Δημοσιεύουμε σήμερα το κείμενο της Αλεξάνδρας Μπακαλάκη «Για τη σεξουαλικότητα και το φύλο: μαθήματα στο πανεπιστήμιο», επεξεργασμένη μορφή ομιλίας στο δεύτερο πανελλήνιο συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Γυναικών Πανεπιστημιακών με τίτλο «Το φύλο στη διδασκαλία. Επιστημολογικά και παιδαγωγικά ζητήματα» (Θεσσαλονίκη, 5-6.2.2010). Την προηγούμενη Κυριακή είχε δημοσιευτεί στα «Ενθέματα» το κείμενο της Ελένης Γιαννακοπούλου «Από το φεμινιστικό κίνημα στο θεσμοθετημένο φεμινισμό». Πρόθεσή μας είναι, το επόμενο διάστημα, να ακολουθήσουν και άλλα κείμενα, πρωτότυπα και μεταφρασμένα, σε μια προσπάθεια στοχασμού γύρω από ζητήματα σχετικά με το κοινωνικό φύλο, τις έμφυλες ταυτότητες και το σύγχρονο φεμινιστικό κίνημα.
«Ε»
της Αλεξανδρας Μπακαλακη
Τα πανεπιστημιακά μαθήματα που αφορούν τη σεξουαλικότητα και το φύλο θεωρούνται συνήθως «λίγα». Ως προς αυτό συμφωνούν τόσο εκείνοι/ες που ανησυχούν για την ενδεχόμενη αύξησή τους, όσο και εκείνοι/ες που τη θεωρούν ευκταία. Ανήκοντας στη δεύτερη κατηγορία, και με βάση τη διδακτική μου εμπειρία, θα προσπαθήσω να εξετάσω κριτικά την αντίληψη ότι, ως εκ του ιδιαίτερου αντικειμένου τους, τα μαθήματα αυτά αφορούν, και πρέπει να αφορούν, κυρίως τα προσωπικά βιώματα και τις σχέσεις των φοιτητ(ρι)ών και να υποστηρίξω ότι η ιδέα αυτή ανταποκρίνεται σε ορισμένες κυρίαρχες πολιτισμικές αντιλήψεις, τις οποίες θα πρέπει να επανεξετάσουμε.
Ο αριθμός των φοιτητ(ρι)ών που επιλέγουν τα μαθήματα κοινωνικής ανθρωπολογίας του φύλου, του σώματος και της σεξουαλικότητας, τα οποία διδάσκω, δεν διαφέρει από εκείνον των εγγεγραμμένων σε μαθήματά μου που έχουν περισσότερο «συμβατικούς» τίτλους. Και στις δυο περιπτώσεις, τα παιδιά γράφονται στα μαθήματα χωρίς προηγουμένως να έχουν διαβάσει τις περιγραφές τους στον οδηγό σπουδών. Όπως και στα άλλα μαθήματα, τα περισσότερα δεν παρακολουθούν. Στην περίπτωσή μου τουλάχιστον λοιπόν, η «διαφορετικότητα» των μαθημάτων για το φύλο και τη σεξουαλικότητα δεν αντανακλάται σε ποσοτικές ή ποιοτικές διαφορές σε ό,τι αφορά τη ζήτησή τους εν σχέσει με άλλα μαθήματα.
