Λαμπεντούζα: Η τραγωδία και η απάτη

Standard

 του Αντρέα Νταβόλο

μετάφραση: Μαρία Καλαντζοπούλου

1-Italia

Χαρακτικό του Λώρενς Χάυντ, από το λεύκωμα «Σταυρός του Νότου», 1951

Η πρόσφατη τραγωδία έξω απ’ τις ακτές της Λαμπεντούζα, τόσο εξαιτίας του μεγέθους όσο και εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο εκτυλίχθηκε η καταστροφή, έχει προκαλέσει τη γενική οργή και αγανάκτηση, συναίσθημα που ξεπερνά τα υποκριτικά λόγια και τα κροκοδείλια δάκρυα των κυρίαρχων τάξεων και πολιτικών της Ιταλίας –και της Ευρώπης–, των πραγματικών ενόχων γι’ αυτή τη δυστυχία.

Δυστυχώς, δεν είναι η πρώτη τραγωδία αυτού του είδους σε τούτη τη λωρίδα θάλασσας που χωρίζει την ακτή της Αφρικής απ’ την Ιταλία και την Ευρώπη. Είναι, αντίθετα, μέρος μιας συνεχιζόμενης εκατόμβης που, τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια εκτιμάται πως αριθμεί είκοσι χιλιάδες θύματα. Ο πραγματικός αριθμός μπορεί να είναι ακόμα μεγαλύτερος, καθώς οι διαθέσιμες καταγραφές βασίζονται αποκλειστικά στα δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου.

Είδαμε κυβερνητικούς αξιωματούχους και βουλευτές να χύνουν κουβάδες δάκρυα. Κι όμως είναι οι ίδιοι ακριβώς που υποστήριξαν και ψήφισαν όλους τους νόμους ενάντια στη μετανάστευση τα τελευταία χρόνια. Όλα αυτά τα χρόνια, παρακολουθούσαμε, στην πραγματικότητα, μια μακρά αντιμεταναστευτική εκστρατεία, που ξεκίνησε δύο δεκαετίες πριν, με πρωτοβουλία τόσο της κεντροαριστεράς όσο και της κεντροδεξιάς, μέσω των σχετικών νομοθετημάτων. Συνέχεια ανάγνωσης

Οι προοπτικές του γερμανικού καπιταλισμού

Standard

του Χρήστου Λάσκου

Έργο του Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ

Έργο του Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ

Πριν μερικές μέρες ο Adam Posen, πρόεδρος του Peterson Institute of International Studies, στους Financial Times («Λάθος το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας»· μεταφρασμένο στο: http://goo.gl/LNgR73) σημείωνε πως η Γερμανία αποτελεί ένα πλούσιο κράτος, που ακολουθεί μοντέλο αναπτυσσόμενης οικονομίας, και προέβλεπε πως η εξάρτηση του γερμανικού καπιταλισμού από τους χαμηλούς μισθούς θα αποδειχτεί συνταγή καταστροφικής αποτυχίας. Την ίδια εποχή ο πολύς Άσμουσεν, ο Γερμανός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, από τη δική του οπτική γωνία, διαπίστωνε ότι «τα επόμενα 5 με 10 χρόνια η Γερμανία θα ξαναγίνει ο ευρωπαίος ασθενής», όπως και στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας.

Περίεργες προγνώσεις για όσους –και η ελληνική «κοινή γνώμη» ανήκει κατεξοχήν σε αυτούς– έχουν μια εικόνα της Γερμανίας ως πανίσχυρης, πλούσιας, υγιούς και, κυρίως, εξαιρετικά παραγωγικής οικονομίας. Ας δούμε, λοιπόν, πώς έχουν τα πράγματα.

Οι γερμανικές επιτυχίες. Εκεί που οι επιδόσεις της γερμανικής οικονομίας εμφανίζονται πραγματικά εντυπωσιακές είναι στους τομείς των εξαγωγών και της απασχόλησης. Πολλές φορές, μάλιστα, οι θετικές εξελίξεις σε αυτούς τους τομείς παρουσιάζονται ως ισχυρά συνδεδεμένες μεταξύ τους: η εξαγωγική επιτυχία των γερμανικών επιχειρήσεων εξηγεί και τα καλά νέα σε ό,τι αφορά την συνολική απασχόληση.

