Αριστερά και πολιτικός φιλελευθερισμός

Standard

του Στέφανου Δημητρίου

 

Έργο του Βίκτορ Μπαρτ, 1910

Η συνάφεια ανάμεσα στην Αριστερά και στον πολιτικό φιλελευθερισμό αρχικώς μπορεί να φαίνεται παράδοξη. Ωστόσο, μπορούμε να άρουμε την αμηχανία που προκαλεί η υποστήριξη αυτής της συνάφειας, όχι μόνο στην Αριστερά αλλά και σε όσους αναφέρονται μονομερώς στον πολιτικό φιλελευθερισμό, όταν, αποπειρώμενοι να προσδιορίσουμε τον όρο «δημοκρατικός σοσιαλισμός», βλέπουμε ότι δυσκολευόμαστε να αποσαφηνίσουμε τον συγκεκριμένο επιθετικό προσδιορισμό του σοσιαλισμού. Μπορούμε να το θέσουμε και διαφορετικά: ο δημοκρατικός σοσιαλισμός δεν μπορεί πλέον να προσδιορίζεται σε αντιδιαστολή και αντιπαράθεση με τον καταρρεύσαντα ολοκληρωτικό, υπαρκτό σοσιαλισμό. Χρειάζεται ο θετικός προσδιορισμός του και προϋπόθεση, για να διατυπωθεί εναργώς και να αποδοθεί τέτοιος προσδιορισμός, είναι η αποσαφήνιση της δημοκρατικότητας του σοσιαλισμού. Με ποια σημασία της δημοκρατίας, άρα και σύμφωνα με ποια θεωρία της δημοκρατίας, είναι δημοκρατικός ο δημοκρατικός σοσιαλισμός και το μεταρρυθμιστικό του περιεχόμενο;

Χρειαζόμαστε, σήμερα, μια κανονιστική θεωρία της δημοκρατίας;

Το παραπάνω πρόβλημα οδηγεί στην αναζήτηση των όρων που καθιστούν διακριβώσιμη τη συνάφεια ανάμεσα στην Αριστερά και τον πολιτικό φιλελευθερισμό, αλλά και στον εντοπισμό των ορίων που διασώζουν τα διαφοροποιητικά τους γνωρίσματα. Ο εντοπισμός και των δύο εξαρτάται από το καθεστώς της σχέσης ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα. Η σύνδεση ή, ακριβέστερα, η συνάφεια ανάμεσα στη σοσιαλιστική και τη φιλελεύθερη παράδοση εξαρτάται από το αν αποτελεί θεωρητικό ζητούμενο και πολιτική διακύβευση η ισόρροπη σχέση ανάμεσα στις δύο αυτές αρχές. Η αναφορά στη φιλελεύθερη παράδοση, που μας ενδιαφέρει, δεν περιλαμβάνει τον οικονομικό φιλελευθερισμό ή αλλιώς νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος αντιμάχεται τις αξίες του κλασικού πολιτικού φιλελευθερισμού και αποσυνδέει την πολιτική από την οικονομία, ενώ, παραλλήλως, αναγνωρίζει ως αποκλειστικό προσδιοριστικό γνώρισμα της έννοιας «ελευθερία» την παντελή απουσία πολιτικών ρυθμίσεων της οικονομικής δραστηριότητας.

Η σχέση ελευθερίας και ισότητας ιστορικώς απετέλεσε το βασικό κριτήριο διάκρισης, εφόσον μάλιστα προαπαιτείται για τη διατύπωση και την αντιμετώπιση του προβλήματος περί το πώς είναι δυνατό – εάν πράγματι είναι (σε επίπεδο του θεωρητικού προβληματισμού δεν πρέπει να φοβόμαστε την αναμέτρηση με τέτοια προβλήματα) – να εξασφαλίσουμε την αναγκαία, για τις μεταρρυθμιστικές και στρατηγικού χαρακτήρα χειραφεσιακές σκοπεύσεις, συμβατότητα δικαιοσύνης και ελευθερίας. Είναι δηλαδή αναπόφευκτος ο περιορισμός της ελευθερίας, προκειμένου να επιτευχθεί η κοινωνική δικαιοσύνη; Θα πρέπει αναποδράστως να μειώσουμε το εύρος της δικαιοσύνης και του πολιτικού χαρακτήρα των δικαιωμάτων, προκειμένου να μην υποστεί περιορισμούς η αρχή της ελευθερίας;

Ο σοσιαλισμός και ο πολιτικός φιλελευθερισμός είναι επίγονοι της παράδοσης του Διαφωτισμού. Μπορεί αυτό να μην αρκεί για την κατάδειξη της υποστηριζόμενης συνάφειάς τους, είναι όμως αφετηρία για την αναζήτησή της, καθώς και για την αναζήτηση μιας κανονιστικής θεωρίας για τη δημοκρατία, εφόσον μάλιστα αυτή είναι αναγκαία όχι μόνο για τον επείγοντα προσδιορισμό του όρου «δημοκρατικός», ως προς τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, αλλά και για την αντιμετώπιση προβλημάτων που αφορούν την ποιότητα αλλά και τη λειτουργία της δημοκρατίας, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το τελευταίο συνδέεται αρραγώς με την στρατηγική επιδίωξη της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης, καθώς και με τη, συνταγματικού κύρους, θεσμική αποκρυστάλλωση αυτής της ενοποίησης, όπως επίσης και με την εναργή αποτύπωση αυτού του στρατηγικού στόχου στον ιδεολογικό και πολιτικό λόγο της ανανεωτικής Αριστεράς. Η αποτύπωση είναι διακριτή, αλλά το προς διερεύνηση ζήτημα είναι η δικαιολογητική της στήριξη, βάσει μιας επεξεργασμένης προβληματικής για τη δημοκρατία, άρα για τη σχέση δημοκρατίας και δικαιωμάτων, δηλαδή φιλελευθερισμού και δημοκρατίας.

