Στο φύλλο της 5ης Φεβρουαρίου

Standard

Έργο της Τζένιφερ Ουίλσον

Tο εκβιαστικό δίλημμα των τελεσιγράφων: Νίκος Σαραντάκος

Η Δημοκρατία με τα μάτια του… έρωτα: Σία Αναγνωστοπούλου

Οι ΗΠΑ του Ψυχρού Πολέμου και η σημερινή Γουατεμάλα: Μαρίνα Δημητριάδου

Ο ελληνικός Εμφύλιος στην οθόνη: Μαρία Κομνηνού, Ιωάννα Παπαθανασίου

Εμμονές και σιωπές στη στρατηγική εξόδου από το ευρώ: Ευκλείδης Τσακαλώτος

«Σκυλεύεται» η ιστορία; Παναγιώτης Νούτσος

Εθνική προτίμηση και αγορά εργασίας, 1890-1922: Νίκος Ποταμιάνος

Γιατί μας αφορούν ακόμα τα αγγελοπουλικά τοπία: Ελένη Κούκη

Το εκβιαστικό δίλημμα των τελεσιγράφων

Standard

 

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Κώστας Μπαλάφας, «Στο δρόμο για τα χειμαδιά, Πίνδος 1959» (από το ημερολόγιο 2012 του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ με τίτλο «Κώστας Μπαλάφας. Η άλλη Ελλάδα»)

Τις τελευταίες μέρες διαβάζουμε παντού για τελεσίγραφα των εταίρων μας, για εκβιασμούς της τρόικας, για σκληρά διλήμματα, οπότε σκέφτηκα να φτιάξω έναν (κάπως τεχνητό, είναι η αλήθεια) τίτλο με τις τρεις λέξεις που θα δούμε στο σημερινό σημείωμα, λέξεις που έχουν σαν κοινό τους χαρακτηριστικό ότι κάποιος καλείται να αποφασίσει υπό συνθήκες πίεσης ανάμεσα σε δύο επιλογές.
Το δίλημμα φυσικά μπορεί να είναι και ανώδυνο, να μην υπάρχουν συνθήκες πίεσης, όπως όταν κάποιος έχει να διαλέξει αν θα πάει διακοπές στο βουνό ή στη θάλασσα, αλλά συνήθως η λέξη χρησιμοποιείται όταν οι εναλλακτικές επιλογές έχουν και οι δυο κάποιο κόστος, συχνά δυσβάσταχτο, σαν τον εργαζόμενο που αντιμετωπίζει το δίλημμα αν θα προδώσει τους συναδέλφους του ή θα χάσει τη δουλειά του.
Η λέξη δίλημμα είναι βέβαια παλιά, αλλά όχι τόσο αρχαία όσο φαίνεται• δεν ανήκει στην κλασική αρχαιότητα, αλλά στην ύστερη ελληνιστική εποχή, στον 5ο αιώνα μ.Χ. Προηγουμένως υπήρχε το ουσιαστικό το διλήμματον, από το λήμμα, με τη σημασία της λογικής πρότασης. Ο όρος πέρασε στα λατινικά ως dilemma και από εκεί στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, αρχικά στη φιλοσοφία και μετά σε καθημερινές χρήσεις. Συνέχεια ανάγνωσης

