Αποχαιρετισμός στον Ζακ Λε Γκοφ

Standard

ΖΑΚ ΛΕ ΓΚΟΦ 1924-2014): Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΠΟΥ ΦΩΤΙΣΕ ΤΟΝ  ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ-1

 του Ν. Ε. Καραπιδάκη

Χορός χωρικών σε μεσαιωνικό χωριό. The Granger Collection, New York (από την Britannica)

Χορός χωρικών σε μεσαιωνικό χωριό. The Granger Collection, New York (από την Britannica)

Πριν από μερικές μέρες ανακοινώθηκε από τους στενούς συγγενείς του ο θάνατος του ιστορικού Ζακ Λε Γκοφ. Η ανακοίνωση έγινε με πολύ διακριτικό τρόπο, με τον τρόπο που ο ίδιος συνήθιζε να συμπεριφέρεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Το ιστοριογραφικό του έργο είναι γνωστό στους Έλληνες χάρις στις μεταφράσεις πολλών έργων του που υπάρχουν στη γλώσσα μας. Είναι σχεδόν περιττό να πούμε, αφού απευθυνόμαστε σε ένα καλλιεργημένο κοινό, ότι πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους, παγκοσμίως, ιστορικούς και ότι όπως όλα δείχνουν η παρακαταθήκη που άφησε στις ανθρωπιστικές και στις κοινωνικές επιστήμες θα ξεπεραστεί δύσκολα. Αποφεύγοντας να αναφερθούμε εδώ στο πλούσιο βιογραφικό του και στην πλούσια εργογραφία του, που μπορεί εύκολα να βρει κανείς ακόμα και στο διαδίκτυο, προτιμούμε να συνοψίσουμε αυτό που έκανε τον στοχασμό του ξεχωριστό και του επέτρεψε να γίνει ένας από τους ανανεωτές της ιστορικής επιστήμης.

Η επιστημονική αυστηρότητα παρέμεινε, σ’ όλα του τα έργα, συνδεδεμένη με τη φαντασία. Ο προβληματισμός του για το παρελθόν ξεκινούσε από τον προβληματισμό του για το παρόν. Η πορεία της έρευνας του δεν ήταν μονοσήμαντη αλλά ακολουθούσε πολλές πλάγιες διαδρομές, που επέτρεπαν στον αναγνώστη να ακολουθήσει όποιαν αυτός προτιμούσε. Τα στοιχεία των κοινωνιών που μελέτησε αποδόθηκαν ως μέρος ευρύτερων συνόλων, αποκτώντας έτσι πιο συγκεκριμένο και πληρέστερο νόημα. Τα ζητήματα που τον απασχόλησαν αναδιατυπώθηκαν εννοιολογικά, σύμφωνα με μια θεμελιώδη στάση του: να εννοιολογεί, δηλαδή, το αντικείμενο της έρευνάς του κατά τις προσλήψεις της εποχής που μελετούσε. Αντί για «Τέχνη» στον Μεσαίωνα, προτίμησε να μιλήσει για «Εικόνες». Τολμηρότερα, αντί για «Θρησκεία» προτίμησε να μιλήσει για τους «Αγγέλους», τον «Διάβολο», τον «Θεό», την «Εκκλησία», τον «Πάπα» και την «Πίστη». Αντί για «Πολιτική» και «Οικονομία» προτίμησε το «πολιτικό» και το «οικονομικό», επιλέγοντας προς μελέτη τις έννοιες «Κράτος», «Βασιλική αυλή», «Φορολόγηση», «Ειρήνη και Δικαιοσύνη» για να μελετήσει το «πολιτικό», και μέσα απ’ αυτό τη δημιουργία του νεώτερου κράτους· τις έννοιες «ανταλλαγή», «παραγωγή» και «κατανάλωση» υλικών αγαθών για να συλλάβει τη «μεσαιωνική οικονομία», στην οποία δεν κυριαρχούσαν οι «νόμοι της αγοράς» αλλά οι κοινωνικές ιεραρχίες και κάθε είδους εξω-οικονομικοί καταναγκασμοί. Συλλογιζόταν συνδυάζοντας τα ζεύγη αντιθετικών εννοιών όπως «κέντρο/περιφέρεια», «κληρικοί/κοσμικοί», «ψυχή/σώμα», «αρσενικό/θηλυκό». Διατύπωσε από πολύ νωρίς την άποψη –πόσο σωστή–, ότι οι ιστορικές πραγματικότητες γίνονται κατανοητές μόνο αν ειδωθούν / ιδωθούν; μέσα από την ένταση που προκαλούν αντίθετοι πόλοι· που προκαλούν οι αντιθέσεις, οι οποίες υπογείως ταλαντευόμενες, θέτουν σε κίνηση την ιστορία. Αυτή η επιστημολογική οπτική τον οδήγησε στις έρευνές του για τις υλικές βάσεις της κοινωνίας και την οικολογία της, για τις παραγωγικές δυνάμεις και τα δίκτυα ανταλλαγών, για το πλαίσιο νοηματοδότησης του βίου των ανθρώπων, για τις σχέσεις κυριαρχίας, τα συγγενικά δίκτυα, τις κοινωνικές ιεραρχίες, τις αναπαραστάσεις του προσώπου, τους τρόπους έκφρασης και σκέψης μιας κοινωνίας.