Τώρα μπορούμε να αποσαφηνίσουμε τη σημασία του πολιτικού φιλελευθερισμού, μέσα από τη σχέση του με τη δημοκρατία. Για να είναι απρόσκοπτη η εννοιολογική αποσαφήνιση, είναι καλό να ξεκινήσουμε από το βασικό πρόβλημα, διατυπωμένο σε απορητική μορφή: Γνωρίζουμε – και μάλιστα είναι και ιστορικώς εγνωσμένοι – οι λόγοι για τους οποίους η δημοκρατία, με το εξισωτικό της περιεχόμενο και τη διαρκή στόχευση του στόχου της δικαιοσύνης, χρειάζεται τον φιλελευθερισμό. Έχουμε δει τις ιστορικές εκφράσεις του αντιθέτου. Γνωρίζουμε πού και πώς κατέληξε – και, μάλιστα, η διατύπωση αυτού του προβλήματος αποτελεί απάντηση και στο ερώτημα περί το γιατί κατέληξε με αυτόν τον τρόπο –το εγχείρημα για δικαιοσύνη και ισότητα. Η άλλη όψη του προβλήματος, όμως, περιγράφεται με το ακόλουθο ερώτημα: Χρειάζεται και ο φιλελευθερισμός τη δημοκρατία;

Οι ρεπουμπλικανικές αρχές και η σχέση θεωρίας των δικαιωμάτων και θεωρίας της δημοκρατίας: γιατί να επιμένουμε στον δημοκρατικό σοσιαλισμό;

Η συνηγορία υπέρ της συνάφειας ανάμεσα στην Αριστερά και τον πολιτικό φιλελευθερισμό είναι σημαντική και σε σχέση με την ενεστώσα κρίση της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αλλά και με την αμφισβήτησή της καθεαυτήν, εφόσον, δογματικώς, αλλά και συχνά δολίως, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία εκλαμβάνεται ως θύλακος στον οποίον εκκολάπτεται η διαφθορά του πολιτικού συστήματος και των λειτουργών του, πολλώ δε μάλλον των υπαλλήλων του, ή, ακόμη χειρότερα, αναγνωρίζεται αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία και την κρίση της ίδια της κοινωνίας και του πολιτικού της συστήματος.

Η Αριστερά –και εννοείται ότι αναφερόμαστε στην ανανεωτική Αριστερά– πρέπει να στρατευθεί στην υπεράσπιση των αξιακών αρχών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η παράδοση του ΕΑΜ και της ΕΔΑ είναι παράδοση για τη θεμελίωση, στην πρώτη περίπτωση, ρεπουμπλικανικών αρχών, που αναδεικνύουν την αρετή της γενικευμένης πολιτικής συμμετοχής μέσα από την καθίδρυση θεσμών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (σχέδιο «Ποσειδών» και εθνοσυνέλευση των Κορυσχάδων), και υπεράσπισης της δημοκρατικής νομιμότητας, η οποία απετέλεσε εμβληματικό γνώρισμα για την ασκούμενη πολιτική αλλά και για το αλκίμαχο πολιτικό φρόνημα της ΕΔΑ, έτσι όπως την εξέφρασαν ο Ηλίας Ηλιού αλλά και ο πρόεδρός της, Γιάννης Πασαλίδης, καθώς και ο Σταύρος Ηλιόπουλος, δηλαδή η σοσιαλιστική της πτέρυγα, τουλάχιστον ως προς τους δύο τελευταίους. Το πολιτικό διάβημα του ανανεωτικού, αριστερού κινήματος εγγράφεται, άλλωστε, ιστορικώς, σε αυτήν την παράδοση.

Η σχέση αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και υπερασπιστέας δημοκρατικής νομιμότητας είναι έκγονη της μεγάλης ιστορικής παράδοσης η οποία χαρακτηρίζεται από τη θέσπιση ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, τη μετεξέλιξή τους σε πολιτικά δικαιώματα και τη διεκδίκηση της εμβάθυνσής τους σε κοινωνικά δικαιώματα. Εδώ ακριβώς είναι εντοπίσιμη η συζυγία πολιτικού φιλελευθερισμού και δημοκρατικού σοσιαλισμού, μέσα από την ισόρροπη σχέση ελευθερίας και ισότητας. Η συμφυής σχέση Διαφωτισμού και δημοκρατίας αναδεικνύει τα αξιακά γνωρίσματα της τελευταίας και επιτρέπει να κατανοήσουμε τη μετάβαση από την ατομική στη συλλογική αυτονομία και το δικαιοπολιτικό της περιεχόμενο, μέσα από την κατεξοχήν κανονιστική έννοια του πολιτικού δικαιώματος. Αυτή η μετάβαση είναι το ουσιώδες προαπαιτούμενο, για να κατανοήσουμε και την εξέλιξη από την έννοια του ατομικού δικαιώματος σε αυτήν του κοινωνικού. Ωστόσο, ο όρος «κοινωνικό δικαίωμα» δεν πρέπει να εκληφθεί ως ριζικά διαφορετικός από τις δύο βασικές κατηγορίες δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν κοινωνικά δικαιώματα που να μην είναι και ατομικά και πολιτικά. Η αναφορά σε αυτά υπαγορεύεται συχνά από τη διαρκώς εντεινόμενη κοινωνική ανισότητα και αδικία. Η σχέση όμως Αριστεράς και θεωρίας των δικαιωμάτων, ως μέρος της συζυγίας δημοκρατίας και δικαιωμάτων, η οποία συνέχει τη σχέση πολιτικού φιλελευθερισμού και δημοκρατικού σοσιαλισμού, αναδεικνύει την έννοια του πολιτικού δικαιώματος στη θέση δεσπόζουσας κανονιστικής αρχής. Το πολιτικό δικαίωμα δεν είναι απλώς περιέχον χωρίς περιεχόμενο, δηλαδή κενό νομικό κέλυφος. Είναι η κατεξοχήν συμμετοχή στην πολιτική δράση που υπερβαίνει τον αναγκαίο, αλλά στοιχειώδη ατομικό καθορισμό. Δηλαδή, τον αυτοκαθορισμό τού να είμαστε ό,τι θέλουμε και πιστεύουμε, σε κοσμοθεωρητικό και ατομικό επίπεδο. Το πολιτικό δικαίωμα είναι το αναγκαίο κατηγόρημα που αποδίδεται στο υποκείμενο «πολίτης», ιδίως εάν πρόκειται για τον αριστερό πολίτη, και συνδέεται με το μείζον ερώτημα ως προς το γιατί και σε τι χρειάζεται ο φιλελευθερισμός τη δημοκρατία. Άλλωστε μπορεί κανείς να είναι φιλελεύθερος, με τη σημασία του οικονομικού φιλελευθερισμού, δηλαδή νεοφιλελεύθερος, χωρίς να δεσμεύεται από τη δημοκρατία (π.χ. η Σχολή του Σικάγου — ο νεοφιλελευθερισμός του Φρίντμαν και η σχέση του με το καθεστώς πλήρους οικονομικής ελευθερίας, αλλά όχι και δημοκρατικών δικαιωμάτων, του Πινοσέτ). Αντιθέτως, σηματωρός για την πορεία προς την αναγκαία σχέση φιλελευθερισμού και δημοκρατίας είναι η αρχή της πολιτικής αυτονομίας ως προσωπικής αυτονομίας και το ηθικοπολιτικό έρεισμα που προσδίδει αυτή η αρχή για την έδραση των χειραφεσιακών μας διαβημάτων.

Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται, πέρα από τα προφανή κοινά γνωρίσματα, η διάκριση φιλελευθερισμού και ρεπουμπλικανισμού (ο τελευταίος επ’ ουδενί συνδέεται με την αμερικανική ρεπουμπλικανική Δεξιά του Μπους κ.λ.π.) και η σημασία της για τη σχέση φιλελευθερισμού και δημοκρατίας και, συνεπώς, για τη ζητούμενη και προς δικαιολόγηση σχέση πολιτικού φιλελευθερισμού και δημοκρατικού σοσιαλισμού. Στον φιλελευθερισμό, ο νόμος είναι περίπου αναγκαίο κακό και, ως εκ τούτου, πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο, ώστε να διασφαλίζει απλώς τη συμβατή σχέση των πεδίων της αρνητικής ελευθερίας (να είμαστε ελεύθεροι από προσκόμματα που εμποδίζουν τις ατομικές μας επιλογές εντός ενός νομικοπολιτικού πλαισίου). Ο ρεπουμπλικανισμός (από την respublica- Πολιτεία, δηλαδή την αριστοτελικών και νεορωμαϊκών καταβολών παράδοση, που κορυφώνεται στον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, χωρίς όμως να ανάγεται εκεί άνευ ετέρου) εκλαμβάνει τον νόμο ως συστατικό γνώρισμα της ελευθερίας και, μάλιστα της πολιτικής ελευθερίας. Δηλαδή, η πολιτική ελευθερία αναδεικνύεται στο κατεξοχήν υπόδειγμα ελευθερίας, ώστε να εκλαμβάνεται, εκ της εννοίας της, ως συμμετοχή στη δημόσια συνεργατική πρακτική, σε συνθήκες ακριβοδίκαιης δικαιοσύνης (status activus) και όχι ως ατομικό αρνητικό δικαίωμα με πρότυπο την αδρανή ιδιοκτησία (status negativus), όπως συμβαίνει στην περίπτωση του φιλελευθερισμού. Η ιδιοκτησία, όπως πολύ περισσότερο, τα δικαιώματα του habeas corpus, της έκφρασης, της συλλογικής δράσης (συνέρχεσθαι/συνεταιρίζεσθαι), αλλά και η ίδια η έννοια και αρχή της ιδιωτικότητας είναι εννοιολογικώς αναγκαία στοιχεία, με ισχύ προαπαιτουμένων, για τη συγκρότηση του προσώπου ως πολίτη πρωτίστως και κατ’ ανάγκην. Θα λέγαμε, δηλαδή, ότι η παράδοση του δυτικού, κριτικού μαρξισμού θα πρέπει να είναι σε διάλογο με την καντιανή και την αριστοτελική παράδοση. Η σύνθεση των δύο τελευταίων αναδεικνύει τη βαθιά σχέση δημοκρατίας και θεωρίας των δικαιωμάτων.

Η απαξίωση της δημοκρατίας από την πολιτική ηθικολογία του δεσπόζοντος νεόκοπου λαϊκισμού: Να γίνουμε ξανά αντιφρονούντες;

Τα παραπάνω αποσκοπούν στη θέση ότι ο φιλελευθερισμός μάς ενδιαφέρει μόνο ως ρεπουμπλικανισμός και ό,τι, στον φιλελευθερισμό, δεν είναι ρεπουμπλικανικό θα πρέπει να διαγραφεί από τις ηθικοπολιτικές μας επιλογές ως αντιδημοκρατικό ∙ ελευθεριακό μεν ή ελευθεριστικό, δηλαδή νεοφιλελεύθερο, αλλά και αντιδημοκρατικό, δηλαδή μακράν του πολιτικού φιλελευθερισμού, ο οποίος, χωρίς τις ρεπουμπλικανικές αρχές και αξίες, χωρίζεται από τη δημοκρατία.

