Πολλοί μαζί• μόνο έτσι

Standard

του Στρατή Μπουρνάζου

Παρίσι, 14 Ιουλίου 1936. Μεταλλωρύχοι χαιρετούν με σφιγμένες γροθιές. Φωτογραφία του Ρόμπερτ Κάπα.

Θυμάστε την περίφημη «γενιά των 700 ευρώ»; Μάλλον πρέπει να την ξεχάσουμε, καθώς, από αύριο κιόλας, με το Μνημόνιο 2, τη διαδέχεται η γενιά των 400 ευρώ. Κι ακολουθούν κι άλλες: οι γενιές των μηδέν ευρώ, των υπό το μηδέν ευρώ και των υπερχρεωμένων, οι στρατιές των ανέργων και των απολυμένων. Είναι ένα μόνο, μικρό παράδειγμα, που μας δείχνει πόσα και πόσο άλλαξαν τα τελευταία δύο χρόνια. Δεν αναφέρομαι βέβαια σε λέξεις και διεκδικήσεις που ήδη μοιάζουν να ανήκουν στο πλειόκαινο (αν όχι στο μειόκαινο), όπως, ας πούμε, «αυξήσεις μισθών», «τριανταπεντάωρο», «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα», «κοινωνική δικαιοσύνη». Εννοώ ένα σωρό άλλα, που θα ακούγονται κι αυτά αύριο αλλούτερα, μακρινοί απόηχοι μιας περασμένης εποχής, κι ας υπήρχαν μέχρι χθες: «συλλογικές συμβάσεις», οργανισμοί «εργατικής εστίας» και «εργατικής κατοικίας», «μονιμότητα στο δημόσιο», «κοινωνική μέριμνα», «σχολείο δεύτερης ευκαιρίας», «βοήθεια στο σπίτι», «οχτάωρο», «δικαίωμα στη στέγη και την εργασία», «πρόοδος», «προκοπή», «αξιοπρέπεια», «αξιοπρεπής ζωή».
Δεν προσπαθώ, με όλα τα παραπάνω, να εκφωνήσω τον πανηγυρικό –ή μάλλον τον επικήδειο– κάποιου απολεσθέντος παραδείσου, ενός ιδεώδους κοινωνικού κράτους που είχαμε και χάσαμε• άλλωστε, πάντα ήταν λειψό, φαλκιδευμένο, μια καρικατούρα σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά παραδείγματα. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η Ελλάδα του 2012 και του 2013 σε πολύ λίγα θα θυμίζει την Ελλάδα του 2009. Γιατί, όσο κι αν αισθανόμαστε ότι είναι φοβερά και τρομερά αυτά που συμβαίνουν, όσο και αν νιώθουμε ένα σαρωτικό κύμα να μας κατακλύζει, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο το κύμα αυτό μεταμορφώνει ριζικά το τοπίο, και μαζί κι εμάς τους ίδιους, τον τρόπο που ζούμε, που πράττουμε και σκεφτόμαστε… Έτσι συμβαίνει συνήθως, σε περιόδους που πυκνώνει απότομα ο ιστορικός χρόνος. Μερικά χρόνια αργότερα, κάποιοι άλλοι ίσως μπορέσουν να δουν στο σύνολό της την πραγματικότητα των ημερών. Οι ημερομηνίες της εβδομάδας που διανύσαμε, μαζί με κάποιες άλλες των δυο προηγούμενων χρόνων, θα βρουν τη θέση τους στα βιβλία ιστορίας. Τότε θα ξέρουμε πόσο βάθυνε στις μέρες μας το μούδιασμα και η ατιμωρησία, πόσο βολευτήκαμε ή μπορέσαμε να πάρουμε τις τύχες μας στα χέρια μας.
***
Το τοπίο είναι ζοφερό. Και μοιάζει αδιέξοδο, καθώς κανένας δεν πιστεύει, στ’ αλήθεια, σε σχέδια διάσωσης και στα διαδοχικά μνημόνια. Κανένας δεν έχει το κλειδί της εξόδου, κι ούτε θα μπορέσει να το βρει μόνος. Γι’ αυτό, ακριβώς, η μόνη αχτίδα ελπίδας είναι να σκεφτούμε και να δράσουμε συλλογικά: ό,τι κάνουμε πρέπει να το κάνουμε πολλοί μαζί. Γιατί αν στις εποχές της ευημερίας μπορούσε ο καθένας να τα βολεύει ατομικά, να διαπρέπει ή να τα κουτσοκαταφέρνει μόνος, αν τότε η συλλογική δράση έμοιαζε υπόθεση κάποιων ιδαλγών, σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Στις μέρες μας, η συλλογικότητα είναι μονόδρομος, για δύο λόγους.