Από τη σκοπιά της αντίληψης ότι τα μαθήματα για το φύλο και τη σεξουαλικότητα αντιπροσωπεύουν εξ ορισμού μια «ετερότητα», η σχετικά αδιάφορη στάση των φοιτητ(ρι)ών μου ενδεχομένως οφείλεται στο ότι τα συγκεκριμένα μαθήματα δεν είναι τόσο «διαφορετικά» όσο θα έπρεπε. Αν θεωρήσουμε ότι το πανεπιστήμιο είναι η έδρα του κατεστημένου, αυτό είναι ίσως προφανές. Ωστόσο, οι φοιτήτριες και οι φοιτητές μου που συμμερίζονται αυτή την άποψη μετριούνται στα δάχτυλα, και παραδόξως κατά κανόνα παρακολουθούν τα μαθήματα στα οποία γράφονται. Η αδιάφορη στάση των περισσότερων στα συγκεκριμένα μαθήματα οφείλεται νομίζω εν μέρει στην αίσθησή τους ότι αυτά δεν διαφέρουν από τα υπόλοιπα στο μέτρο που εκείνο που έχει σημασία είναι κανείς να τα περνάει. Σαν διφορούμενη καρικατούρα, αυτό που οι διδάσκουσες/οντες ονομάζουμε «εκπαιδευτική διαδικασία» προσλαμβάνεται από πολλά παιδιά ως η προϋπόθεση της συμμετοχής τους στο επαναλαμβανόμενο τελετουργικό των εξετάσεων το οποίο άλλοτε τους φαίνεται «παιχνιδάκι» και άλλοτε άνιση μάχη με τις δυνάμεις της ακατανοησίας. Ο συνδυασμός των δύο αυτών στάσεων αποτυπώνεται σε απορίες του τύπου: «Δεν καταλαβαίνω πώς κόπηκα. Το μάθημα ήταν βέβαια πάρα πολύ δύσκολο, αλλά για τις εξετάσεις διάβασα ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο».
Η αδιαφορία, ωστόσο, μπορεί να οφείλεται στο ότι τα μαθήματα αυτά είναι περισσότερο «διαφορετικά» από όσο θα έπρεπε, δηλαδή να αποτελεί ένδειξη του συντηρητισμού που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας σε ό,τι αφορά τις κατά φύλα σχέσεις και τη σεξουαλικότητα. Από τη σκοπιά της δεύτερης ερμηνείας, η «ευαισθητοποίηση» ή το «ταρακούνημα» των διδασκομένων φαίνεται ενδεδειγμένη. Στο πλαίσιο αυτό μπορεί κανείς να επινοήσει και να εφαρμόσει μεθόδους και τεχνικές που αναδεικνύουν τη σχέση της γνώσης με την επικαιρότητα και τα προσωπικά βιώματα των φοιτητ(ρι)ών. Μια πιο ριζοσπαστική στάση είναι η εγκατάλειψη οποιασδήποτε εκπαιδευτικής πρακτικής παραπέμπει σε ιεραρχικές σχέσεις μεταξύ διδασκόντων και διδασκομένων, προκειμένου να δημιουργηθούν συνθήκες οι οποίες επιτρέπουν τη συνεργατική παραγωγή μιας γνώσης που προκύπτει μέσα από τη βιωματική εμπειρία όλων των εμπλεκόμενων. Οι προσπάθειες αυτές συνήθως αποδίδουν.
Ωστόσο, η εκτίμηση ότι τα μαθήματα για τη σεξουαλικότητα και το φύλο πρέπει οπωσδήποτε να είναι όσο το δυνατό περισσότερο «διαφορετικά» από τα υπόλοιπα «συμβατικά» βασίζεται σε κάποιες γενικότερες πολιτισμικές παραδοχές, τις οποίες θα πρέπει να ξανασκεφτούμε. Οι παραδοχές –ή, καλύτερα, οι αναπαραστάσεις αυτές– δεν αφορούν ακριβώς το φύλο, το σώμα ή τη σεξουαλικότητα, αλλά τον κόσμο, το κοινωνικό σύμπαν μέσα στο οποίο οι παραπάνω έννοιες έχουν κάποιες σημασίες. Στον κόσμο αυτό, στον κόσμο μας, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ασώματες κεφαλές, θεωρείται βέβαιο ότι, ως αντικείμενα μελέτης, το φύλο και η σεξουαλικότητα έχουν θέση σε ορισμένους κλάδους, και ειδικότερα στις ανθρωπιστικές και τις κοινωνικές σπουδές, αλλά εξορισμού η θέση τους εκεί είναι περιορισμένη. Με άλλα λόγια, η ιδέα ότι τα σχετικά μαθήματα αντιπροσωπεύουν από τη φύση τους μια «ετερότητα» είναι μια απόλυτα συμβατική ιδέα.
