Strange Fruits…

Standard

ΑΝΤΙΚΛΙΜΑΚΑ

του Κώστα Αθανασίου

Τα κορμιά των λιντσαρισμένων Σιπ και Σμιθ, στο Μάριον της Ιντιάνα, 1930

«Τα δέντρα του Νότου κουβαλούν παράξενους καρπούς / αίμα στα φύλλα, αίμα στις ρίζες», τραγουδούσε το 1939 η Μπίλι Χόλιντεϊ, δίνοντας ψυχή στο τραγούδι που είχε γράψει ο Έιμπελ Μίρπολ το 1937, συγκλονισμένος μπροστά στη φωτογραφία των κορμιών των Σιπ και Σμιθ που κρέμονταν από ένα κλαδί, λιντσαρισμένοι, στο Μάριον της Ιντιάνα. Αν σήμερα αυτό το τραγούδι εξακολουθεί να συγκλονίζει, εκείνη την εποχή σόκαρε· η Columbia αρνήθηκε να το ηχογραφήσει. Η κτηνωδία άρχιζε να αποκτάει πρόσωπο και ήχο.

Πριν από λίγες μέρες, στις 28 Αυγούστου, έκλεισαν 56 χρόνια από τη δολοφονία του Έμετ Τιλ — ένα γεγονός που θα αποδεικνυόταν καταλύτης για το κίνημα των δικαιωμάτων και την αντίσταση των Αφροαμερικανών στον ρατσισμό των «λευκών ΗΠΑ». Ο 14χρονος Έμετ Τιλ ζούσε στο Σικάγο· τον Αύγουστο του 1955, πήγε για λίγες μέρες στο Μάνεϊ του Μισισίπι, για να επισκεφτεί συγγενείς. Στις 24 Αυγούστου, μπήκε μαζί με φίλους στο μαγαζί των (λευκών) Ρόι και Καρολάιν Μπράιαντ, για να αγοράσει τσίχλες. Φαίνεται πως ο μικρός, συνηθισμένος στους πιο φιλελεύθερους τρόπους του Βορρά, δεν ήξερε ακριβώς τους κώδικες που όφειλε να ακολουθεί «ο νέγρος του Νότου», για να «είναι στη θέση του». Η συμπεριφορά του θεωρήθηκε ασεβής· σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Τιλ είχε μαζί του μια φωτογραφία από τη (μικτή) τάξη του, στο σχολείο του, στο Σικάγο, και το γεγονός αυτό θεωρήθηκε προσβλητικό για τους λευκούς. Άλλοι πάλι λένε πως φεύγοντας ο Έμετ είπε «Βye, baby» στη λευκή ιδιοκτήτρια — έγκλημα καθοσιώσεως στον Νότο των ΗΠΑ.

Όπως και να ’χουν τα πράγματα, τη νύχτα της Κυριακής 28 Αυγούστου, ο Ρόι Μπράιαντ και ο Τζον Μάιλαμ μπήκαν στο σπίτι όπου έμενε ο Τιλ, του είπαν να ντυθεί και έφυγαν, παίρνοντάς τον μαζί τους. Τον μετέφεραν σε μια ερημική τοποθεσία, όπου τον βασάνισαν και του έβγαλαν το ένα μάτι. Ύστερα τον πήγαν δίπλα στο ποτάμι, τον πυροβόλησαν και τον πέταξαν μέσα. Το πτώμα βρέθηκε τρεις μέρες μετά. Στο γραφείο κηδειών, η συντετριμμένη μητέρα του, Μάμι Τιλ, είπε στον έκπληκτο υπάλληλο να μη σκεπάσει το φέρετρο και εκστόμισε τη φράση που θα αποδεικνυόταν καθοριστική για ένα ολόκληρο κίνημα: «Αφήστε τον κόσμο να δει αυτό που είδα κι εγώ».