Πρώτον, επειδή, αντιμέτωπος κανείς μ’ αυτό το κύμα που σαρώνει τα πάντα, δύσκολα μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνος¬• πρέπει να βρεθεί με άλλους και άλλες, να επανεφεύρει συλλογικότητες, κοινές αξίες, κοινότητες, πεδία αντίστασης και δημιουργίας, δίκτυα αλληλοστήριξης, υλικά και ψυχολογικά. Όλα αυτά δεν είναι άλλοθι ή ρεφορμιστικό καλλυντικό της υπάρχουσας κατάστασης• αποτελούν τους αναγκαίους όρους για να μπορέσουμε να αναπνεύσουμε, να κρατηθούμε πολιτικά ζωντανοί και να ανασυνταχτούμε. Όπως έγραφε και ο Νικόλας Σεβαστάκης, σε αυτές τις σελίδες, στις 4 Δεκεμβρίου: «Η ελάφρυνση των κοινωνικών δεινών μέσα από την οργάνωση της αυτοάμυνας όσων πλήττονται, μέσα από πολιτικές της αλληλεγγύης δεν είναι παραίτηση από την πολιτική ούτε αφελής και στρεψόδικος εναλλακτισμός. Συνιστά τη μοναδική δυνατότητα για να κρατηθεί ζωντανή η αυτοπεποίθηση των ανθρώπων, για να μην παραδοθεί όλη η κοινωνία στον νόμο της κατάθλιψης και της συναισθηματικής αγανάκτησης στα καφενεία και στα διαδίκτυα». Ήδη, δειλά ίσως αλλά σε βαθμό πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα, ξεπηδούν τέτοιες πρωτοβουλίες: από τα ταμεία αλληλοβοήθειας στους απεργούς της Χαλυβουργικής, του Alter και της Ελευθεροτυπίας, μέχρι τις συλλογικές κουζίνες, τα κοινωνικά ιατρεία, τα χαριστικά παζάρια και τα δίκτυα ανταλλαγών.
Δεύτερον, επειδή κάθε μέρα γίνεται ολοένα και πιο βέβαιο ότι τα πράγματα θα επιδεινώνονται διαρκώς, θα ακολουθήσει το Μνημόνιο 3, 4, 5…, σε μια καθοδική πορεία χωρίς τελειωμό. Και, καθώς τα πράγματα δεν θα φτιάξουν από μόνα τους, ούτε μπορεί να εναποθέσει κανείς τις ελπίδες του στους ηγέτες που κυβερνούν ή κάποιον από μηχανής «Θεό της Ελλάδος», η συλλογική σκέψη και δράση μοιάζει η μόνη διέξοδος. Δεν ξέρουμε τι θα κάνουμε μετά, δεν έχουμε το σχέδιο• πρέπει, όμως, επί ποινή προσωπικού και συλλογικού αφανισμού, να το βρούμε, να το φτιάξουμε• εμείς. Γιατί, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν το έχει κανείς έτοιμο, να μας το προσφέρει, να το αδράξουμε ή να προσδεθούμε σ’ αυτό. Η αντίσταση και η διαμαρτυρία είναι το πρώτο, εκ των ων ουκ άνευ, βήμα σ’ αυτή τη διαδρομή. Οπότε, σήμερα, περισσότερο από ποτέ, όλοι και όλες στους δρόμους και στις πλατείες, να διαδηλώσουμε την αντίθεσή μας, με κάθε τρόπο, με όποιο τρόπο έχει ο καθένας: μετέχοντας στις πορείες και τις διαμαρτυρίες, οργανώνοντας δράσεις στις γειτονιές, κρεμώντας μαύρες σημαίες, πανιά και πανώ στα κτίρια, μαζεύοντας υπογραφές, γράφοντας, ανάβοντας κεριά, σβήνοντας τα φώτα, κάνοντας λιτανείες, χτυπώντας τις καμπάνες, μιλώντας, φωνάζοντας και βροντοφωνάζοντας, δίνοντας τα χέρια, φτιάχνοντας ομάδες — ο καθείς και η καθεμιά με τα όπλα του. Δεν μπορώ να ξέρω τι θα έχει μεσολαβήσει από την Παρασκευή πρωί, που γράφεται αυτό το άρθρο, μέχρι τη στιγμή που το διαβάζετε. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ραντεβού, σήμερα, μεσημέρι της Κυριακής, στο Σύνταγμα.