Το ίδιο ισχύει και ως προς την αντίληψη ότι τα μαθήματα αυτά αφορούν θέματα «προσωπικά», πράγμα που δεν ισχύει για μαθήματα που αφορούν την ιστορία, την αρχαιολογία ή τις ανθρωπολογικές προσεγγίσεις της οικονομίας, της τεχνολογίας ή της πολιτικής. Τα θέματα αυτά θεωρούνται «προσωπικά» γιατί αφορούν ατομικές επιλογές.
Κρίνοντας πάντα από την εμπειρία μου, αν υπάρχει κάτι που μπορεί να σοκάρει τις φοιτήτριες και τους φοιτητές, αυτό είναι η ιδέα ότι δεν είμαστε αφεντικά του εαυτού μας, δηλαδή ότι οι ατομικές μας επιλογές όχι μόνον δεν εξηγούν τι μας συμβαίνει και τι συμβαίνει σε άλλους εξαιτίας μας, αλλά χρήζουν εξηγήσεων. Η αντίθετη ιδέα, ότι δηλαδή η κοινωνία είναι ένα άθροισμα ατόμων τα οποία επιλέγουν εκείνα που τους είναι χρήσιμα ή που έχουν νόημα θεωρείται σε γενικές γραμμές δεδομένη, αν όχι για το παρελθόν (κατά τη διάρκεια του οποίου συνήθως υποτίθεται ότι υπήρχε «λιγότερη ελευθερία»), τουλάχιστον για το παρόν. Από τη σκοπιά της ιδέας αυτής, το ζητούμενο είναι να αυξήσουμε τις δυνατότητές μας να ασκούμε ατομικά δικαιώματα και ατομικές επιλογές ή να εκφραζόμαστε προσωπικά ή να επιλέγουμε τα όσα μας εκφράζουν προσωπικά και να πολεμούμε τα όσα μας καταπιέζουν, με λίγα λόγια να βρούμε ή/και να ενδυναμώσουμε τον πραγματικό μας εαυτό. Εξυπακούεται ότι για όσα δεν μας ενδιαφέρουν προσωπικά δεν υπάρχει λόγος να ενδιαφερόμαστε και πολύ.
Κατά τη γνώμη μου, το ζητούμενο δεν είναι η επικαιροποίηση των γνώσεων και των εκπαιδευτικών διαδικασιών που θα κάνουν τα μαθήματα σχετικά με το φύλο, τη σεξουαλικότητα ή το σώμα ελκυστικά με βάση την παραπάνω κοσμοθεωρία, αλλά, ακριβώς, είναι η αμφισβήτηση της κοσμοθεωρίας αυτής με λόγια και με έργα. Ειδικότερα, νομίζω ότι ζητούμενο είναι η αμφισβήτηση της ιδέας ότι η μελέτη του φύλου, της σεξουαλικότητας ή του σώματος είναι κάτι το ιδιαίτερο γιατί επιτρέπει στους εμπλεκόμενους να εστιάσουν στα δικά τους βιώματα, τις δικές τους επιθυμίες, τα δικά τους προβλήματα. Η μεταφορά της ιδιοκτησίας και οι συνδηλώσεις αποπροσανατολίζουν τη σκέψη και τη φαντασία από σχέσεις που δεν αφορούν την ιδιοκτησία και τη διαχείριση: το φύλο, το σώμα, η σεξουαλικότητα αυτονόητα σχεδόν θεωρούνται πράγματα, και η ιδέα ότι θα ασχοληθούμε με την «περιουσία μας» είναι αυτονόητα εύλογη. Η ιδέα ότι ορισμένοι έχουν μεγαλύτερη περιουσία από άλλους, επίσης.