Στην ανάλυσή τους για το γεγονός, που περιέχεται στο βιβλίο Περί θανάτου – Η πολιτική διαχείριση της θνητότητας (εκδ. Νήσος), οι Harold και Deluca περιγράφουν τον τρομακτικό αντίκτυπο που είχε η δημοσίευση της φωτογραφίας του φρικτά παραμορφωμένου προσώπου του Έμετ Τιλ και επομένως η απόφαση της Μάμι Τιλ να γίνει η κηδεία με το φέρετρο ξεσκέπαστο. Το κρυφό, το συγκαλυμμένο, ξαφνικά ήρθε στο φως με τον πιο οδυνηρό και σοκαριστικό τρόπο και η εικόνα μετατράπηκε σε σύμβολο της αδιανόητης κτηνωδίας αλλά και της επιβεβλημένης αντίστασης. Όταν, λίγους μήνες αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου του 1955, η Ρόζα Παρκς αρνήθηκε να σηκωθεί από τη θέση της στο λεωφορείο και να πάει στις «θέσεις για τους νέγρους», είπε: «Σκέφτηκα τον Έμετ Τιλ, και απλώς δεν μπορούσα να σηκωθώ και να πάω πίσω».

Οι αντιδράσεις στον κόσμο των Αφροαμερικανών, και όχι μόνο, ήταν θυελλώδεις — από τις μαζικές κινητοποιήσεις και τις φλογερές δηλώσεις του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ μέχρι το τραγούδι του Μπομπ Ντίλαν και τις οργισμένες αντιδράσεις νέων, μεταξύ των οποίων και ο Κάσιους Κλέι (Μοχάμεντ Άλι αργότερα, ο ίδιος που μετά από χρόνια αρνήθηκε να πάει στο Βιετνάμ, λέγοντας: «Kανείς Βιετκόνγκ δεν με έχει αποκαλέσει νέγρο»).

Μπροστά στα ολοφάνερα γεγονότα και κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης, οι Μπράιαντ και Μάιλαμ παραπέμφθηκαν σε δίκη. Αυτή ήταν η επισφράγιση της κοινωνικής συνενοχής, η πράξη που μετέτρεπε τη δολοφονία σε λιντσάρισμα. Οι (αποκλειστικά λευκοί) ένορκοι χρειάστηκαν μόλις 67 λεπτά για να αθωώσουν τους Μπράιαντ και Μάιλαμ· μάλιστα, κάποιος ένορκος είπε πως θα τελείωναν νωρίτερα, αλλά ο σερίφης τούς είπε να περιμένουν λίγο, για «να γίνουν σωστά τα πράγματα». Βέβαια, λίγο μετά την ετυμηγορία, και προστατευμένοι από την αθώωσή τους καθώς απαγορεύεται δεύτερη δίκη για το ίδιο αδίκημα, οι Μπράιαντ και Μάιλαμ διηγήθηκαν την ιστορία του φόνου στο περιοδικό Look, με αντάλλαγμα 4.000 δολάρια.

Άλλωστε, ήταν η εποχή της θεσμοποιημένης μονόπλευρης βίας. Τότε που ο Μάλκολμ Χ κραύγαζε ότι «αν κάνουν την Κου Κλουξ Κλαν μη βίαιη, τότε θα γίνω κι εγώ μη βίαιος», ενώ ο Τζέιμς Μπάλντουιν, συγγραφέας του συγκλονιστικού Μια άλλη χώρα, έγραφε ότι «στις ΗΠΑ, βία και ηρωισμός είναι συνώνυμα, εκτός αν πρόκειται για μαύρους».

Για το στυγερό έγκλημα έγραψαν τόσο ο Ουίλιαμ Φόκνερ όσο και ο Μπάλντουιν, ο καθένας από τη σκοπιά του. Μάλιστα, αργότερα, ο Μπάλντουιν θα γράψει ότι «ο Φόκνερ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ακριβώς ρατσιστής, παρά την εκφρασμένη πρόθεσή του να πυροβολεί Νέγρους στον δρόμο αν αυτό είναι απαραίτητο για τη σωτηρία της Πολιτείας του Μισισίπι», ενώ θα κάνει και μια σοβαρή κριτική για τις μορφές των Μαύρων που εμφανίζονται στα βιβλία του νομπελίστα. Αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία. Θα επανέλθουμε.

 

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Strange Fruits…

  1. Πίνγκμπακ: Ο θάνατος είναι της μόδας στις ΗΠΑ « //ΠαραλληλοΓράφος//

Σχολιάστε