6 σκέψεις σχετικά με το “Πολλοί μαζί• μόνο έτσι

  1. Πίνγκμπακ: Πολλοί μαζί• μόνο έτσι « //ΠαραλληλοΓράφος//

  2. Πίνγκμπακ: στα ενθέματα 12.2 « ΕΝΘΕΜΑΤΑ

  3. Η μεγαλύτερη προδοσία στη νεώτερη Ιστορία της Ελλάδας. Ποιος από τα 300 βόδια θυμήθηκε ότι σήμερα «κρεμάται επί ξύλου». Αυτοί των οπίων οι γονείς και όποιοι άλλοι προδότες συγγενείς τους εγκιβωτίωσαν στις 12/2/1945, με τη συμφωνία της Βάρκιζας, την ελεύθερη Ελλάδα; Γιατί ξεχνάμε την Ιστορία; Νομίζετε πως τώρα πια είναι αρκετά τα κεριά και τα τουίτερ; Πώς στοχάστηκαν τότε και τους άρπαξαν τα όπλα και την τιμή τους, έτσι και τώρα με την προπαγάνδα και τις μελλίρητες «ιαχές»: «σας ευχαριστούμε ΜΜΕ, γιατί χωρίς εσας δεν θα μπορούσαμε να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε…», μας άφησαν άοπλους,ανυπόδητους,γυμνούς και εξευτελισμένους, όπως τότε να σφουγγίζουμε με την άκρη του μανικιού το κρυφό δάκρυ.Που είστε Στρατή,Αντώνη,Βαγγέλη,Κωστή,Βασίλη και όλοι οι άλλοι;Πού;

