρία είναι προς το συμφέρον του ελληνικού κεφαλαίου η υιοθέτηση ενός διαφορετικού εσωτερικού νομίσματος, ώστε να μπορεί να τεθεί σε λειτουργία ο μηχανισμός της υποτίμησης;

–Ζημίωσε την εργατική τάξη και τις άλλες λαϊκές τάξεις το ευρώ;

–Στην παρούσα συγκυρία είναι προς το συμφέρον των εργαζομένων η υιοθέτηση ενός νέου εσωτερικού νομίσματος και η έξοδος του ελληνικού καπιταλισμού από την ΕΕ;

1. Η άποψη ότι ο ελληνικός καπιταλισμός ζημιώθηκε από την υιοθέτηση του ευρώ είναι απολύτως ατεκμηρίωτη. Όπως αναλύσαμε διεξοδικότερα αλλού, η υιοθέτηση του ευρώ σήμαινε εντονότερη έκθεση των ατομικών επιχειρήσεων στον διεθνή ανταγωνισμό, πράγμα που «αποτελεί την πλέον ενδεδειγμένη στρατηγική οργάνωσης της αστικής εξουσίας (ως μοντέλο διαρκούς αναδιάρθρωσης της εκμετάλλευσης της εργασίας και εκκαθάρισης των μη-ανταγωνιστικών ατομικών κεφαλαίων προς όφελος τελικά του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου)» [http://users.ntua.gr/jmilios/Milios-Sotiropoulos-Oikonomiki-krisi-euro.pdf].

Επιπλέον, ήδη πριν την εισαγωγή του ευρώ, ο ελληνικός καπιταλισμός, παρά την κατάργηση κάθε προστατευτικού μέτρου, πέτυχε ρυθμούς μεγέθυνσης σημαντικά ψηλότερους από το μέσο όρο της ΕΕ και της Ευρωζώνης (ΖτΕ), ψηλότερα ποσοστά κέρδους, δηλαδή αποδοτικότερη εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης συγκριτικά με τους άλλους ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς.

Η άποψη ότι ο ελληνικός καπιταλισμός υποβαθμίστηκε εντός της ΖτΕ επειδή αυξήθηκε το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών μπορεί να υποστηριχτεί μόνο στο πλαίσιο της φανταστικής εικόνας που αναπαράγει η αστική (κλασική και νεοκλασική) οικονομική θεωρία, μιας μη χρηματικής «πραγματικής οικονομίας» υλικών ροών, η οποία αφορά «ισορροπίες» σε συναλλαγές «αγαθών». Όμως ο καπιταλισμός είναι η οικονομία του χρήματος, στην οποία κάθε οικονομική διαδικασία αποτελεί απλώς μέσο, ώστε «το χρήμα να παράγει διαρκώς περισσότερο χρήμα».[1] Αυτός είναι και ο λόγος που ένα θετικό (αρνητικό) ισοζύγιο αυτόνομων κεφαλαιακών ροών, υφίσταται πάντα ως κατοπτρική εικόνα ενός ελλείμματος (πλεονάσματος) τρεχουσών συναλλαγών.

Το ευρώ ευνόησε τους διεθνοποιημένους κλάδους του ελληνικού καπιταλισμού (τράπεζες, εφοπλισμός, τρόφιμα, χημικά-φάρμακα κλπ.) στην οικονομική τους επέκταση.

2. Όσα αναπτύξαμε στην προηγούμενη ενότητα καθιστούν σαφές ότι το ελληνικό κεφάλαιο δεν επιδιώκει την έξοδο από το ευρώ. Μιλώντας γενικά, το κεφάλαιο είναι «αμφίσημο» απέναντι στην προοπτική υποτίμησης του εσωτερικού νομίσματος: η υποτίμηση από τη μια μεριά αυξάνει τη διεθνή του ανταγωνιστικότητα, από την άλλη όμως μειώνει τη διεθνή «αγοραστική ισχύ», απαξιώνει τα περιουσιακά στοιχεία και την επενδυτική του δυνατότητα.

