Για την προφορική ιστορία και τη βιογραφική έρευνα στην Ελλάδα: με αφορμή ένα συνέδριο

Standard

 του Γιώργου Τσιώλη

Κρήτη 1960. Φωτογραφία του Τζον Ντόνατ

Από τις 25 έως τις 27 Μαΐου θα διεξαχθεί στον Βόλο Διεθνές Συνέδριο με τίτλο  Γεφυρώνοντας τις γενιές: Διεπιστημονικότητα και αφηγήσεις ζωής στον 21ο αιώνα. Προφορική Ιστορία και άλλες Βιο-ιστορίες[1]. Το συνέδριο δίνει τη δυνατότητα σε ερευνητές από διαφορετικές πειθαρχίες (ιστορία, κοινωνιολογία, ανθρωπολογία, κοινωνική ψυχολογία, ψυχιατρική, λαογραφία, επιστήμες της εκπαίδευσης, κ.ά.), που αξιοποιούν ως ερευνητικό υλικό τις αφηγήσεις ζωής και τις προφορικές μαρτυρίες, να παρουσιάσουν την έρευνά τους, να συζητήσουν θεωρητικά και μεθοδολογικά ζητήματα και να αναζητήσουν τις προοπτικές ανάπτυξης της προφορικής ιστορίας και της βιογραφικής έρευνας στην Ελλάδα. Το συνέδριο θα αποτελέσει επίσης το έναυσμα για τη δημιουργία των όρων μιας σταθερότερης σύμπραξης των ερευνητών αυτών με τη δημιουργία μιας επιστημονικής εταιρείας.

Όπως δηλώνεται ήδη στον τίτλο του, η λογική που διέπει την οργάνωση του συνεδρίου είναι εκείνη της διαπερατότητας των ορίων και της επικοινωνίας μεταξύ διακριτών επιστημονικών πεδίων (διεπιστημονικότητα), μεταξύ εθνικών επιστημονικών κοινοτήτων (διεθνική διάσταση) και μεταξύ των γενεών (διαγενεακή διάσταση). Δεν είναι τυχαίο που δεσπόζει αυτή η λογική. Οι ερευνητές και οι ερευνήτριες της προφορικής ιστορίας και της βιογραφικής έρευνας είναι πολύ καλά εξοικειωμένοι με αυτήν, αφού τα στοιχεία της αλληλεπίδρασης, της ανταλλαγής, της επικοινωνίας και της αμοιβαίας διάθεσης για κατανόηση αποτελούν καταστατική προϋπόθεση για την παραγωγή βιογραφικών αφηγήσεων και μαρτυριών στο πλαίσιο των αφηγηματικών συνεντεύξεων.

Το επιστημονικό ενδιαφέρον για τις βιογραφικές αφηγήσεις και τις προφορικές μαρτυρίες εμφανίζεται στην ελληνική ιστορική και κοινωνική έρευνα μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Το έδαφος είχε προετοιμαστεί από την Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, η οποία έστρεψε το ενδιαφέρον για τη μελέτη του λαϊκού και παραδοσιακού πολιτισμού από μια αποϊστορικοποιημένη και στατική λαογραφική προσέγγιση, που διαπνεόταν από το πνεύμα του εθνικού ρομαντισμού, προς μια ιστορική και ανθρωπολογική οπτική που υιοθετούσε τη λογική και τα εργαλεία της προφορικής ιστορίας. Όπως είχε συμβεί προηγουμένως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η ενασχόληση με τις προφορικές αφηγήσεις εντάσσεται στο πλαίσιο της ευρύτερης κριτικής στο κυρίαρχο υπόδειγμα μιας θετικιστικά προσανατολισμένης κοινωνικής και ιστορικής έρευνας καθώς και στο πλαίσιο της «ερμηνευτικής» και «πολιτισμικής» στροφής στις κοινωνικές επιστήμες και την ιστορία. Επίσης, συνδέθηκε με ένα κατ΄ αρχήν πολιτικό αίτημα: να δοθεί φωνή και να αναδειχθεί η οπτική κοινωνικών ομάδων και υποκειμένων, των οποίων ο λόγος ήταν αποκλεισμένος από την επίσημη και θεσμικά αναγνωρισμένη εκδοχή της ιστορικής και κοινωνιολογικής αφήγησης. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί η σημαντική συνεισφορά φεμινιστριών ερευνητριών, που άντλησαν υλικό από προφορικές και βιογραφικές πηγές, για να αναδείξουν τις «αποσιωπημένες ιστορίες» και οπτικές των γυναικών, στις οποίες η πρόσβαση μέσω συμβατικών ερευνητικών μεθόδων δεν ήταν δυνατή. Συνέβαλε, επίσης, το ενδιαφέρον των ερευνητών/τριών για τις εργατικές ιστορίες στο πλαίσιο μιας αντίληψης που πρέσβευε ότι παράλληλα με τη διερεύνηση της εργατικής συνείδησης είναι σημαντικό να εξεταστεί η καθημερινή ζωή των εργατών, οι βιογραφίες, οι εμπειρίες, ο λόγος τους και οι όροι διαμόρφωσης της υποκειμενικότητάς τους.