Η Δημοκρατία με τα μάτια του… έρωτα

Standard

της Σίας Αναγνωστοπούλου

Ανιόλο Μπροντζίνο, «Αλληγορία του χρόνου» (λεπτομέρεια), 1545

Το 2011 ήταν μια πολύ σκληρή χρονιά για την Ελλάδα. Η οικονομική διάλυση της κοινωνίας είναι η ορατή πλευρά μιας καταστροφής, οι αθέατες όψεις της οποίας, πολιτικές και πολιτισμικές, είναι εξίσου οδυνηρές, αν και πιο μακρόσυρτες ή αδιαφανείς ακόμη. Κι όμως, αυτή τη χρονιά, στην οποία δοκιμάστηκαν και εξακολουθούν να δοκιμάζονται (για πόσο ακόμη, ένας Θεός ξέρει) άνθρωποι, θεσμοί, κατακτήσεις δεκαετιών, και εν τέλει η ίδια η δημοκρατία, υπήρξε μια σημαντική και σε βάθος χρόνου αντίσταση. Στα τέλη του 2011 με αρχές 2012 –την εποχή δηλαδή που κάποιοι διανοούμενοι έτειναν χείρα σωτηρίας σε υπουργούς που ευθύνονται άμεσα για τη διάλυση των θεσμών, μαθαίνοντάς μας ότι η υποταγή μας είναι το καλύτερο μέσον για τη δική τους επιβίωση– κάποιοι άλλοι διανοούμενοι εξέδιδαν βιβλία. Κάποιοι άλλοι λοιπόν κόπιαζαν, προσφέροντάς μας εργαλεία για να ξαναθυμηθούμε ότι η σθεναρή και μακροχρόνια αντίσταση χρειάζεται ρίζες, σκέψη σοβαρή και βαθιά. Ανάμεσα στα σημαντικά βιβλία που βρέθηκαν στα χέρια μου, όπως του Αντώνη Λιάκου και του Γιώργου Γιαννουλόπουλου, και τα οποία δεν είχα ακόμη το χρόνο να διαβάσω (ο όγκος αλλά και η πυκνότητα των ιδεών τους δεν προσφέρονται για γρήγορες αναγνώσεις), έπεσε κι ένα μικρό βιβλιαράκι — ευκολοδιάβαστο αλλά όχι εύκολο, ευχάριστο αλλά πολύ σοβαρό: Έρωτας και τιμωρία στην Ελλάδα. Σύντομη ιστορική εισαγωγή του Νίκου Παρασκευόπουλου (εκδ. Σαββάλας), μόλις 100 σελίδες μικρού σχήματος.
Ο συγγραφέας μιλά για τη δημοκρατία, την ελευθερία, τις κοινωνικές και πολιτικές νοοτροπίες, τις ανθρώπινες συμπεριφορές, με τα μάτια ενός λίγο απροσδόκητου «συντρόφου»: του έρωτα. Ποινικολόγος ο Παρασκευόπουλος, εξοπλισμένος όπως πάντα στις μελέτες του όχι μόνο με τα σίγουρα εργαλεία της επιστήμης του, αλλά και με κοινωνιολογικές, ανθρωπολογικές, φιλοσοφικές και ιστορικές αποσκευές, ανιχνεύει μέσω του δικαιικού συστήματος τη σχέση συγκεκριμένων «ερωτικών συμπεριφορών με τις βαθιές δομές της συλλογικά οργανωμένης εξουσίας». Συνέχεια ανάγνωσης

Οι ΗΠΑ του Ψυχρού Πολέμου και η σημερινή Γουατεμάλα

Standard

To πρόσωπο που ταυτίζεται με τον νυν πρόεδρο της Γουατεμάλας στο ντοκιμαντέρ του Mikeal Wahlforss. Στο πρωτότυπο δεν αναφέρεται το όνομα του εικονιζόμενου.

της Μαρίνας Δημητριάδου

Πόλη του Μεξικού, 2.2.2012. Πριν από δύο βδομάδες, στις 14 Ιανουαρίου, ανέλαβε καθήκοντα ο νέος πρόεδρος της Γουατεμάλας, Όττο Πέρες Μολίνα, για να γίνει ο πρώτος πρώην στρατηγός που ανέρχεται στην εξουσία από το 1996 που έληξε ο 36ετής εμφύλιος πόλεμος. Ο νέος πρόεδρος, επικεφαλής και ιδρυτής του Πατριωτικού Κόμματος, επικράτησε στο δεύτερο γύρο των εκλογών για την προεδρία επί του δικηγόρου και επιχειρηματία Μανουέλ Μπαλντισόν, επικεφαλής και ιδρυτή του, επίσης δεξιού, κόμματος της Ανανεωμένης Δημοκρατικής Ελευθερίας.
Η Σάντρα Τόρρες, πρώην σύζυγος του απελθόντος προέδρου Άλβαρο Κολόμ Καμπαγιέρος, του κεντροαριστερού κόμματος Εθνική Ενότητα για την Ελπίδα, υποψήφια για την προεδρία υποστηριζόμενη από το ίδιο κόμμα και ιδιαίτερα δημοφιλής στις σφυγμομετρήσεις, είχε ήδη αποκλειστεί από τις εκλογές, αποκλείοντας παράλληλα μια δεύτερη εξαετία του κεντροαριστερού κόμματος στην εξουσία. Σύμφωνα με το σύνταγμα της Γουατεμάλας, υποψήφιοι για την προεδρία δεν μπορούν να είναι σύζυγοι ή συγγενείς νυν προέδρων. Το προεδρικό ζευγάρι είχε πάρει διαζύγιο λίγους μήνες πριν την ανακοίνωση της υποψηφιότητας της Τόρρες, ωστόσο το Ανώτατο Εκλογικό Δικαστήριο έκανε αποδεκτή την ένσταση των αντίπαλων κομμάτων, παρό,τι το διαζύγιο είχε αναγνωριστεί ως έγκυρο. Συνέχεια ανάγνωσης