3. Βέβαια, η εξέλιξη της ιστορίας είναι αστάθμητη. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει απολύτως το ενδεχόμενο διάλυσης της ΖτΕ, εάν η παγκόσμια οικονομική κρίση βαθύνει. Σε μια τέτοια περίπτωση και με σημερινούς κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς δύναμης, ο συλλογικός κεφαλαιοκράτης έχει την ισχύ να μεταθέσει και πάλι το κόστος της κρίσης στις δυνάμεις της εργασίας και δευτερευόντως στις πιο αδύναμες κεφαλαιακές μερίδες (καπιταλιστική αναδιάρθρωση). Οι δυναμικές και διεθνοποιημένες μερίδες του κεφαλαίου θα θιγούν λιγότερο από την απαξίωση της διεθνούς αξίας των παγίων εγκαταστάσεων, στην περίπτωση που υποτιμηθεί η νέα δραχμή, καθώς διατηρούν σημαντικά περιουσιακά στοιχεία σε διεθνές νόμισμα. Αντίθετα, οι εργαζόμενοι θα δουν την αγοραστική τους δύναμη να εξανεμίζεται, καθώς η αυξημένη τιμή των εισαγόμενων μέσων παραγωγής θα μετακυλίεται στην τελική τιμή του προϊόντος, οι τιμές των εισαγομένων θα εκτινάσσονται, ο χρηματοπιστωτικός πανικός θα αποτελεί εφαλτήριο για περαιτέρω μειώσεις μισθών, στέρηση δικαιωμάτων, κατάργηση και των τελευταίων δομών κοινωνικής προστασίας.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι με τους σημερινούς ταξικούς συσχετισμούς δύναμης, δεν είναι προς το συμφέρον των δυνάμεων της εργασίας η έξοδος από το ευρώ (και την Ε.Ε.), καίτοι η προοπτική αυτή δεν αποτελεί επίσης επιδίωξη του κεφαλαίου.

Η άποψη ότι το σύνθημα «έξω από το ευρώ» θα αποτελέσει καταλύτη για να αλλάξει ο ταξικός και πολιτικός συσχετισμός δύναμης, αποτελεί μια ακόμα φαντασίωση του καθεστωτικού μεταρρυθμισμού, εφάμιλλη ίσως σε οικονομιστικό και μηχανιστικό περιεχόμενο με εκείνη την αρχαία πεποίθηση ότι η «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» οδηγεί στο σοσιαλισμό.

4. Φτάνουμε έτσι στο τελευταίο ερώτημα: Ζημίωσε την εργατική τάξη και τις άλλες λαϊκές τάξεις η υιοθέτηση του ευρώ; Η απάντηση προκύπτει εύκολα από τα προηγούμενα: Η εργατική τάξη δεν ζημιώθηκε από το ευρώ καθαυτό, αλλά από τις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού που κατάφερε να επιβάλει ο συλλογικός κεφαλαιοκράτης, στοιχείο των οποίων είναι η μεταβίβαση των πιέσεων του διεθνούς κεφαλαιακού ανταγωνισμού στις δυνάμεις της εργασίας.

Για μια συνολική «αναδιαπραγμάτευση» του ταξικού συσχετισμού. Η απάντηση που δώσαμε στο τελευταίο ερώτημα μας επιτρέπει να σκιαγραφήσουμε μια διαφορετική στρατηγική από αυτές που προκρίνουν οι διάφορες εκδοχές καθεστωτικού μεταρρυθμισμού, που αναζητούν ένα «καθολικό σύνθημα για το συμφέρον της χώρας».

Στη συγκυρία της κρίσης, πρώτο μέλημα είναι η οργάνωση της άμυνας των δυνάμεων της εργασίας. Απαραίτητο βήμα γι’ αυτό είναι η αποδόμηση της κυρίαρχης προπαγάνδας σχετικά με την κρίση και την αναγκαιότητα των κυβερνητικών μέτρων.