Ειδικότερα, το ρεύμα της Προφορικής Ιστορίας αξίωσε μια «ιστορία από τα κάτω» που επικεντρώνεται στο πώς υποκείμενα από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες βιώνουν το κοινωνικό γίγνεσθαι και συμμετέχουν με τη δράση τους σε αυτό. Αξιοποιώντας τον πολυφωνικό και πολυτροπικό χαρακτήρα των βιογραφικών αφηγήσεων οι ιστορικοί μπορούν να φωτίσουν τις διαφορετικές ερμηνείες και οπτικές με τις οποίες προσεγγίζουν τα δρώντα υποκείμενα την ιστορία και να αμφισβητήσουν έτσι κοινούς της τόπους. Εκκινώντας από μια τέτοια αφετηρία, οι πρωτοποριακές έρευνες της Τ. Βερβενιώτη και της Ρ. Βαν Μπούσχοτεν εστιάζουν στην ιστορικά «πυκνή» δεκαετία του ΄40, θέλοντας να μελετήσουν τις επιπτώσεις που είχαν οι ιστορικές εξελίξεις στη ζωή των «απλών» ανθρώπων, αλλά και να εντάξουν στην ιστορική αφήγηση τη φωνή των αφανών πρωταγωνιστών. Η Βερβενιώτη (1994) αξιοποιεί προφορικές μαρτυρίες (σε συνδυασμό με στοιχεία από άλλες πηγές) για να μελετήσει τη συμμετοχή και την ενεργοποίηση των γυναικών στην Αντίσταση. Η Βαν Μπούσχοτεν (1997) μελετά τους τρόπους με τους οποίους βίωσαν οι κάτοικοι της ορεινής κοινότητας του Ζιάκα Γρεβενών την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους συγκροτήθηκε η συλλογική μνήμη στην κοινότητα σχετικά με τα επίμαχα ιστορικά συμβάντα. Η μελέτη, με την αξιοποίηση προφορικών μαρτυριών και αφηγήσεων, του Εμφυλίου ως βιωμένης εμπειρίας καθώς και των διαδικασιών συγκρότησης της ατομικής και συλλογικής μνήμης γύρω από αυτόν, αποτέλεσε ένα εξαιρετικά γόνιμο πεδίο για τους μελετητές που υιοθετούν την κατεύθυνση της προφορικής ιστορίας, όπως καταδεικνύουν μεταξύ άλλων οι εργασίες των Κ. Μπάδα, Α. Βιδάλη, Μ. Θανοπούλου, Β. Λάζου και Ρ. Αλβανού.