Ο ελληνικός Eμφύλιος στην οθόνη

Standard

της Μαρίας Κομνηνού και της Ιωάννας Παπαθανασίου

Το εκτενές αφιέρωμα Ο ελληνικός Eμφύλιος στην οθόνη (που οργανώνει η Ταινιοθήκη της Ελλάδος, σε συνεργασία με τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) και το Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (ΕΜΜΕ) του Πανεπιστημίου Αθηνών) πραγματοποιείται για πρώτη φορά στη χώρα μας, επιχειρώντας να καλύψει ένα κενό. Φιλοδοξεί σε μια ολοκληρωμένη και καθόλα αντιπροσωπευτική παρουσίαση των κινηματογραφικών εγγραφών που σήμερα διαθέτουμε για τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο. Έχοντας ως αφετηρία τις αρχικές καταγραφές, που προώθησε την εποχή της σύγκρουσης, με τη μορφή επικαίρων και μικρών ενημερωτικών ταινιών, η προπαγάνδα των δύο αντίπαλων στρατοπέδων, το αφιέρωμα εκτείνεται στην επισκόπηση της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής επί έξι και πλέον δεκαετίες. Αποσκοπεί έτσι σε μια νέα ανάγνωση των τρόπων με τους οποίους ο ελληνικός κινηματογράφος ενσωμάτωσε και διαπραγματεύτηκε την εμφύλια σύγκρουση, χρησιμοποιώντας άλλοτε τη μυθοπλασία και άλλοτε, όπως τα τελευταία κυρίως χρόνια, το δημιουργικό ντοκιμαντέρ.

Συνδεδεμένος με το τραύμα και τις απαγορεύσεις, που τον συνόδευσαν από την αρχή, αλλά και παίζοντας με τις σιωπές, ο εμφύλιος πόλεμος δεν καθιερώθηκε ως ιδιαίτερα πρόσφορο πεδίο για τη μεγάλη οθόνη. Η πρώτη ταινία που υπαινίσσεται την εμφύλια διαμάχη, οι Παράνομοι, γυρίζεται το 1958 και απαγορεύεται  σε τρεις μέρες από την λογοκρισία. Αν η άρση των απαγορεύσεων το 1974 συντέλεσε στην οριστική ένταξή του στη θεματολογία του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, δεν έλειψαν, ωστόσο, από νωρίς οι σχετικές αναφορές. Με τη μορφή συνδηλωτικών σχολίων ο εμφύλιος πόλεμος εισήλθε δια της τεθλασμένης στο κινηματογραφικό προσκήνιο στα σκοτεινά μετεμφυλιακά χρόνια, πριν τροφοδοτήσει τις ιδεολογικές συντεταγμένες της κινηματογραφικής παραγωγής στα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας. Στη συνέχεια, οι κοινωνικές επιπτώσεις του –ένας πόλεμος χωρίς πόλεμο– και οι μνήμες θα απορροφήσουν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της νέας γενιάς σκηνοθετών που στη συντριπτική πλειοψηφία τους δεν αρνήθηκαν τις ιδεολογικές τους συγγένειες με την Αριστερά. Συνέχεια ανάγνωσης

«Σκυλεύεται» η ιστορία;

Standard

του Παναγιώτη Νούτσου

Διονύσιος ο Φιλόσοφος

Παρακολουθώ, όσο γίνεται από κοντά, τη διακίνηση των ιδεών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και όχι μόνο. Κάποτε δείχνω ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το τι συμβαίνει στις γειτονικές. Και σ’ αυτές τι ερωτάται; Γιατί απουσιάζει από τα σχολικά εγχειρίδια της χώρας του η «εξέγερση» του Στάροβου (1711), με αυτονόητη την προϋπόθεση ότι «παρότι τοπικό» γεγονός –σε ό,τι «αφορά τη γεωγραφική του τοποθέτηση σε σχέση με το κέντρο της οθωμανικής εξουσίας»– «σχετίζεται άμεσα με την pax ottomana».
Αν όμως συνεχίσω έτσι με τα απανωτά realia της «αφήγησης», ίσως αυτά να εμφανίζονται άκρως ανιαρά για το νοηματικό μας φακό. Για τούτο ας μου επιτραπεί να επιστρέψω –mutatis mutandis– σε ένα αρκετά ομόλογο «γεγονός» της εγχώριας ιστορίας. Ας υποτεθεί, λοιπόν, ότι μετακινούμαστε από το Στάροβο στα Ιωάννινα, 300 χιλιόμετρα νοτιότερα και εκατό χρόνια νωρίτερα. Πώς θα ήταν στα καθ’ ημάς το ερώτημα: γιατί «αποσιωπάται» από τα σχολικά εγχειρίδια, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η «εξέγερση του 1611 στην Ήπειρο». Ειδικότερα, αυτό το κοφτό «αποσιωπάται» διανθίζεται από εκφράσεις του τύπου: «εξορία», «δεν χωράει», «δεν φτάνει στις σελίδες», «κόβεται», «αγνοείται», «θα παραληφθεί» [= «παραλειφθεί»], «λογοκρίνεται», «δεν διδάσκεται», «δεν έχει αφηγηματική αξία»,  «είναι σαν να μην υπάρχει» και «αποσιωπάται τελείως» ως «θύμα ιδεολογικών σκοπιμοτήτων». Τούτο, ως προς τον χρονικό ορίζοντα αυτής της «απουσίας», συντίθεται με το αφοπλιστικό επίρρημα «διαχρονικά» (έως πού τάχα εκτείνεται η «longitudinal» έρευνα;) Συνέχεια ανάγνωσης