Πράγματι, με το εμπορικό πλεόνασμά της να αντιπροσωπεύει το 6% του ΑΕΠ, η Γερμανία είναι το ακραίο παράδειγμα εξαγωγικής οικονομίας στον κόσμο. Πάντοτε, βέβαια, οι εξαγωγές αποτελούσαν μεγάλο μέρος του ΑΕΠ της. Έτσι, στην προηγούμενη της ενοποίησης δεκαετία αντιστοιχούσαν στο 23-25% του ΑΕΠ, από το 1990 έως το 1999 συρρικνώθηκαν ελάχιστα, για να εκτιναχθούν τη δεκαετία του ευρώ στο ασύλληπτο ποσοστό του 38%, αφήνοντας πίσω την Κίνα και καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση στον κόσμο. Επιπλέον, η μεγάλη αυτή έκρηξη των εξαγωγών φαίνεται να συμβαδίζει με μια εντυπωσιακή μείωση του ποσοστού ανεργίας: από 12% σχεδόν το 2005 κινήθηκε έκτοτε πτωτικά και, παρόλη την παγκόσμια οικονομική κρίση, έπεσε σε επίπεδα κάτω του 6%. Συνέχεια ανάγνωσης

Κρίση και διανοούμενοι, Αριστερά και επιστημονική τεκμηρίωση

Standard

Συνέντευξη του Αριστείδη Μπαλτά, προέδρου του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς

4-baltas Μιλάει για τις κατευθύνσεις του Ινστιτούτου, το πρόγραμμα της Αριστεράς και τον ρόλο των διανοουμένων, το κείμενο των «58», το πανεπιστήμιο, τη Χρυσή Αυγή

 Το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς (ΙΝΠ) δεν χρειάζεται, φυσικά, συστάσεις για τους αναγνώστες. Το Ινστιτούτο, οι ιδέες και οι πρωτοβουλίες του αποτελούν οργανικό κομμάτι της Αυγής: λόγω της συστηματικής συνεργασίας (θυμίζουμε, ενδεικτικά, τα ένθετα στην εφημερίδα δύο εκδηλώσεων του ΙΝΠ, για το κατοχικό χρέος και τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης), αλλά κυρίως λόγω του κοινού προσανατολισμού και μέριμνας που διαπνέουν τους δύο φορείς – και, βέβαια, θέλουμε να συστηματοποιήσουμε και να εμβαθύνουμε αυτή τη σχέση. Συζητήσαμε λοιπόν με τον Αριστείδη Μπαλτά, για το Ινστιτούτο, την Αριστερά, τους διανοούμενους, καθώς και ζητήματα της συγκυρίας.

****

exxx

To τελευταίο τεύχος της ελληνικής έκδοσης της ευρωπαϊκής επιθεώρησης transform!

 Όσοι προωθούν μια τέτοια ιδέα έχουν μια απολύτως απηρχηωμένη αντίληψη περί επιστήμης. Είτε πρόκειται για τις φυσικές είτε για τις κοινωνικές επιστήμες, την ιδέα ότι η επιστήμη είναι μία, ενιαία και αδιαίρετη δεν την υποστηρίζει κανείς σοβαρός άνθρωπος παγκοσμίως. Από κει και πέρα, είναι μεγάλα ερωτήματα τι θα πει επιστήμη του κοινωνικού, κατά πόσον η οικονομία μπορεί να θεωρηθεί ως καθαυτό επιστήμη κ.ο.κ. Αν έρθουμε στα καθ’ ημάς, ενώ ο κόσμος αντιστέκεται με πολλούς τρόπους στον «μονόδρομο», λείπει, μολαταύτα, εντυπωσιακά –και σε αυτό συντελεί καθοριστικά η τηλεόραση και ο κυρίαρχος Τύπος– μια κριτική σχέση με τα πράγματα, μια συγκρότηση των εννοιών, μια πρόσληψη της πραγματικότητας που να αντέχει στην κριτική. Με αυτή την έννοια, ο ρόλος του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς (ΙΝΠ) είναι μεγάλος: καλείται να βοηθήσει στη δημιουργία ενός συστηματικού πλαισίου, με κάποια απόσταση από την τρέχουσα επικαιρότητα, που να μπορεί να παράγει έλλογα θεωρητικά και πρακτικά αποτελέσματα.