Στις κοινωνικές επιστήμες, η εμφάνιση της βιογραφικής προσέγγισης συνδέθηκε με την αναζήτηση εναλλακτικών θεωρήσεων και μεθοδολογιών προς το κυρίαρχο παραγωγικο-υποθετικό υπόδειγμα της ποσοτικής έρευνας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πρώτη ελληνική επιστημονική δημοσίευση (1987) για τη βιογραφική προσέγγιση οι Μ. Θανοπούλου και Μ. Πετρονώτη κάνουν λόγο για «μια άλλη πρόταση για την κοινωνιολογική θεώρηση της ανθρώπινης εμπειρίας». Έναν χρόνο αργότερα ο  Κ. Ναυρίδης διοργάνωσε στον Τομέα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων το «Σεμινάριο μεθοδολογίας για την ψυχοκοινωνική έρευνα» στο πλαίσιο του οποίου δοκιμάστηκαν εναλλακτικές μέθοδοι προς το κυρίαρχο  εμπειρικο-στατιστικό ερευνητικό υπόδειγμα, μεταξύ των οποίων και η βιογραφική μέθοδος.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90, ερευνητές από διαφορετικές πειθαρχίες των Κοινωνικών Επιστημών αξιοποιούν ως υλικό τις ιστορίες ζωής και τις βιογραφικές αφηγήσεις, για να διερευνήσουν τις βιωμένες εμπειρίες, τις πολλαπλές διαμεσολαβήσεις του κοινωνικού στο ατομικό, τους κοινωνικά και ιστορικά προσδιορισμένους τρόπους συγκρότησης της υποκειμενικότητας. Η Χ. Ιγγλέση (1990) αξιοποίησε τη βιογραφική μέθοδο για να μελετήσει τις διαδικασίες φεμινιστικής συνειδητοποίησης και πρακτικής, ο Ν. Χρηστάκης (1994) τους τρόπους σύστασης της μουσικο-κοινωνικής ταυτότητας νεαρών μελών συγκροτημάτων της ανεξάρτητης ροκ σκηνής και αργότερα (2002) των μοτοσικλετιστών, ενώ ο Π. Πανταζής (1991) διερεύνησε τη διαμόρφωση των μεταναστευτικών σχεδίων εφήβων που μετανάστευσαν τη δεκαετία του ΄60 από αγροτικά χωριά της Ηπείρου προς τη Γερμανία. Η Γ. Πετράκη (1993) μελέτησε τις διαδικασίες ένταξης (προλεταριοποίησης) ανεξάρτητων γεωργών από αγροτικές περιοχές της Ελλάδας στις βιομηχανίες του Λαυρίου τη δεκαετία του ΄70 και ο Γ. Τσιώλης (2002) τους τρόπους με τους οποίους βίωσαν και επεξεργάστηκαν βιογραφικά την κρίση αποβιομηχάνισης του Λαυρίου οι βιομηχανικοί εργάτες της περιοχής κατά τη δεκαετία του ΄90. Ο Μ. Τζανάκης (2012) αξιοποίησε «επώδυνες» αφηγήσεις ζωής για να μελετήσει την εμπειρία της ψυχικής ασθένειας, τη σταδιοδρομία στους ψυχιατρικούς θεσμούς και τους μετασχηματισμούς του εαυτού που την συνοδεύουν.

Η παραγωγή και η μελέτη βιογραφικών αφηγήσεων θεωρήθηκε, επίσης, ενδεδειγμένη ερευνητική πρακτική για τη γνωστική πρόσβαση σε ανεξερεύνητους ή περιθωριακούς κοινωνικούς κόσμους. Ενδεικτική είναι η έρευνα του Γ. Ζαϊμάκη (1999) σχετικά με τη συνοικία του Λάκκου (Ηρακλείου Κρήτης), που το πρώτο μισό του 20ου αιώνα αποτέλεσε μια πολιτισμική νησίδα συνδεδεμένη με δραστηριότητες του αγοραίου έρωτα και του ελεύθερου χρόνου· επίσης, η μελέτη του Μ. Σαββάκη που ερεύνησε την κοινότητα των λεπρών στο νησί Σπιναλόγκα (κοντά στην Κρήτη), ως έναν διακριτό κοινωνικό μικρόκοσμο με πολλαπλά επίπεδα κοινωνικής διαντίδρασης και οργάνωσης της καθημερινότητας. Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι έρευνες που ανασυγκροτούν κοινωνικούς κόσμους της εργασίας ειδικών επαγγελματικών ομάδων ή περιοχών, όπως η μελέτη της Κ. Μπάδα (2004) για τους ψαράδες της Λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου, της Β. Ρόκου (2004) για τα βυρσοδεψεία των Ιωαννίνων και της Δ. Λαμπροπούλου (2009) για τον εργασιακό και κοινωνικό κόσμο των οικοδόμων.