Γιώργος Βακαλό, "Ταυρομάχος"

Συνεπώς, ο αυτοκαθορισμός, ως βασική υπερασπιστέα αξία και αρχή για την Αριστερά των δικαιωμάτων, είναι άξιος του ονόματός του, μόνον όταν είναι πολιτικός. Δηλαδή, μόνο όταν γνωρίζουμε ότι την εγγύηση της ελευθερίας μας δεν την οφείλουμε σε κάποιον αγαθοεργό «πατερούλη» αλλά μόνο στον νόμο που συγκαθορίζουμε επί ίσοις όροις με κάθε άλλον, σε συνθήκες ίσης ελευθερίας και αυτονομίας. Αυτές οι συνθήκες συνιστούν και τον στρατηγικό, μεταρρυθμιστικό στόχο που στοχεύουν τα πολιτικά μέσα του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Για να γίνει αυτό, η Πολιτεία θα πρέπει να είναι δημοκρατική, οπότε αναποδράστως, αλλά και συμφώνως προς τις αξιακές αρχές μας, υπερασπιζόμαστε τη δημοκρατική νομιμότητα και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αναγνωρίζοντας τους επαπειλούμενους κινδύνους που περιορίζουν τις δημοκρατικές αξίες στο ευρωπαϊκό αλλά και στο εγχώριο, εθνικό πλαίσιο (η ίδια η δημοκρατική νομιμότητα, ιδίως ως προς τη λήψη αποφάσεων που θα σφραγίσουν το μέλλον της χώρας και του λαού μας, τελεί εν κινδύνω, πλέον). Σε αυτό το πλαίσιο, αφορμώμενοι από τη βάση που δομεί η σχέση ρεπουμπλικανικού, πολιτικού φιλελευθερισμού και δημοκρατικού σοσιαλισμού, μπορούμε να σκεφθούμε, και έτσι να ενισχύσουμε και τις συναφείς πολιτικές διεκδικήσεις, ότι τα δικαιώματα είναι κατά βάση, ως προς την ουσία τους δηλαδή, πολιτικά. Το πολιτικό δικαίωμα θα αρκούσε, ώστε να περιλάβει και την έννοια του κοινωνικού δικαιώματος, αν και οι ανάγκες της πολιτικής επικοινωνίας επιβάλλουν την αναφορά στο τελευταίο, αλλά όχι αυτοτελώς. Η πολιτική χρήση, άλλωστε, του όρου «κοινωνικά δικαιώματα» γίνεται σε συνάρτηση με την έννοια και την αξία της κοινωνικής δικαιοσύνης. Για την ακρίβεια, γίνεται σε αναφορά προς την έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης και το κενό που αφήνει αυτή.

Η ρεπουμπλικανική σύζευξη δικαιωμάτων και δημοκρατίας είναι καθοριστική για κάθε πρόταγμα και πρόγραμμα χειραφέτησης και αυτονομίας, καθώς και για τις μεταρρυθμιστικές πολιτικές του αποτυπώσεις στην πραγματική, πολιτική, αυτόβουλη δράση. Η ανανεωτική Αριστερά, ως αριστερά του δημοκρατικού σοσιαλισμού, οφείλει να είναι Αριστερά της πολιτικής συμμετοχής, με τη ρεπουμπλικανική σημασία της, καθώς και της πολιτικής αυτονομίας, αλλά κυρίως των δικαιωμάτων: όλων των δικαιωμάτων και όχι μόνο των ατομικών ή των κοινωνικών ή των προλεταριακών κ.λ.π.

Έτσι μπορούμε να στηρίξουμε τη θέση, τη ρεπουμπλικανική θέση, ότι καθήκον της πολιτικής είναι η αντιμετώπιση και η διαρκώς επιδιωκόμενη άρση των ανισοτήτων και των αδικιών, οι οποίες αναφύονται μέσα από τις συνθήκες εξάρτησης, ιδίως μέσα από την αναμφίλεκτη εξάρτηση του ελληνικού κράτους και μεγάλου μέρους των πολιτών του από ομάδες συμφερόντων, εργοδοτικών και άλλων, που αναπαράγουν μορφές ανισότητας μέσα από ισχυρά δίκτυα πελατειακών σχέσεων, τα οποία αντιμάχονται την προοπτική για ένα ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος και ένα αυτοκρατές, ως προς την ανεξαρτησία του από συμφέροντα, κράτος δικαίου. Σε αυτό το πλαίσιο, δικαιολογείται, υπό αριστερό πρίσμα, η δημοκρατική ανασυγκρότηση και μεταρρύθμιση του υφιστάμενου κράτους, το οποίο, στη σημερινή μορφή του, αίρει τη συζυγία και ακυρώνει τις πολιτικές εκφράσεις δημοκρατίας και δικαιωμάτων, δηλαδή τη ρεπουμπλικανική αρχή του δημοσίου συμφέροντος κα της πολιτικής συμμετοχής που αποβλέπει στη στήριξή του, οπότε ακυρώνει και την ίδια την πολιτική ελευθερία. Η τελευταία πρέπει να είναι η απάντηση στο ερώτημα: σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία, αλλά με ποια σημασία της δημοκρατίας και με ποια έννοια της ελευθερίας; Ο ρεπουμπλικανικός, πολιτικός φιλελευθερισμός αποσαφηνίζει, όπως είδαμε, τη σημασία της δημοκρατίας και της σύμφυσής της με την ελευθερία, την ισότητα, την αυτονομία και τα δικαιώματα. Παραλλήλως, εξαίρει την ελευθερία, με τη ρεπουμπλικανική σημασία της, ως κανονιστικό γνώμονα για τη χάραξη και τη μέτρηση της πολιτικής που αναγνωρίζει ως καθήκον της την απαλοιφή της αδικίας και της ανισότητας, οι οποίες περιορίζουν ή και περιστέλλουν την ελευθερία, μέσα σε συνθήκες εξάρτησης, πολιτικής, κοινωνικής και ατομικής. Αυτός άλλωστε είναι ο γνώμονας για την αξιολογική αποτίμηση της αριστερής πολιτικής, ιδίως όταν αυτή εγγράφεται στην προοπτική του αναπροσδιορισμού, της επανοικείωσης, αλλά και της ριζοσπαστικής ανακατεύθυνσης των κλασικών αρχών της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, στο πλαίσιο της ανανεωτικής Αριστεράς. Πρόκειται για τις αρχές της κοινωνικής προστασίας, της απρόσκοπτης λειτουργίας του κράτους δικαίου, αλλά και της διασφάλισης της κοινωνικής συνοχής, μέσω ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων προς την κατεύθυνση της μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων.