Το ζητούμενο λοιπόν, κατά τη γνώμη μου πάντα, δεν θα έπρεπε να είναι το πώς θα τονίσουμε την ιδιαιτερότητα των μαθημάτων του φύλου και της σεξουαλικότητας, αλλά πώς θα αναδείξουμε τον πολιτισμικό και πολιτικό χαρακτήρα, δηλαδή τη σχετικότητα της αντίληψης ότι οι παραπάνω έννοιες διαφέρουν, αλλά και συγγενεύουν στοιχειοθετώντας μια ενότητα που αντιπροσωπεύει ένα μικρό μέρος ενός όλου –του εαυτού, του υποκειμένου, των κοινωνικών σχέσεων, του πανεπιστημίου κ.ο.κ.– στο υπόλοιπο του οποίου δεν έχουν θέση. Από την πλευρά της κοινωνικής ανθρωπολογίας τουλάχιστον, στόχος θα πρέπει να είναι η επίγνωση των φοιτητ(ρι)ών ότι τα ζητήματα του φύλου και της σεξουαλικότητας συνδέονται με ένα σωρό άλλα, εκ πρώτης όψεως «άσχετα». Το ζητούμενο της σύνδεσης δεν υπαγορεύεται από την εκτίμηση ότι η σύνδεση είναι πάντοτε καλό πράγμα γιατί οδηγεί σε συνεργασίες και σε συναινέσεις, αλλά από την επίγνωση ότι το να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας πως ό,τι και να κάνουν οι άνθρωποι έχουν σώμα, φύλο και επιθυμίες είναι μια πολιτική πρακτική, όπως πολιτική είναι και η συστηματική αποσιώπηση αυτής της πραγματικότητας.<Την επίγνωση αυτή τη χρωστώ σε μεγάλο βαθμό στις παρατηρήσεις των λιγοστών φοιτητ(ρι)ών που παρακολουθούν τα μαθήματά μου και με εμπιστεύονται αρκετά ώστε να μου ομολογήσουν την απογοήτευση και τη δυσαρέσκειά ως προς το ότι δεν είναι αρκετά «διαφορετικά»:
«Βλέπουμε τον τίτλο του μαθήματος κι ερχόμαστε να μάθουμε για εμπειρίες του σώματος και για συναισθήματα, και στο τέλος μένουμε με λόγια, έννοιες και θεωρίες, οι οποίες μάλιστα δεν αφορούν τα συγκεκριμένα αντικείμενα, αλλά την οικονομία, τη θρησκεία την πολιτική ή τη μεθοδολογία της ανθρωπολογίας». Το «ξενέρωμα» που περιγράφουν χρήζει βέβαια ερμηνείας. Και νομίζω ότι η προσπάθεια να την αναζητήσουμε ξεκινάει από την επίγνωση ότι η ιδέα πως το σώμα, η σεξουαλικότητα και το φύλο αναφέρονται σε ειδικές όψεις του εαυτού και των κοινωνικών σχέσεων, και μάλιστα ειδικών εαυτών και ειδικών σχέσεων, είναι λίγο-πολύ αυτονόητη. Από την άποψη αυτή, η προσδοκία της βιωματικής αναφορικότητας, την οποία δημιουργούν τα μαθήματα για το φύλο και τη σεξουαλικότητα, είναι η άλλη όψη του κοινού τόπου σύμφωνα με τον οποίο το γεγονός ότι οι άνθρωποι στις περιπέτειες και τις επινοήσεις των οποίων αναφέρονται τα «υπόλοιπα» μαθήματα έχουν σάρκα και οστά είναι μια μικρή, ασήμαντη λεπτομέρεια. Πράγματι, στα μαθήματα της οικονομικής ανθρωπολογίας το παράπονο των φοιτητ(ρι)ών είναι αντίστροφο: «Ήρθαμε να μάθουμε για την οικονομία, δηλαδή για την παραγωγή και την κατανάλωση αγαθών, κι εδώ μαθαίνουμε για την παραγωγή και την κατανάλωση ανθρώπων, βιωμάτων, συναισθημάτων». Ίσως όμως στην περίπτωση αυτή η λέξη «ξενέρωμα» δεν είναι κατάλληλη .
Η Αλεξάνδρα Μπακαλάκη διδάσκει στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