Το καταληκτήριο συμπέρασμά του, που κρατά σήμερα όλη του την αξία, είναι ότι κάθε ιστορικό γεγονός πρέπει να συλλαμβάνεται σε δύο επίπεδα, των οποίων η παραβολή συνιστά την ιστορική πραγματικότητα: αφενός το επίπεδο των γεγονότων, όπως αυτά συμβαίνουν στις κοινωνίες και αφετέρου το επίπεδο των αναπαραστάσεών τους, όπως τις διαμορφώνουν πρισματικά οι κοινωνίες μέσα από τις ευαισθησίες τους και τα πάθη τους, προσδίδοντάς τους ουσιωδώς ζωτική και συναισθηματική διάσταση. Καταλαβαίνουμε τη σημασία που είχε για το έργο του, σύμφωνα με την παραπάνω προβληματική, η ιστορία του φαντασιακού των ανθρώπων.

Οι αναγνώστες θα κατάλαβαν απ’ αυτά που αναφέραμε ως εδώ, τις οφειλές του Ζ. Λε Γκοφ στην κοινωνιολογία του Ε. Ντυρκέμ και του Μ. Βέμπερ, στην ψυχολογία του Σ. Φρόιντ, στην ανθρωπολογία του Κ. Λεβί-Στρως και στην ιστορία των Μ. Μπλοκ και Ζ. Ντυμπί. Μπορούμε, επίσης, να καταλάβουμε από τα παραπάνω, την κριτική που άσκησε ο Ζ. Λε Γκοφ στις θετικιστικές βεβαιότητες, και ιδίως σ’ αυτήν που πίστευε ότι το παρελθόν αναδεικνύεται αυτοδύναμα μέσα από τις πηγές του· την πεποίθησή του ότι είναι απαραίτητη η εκλεπτυσμένη κατανόηση της λειτουργίας των κοινωνιών· την άποψή του για το έργο του ιστορικού ως εργοταξίου όπου παράγονται, με τη διεύρυνση των όρων του προβλήματος, διαρκώς ανανεωμένες ερμηνείες.

Διερωτώμενος για το παρελθόν μέσω του παρόντος, έθεσε νέους όρους για την ιστορικότητα: πώς, δηλαδή, να κατανοούμε τις δικές μας ιδεολογίες, τον δικό μας τρόπο ζωής, τους δικούς μας θεσμούς παραβάλλοντάς τους με αυτούς των ανθρώπων του παρελθόντος. Βλέποντας το παρελθόν ταυτόχρονα μακρινό και κοντινό.

Παρακολουθώντας τις μείζονες εξελίξεις της γνωσιολογίας του 20ού αιώνα, ο Ζ. Λε Γκοφ μπόρεσε να συλλογιστεί με όρους δομών και σχέσεων και όχι με όρους γεγονότων, τα οποία ωστόσο δεν εγκατέλειψε αλλά μελέτησε, ακριβώς, μέσα στα κοινωνικά και ανθρωπολογικά συμφραζόμενά τους, δηλαδή ως σχέσεις. Δεν εγκατέλειψε, ούτε την αφηγηματική ιστορία ούτε τη βιογραφία, απαιτώντας ωστόσο από τον ιστορικό να εξηγεί τους όρους της κατασκευής του ή, στην περίπτωση της βιογραφίας, να παρακολουθεί το άτομο που βιογραφεί ως μέρος μιας κοινωνίας που το επηρεάζει στην ουσία του.

Τι απομένει; Σίγουρα μερικές από τις πιο συναρπαστικές ιστοριογραφικές σελίδες του περασμένου αιώνα, που αποτυπώνουν ταυτόχρονα τη φιλοσοφία του και τις πνευματικές του κατακτήσεις. Το κυριότερο όμως και το πιο επίκαιρο: ένα διευρυμένο πλαίσιο για το πώς να σκεφτόμαστε την Ιστορία.

Ο Ν. Ε. Καραπιδάκης είναι διευθυντής της «Νέας Εστίας» και πρόεδρος της Εφορείας των Γενικών Αρχείων του Κράτους.

Σχολιάστε