  4. Στρατή, αυτό το «όλοι μαζί μπορούμε» (σε όποια παραλλαγή) με, ελαφρώς, ανατριχιάζει και μάλιστα μετά την Κυριακή, που το διαβάζω. Γιατί όλοι μαζί μπορούμε να κάνουμε μια τρύπα στο νερό (στην καλύτερη περίπτωση) ή να στρώσουμε το χαλί στον φασισμό στην χειρότερη, αν δεν έχουμε αντιληφθεί τι θέλουμε να πετύχουμε. Αν είναι να το δούμε τόσο απλοϊκά, όλοι μαζί στην δεκαετία του ’40 διώξαμε τους Γερμανούς φασίστες και ανοίξαμε τον δρόμο στους Αμερικάνους. Και έπειτα ποιος το λέει αυτό το «όλοι μαζί» και σε ποιόν; Γιατί σαν κοινωνία όλοι μαζί είμαστε θέλουμε δεν θέλουμε: όλοι μαζί μισό εκατομμύριο άνθρωποι στο Σύνταγμα κατεβήκαμε. Ιστορικής σημασίας γεγονός. Μα ποια ήταν τα πολιτικά συμφραζόμενα της εκδήλωσης; ποιες πολιτικές έκλεψαν την παράσταση. Η «νέα» πολιτική της «φωτιάς» και η υποβασταζόμενη πολιτική των παλαιών ηρωισμών. Όταν το όλοι μαζί λοιπόν υπονοεί όλα μαζί τα επιτελεία να κατεβάσουν τον κόσμο-στρατό τους υπό τις διαταγές ενός ΣΥΡΙΖΑ G2 (δεύτερης γενεάς) μου φεύγει η ελαφρά ανατριχίλα και αρχίζω να φοβάμαι σοβαρά.
    Από την άλλη μεριά όπως βλέπω από τα σχόλια αυτό το όλοι μαζί μας έστειλε να σκεφτούμε την Βάρκιζα. Πολύ σωστά, αλλά πρέπει να σκεφτούμε και το ’64 που μας πήγε (όλους μαζί) στο ’67 και το ’74 που μας πήγε (όλους μαζί) στην μεγάλη «κατάκτηση» του ’81, στον θρίαμβο του πασοκικού «σοσιαλισμού» την μάνα όλων των «κατακτήσεων» των εργαζομένων. Γιατί, νομίζω, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η ευημερία για την οποία κλαίμε σήμερα πληρώθηκε με τα δανεικά που καλούμαστε σήμερα να πληρώσουμε.
    Από την άλλη η κρίση είναι μια ευκαιρία για αναστοχασμό. Αλλά τι θα αναστοχαζόμαστε όλοι μαζί; Εδώ με πιάνει νέα ανατριχίλα. όταν μιλάμε για ατέλειωτη κάθοδο και για σειρές μνημονίων (3,4,5, …ν). καταργούμε τον ιστορικό αναστοχασμό. Η σύγκρουση της δεκαετίας του ’40 είχε ήδη κριθεί το ’42 έγινε προφανής η έκβαση (η στρατιωτική, η πολιτική αμφιβάλω αν έχει γίνει ακόμα αντιληπτή) η σημερινή σύγκρουση έχει ήδη κριθεί. Η επίθεση στην Ελλάδα, είναι το κύκνειο άσμα του Ευρωπαϊκού αυτοκρατορικού φασισμού (ένα είδος Στάλινγκραντ — μπορεί να χρειαστεί «όλοι μαζί» να φάμε ποντίκια αλλά του φασισμού δεν τέλειωσαν μόνο τα ψωμιά του τέλειωσαν και τα ποντίκια του) και από εδώ και εμπρός το πρόβλημα είναι με πόσες απώλειες θα περάσουμε τον δρόμο που μας συνδέει με το τέρμα της κρίσης.
    Ωραία λοιπόν τα λέει ο Σεβαστάκης για την «αυτοάμυνα» και την «αλληλεγγύη» και πράγματι κανείς δεν πιστεύει πια στους «κυβερνήτες» ή στον «από μηχανής θεό της Ελλάδας» και τώρα πια «η συλλογική σκέψη και δράση μοιάζει η μόνη διέξοδος». Αλλά δυστυχώς «όλοι μαζί» πιστεύουμε σε μια από μηχανής «κυβερνώσα» αντιπολίτευση. Και από την άλλη η «κυβερνώσα» Αριστερά, απλά προσέχει μήπως το φόντο του «κυβερνητισμού» που βάζει στους ύμνους της «αυτοάμυνας» και της «αλληλεγγύης» είναι πολύ μεγάλη και αποκαλύπτει τις πραγματικές της προθέσεις.
    Ποια «αυτοάμυνα» και ποια «αλληλεγγύη» και ποια «συλλογικότητα» και ποια «συλλογική σκέψη» μπορεί να υπάρξει μέσα σ’ αυτό το όργιο των αυθεντιών της «υπαρκτής»; Μέσα σ’ αυτές τις θλιβερές τελετουργίες των μονολόγων που ψάλλονται στις λεγόμενες «ανοικτές» συνελεύσεις; Μέσα στην τρομοκρατία των «οπαδών» όπου κανείς δεν τολμάει να «θίξει» τους σεσημασμένους «θεούς» των «συνιστωσών» χωρίς να υποστεί την χυδαία επίθεση των «μου αρέσει» της κάθε αυθεντίας;
    Φλυάρησα αγαπητέ Στρατή, και με συμπαθάς, αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα, σ’ αυτό το κύμα των «πρωτοβουλιών» για την «ανακάλυψη» νέων συλλογικοτήτων όταν προκύπτουν από την διαπίστωση των αυθεντιών των παλιών ότι αυτές που μας ταλαιπώρησαν όλους μαζί τις τελευταίες 6 δεκαετίες ότι τα «μαγαζιά» τους δεν έχουν πια πελάτες. Βεβαίως το πρόβλημα είναι ιστορικό και θα το λύσει η ιστορία (ήδη η απότομη στροφή στις νέες συλλογικότητες κλπ. δείχνει ότι η ιστορία αρχίζει να το σκέφτεται ότι αν αφήσει τους παλιούς στην θέση τους θα την ξεφτιλίσουν) αλλά εγώ φοβάμαι ότι πρέπει και ως άτομα να κάνουμε κάτι πολιτικό γιατί αλλιώς δεν θα την βγάλουμε καθαρή.
    Και μια που το μέλλον είναι της μόδας ας τελειώσω μ’ αυτό που λέει ο Μαγιακόφσκι στην διακήρυξη των φουτουριστών, «αν δεν ξεχάσουμε την πρώτη μας αγάπη δεν θα γνωρίσουμε ποτέ την τελευταία».

Σχολιάστε