Όλα αυτά μπορούν να χωρέσουν στο πολιτικό μας φρόνημα. Δεν χωρούν όμως στο δεσπόζον, μεταπολιτικό φρόνημα της αρτιγέννητης πολιτικής τάξης, που συνθλίβει την κοινωνία και με τη λαϊκιστική –πέραν του συγκροτημένου πολιτικού λόγου– ηθικολογία της, καταδολιεύει και διασύρει ως αυθαιρέτως κεκτημένα όλα όσα κατακτήθηκαν στην πορεία της πραγμάτωσης των αιτημάτων του μεταρρυθμιστικού σοσιαλιστικού κινήματος, στη μεταπολεμική Ευρώπη. Δηλαδή, όλα όσα συνδέουν τα δικαιώματα –ατομικά και πολιτικά– με τις υλικές προϋποθέσεις οι οποίες επιτρέπουν την ενάσκηση αυτών των δικαιωμάτων∙ πραγματικές προϋποθέσεις που αφορούν τα δικαιώματα πραγματικών ανθρώπων. Είναι ο νεόκοπος λαϊκισμός και η αντιφιλελεύθερη (με τη σημασία του πολιτικού φιλελευθερισμού) και αντιδημοκρατική, πολιτική ορθοφροσύνη που αναμέλπει δοξαστικούς ύμνους σε κάποια αόριστη πολιτική αριστεία, η οποία θα διαχειρίζεται εν λευκώ τον αργό θάνατο μιας ολόκληρης κοινωνίας. Αυτό είναι το αρτισύστατο, αντιδημοκρατικό φρόνημα των ημερών. Με αυτή την έννοια, είναι πράγματι σημαντικό και, κυρίως, έχει αξία να κάνουμε αυτό που επιτάσσει το δικό μας φρόνημα –το δημοκρατικό, πατριωτικό μας φρόνημα– δηλαδή να σκεφτούμε και να πράξουμε ως αντιφρονούντες.

Ο Στέφανος Δημητρίου διδάσκει πολιτική και ηθική φιλοσοφία στον Τομέα Φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

4 σκέψεις σχετικά με το “Αριστερά και πολιτικός φιλελευθερισμός

  1. Το άρθρο παρά την ενδελέχεια του προσπερνά το επίδικο των σχέσεων αριστεράς φιλελευθερισμού ,που δεν είναι ο πολιτικός φιλελευθερισμός.

    Το διατυπώνει διαγώνια ο ΣΔ και το παραβλέπει εν συνεχεία

    Αν η ιδιοκτησία είναι θεμελιακό πρόταγμα του «ρεπουμπλικανικού φιλελευθερισμού» τότε πως αυτο εξυπηρετείται εκτός «οικονομικού φιλελευθερισμού»;

    Αυτό είναι το ανοικτό θέμα.

    Στην διερεύνιση του ανοικτου θέματος, δεν συμβάλει ο αφορισμός «οκονομικός φιλελευθερισμός»= «νεοφιλελευθερισμός»= «Πινοσετ» κλπ

    Το ζήτημα είναι ότι με όρους τυπικής διαμάχης «σοσιαλιστών κεντρικου προγραμματισμού» vs «φιλελεύθεροι της αγοράς» του 30 η σύγχρονη αριστερά είναι περισσότερο «φιλελεύθερη» παρά «σοσιαλιστική» , αλλά το αποδέχεται μέσω αποσιωπήσεων.

    Στην κατεύθυνση αυτή το ενδελεχές κείμενο του ΣΔ , μέσω της ταυτολογιας φιλελευθερισμός= νεοφιλελευθερισμός, μεταθέτει ,σχεδόν αναβάλει , το ζήτημα.

    Ενώ ορθα διατυπώνει το σχήμα του ρεπουμπλικανικού φιλελευθερισμού, αναφύεται το φυσικό ερώτημα: ποιους και ποσους βαθμούς οικονομικής ελευθερίας αυτός εμπεριέχει έτσι ώστε να μη είναι «νεοφιλελεύθερος»;

    Η απάντηση δεν είναι απλή, και μάλλον αποτελεί το θεμελιώδες επίδικο.