Είναι σημαντικό να δειχθεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει μία καθολικά αποδεχτή μεθοδολογία για την έξοδο από την κρίση («για το καλό της χώρας»). Με άλλα λόγια, υπάρχουν δύο δρόμοι εξόδου από την κρίση: η έξοδος σε βάρος των προνομίων του κεφαλαίου και η έξοδος σε βάρος των δικαιωμάτων του κόσμου της δουλειάς. Αυτό σημαίνει ότι έχει τεράστια πολιτική σημασία η σειρά των στόχων:

Ξεκινάμε από τα ζητήματα προστασίας της εργασίας και αναδιανομής του εισοδήματος και τα επεκτείνουμε σε μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης που μετατοπίζουν υπέρ της εργασίας το συσχετισμό των δυνάμεων (αύξηση των φορολογικών συντελεστών των κερδών στο 40%, κατάργηση φοροαπαλλαγών, φορολόγηση εκκλησιαστικής περιουσίας, περικοπή στρατιωτικών δαπανών κατά 50%, κλπ.). Στη συνέχεια και μόνο στη βάση των προηγούμενων θέτουμε ζητήματα που αφορούν την κρίση χρέους καθαυτή, όπως η αναδιαπραγμάτευσή του με όρους που να μη θίγουν τις συνθήκες διαβίωσης των εργαζομένων.

Ο Γιάννης Μηλιός διδάσκει πολιτική οικονομία στο ΕΜΠ

 


[1] Στο ερώτημα επομένως τι παράγει η «ελληνική οικονομία» (ο ελληνικός καπιταλισμός) μπορεί να δοθεί μια εξαιρετικά σύντομη αλλά εξίσου ακριβής απάντηση: Παράγει ένα ακαθάριστο προϊόν 343 δισ. δολαρίων (2008), κατατασσόμενη στην 22η θέση από πλευράς επιπέδου ανάπτυξης (ΑΕΠ ανά κάτοικο) στον πλανήτη.

3 σκέψεις σχετικά με το “Η αναγκαιότητα αλλαγής των ταξικών συσχετισμών και το αδιέξοδο του καθεστωτικού μεταρρυθμισμού

  1. Η,πολύ σημαντική,συνέχεια τού άρθρου από http://aformi.wordpress.com/
    Το επιχείρημα ότι μια τέτοια μετατόπιση του ταξικού συσχετισμού δύναμης υπέρ της εργασίας θα οδηγήσει το συνολικό-κοινωνικό κεφάλαιο σε μόνιμη κρίση, επενδυτική αποχή και παρακμή, με δραματικές επιπτώσεις και για την ίδια την εργασία (ανεργία κ.ο.κ.) είναι ταυτόχρονα αντιδραστικό και λανθασμένο. Αντιδραστικό, διότι υπαινίσσεται ότι οι δυνάμεις τις εργασίας πρέπει να παραμείνουν εγκλωβισμένες, στην καλύτερη περίπτωση, στον καθεστωτικό μεταρρυθμισμό, υπάγοντας τα δικά τους συμφέροντα σε εκείνα του κεφαλαίου, διεκδικώντας απλώς ψίχουλα στις συγκυρίες άνθισης του καπιταλισμού. Λανθασμένο, διότι το κεφάλαιο, ως η κυρίαρχη τάξη μέσα στην πάλη των τάξεων, διατηρεί πάντα, μέχρι την ανατροπή της εξουσίας του, πλειάδα μεθόδων και δρόμων υπεράσπισης της κερδοφορίας του. Για παράδειγμα, όταν ο δρόμος της απόλυτης υπεραξίας (μείωση μισθών, διάλυση του κοινωνικού κράτους, εντατικοποίηση της εργασίας) παύει να είναι πρόσφορος, λόγω της συνδικαλιστικής και πολιτικής ενίσχυσης της εργατικής τάξης, στρέφει όλες του τις δυνάμεις στη σχετική υπεραξία (αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας μέσα από τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της παραγωγικής διαδικασίας).[6]

    Τι θα συμβεί όμως με το ευρώ στην περίπτωση που η αλλαγή του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων θέσει στην ημερήσια διάταξη ριζικές οικονομικές και κοινωνικές τομές, ακόμα και το ζήτημα της κοινωνικής ανατροπής; Το ερώτημα δεν μπορεί να τεθεί σήμερα. Διότι η απάντηση θα είναι ενδεχομένως διαφορετική αν η επαναστατική διαδικασία έχει προηγηθεί στη Γαλλία και τη Γερμανία και διαφορετική αν έχει προηγηθεί στη Βρετανία. Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και του σοσιαλισμού θα μπορέσει να δοθεί μόνο στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εκείνης (ενδεχόμενης) συγκυρίας.