Η ένταση του φαινομένου της μετανάστευσης προς την Ελλάδα μετά το 1990 δημιούργησε ένα νέο ερευνητικό πεδίο στο οποίο αξιοποιούνται βιογραφικές αφηγήσεις· εντός του πεδίου αυτού οι μετανάστες αναγνωρίζονται ως υποκείμενα που «διαθέτουν» μια ιστορία ζωής και επεξεργάζονται με ενεργό τρόπο την κοινωνική τους πραγματικότητα. Υιοθετώντας ανθρωπολογική σκοπιά η Μ. Πετρονώτη (1999) αξιοποίησε αφηγηματικό υλικό για να μελετήσει τη διαπολιτισμική συνάντηση και την αλληλόδραση ελλήνων γηγενών και ερυθραίων προσφύγων στην Αθήνα. Ο Β. Νιτσιάκος (2003) συνέλεξε και επεξεργάστηκε μαρτυρίες αλβανών μεταναστών· η Ε. Βουτυρά μελέτησε τους μετανάστες και τους πρόσφυγες στη μετασοβιετική Ρωσία· η Κ. Βασιλικού (2003) τις μετανάστριες οικιακές βοηθούς από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη· και οι Σ. Παπαϊωάννου, Γ. Τσιώλης, Ν. Σερντεδάκις (2007) εξέτασαν τα εγχειρήματα αυτοαπασχόλησης «παλιννοστούντων» από τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες. Επίσης, ενδιαφέροντα προγράμματα προφορικής ιστορίας με θέμα «Φύλο και μετανάστευση» υλοποιήθηκαν στα Πανεπιστήμια Αιγαίου, Θεσσαλίας και στο Πάντειο.

Κατά την τελευταία δεκαετία έχει ενταθεί ο θεωρητικός και μεθοδολογικός αναστοχασμός γύρω από κομβικά ζητήματα που αφορούν τη χρήση βιογραφικού αφηγηματικού υλικού στην ιστορική και κοινωνική έρευνα. Ζητήματα που σχετίζονται με τις σύνθετες διαμεσολαβήσεις μεταξύ βιώματος, μνήμης και αφήγησης· τη διαδικασία της παραγωγής των βιογραφικών αφηγήσεων και του ρόλου της διάδρασης μεταξύ συνεντευκτή και πληροφορητή· τους τρόπους ανάλυσης και ερμηνείας των αφηγήσεων και των μαρτυριών· την ερευνητική αξιοποίηση αφηγήσεων σε συνδυασμό με άλλους τύπους υλικού· ζητήματα ηθικής και δεοντολογίας που ανακύπτουν κατά τη διαδικασία παραγωγής και ανάλυσης αφηγήσεων ζωής, έχουν γίνει αντικείμενο πραγμάτευσης στην ελληνική βιβλιογραφία. Έτσι πλάι στη μεταφρασμένη έκδοση του κλασικού βιβλίου του Paul Thompon «Φωνές από το Παρελθόν» (2002), που επιμελήθηκαν η Ρ. Βαν Μπούσχοτεν και η Κ. Μπάδα, και του βιβλίου του Ken Plummer «Τεκμήρια ζωής» (επιμέλεια Ν. Κοκοσαλάκης, 2000), το 2002 κυκλοφόρησε ένα ειδικό τεύχος της Επιθεώρησης Κοινωνικών Ερευνών αφιερωμένο στις «Όψεις της προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα» (επιμέλεια: Μ. Θανοπούλου και Α. Μπουτζουβή). Επίσης εκδόθηκαν μονογραφίες που εξετάζουν τη βιογραφική προσέγγιση στην ψυχοκοινωνική έρευνα (Π. Πανταζής, 2004), στην κοινωνιολογική ποιοτική έρευνα (Γ. Τσιώλης, 2006) και στη σύγχρονη λαογραφική έρευνα (Ρ. Κακάμπουρα, 2008).