    • Καταρχάς, να σας ευχαριστήσω για το ενδιαφέρον σχόλιο και τον διάλογο που ανοίγει. Θα πρέπει να διευκρινίσω το εξής: δεν υποστηρίζω ότι η ιδιοκτησία είναι το «θεμελιακό πρόταγμα του ρεπουμπλικανικού φιλελευθερισμού». Για να γίνω σαφέστερος: το πρόβλημα που προσπάθησα να θέσω είναι η σχέση φιλελευθερισμού και δημοκρατίας. Για τη μεθοδολογική αρτιότητα της πραγμάτευσή του, προσπάθησα να πάρω αυτό το πρόβλημα και να το αναγάγω στις προϋποθέσεις του. Οι τελευταίες ανευρίσκονται στον πυρήνα μιας κανονιστικής θεωρίας για τη δημοκρατία. Αυτός θα πρέπει, σύμφωνα με όσα υποστήριξα, να αποτελείται από ρεπουμπλικανικές αρχές και αξίες. Συνεπώς, θα χρειαστούμε κριτήρια για τη διακρίβωση ομοιοτήτων και διαφορών ανάμεσα στον ρεπουμπλικανισμό και τον φιλελευθερισμό. Τέτοια κριτήρια θα είναι οι έννοιες της ελευθερίας και της ισότητας. Μπορούμε δηλαδή να επιτύχουμε τον προσδιορισμό μιας έννοιας μέσα από μια άλλη, εν προκειμένω τον εννοιολογικό προσδιορισμό της ελευθερίας μέσα από την έννοια της ισότητας. Οδηγούμαστε στην πολιτική σημασία της ελευθερίας, δηλαδή στην ρεπουμπλικανική εκδοχή της. Έτσι, προσδιορίζουμε μια αρχή της ελευθερίας που δεν περιορίζεται μόνο στην απρόσκοπτη οικονομικη δραστηριότητα, όπως συμβαίνει με τον οικονομικό φιλελευθερισμό ή νεοφιλελευθερισμό, αλλά στην ευρεία και έχουσα εγγενή αξία πολιτικη συμμετοχή. Το επομενο βήμα απο αυτό το σημείο είναι ο συναφής προς αυτα προσδιορισμό του δικαιώματος. Η έννοια «δικαίωμα» αντιδιαστέλλεται προς το αρνητικό, ατομικό δικαίωμα του φιλελευθερισμού και προσδιορίζεται ως θετικό, πολιτικό δικαίωμα, όπου ο νόμος δεν υφίσταται ως αρνητικό όριο προφύλαξης της ατομικής ελευθερίας αλλά ως πεδίο ενεργού άσκησης της θετικής, πολιτικής ελευθερίας. Αυτή η ρεπουμπλικανίκή προσέγγιση ισορροπεί τη σχέση ελευθερίας και ισότητας, άρα και τη σχέση φιλελευθερισμού και δημοκρατίας. Τώρα φτάνουμ στο, κατά τη γνώμη μου, επίδικο ζήτημα, τον καθορισμό αυτής της σχέσης δηλαδή. Αν ο φιλελυεθερισμός θέλει να είναι δημοκρατικός, θα πρέπει να είναι πολιτικός και είναι τέτοιος μόνο ως συμφυής προς τις ρεπουμπλικανικές αρχές, δηλαδή ως ρεπουμπλικανικός, πολιτικός φιλελευθερισμός. Ας το δούμε και αντίστροφα: ο φιλελευθερισμός, χωρίς το δημοκρατικό, ρεπουμπλικανιό του περιεχόμενο, είναι νεοφιλελευθερισμός. Συνεπώς, δεν υποστηρίζω ότι φιλελευθερισμός=νεοφιλελευθερισμός, αλλά ότι ο φιλελευθερισμός, χωρίς δημοκρατία, είναι νεοφιλελευθερισμός. Με αυτη την έννοια και υπό το πρίσμα των αρχών που μπορούν να συγκροτήσουν κανονιστική θεωρία της δημοκρατίας, είναι δυνατός ο προσδιορισμός της σημασιακής ταυτότητας του όρου «δημοκρατικός» του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Δηλαδή, η απάντηση στο ερώτημα «ποια σημασία της δημοκρατίας και της ελευθερίας προϋποθέτει ο δημοκρατικός σοσιαλισμός;» θα είναι ο ρεπουμπλικανικός, πολιτικός φιλελευθερισμός και η πολιτική σημασία της ελευθερίας και της σύμφυσής της με την ισότητα. Το θεμελιώδες γνωρισμα δηλαδή θα είναι η πολιτική αυτονομία του ρεπουμπλικανισμού ως αξιακός αναβαθμός της προσωπικής αυτονομίας του πολιτικού φιλελευθερισμού, ώστε να είναι δυνατή η εγγύτητα με τον δημοκρατικό σοσιαλισμό και την αξία της κοινωνικής δικιαοσύνης ως προσπάθειας για τη διαρκή μείωση των κοινωνικών ανισοτήτών. Σε αυτό το πλαίσιο συμφωνώ ότι είναι βαρύνον το ερώτημά σας για τους βαθμούς οικονομικης ελευθερίας που πρέπει να περιέχει ο ρεπουμπλικανικός φιλελευθερισμός, ώστε να μη γίνει οικονομικος φιλελευθερισμός. Η απάντησή μου έχει ως εξής: πρώτον, ο ρεπουμπλικανικός φιλελευθερισμός δεν μπορεί να εξαλλαχθεί σε νεοφιλελευθεριμό η οικονομικό φιλελευθερισμό, διότι δεν εκλαμβάνει την ελευθερία ως απλό κατηγόρημα της οικονομικής ατομικής δραστηριότητας, αλλά ως πολιτική ελευθερία, οπότε δεν την συρρικνώνει στην οικονομικη σφαιρα και μονο. Η ελευθερίας είναι πρωτίστως ελευθερία της διαρκούς πολιτικής συμμετοχής. Τώρα ως προς τους βαθμούς της οικονομικής ελευθερίας. Πιστεύω ότι περιλαμβάνει μόνο τον θετικό: ελευθερία της οικονομικής δραστηριότητας σε ένα πλαισιο έλλογων, κανονιστικών ρυθμίσεων, με σκοπό τη ρύθμιση των ανισοτήτων και τη διασφάλιση της αξιακής συνοχής της ίδιας της ελευθερίας και των πολιτικών δικαιωμάτων που δεν νοουνται μονο ως ατομικά, οικονομικά, ιδιοκτησιακα δικαιώματα. Ως προς τον συγκριτικό βαθμό: είναι μικρότερος βαθμός ελευθερίας ως προς τον οικονομικό φιλελευθερισμο, αλλά μεγαλύτερο ως προς το εύρος της πολιτικής διάστασης και της σύνδεσής της με τη ζητούμενη πολιτικη αυτονομία. Η τελευταία πιστεύω ότι είναι το θεμελιώδες επίδικο ζήτημα της σχέσης ρεπουμπλικανικού, πολιτικού φιλελευθερισμού και θεωρίας της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων με το κοινωνικό και αξιακό περιεχόμενο του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Όπως είδατε από την απάντηση – ήταν εκτενή, διότι ήθελα να είμαι όσο γίνετιαι σαφέστερος στην ανασυγκρότηση του επιχειρήματος- το εύστοχο σχόλιό σας προκάλεσε ουσιαστικό διάλογο. Σας ευχαριστώ ειλικρινώς γι’ αυτό.