Μέχρι το καλοκαίρι, πρόεδρος του ΙΝΠ ήταν ο Νίκος Πετραλιάς, αντιπρόεδρος η Σίσσυ Βελισαρίου και διευθυντής ο Χάρης Γολέμης. Τώρα, πρόεδρος είμαι εγώ, αντιπρόεδρος η Αθηνά Αθανασίου και διευθυντής συνεχίζει να είναι ο Χ. Γολέμης. Θεωρώ απαραίτητο να πω ότι ο Πετραλιάς και η Βελισαρίου έκαναν εξαιρετική δουλειά, αθόρυβα και δημιουργικά, με μεγάλη διάθεση ανοίγματος σε όλο το φάσμα της Αριστεράς, για πολλά χρόνια. Οι ίδιοι δεν θέλησαν να συνεχίσουν, θεωρώντας ότι πρέπει να υπάρχει εναλλαγή. Η νέα διοίκηση λοιπόν του ΙΝΠ δεν είναι κάποια τομή σε σχέση με το παρελθόν· αποτελεί συνέχεια. Συνέχεια ανάγνωσης

Το μαχαίρι και το γιαούρτι

Standard

του Θέμη Παπαδέα

themos

Χαρακτικό του Γκόγια

Η βία είναι ένα ζήτημα κρίσιμο: για τα κινήματα, την Αριστερά και τη δημοκρατία. Η πρόσφατη σχετική συζήτηση, λοιπόν, θα ήταν καλοδεχούμενη, αν δεν προσέκρουε σε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο: από πλευράς όσων την ανακινούν, γίνεται προσχηματικά. Κίνητρο δεν είναι ο προβληματισμός ούτε κάποια υγιής –έστω και συντηρητική– ανησυχία για την ένταση της βίας. Το ερώτημα, «Καταδικάζετε ή όχι τη βία;» (που έθετε ο Γ. Μιχελάκης στην «Ανατροπή») με υψωμένο το δάχτυλο, έχει άλλο στόχο: να στριμώξει την Αριστερά, και γι’ αυτό είναι ακατάλληλο για την εκκίνηση μιας ουσιαστικής συζήτησης. Αναζητώντας τις βάσεις μιας τέτοιας κουβέντας, θέλω να θέσω τρία σημεία.

Πρώτον, πριν καταδικάσουμε ή εγκρίνουμε, πρέπει να κατανοήσουμε. Το «καταδικάζω τη βία από όπου και αν προέρχεται», πέραν των άλλων, είναι πολύ εύκολο. Αν κάποιος ενδιαφέρεται ή ανησυχεί ειλικρινά για τη βία, πρέπει να εγκύψει σε αυτήν. Τον Δεκέμβρη του 2008, λ.χ., πριν απ’ όλα, πριν προχωρήσει κανείς σε αξιολογήσεις, έπρεπε να αντιληφθεί την έκταση και την ποιότητα του φαινομένου. Συνέχεια ανάγνωσης

Tι είναι βία και ποια τα όρια της

Standard

 Πώς μπορούμε να ξεφύγουμε από το αδιέξοδο

του Χρήστου Ηλιάδη

SELIDA 7 SVSTO

Ο Καβάφης στην υπηρεσία της «μη βίας», ανά την Αθήνα. Θα ακολουθήσουν: ΓΑΜΗΣΑΤΩΣΑΝ (Αποστόλου Παύλου, Α΄ προς Κορινιθίους επιστολή), […] ΜΟΙΧΕΥΣΕΙΣ (Από τις Δέκα Εντολές, Έξοδος) και άλλα χωρία.

