Οι θλιμμένες καμπάνες της ζωής μου

Standard

Με αφορμή το ντέρμπυ Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού

του Χρήστου Τριανταφύλλου

Ανρί Ρουσώ, «Οι παίκτες του ράγκμπυ», 1908

Το ντέρμπυ Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού, την προηγούμενη Κυριακή, ανέδειξε με τον καλύτερο τρόπο ζητήματα που αφορούν την επίσημη διαχείριση του οπαδισμού, καθώς και τους καρπούς που δρέπει ένα συγκεκριμένο σύστημα από αυτόν, επενδύοντας σε πρακτικές εξωφρενικές, που όμως περιβάλλονται από έναν μανδύα κανονικότητας.

Όποιος βρίσκεται έστω και σε στοιχειώδη επαφή με τον συγκεκριμένο χώρο, γνωρίζει ότι υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες ελλήνων αθλητικογράφων: οι δηλωμένοι οπαδοί κάποιας ομάδας, που ευθύνονται και για τα περίφημα «εμπρηστικά» πρωτοσέλιδα, και η μεγάλη μερίδα των λεγόμενων «αντικειμενικών». Βέβαια, σε αρκετές περιπτώσεις, η διάκριση δεν είναι σαφής, καθώς ο μανδύας της αντικειμενικότητας δεν είναι καλοραμμένος. Το ζήτημα που θα πραγματευθώ εδώ δεν είναι ούτε τα ίδια τα επεισόδια ούτε οι ευθύνες των προκλητικά φανατισμένων δημοσιογράφων· μια τέτοια πραγμάτευση θα έθετε αυτομάτως το άρθρο αυτό στη χορεία των κειμένων που «καταδικάζουν απερίφραστα τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται», κατονομάζοντας τους θεσμικούς υπεύθυνους που «κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια». Το κλειδί εδώ θεωρώ πως είναι η «αγανάκτηση», ίσως η πιο διαδεδομένη έννοια εδώ και ένα περίπου χρόνο. Η αγανάκτηση για όλα και όλους, η αγανάκτηση που δείχνει με το δάχτυλο το δέντρο, ενώ το δάσος οργιάζει.

Η παρακολούθηση του αγώνα επεφύλασσε στον γράφοντα μια έκπληξη: το συνδρομητικό κανάλι εισήγαγε μια νέα τεχνολογία, με την οποία ήταν δυνατόν να επενδυθεί το παιχνίδι με κάποια από τρεις διαφορετικές περιγραφές: μία φιλοολυμπιακή, μία φιλοπαναθηναϊκή και μία «ουδέτερη». Μάλιστα, οι δύο δημοσιογράφοι-οπαδοί θα διεξήγαν αργότερα μία εκπομπή, που ονομαζόταν «Red, Green and Greek». Το εξωφρενικό καναλιζάρισμα του οπαδισμού, καθώς και η διάθεση εθνικής συμφιλίωσης –η λέξη «Greek» με γαλάζια αρχαιοελληνική γραμματοσειρά– ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, κυρίως από σημειολογικής άποψης: ο οπαδός δεν είχε πλέον μόνο την παραδοσιακή επιλογή να διαβάσει εκ των υστέρων τα σχετικά άρθρα από την προτεινόμενη οπαδική σκοπιά, αλλά μπορούσε να επέμβει και στο ίδιο το αντικείμενο αναφοράς, τον ποδοσφαιρικό αγώνα, προσαρμόζοντάς το στις προτιμήσεις του. Η «αθώα» τεχνολογική διαδραστικότητα στην υπηρεσία του οπαδισμού. Μετά τη διακοπή του αγώνα λόγω των επεισοδίων, ξεκίνησαν οι αποδόσεις ευθυνών: τα επίσημα θεσμικά όργανα δήλωσαν τον αποτροπιασμό τους για τέτοιες πράξεις, δίνοντας τη σκυτάλη στη «δευτερογενή αγανάκτηση», τους αντικειμενικούς δημοσιογράφους. Οι τελευταίοι δήλωσαν με ραδιοφωνικές παρεμβάσεις και διαδικτυακά άρθρα την οργή και τη θλίψη τους αφενός για τα επεισόδια, αφετέρου για την ολιγωρία των επίσημων θεσμικών οργάνων και της αστυνομίας. Κάποιοι έφτασαν σε σημείο να δηλώσουν πως, αν μπορούσαν, θα εγκατέλειπαν το επάγγελμα, ενώ άλλοι ασχολήθηκαν με το αγωνιστικό τμήμα, θεωρώντας πως η αναφορά στους «ανεγκέφαλους που έκαναν τα επεισόδια μόνο αξία τους δίνει». Η μόνιμη επωδός ήταν η προτροπή για παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων, κυρίως των ομάδων που δεν μερίμνησαν για την αποφυγή των γεγονότων, τονίζοντας πως η όποια τιμωρία («καμπάνα» στην δημοσιογραφική διάλεκτο, εξού και το λογοπαίγνιο στον τίτλο του άρθρου) ήταν κάτι περισσότερο από δικαιολογημένη.