      Με εκτίμηση,

      Στέφανος Δημητρίου.

  2. Με όση συμπάθεια και αν δει κανείς την παρουσία της ΔΗΜΑΡ στα δημόσια πράγματα, δεν μπορεί να μην διατυπώσει κάποιες απορίες για τα κριτήρια με τα οποία το κόμμα του Φώτη Κουβέλη πολιτεύεται από την επομένη της αιφνίδιας ανάδειξής του σε υπολογίσιμη πολιτική δύναμη. Ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι η προτίμηση ενός μεγάλου αριθμού ψηφοφόρων σε αυτό το κόμμα, δεν ήταν αποτέλεσμα των θέσεων που διατύπωνε, αλλά προέκυπτε ως ευπρεπής διέξοδος για τους πρώην ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ.

    Το περασμένο καλοκαίρι ήταν λύτρωση να μην ψηφίζει κάποιος ένα κόμμα σαν το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου και συνειδησιακή διευκόλυνση να ενισχύει τον Φώτη Κουβέλη. Από εκεί και πέρα όμως, η ΔΗΜΑΡ κινείται στην ομίχλη της αδυναμίας της να δει τα πράγματα με πολιτική οξυδέρκεια και να ακολουθήσει στο τέλος το δρόμο της. Αυτό φάνηκε από την επομένη των εκλογών του Μαΐου, όταν ο Φώτης Κουβέλης αρνήθηκε να μπει αμέσως σε ένα κυβερνητικό σχήμα στο οποίο θα έμπαινε ούτως ή άλλως, όπως και έκανε τελικά, με πρωθυπουργό τον Σαμαρά και άλλο εταίρο τον Βενιζέλο.

    Αυτή η αστοχία ωφέλησε τον ΣΥΡΙΖΑ και εν μέρει την Ακροδεξιά. Αν δεν είχαν ακολουθήσει οι εκλογές του Ιούνιου, στις οποίες εκ των πραγμάτων οδήγησε η στάση του Κουβέλη, ο Αλέξης Τσίπρας δεν θα καθόταν σήμερα πάνω στο 27%, και οι Χρυσαυγίτες θα έδειχναν συγκυριακό φαινόμενο.

    Εν πάση περιπτώσει – χωρίς πάντως να χάσει σε καμιά στιγμή την αξιοπρέπεια και τη σοβαρότητα του – ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ, έριξε τη ζαριά του και έφερε από τα ίδια. Για τον εαυτό του και για το ΠΑΣΟΚ, που φαίνεται να τον ωθούσε εκείνη τη στιγμή προς την άρνηση της συνεργασίας, κυνηγώντας τη χίμαιρα της ανάκαμψης.

    Από την επόμενη των εκλογών του Ιουνίου, ο Φώτης Κουβέλης λανσάρισε μια θεωρία που δεν θα μπορούσε να σταθεί. Ότι η συμμέτοχη του στο κυβερνητικό σχήμα έχει «αριστερό χαρακτήρα» και κατά κάποιο τρόπο εγγυάται ότι δεν θα πληγούν υπερβολικά τα λαϊκά στρώματα. Και για να έχει καμιά λογική επιχειρηματολογία επ’ αυτού λανσάρισε την πατέντα των «ισοδύναμων μέτρων».

    Ήταν ένα είδος στρουθοκαμηλισμού, που τον εμπόδισε να κινηθεί ταχύτερα στο δρόμο που χάραξε όταν μπήκε στην κυβέρνηση Σαμαρά. Αυτή η θεωρία παραγνώριζε ότι η συγκεκριμένη κυβέρνηση συγκροτήθηκε ακριβώς για να πάρει αυτά τα μέτρα, ως προϋπόθεση να κρατηθεί στη ζωή η χώρα. Αν δεν ήταν έτσι γιατί να μπλέξει με τον Σαμαρά, τον Βορίδη και τα άλλα τα παιδιά;

    Ο φόβος των διαρροών προς ΣΥΡΙΖΑ οδήγησε σε γαϊτανάκι: η ΔΗΜΑΡ έκανε πως δεν αντιλαμβάνεται τους λόγους της συμμετοχής του στη συγκεκριμένη κυβέρνηση. Όταν πλησίασε η ώρα της κρίσης, η ΔΗΜΑΡ προσπάθησε απεγνωσμένα να δώσει ένα μήνυμα συνέπειας, καταψηφίζοντας τα εργασιακά του τελευταίου Μνημονίου- προφανώς έχοντας την βεβαιότητα ότι δεν θα πέσει η κυβέρνηση. Είναι παράλογο να σκεφθεί κανείς ότι ο Κουβέλης θα έριχνε τον Σαμαρά και θα επωμιζόταν τις συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης.

    Τα μέτρα πέρασαν, ο προϋπολογισμός πέρασε και το μόνο που έμεινε ήταν η μετατροπή της ΔΗΜΑΡ σε παράγοντα κυβερνητικής αστάθειας. Αυτή τη στιγμή η συμμέτοχη της είναι θολή και υπόκειται σε απρόβλεπτους παράγοντες. Η περίπτωση Ρουπακιώτη το δείχνει καθαρά. Ένας υπουργός βάζει την υπογραφή του και μετά προβάλλει ότι αναγκάστηκε να το κάνει. Ότι δεν έγραψε τα μέτρα, ούτε καν του υπουργείου, απλώς τα υπέγραψε.