Τις τελευταίες ημέρες έχει και πάλι ανάψει η αντιπαράθεση για το τι είναι βία και πότε (πρέπει να) την καταδικάζουμε. Η επανάληψη από τον πρωθυπουργό της φράσης «η βία πρέπει να καταδικάζεται από όπου και αν προέρχεται» αναζωπύρωσε τη συζήτηση, επαναφέροντας εύλογα ερωτήματα για τη βία των ΜΑΤ, τη βία ως μέσο άμυνας, τη βία των κοινωνικών διεκδικήσεων.

***

Σε πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή («Ανατροπή», 14.10.2013) συμπυκνώθηκαν πολύ χαρακτηριστικά οι δύο κυρίαρχες σήμερα απόψεις για το πότε η βία πρέπει να γίνεται αποδεκτή. Και οι δύο, νομίζω, οδηγούν σε αδιέξοδο.

Την πρώτη άποψη συμμερίζονταν σχεδόν όλοι το πάνελ (με μηδαμινή ανεκτικότητα στην αντίθετη άποψη και  μεγάλη ευκολία στην εκφορά λεκτικής βίας προς τον εκφραστή της — την ίδια στιγμή που καταδίκαζαν τη βία). Η άποψη μπορεί να συνοψισθεί στη φράση: «Κάθε βία που ασκείται εκτός των πλαισίων του νόμου είναι πολιτικά καταδικαστέα και πρέπει να διώκεται ποινικά». Δηλαδή, το κράτος αποκλειστικά ορίζει την αποδεκτή βία –και έχει το μονοπώλιό της–, ενώ κάθε κοινωνική πρακτική διαμαρτυρίας πρέπει να κινείται αυστηρά στο πλαίσιο του νόμου, διαφορετικά πρέπει να υπάρχει πολιτική καταδίκη και ποινική δίωξη. Η άποψη αυτή (όπου τα πολιτικά όρια ανοχής ή αποδοχής της βίας ταυτίζονται με τα νομικά) δεν είναι «εφεύρεση» του εγχώριου μπλοκ εξουσίας αλλά κυρίαρχη στις δυτικές φιλελεύθερες κοινωνίες — με τη σημαντική διαφοροποίηση ότι σε αυτές συνήθως οι αποφάσεις για τα όρια του νόμου και η άσκηση της πολιτικής ακολουθεί πιο δημοκρατικά πρότυπα. Συνέχεια ανάγνωσης

Η βία και η προπαγάνδα

Standard

του Κώστα  Χ. Χρυσόγονου

Έργο του Μαρκ Σαγκάλ

Έργο του Μαρκ Σαγκάλ

Τις τελευταίες μέρες, η συγκυβέρνηση έχει εξαπολύσει  μια επικοινωνιακή επίθεση, με αφορμή την υποτιθέμενη μη καταδίκη όλων των μορφών βίας από κόμματα της αντιπολίτευσης — και κατεξοχήν τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν υπάρχει, μας λένε, «καλή» και «κακή» βία, και άρα η μη  καταδίκη σημαίνει επιδοκιμασία της βίας και κατατάσσει το κόμμα στα «άκρα», καθιστώντας ενδεχομένως το ίδιο ή μέλη του υποψήφια για ποινικές και άλλες διώξεις.

Στα παραπάνω υπάρχουν εμφανή στοιχεία «ηθικοπλαστικής» υπεραπλούστευσης και τελικά διαστρέβλωσης  ενός  σύνθετου  νομικού και πολιτικού ζητήματος. Η έννομη τάξη δεν αποδοκιμάζει αδιακρίτως κάθε μορφή βίας. Αντίθετα μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις επιτάσσει τη βίαιη αντίδραση σε μια επίσης βίαιη δράση, όπως ιδίως στο άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος, το οποίο καλεί κάθε πολίτη να αντισταθεί με όλα τα μέσα σε κάθε απόπειρα βίαιης κατάλυσης του Συντάγματος. Σε άλλες περιπτώσεις, το ισχύον δίκαιο απλώς επιτρέπει τη χρήση βίας, όπως π.χ. σε καταστάσεις άμυνας ή έκτακτης ανάγκης (άρθρα 22 και 25 του Ποινικού Κώδικα). Και σε άλλες, τις περισσότερες, ποινικοποιεί τη χρήση βίας, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις και με την πρόβλεψη εγγυήσεων διαφόρων ειδών για τον κατηγορούμενο. Συνέχεια ανάγνωσης