    Σημειώσεις

    [1]Ο Μαρξ σχολίαζε ως εξής τις απόψεις που εδώ περιγράφουμε ως καθεστωτικό μεταρρυθμισμό: «Είναι καθαρή ταυτολογία να λέμε πως οι κρίσεις προέρχονται από έλλειψη κατανάλωσης ικανής να πληρώσει ή καταναλωτών ικανών να πληρώσουν. Το κεφαλαιοκρατικό σύστημα παραγωγής δεν γνωρίζει άλλες μορφές κατανάλωσης παρά την κατανάλωση με πληρωμή εκτός από την κατανάλωση sub forma pauperis [την κατανάλωση των απόρων] ή των “κατεργάρηδων”. Όταν μένουν απούλητα εμπορεύματα δεν σημαίνει άλλο, παρά πως δε βρέθηκαν αγοραστές ικανοί να πληρώσουν, δηλαδή καταναλωτές (δεν έχει σημασία αν σε τελευταία ανάλυση τα εμπορεύματα αγοράζονται με σκοπό την παραγωγική η την ατομική κατανάλωση). Αν όμως για να δώσουν στην ταυτολογία αυτή μια επίφαση βαθύτερης δικαιολόγησης, μας πουν πως η εργατική τάξη παίρνει ένα πάρα πολύ μικρό μέρος του προϊόντος της, και πως επομένως το κακό μπορεί να θεραπευθεί, όταν η εργατική τάξη πάρει μεγαλύτερο μερτικό απ’ αυτό, όταν δηλαδή ο μισθός της αυξηθεί, τότε αρκεί να παρατηρήσουμε μόνο πως κάθε φορά οι κρίσεις προετοιμάζονται ίσα – ίσα από μια περίοδο, όπου ανεβαίνει γενικά ο μισθός εργασίας και η εργατική τάξη παίρνει realiter (πράγματι) μεγαλύτερη μερίδα από το μέρος εκείνο του χρονιάτικου προϊόντος που προορίζεται για την κατανάλωση. Αντίθετα, η περίοδος αυτή θα έπρεπε από την άποψη αυτών των ιπποτών του υγειούς και απλού λογικού ν’ απομακρύνει την κρίση. Φαίνεται λοιπόν πως η κεφαλαιοκρατική παραγωγή περικλείει όρους ανεξάρτητους από την καλή η κακή θέληση, που τη σχετική εκείνη ευημερία της εργατικής τάξης την επιτρέπουν μόνο για μια στιγμή, και μάλιστα πάντα μόνο σαν το πουλί της καταιγίδας που μηνάει την κρίση». (Το Κεφάλαιο, τόμος 2ος, σ. 411, Αθήνα 1979).

    [2] Αξίζει να σημειωθεί ότι η πολιτική της έκθεσης των ατομικών κεφαλαίων στο διεθνή ανταγωνισμό, ώστε να επιταχυνθούν οι διαδικασίες καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και να κατευθυνθεί η πίεση του ανταγωνισμού στην εργασία, αποτελούσε τη μόνιμη στρατηγική του ελληνικού καπιταλισμού τουλάχιστον από το 1985. Πριν την εισαγωγή του ευρώ, η δραχμή αναμιμάτο συνεχώς σε πραγματικούς όρους, δηλαδή η ονομαστική διολίσθηση της ισοτιμίας της ως προς τα ευρωπαϊκά νομίσματα υπελείπετο συστηματικά του διαφορικού πληθωρισμού Ελλάδας – ΕΟΚ.