Εμμονές και σιωπές στη στρατηγική της εξόδου από το ευρώ

Standard

του Ευκλείδη Τσακαλώτου

Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας, "Δύο φίλες"

Η στρατηγική της εξόδου από το ευρώ είναι μια αντίληψη που συζητιέται αρκετά, τον τελευταίο καιρό, σε διάφορους κύκλους, στο πλαίσιο της Αριστεράς, και όχι μόνο. Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης έχει κάνει σημαία του τη στρατηγική αυτή. Μαζί με τη στάση πληρωμών, παρουσιάζεται ως η απόλυτα αναγκαία προϋπόθεση για την έξοδο από την κρίση, την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας και την αλλαγή της πολιτικής ατζέντας. Στο άρθρο του «Η δικτατορία του ευρώ» (στην ιστοσελίδα «Ίσκρα», 6.1.12: http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=6124:diktatoria-tou-euro&catid=73:dr-apergies&Itemid=280), δεν εμπλέκεται με άλλες θεωρήσεις της Αριστεράς, ούτε απαντά σε κάποιες, έστω, κριτικές που έχει δεχτεί η συγκεκριμένη στρατηγική. Η παρουσίαση έχει σχεδόν μαθηματικό χαρακτήρα, σαν να μιλάμε για νομοτέλειες που θα μπορούσαν να καταγραφούν με μορφή εξισώσεων. Μέσα από το ευρώ δεν υπάρχει διέξοδος — τελεία και παύλα. Δεν υπάρχει χώρος, σε αυτήν, για μια συγκριτική ανάλυση του στυλ, λ.χ., η στρατηγική του κόμματός μου έχει αυτά τα οφέλη (δυνατότητες) και αυτό το κόστος (κινδύνους), αλλά εκείνο που προτείνω έχει λιγότερο κόστος και μεγαλύτερο όφελος (ανοίγει μεγαλύτερους δρόμους). Μ’ αυτό τον τρόπο όμως δεν αναζητά κοινούς τόπους με άλλες προσεγγίσεις, για συνθέσεις ή συγκερασμούς. Συνέχεια ανάγνωσης

Εθνική προτίμηση και αγορά εργασίας, 1890-1922

Standard

του Νίκου Ποταμιάνου

 

Κυκλοφορεί αυτές τις μέρες, από τις εκδόσεις Μέλισσα σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη,  το 55ο τεύχος του περιοδικού Τα Ιστορικά (διεύθυνση: Σπύρος Ι. Ασδραχάς,  Άγγελος Δεληβορριάς, Βασίλης Παναγιωτόπουλος). Από το πλούσιο και πολυθεματικό τεύχος, προδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα (χωρίς τις υποσημειώσεις) της μελέτης του ιστορικού Ν. Ποταμιάνου «“Ντόπιο πράμα!” Το αίτημα εθνικής προτίμησης και οι στρατηγικές ελέγχου της αγοράς εργασίας από τις εργατικές συλλογικότητες: Αθήνα και Πειραιάς 1890-1922».