    Φυσικά το πρώτο που θα μπορούσε να τον ρωτήσει κανείς είναι ποιος τον υποχρέωσε να παραμένει στο υπουργείο και να υπογράψει, αν είχε τέτοιο πρόβλημα. Αλλά δεν είναι προσωπικό το θέμα. Αφορά περισσότερο το σύνολο της ΔΗΜΑΡ. Θα μετατραπεί σε μια ευκαιριακή συνιστώσα.

    Η επόμενη περίοδος είναι κρίσιμη για την κυβέρνηση, σε ό,τι αφορά την τελική κατεύθυνση της ΔΗΜΑΡ. Αλλά είναι κρίσιμη και γι’ αυτό καθ’ εαυτό το κόμμα του Φώτη Κουβέλη. Αν δεν σταθεροποιήσει το στίγμα του, κινδυνεύει να απογοητεύσει τους ψηφοφόρους, που μπορεί να το είδαν στην αρχή ως προσωρινή λύση, αλλά έτσι όπως συμπεριφέρονται οι άλλοι και κυρίως τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, θα μπορούσαν να το επιλέξουν ως μόνιμη.

    Πρωτίστως όμως είναι κρίσιμη και για τον ίδιο τον Φώτη Κουβέλη που έχει να αναμετρηθεί με ένα ιστορικό προηγούμενο: τον Ενρίκο Μπερλιγκουέρ του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Σε περίοδο κορύφωσης του παγκόσμιου διπολισμού δεν δίστασε να στηρίξει κυβέρνηση των Χριστιανοδημοκρατών και πέρασε στην Ιστορία.

    Σήμερα στην Ελλάδα και σε διαφορετικές συνθήκες, ο Κουβέλης έχει μπροστά του ένα μεγάλο στοίχημα: να ποντάρει στην ανάγκη να γίνουν οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις και οι αλλαγές. Και να γίνουν όχι γιατί τις επιβάλλει ο Τομσεν και η κομπανία του, αλλά γιατί διαφορετικά η χώρα θα χάσει την ευρωπαϊκή της υπόσταση -πρακτικά θα τα χάσει όλα.

    Το Μνημόνιο είναι μια πραγματικότητα και κανείς δεν μπορεί να το καταργήσει, χωρίς να οδηγείται στην αυτοκτονία. Αν η ΔΗΜΑΡ αποδεχτεί αυτή τη θέση, μπορεί να αναδειχτεί στην αριστερή δύναμη που θα καθοδηγήσει τα πράγματα τη μετά –Μνημόνιο εποχή. Θα δώσει στην αριστερή αντίληψη για το μέλλον, ιστορικό βάθος και προοπτική. Αν ο Κουβέλης ενστερνιστεί ότι το μέλλον της Ελλάδας δεν κρίνεται στη διατήρηση του επιδόματος γάμου και του χρόνου προειδοποίησης για τις απολύσεις θα προσφέρει περισσότερα από όσα μπορεί και ο ίδιος να φανταζόταν όταν ξεκίνησε η συνεργασία του με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Και αν εκλάβει το Μνημόνιο ως τούνελ που δεν έχει δρόμο επιστροφής, μπορεί να ορίσει την ατζέντα όταν η χώρα βγει από το τούνελ. Αφού φυσικά και ο ίδιος συμβάλλει στο να βγει. Αυτό είναι το στοίχημα του. Όχι να μην χάσει κι άλλον κανέναν Μιχελογιαννάκη. Ούτε ο ανταγωνισμός με τον Βενιζέλο και τον Τσίπρα.

  3. Η σύνδεση ελευθερίας και δημοκρατίας μέσω του ρεπουμπλικανισμού παρουσιάζει λογική ορθότητα, αλλά το μόνο που μπορεί να προκύψει από αυτόν τον συλλογισμό είναι ότι η δημοκρατία εξασφαλίζει την ελευθερία της πολιτικής συμμετοχής. Το να ισχυριστούμε ότι η δημοκρατία εξασφαλίζει την ατομική ελευθερία θα ήταν ανθρωπολογικό λάθος, καθώς ένας τέτοιος ισχυρισμός θα αγνοούσε παντελώς τον ανταγωνιστικό επεκτατισμό της ανθρώπινης φύσης. Όπως και τα περισσότερα θηλαστικά αγέλης, έτσι και ο άνθρωπος δέχεται μεγαλύτερη ικανοποίηση από την γενική επιβολή της δικής του θέλησης (ή και απλώς γνώμης) παρά από την απλή εξασφάλιση της προσωπικής ελευθερίας. Έτσι η δημοκρατία (ή η αριστερά ή ο δημοκρατικός σοσιαλισμός) ως σύστημα που αναγκαστικά ορίζεται ως κυριαρχία των πολλών εξασφαλίζει την ελευθερία των συμφωνούντων πολλών να συμφωνούν, όχι την ατομική ελευθερία του ατόμου. Ούτως, ακόμη και αν εξασφαλίζεται το δικαίωμα των λίγων να δηλώσουν διαφωνία, η κυριαρχία των πολλών θα παρήγαγε εξ ανάγκης ένα νομικό πλαίσιο που θα εξασφάλιζε την σύμφωνη αρεστή κατάσταση των πολλών, όχι την ατομική ελευθερία όλων. Ο ρεπουμπλικανισμός μάς επιτρέπει να χτίσουμε ένα ιδεατό του ανθρώπου-πολίτη, όμως, όπως και ο μαρξισμός, αποτυγχάνει να προβλέψει ορθά την ανθρώπινη συμπεριφορά, καθώς διαπράττει το μέγιστο επιστημολογικό σφάλμα: αγνοεί τον Δαρβίνο.

    Με μεγάλο σεβασμό και θαυμασμό για τον κύριο Δημητρίου,
    Μιχαήλ Βραζιτούλης

Σχολιάστε