Η προφορική ιστορία και η βιογραφική προσέγγιση δεν αποτελούν ένα πεδίο περιχαρακωμένο στον χώρο της ακαδημαϊκής συζήτησης και έρευνας. Έχει και παρεμβατική διάσταση, κυρίως στους χώρους της εκπαίδευσης και των τοπικών κοινωνιών. Προγράμματα προφορικής ιστορίας σχεδιάζονται και υλοποιούνται σε σχολικές μονάδες, δίνοντας τη δυνατότητα σε μαθητές και μαθήτριες να έρθουν σε επαφή με το παρελθόν ή με συγκεκριμένα κοινωνικά ζητήματα μέσα από τις φωνές των ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα ή τις σχετικές καταστάσεις, οι οποίοι καλούνται να μιλήσουν για τη ζωή τους και να αφηγηθούν τις εμπειρίες τους. Τέτοια προγράμματα, που πληθαίνουν στις αίθουσες των ελληνικών σχολείων, μπορούν να αποτελέσουν ένα εργαλείο κριτικής στη διάθεση των εκπαιδευτικών.

Πολύ ενδιαφέροντα προγράμματα προφορικής ιστορίας πραγματοποιούνται και στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών. Στα Χανιά ξεκίνησε το 2009 ένα πρόγραμμα τοπικής προφορικής ιστορίας[2] με την πρωτοβουλία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Χανίων και τη συνεργασία του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,  που αποσκοπούσε στη συλλογή προφορικών μαρτυριών και βιογραφικών αφηγήσεων γύρω από ενδιαφέρουσες πτυχές της τοπικής ιστορίας και της κοινωνικής ζωής (Δεκαετία ’40: Κατοχή – Αντίσταση – Εμφύλιος, Εκπαίδευση, Εργασία – Επαγγέλματα, Οικογένεια και Φύλο, Πολυπολιτισμικότητα – Μετακινήσεις – Μετανάστευση). Το πρόγραμμα, που συντόνισε αρχικά μια διεπιστημονική ομάδα (Μ. Ρεπούση, Ρ. Βαν Μπούσχοτεν, Τ. Βερβενιώτη, Π. Πανταζής, Γ. Τσιώλης)  υλοποιείται από πολίτες των Χανίων, οι οποίοι συμμετέχουν εθελοντικά και εκπαιδεύτηκαν στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος επιμόρφωσης. Απώτερος στόχος του προγράμματος είναι η δημιουργία μουσείου προφορικής ιστορίας και αρχείου προφορικών μαρτυριών. Πρόσφατα (2011) δημιουργήθηκε η Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Κυψέλης[3] με σκοπό να πραγματοποιήσει ένα πρόγραμμα κοινοτικής προφορικής ιστορίας για την Κυψέλη μετά από πρωτοβουλία των κατοίκων της. Το πρόγραμμα υλοποιείται από εθελοντές, κατοίκους της Κυψέλης στην πλειονότητά τους αλλά και μεταπτυχιακούς φοιτητές, οι οποίοι συμμετείχαν προηγουμένως σε σχετικά μαθήματα που δίδαξαν οι Τ. Βερβενιώτη, Ρ. Βαν Μπούσχοτεν και Λ. Παπαστεφανάκη. Οι εθελοντές καλούνται να συλλέξουν αφηγηματικό υλικό γύρω από τρεις θεματικές ενότητες: δεκαετία του ΄40, καθημερινή ζωή, μετανάστευση. Απώτερος στόχος και αυτού του προγράμματος είναι η δημιουργία ενός οπτικοακουστικού αρχείου. Τα εγχειρήματα αυτά αποτελούν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες προσπάθειες στον βαθμό που εμπλουτίζουν τη γνώση για την τοπική ιστορία. Αξιοποιούν δε τη μνήμη και την εμπειρία των «απλών» ανθρώπων, αναγνωρίζοντάς τους ως φορείς της δικής τους προσωπικής ιστορίας αλλά και συν-δημιουργούς της κοινοτικής ιστορίας. Καταδεικνύουν, επίσης, ότι η κοινωνική ζωή είναι σύνθετη, αντιφατική και πολυσχιδής, αμφισβητώντας με αυτόν τον τρόπο στερεοτυπικές και μονοσήμαντες αντιλήψεις που έχουν παγιωθεί στον κυρίαρχο Λόγο. Αποτελούν, κατά συνέπεια, εναύσματα αναστοχασμού της τοπικής κοινωνίας, που καλείται να στοχαστεί πάνω στις αλλαγές της φυσιογνωμίας της· να δει το παρόν με φόντο το παρελθόν της αλλά και να προβληματιστεί για το μέλλον της. Τέτοια εγχειρήματα που στοχεύουν να απολήξουν στη δημιουργία οπτικοακουστικών αρχείων προφορικών μαρτυριών και βιογραφικών αφηγήσεων θέτουν, βέβαια, επί τάπητος τη δυνατότητα και την προοπτική της επανάχρησης και της δευτερογενούς ανάλυσης αυτού του υλικού· μια προβληματική που είναι εξαιρετικά επίκαιρη στη διεθνή συζήτηση.

Πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες της πορείας, που επιχείρησα να σκιαγραφήσω παραπάνω, θα βρεθούν στο συνέδριο του Βόλου. Εκεί θα συναντήσουν νεότερους ερευνητές και ερευνήτριες σε μια εποικοδομητική ανταλλαγή. Θα συναντήσουν, επίσης, κορυφαίους ερευνητές από το εξωτερικό και θα συζητήσουν μαζί τους τις εξελίξεις, που σημειώθηκαν στο πεδίο της προφορικής ιστορίας και της βιογραφικής έρευνας στον ελληνικό χώρο, με φόντο τις θεωρητικές και μεθοδολογικές συζητήσεις που διεξάγονται σε διεθνές επίπεδο. Η διεθνής εμπειρία θα αποτελέσει σημαντικό οδηγό και για το εγχείρημα συγκρότησης μιας επιστημονικής εταιρείας που θα παρέχει τη δυνατότητα στην κοινότητα των ερευνητών να επικοινωνούν, να συνευρίσκονται και να συμπράττουν σε μια σταθερότερη βάση. Είναι συνεπώς εξαιρετικά σημαντική ενόψει αυτού του εγχειρήματος η παρουσία στο συνέδριο του βρετανού ιστορικού Paul Thompson, εκ των θεμελιωτών του ρεύματος της προφορικής ιστορίας διεθνώς, που θα μιλήσει ακριβώς για τα πλεονεκτήματα της θεσμοποίησης της προφορικής ιστορίας, αλλά και για τον κίνδυνο (που πρέπει να αποφύγουμε) να χάσει τον κινηματικό της χαρακτήρα.

Ο Γιώργος Τσιώλης διδάσκει στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.

 


[1] Βλ. το πρόγραμμα του συνεδρίου στον ιστότοπο http://extras.ha.uth.gr/oralhistory/el/programme.asp

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Για την προφορική ιστορία και τη βιογραφική έρευνα στην Ελλάδα: με αφορμή ένα συνέδριο

  1. Πίνγκμπακ: Στα Ενθέματα στις 20 του Μάη « ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Σχολιάστε