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Εργατική διαδήλωση, Αθήνα, δεκαετία του 1920

Διαδεδομένες ήταν οι πρακτικές αποκλεισμού και περιχαράκωσης που στρέφονταν ενάντια στους πρόσφυγες ή περιφρουρούσαν τοπικά «μονοπώλια» συντοπιτών, μελών σωματείων ή άλλων κατηγοριών εργατών στην απασχόληση σε συγκεκριμένους εργασιακούς χώρους. Το ενδιαφέρον είναι ότι η ανάπτυξη τέτοιων πρακτικών από σωματεία και άτυπες εργατικές συλλογικότητες συμβάδιζε (και από μιαν άποψη αποτελούσε κομμάτι τους) με τις τάσεις συγκρότησης της εργατικής τάξης, των οποίων ορόσημο υπήρξε η ίδρυση της ΓΣΕΕ το 1918. Αυτό αποτελεί παράδοξο μόνο για μια εξιδανικευμένη αντίληψη της τάξης, την οποία δεν θα έπρεπε να συμμερίζονται οι ιστορικοί: έχουν αναδειχθεί επανειλημμένα οι αποκλεισμοί όπως και οι ιεραρχίες στο εσωτερικό των τάξεων, στη βάση του φύλου, της εθνότητας ή των επιπέδων ειδίκευσης.
Η διαλεκτική ανάμεσα στην ταξική συγκρότηση (που εξ ορισμού σήμαινε διεύρυνση της κοινότητας αλληλεγγύης) και στους αποκλεισμούς και παρτικουλαρισμούς εμφανίζεται χαρακτηριστικά το καλοκαίρι του 1916, όταν έληξε η επιστράτευση: το αίτημα που έκαναν σημαία τους τα Εργατικά Κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά, να ξαναπροσληφθούν στις δουλειές τους οι εργάτες που απολύονταν από τον στρατό, συνέβαλε στην ενοποίηση (και από μια άποψη και στον μετριασμό των αποκλεισμών), καθώς αφορούσε όλους τους χώρους εργασίας, προωθούσε μια κοινή εργατική ταυτότητα και αναδείκνυε το δικαίωμα στη δουλειά σ’ ένα επίπεδο γενικό και όχι συνδεδεμένο με συγκεκριμένες κοινότητες ή δικαιώματα. εκ των πραγμάτων όμως η διεκδίκηση δεν απευθυνόταν μόνο στην εργοδοσία, αλλά στρεφόταν και ενάντια σε όσους είχαν πάρει τη θέση των επιστράτων: πρόσφυγες, εσωτερικούς μετανάστες, γυναίκες και εφήβους. Συνέχεια ανάγνωσης

Γιατί μας αφορούν ακόμη τα «αγγελοπουλικά τοπία»

Standard

της Ελένης Κούκη

Υπάρχει μια σκηνή στις Μέρες το

Από τα γυρίσματατα του "Θιάσου"

υ ’36 που δείχνει μια επίσημη τελετή θεμελίωσης κάποιου αθλητικού κέντρου. Σε ένα πλάτωμα, μέσα στα χώματα και τις πέτρες, έχει στηθεί μια εξέδρα με σημαιάκια και κλαδιά από φοίνικες. Νεαρές κοπέλες με φτηνές αποκριάτικες χλαμύδες πλαισιώνουν τους επισήμους, ενώ ως ακροατές στέκεται μια ομάδα νεαρών με αθλητική περιβολή και στρατιωτικό παράστημα. Ένας από αυτούς, μάλιστα, θα εκφωνήσει και τον όρκο της τελετής σε ακαταλαβίστικα αρχαία που ηχούν τόσο σουρεαλιστικά, όσο σουρεαλιστική προβάλλει και η εξέδρα της τελετής στη μέση της αλάνας.

Από τα γυρίσματα του "Μεγαλέξανδρου"

Η σκηνή, φυσικά, δεν χρησιμεύει στην εξέλιξη της πλοκής, αλλά λειτουργεί ως ένα σχόλιο όχι τόσο για τη δικτατορία του Μεταξά, όσο για τη Χούντα. Την εποχή εξάλλου που προβάλλεται η ταινία, το 1972, ο Ασλανίδης έχει σπείρει δεκάδες θεμέλιους λίθους για γήπεδα σε ολόκληρη τη χώρα. Το πιο εκλεπτυσμένο υπονοούμενο, όμως, ίσως να κρύβεται στην επιλογή του τόπου που επιλέχτηκε για να γυριστεί η σκηνή. Προς το τέλος της τελετής, ο φακός απομακρύνεται από την εξέδρα, ανοίγει και αποκαλύπτει ότι η αλάνα βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου της Αττικής που δεσπόζει στον ορίζοντα της πόλης, όπως ακριβώς επρόκειτο να δεσπόζει και το «Τάμα», σαν νέα Ακρόπολη, το μεγαλύτερο μνημείο που σχεδίασε η Χούντα, αν και δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει. Συνέχεια ανάγνωσης