    [3] Καίτοι οι επίσημοι οργανισμοί και οι εκφραστές επιχειρηματικών συμφερόντων ομονοούν ότι η «ελληνική οικονομία» πάσχει από «έλλειμμα ανταγωνιστικότητας», διότι η θέση αυτή διευκολύνει τη νομιμοποίηση των πολιτικών αναδιανομής εισοδήματος κι εξουσίας που σήμερα επιχειρείται, εντούτοις υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Στο Οικονομικό Δελτίο της Alpha Bank, τ. 112 Ιούνιος 2010, σ. 25 διαβάζουμε: «Το επιχείρημα ότι η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από μειωμένη διεθνή ανταγωνιστικότητα είναι επίσης έωλο αφού, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (“Price and Cost Competitiveness”, 3ο 3μηνο 2009), η ανταγωνιστική θέση της Ελλάδος εξελίχθηκε στη δεκαετία του 2000 πολύ πιο ευνοϊκά από τις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ-27 […]. Πολύ δε περισσότερο, ο ανωτέρω ισχυρισμός δεν επαληθεύεται από το γεγονός ότι η μέση ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδος στην 15ετή περίοδο 1995-2009 υπερέβη κατά 1,6 π.μ. την μέση ετήσια αύξηση των χωρών της ΕΕ-16. Εάν η υψηλή ανάπτυξη απαιτεί υψηλή ανταγωνιστικότητα τότε η υπεροχή της αναπτύξεως της Ελλάδος για 15 ολόκληρα έτη σημαίνει μάλλον ικανοποιητική ανταγωνιστικότητα. Άλλωστε και ο ρυθμός αυξήσεως της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα (κατά 2,3% ετησίως στη δεκαετία του 2000) ήταν κατά πολύ υψηλότερος από τον αντίστοιχο ρυθμό των χωρών της ΖτΕ. Ο ισχυρισμός ορισμένων αναλυτών ότι η εντυπωσιακή ανάπτυξη της Ελλάδος για μία ολόκληρη 15ετία οφείλεται στην υψηλή αύξηση της εγχώριας ζητήσεως και τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και ότι συνέβη παρά την μειωμένη ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, οφείλεται προφανώς στην άγνοια των πραγματικών δεδομένων […] και στη μεγάλη σύγχυση που υπάρχει μεταξύ των διεθνών αναλυτών σχετικά με την έννοια της ανταγωνιστικότητας (με βάση το κόστος εργασίας) και τη σχέση της με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της κάθε χώρας».

    [4] Στο ερώτημα επομένως τι παράγει η «ελληνική οικονομία» (ο ελληνικός καπιταλισμός) μπορεί να δοθεί μια εξαιρετικά σύντομη αλλά εξίσου ακριβής απάντηση: Παράγει ένα ακαθάριστο προϊόν αξίας 343 δις δολαρίων (2008), κατατασσόμενη έτσι στην 22η θέση από πλευράς επιπέδου ανάπτυξης (ΑΕΠ ανά κάτοικο) στον πλανήτη.

    [5] Η κρίση χρέους στη ΖτΕ, που στην παρούσα συγκυρία οξύνεται στην Ιρλανδία (και την Πορτογαλία) καθιστά σαφές ότι υφίστανται οι οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις για τη σύγκλιση των αγώνων των Ευρωπαίων εργαζομένων με στόχο την ανατροπή της σημερινής νεοφιλελεύθερης αρχιτεκτονικής της ΕΕ. Ο δημόσιος έλεγχος του τραπεζικού συστήματος, η δυνατότητα της ΕΚΤ να χρηματοδοτεί απευθείας τις χώρες-μέλη της ΖτΕ, κ.ο.κ., αποτελούν πλέον κοινούς στόχους της Αριστεράς και των κινημάτων σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες.

    [6] Όπως έδειξε ο Μαρξ, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας αποτελεί ενδοφυή τάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: «Γενικά παραγωγικότητα της εργασίας = μάξιμουμ του προϊόντος με μίνιμουμ της εργασίας, άρα όσο το δυνατόν υποτίμηση των εμπορευμάτων. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής αυτό γίνεται νόμος ανεξάρτητα από τη θέληση του κάθε καπιταλιστή» (Καρλ Μαρξ Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής. [VI ανέκδοτο κεφάλαιο]. Αθήνα: εκδ. Α/συνέχεια, 1983, σ. 126-27).

Σχολιάστε