Αν η στάση των δημοσιογράφων-οπαδών είναι αυτονόητη και δεν προσφέρει τίποτα να την αναλύσουμε, αντιθέτως αυτή των αντικειμενικών εισχωρεί στην ουσία του όλου ιστού της βιομηχανίας του αθλητισμού στη χώρα μας. Το σύστημα μέσα στο οποίο κινούνται οι δημοσιογράφοι αυτοί εδώ και περίπου δεκαπέντε χρόνια –εννοώ τη νεότερη μορφή του– είναι βασισμένο στην αλληλεπίδρασή τους με τους ραδιοφωνικούς ακροατές, και σε μικρότερο βαθμό με τους αναγνώστες των εφημερίδων, που είναι συχνά και τα ίδια πρόσωπα. Η ύπαρξη πληθώρας αθλητικών εφημερίδων, η συνεχής εκπομπή τριών αθλητικών ραδιοφωνικών σταθμών και η πλημμυρίδα ιστοσελίδων με σχετικό περιεχόμενο υφαίνουν τον ιστό στον οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως. Ειδικότερα, η επί εικοσιτετραώρου βάσεως εκπομπή των ραδιοφωνικών σταθμών βασίζεται σε ένα κλίμα πλαστής μετριοπάθειας, ενασχόλησης με τα αθλητικά σε χαλαρά πλαίσια και διαφυγής από τα «σοβαρότερα προβλήματα που μας απασχολούν όλους». Σε ένα περιβάλλον, όμως, όπου η ενημέρωση ολόκληρη την ημέρα αφορά –με ελάχιστες εξαιρέσεις– την αθλητική επικαιρότητα και όπου επί αρκετές ώρες μέσα στο εικοσιτετράωρο ακροατές επικοινωνούν με τους παραγωγούς για να συζητήσουν μαζί τους τα ίδια ζητήματα ξανά και ξανά, πώς είναι δυνατόν να μιλήσει κανείς για μετριοπάθεια; Ακόμα και δημοσιογράφοι που εμφανίζουν έναν πιο ευρύ ορίζοντα ενδιαφερόντων και γνώσεων, κινούνται μέσα στον ίδιο αέναο κύκλο καταδίκης των εκτρόπων και επαναφοράς στην πεζή (αθλητική) πραγματικότητα, επικυρώνοντας ουσιαστικά και στηρίζοντας αυτή την εφιαλτική τάξη πραγμάτων.

Όσοι λυσσομανούν κατά του οπαδισμού, είναι παραγωγοί σε εκπομπές, οι οποίες ενημερώνουν κάθε ώρα και στιγμή τον ακροατή για τα πεπραγμένα της ομάδας του και για τα νέα από την σημερινή προπόνηση. Αυτές οι πρακτικές αναζωπυρώνουν κατεξοχήν τη «δευτερογενή αγανάκτηση», που αποτελεί και τον πυρήνα του υπό εξέταση συστήματος. Ταυτόχρονα, οι πρακτικές με τις οποίες λειτουργούν τα αθλητικά ραδιόφωνα δομούν και δομούνται –σε μια ιδιότυπη διαλεκτική της αγοράς– από ένα συγκεκριμένο κοινό: πρόκειται για μετριοπαθείς, ψύχραιμους ακροατές, που θεωρούν τον αθλητισμό αποκλειστικά διασκέδαση και που διαμαρτύρονται για τη «βία στα γήπεδα». Είναι οι περίφημοι «απλοί φιλάθλοι» και «απλοί αθρώποι» (sic). Αναμφίβολα, η μεγάλη αυτή μάζα συντηρεί με τη σειρά της τη «δευτερογενή αγανάκτηση», συμμετέχοντας στην αναγωγή του αθλητισμού σε κύρια ενασχόληση. Μάλιστα, οι εκπομπές που παρουσιάζονται καθαρά εχθρικές σε ζητήματα πολιτικής είναι λίγες, με τις περισσότερες να δηλώνουν μέσω των παραγωγών τους πως «απλά είναι καλύτερο να μιλήσουμε για μπαλίτσα». Τελικά, η «δευτερεύουσα» ενασχόληση με τα αθλητικά είναι τόσο έντονη, ώστε υπογείως ανάγεται σε βασική και αναντικατάστατη δραστηριότητα.

Μια απαραίτητη τελευταία παρατήρηση αφορά την πρόσφατη τάση του συνδρομητικού καναλιού να μη στρέφει την κάμερα στα επεισόδια κατά τη μετάδοση, κρατώντας το κάδρο «αμόλυντο» από άσχημες επιρροές. Η επίσημη δικαιολογία πως «αυτή η πρακτική εφαρμόζεται και στην Ευρώπη» κρίνεται σαφώς ανεπαρκής, ενώ η δήλωση στελέχους του συνδρομητικού καναλιού πως «εμείς επενδύουμε στο άθλημα και δεν κυνηγάμε το αίμα» συνηγορεί πλήρως σε αυτό που υποστηρίζεται εδώ, καθώς αποτελεί την επιτομή της αντίληψης περί «κρυψίματος κάτω από το χαλί», με μια επένδυση μάλιστα ηθική πλέον, και όχι απλώς κανονικοφανή. Η συναρμογή αυτή, που παρουσιάζει στην κοινή γνώμη ένα έτοιμο μείγμα ηθικής ευθύνης και εθνικού καθήκοντος, νομίζω πως προσφέρεται κατεξοχήν για προβληματισμό, τόσο ως προς το ρόλο που επιτελούν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης στη διαμόρφωση μιας κυρίαρχης αφήγησης όσο και ως προς τη θέση του αθλητισμού στη διαδικασία αυτή.

Ο Χρήστος Τριανταφύλλου είναι φοιτητής του Ιστορικού-Αρχαιολογικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Αθηνών.

Ανρί Ρουσώ, «Οι ποδοσφαιριστές», 1908

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Οι θλιμμένες καμπάνες της ζωής μου

  1. Πίνγκμπακ: Ο Δημήτρης Μελισσανίδης και οι «Νέοι Παρθενώνες», του Χρήστου Τριανταφύλλου | Red NoteBook

Σχολιάστε