Pussy Riot: Μια προσευχή με σημασία

Standard

της Ντένιας Αθανασοπούλου-Κυπρίου

savepussyriotΠριν λίγες ημέρες προβλήθηκε και στην Αθήνα, στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας», το ντοκιμαντέρ «Pussy Riot: A Punk Prayer» των Maxim Pozdorovkin και Mike Lerner σχετικά με το ρωσικό συγκρότημα Pussy Riot, την πορεία του, την ιστορία των μελών του, τις πολιτικοκοινωνικές θέσεις του και το πώς παρεμβαίνει με εργαλείο την τέχνη στην πολιτική. Το ίδιο το όνομα του συγκροτήματος με τις συνυποδηλώσεις και τους πολιτικούς υπαινιγμούς του συνδυασμού των λέξεων «pussy» και «riot», καθιστά τη φεμινιστική ταυτότητά του πρόδηλη.

Στις 21 Φεβρουαρίου του 2012 το συγκρότημα «εισέβαλε» στο ναό του Σωτήρος στη Μόσχα και μπροστά στο ιερό έδωσε μια παράσταση για γερά πολιτικά και θρησκευτικά νεύρα. Αποτέλεσμα: η σύλληψη, η δίκη και η καταδίκη των μελών τού συγκροτήματος για χουλιγκανισμό, διατάραξη του θρησκευτικού συναισθήματος των παρευρισκόμενων Ορθόδοξων χριστιανών  και υποδαύλιση θρησκευτικού μίσους. Μέλη του συγκροτήματος οδηγήθηκαν στη φυλακή όπου ακόμα ορισμένα εκτίουν την ποινή τους κάτω από δύσκολες συνθήκες κράτησης και εξουθενωτική καταναγκαστική εργασία.

Δεν αποτελεί κάτι ασυνήθιστο η τέχνη να ασκεί κριτική και να εκφράζει πολιτική πρόταση. Αντίστοιχα συνηθισμένο είναι θρησκευτικές εκδηλώσεις να έχουν πολιτική σημασία και οι πολιτικοί να χειρίζονται τη λαϊκή θρησκευτικότητα και να συμμαχούν με τις θρησκευτικές ηγεσίες. Το διαπιστώνουν αυτό και οι Pussy Riot στους στίχους τους όπου καυτηριάζουν τη σχέση κράτους και εκκλησίας και καταγγέλλουν την υποκριτική ευλάβεια πολιτικών προσώπων και τη στάση της ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ρωσίας η οποία εναγκαλίζεται την πολιτική εξουσία, στηρίζει το καθεστώς και εξαίρει την προσωπικότητα του πανίσχυρου κοσμικού ηγέτη.

Αυτό όμως που δεν είναι τόσο συνηθισμένο και μου προκάλεσε το ενδιαφέρον είναι η θεολογικά απελευθερωτική ή/και η απελευθερωτικά θεολογική σημασία του δρώμενου των Pussy Riot μέσα στην εκκλησία. Ένα γυναικείο punk συγκρότημα φορώντας χρωματιστές κουκούλες στέκεται μπροστά στο ιερό και στρέφεται προς τον κυρίως ναό διεκδικώντας χώρο να ξεστομίσει μια προσευχή. Πέντε γυναικεία στόματα επικαλούνται την Παναγία και ζητούν να συνταχθεί μαζί τους. Απευθύνονται στην Παρθένο Μαρία, εκείνη που όταν έμεινε έγκυος εκτός γάμου και χωρίς ανδρική προστασία και έγκριση, κινδύνευε να λιθοβοληθεί για παράβαση του Νόμου, με άλλα λόγια για χουλιγκανισμό και διατάραξη της θρησκευτικής τάξης της εποχής της. Εκείνη που χωρίς τη θεία επέμβαση που την προστάτευσε, θα γινόταν το εξιλαστήριο θύμα μιας κοινωνίας έτοιμης να θυσιάσει αθώους για χάρη της τάξης. Συνέχεια ανάγνωσης

Νόμπελ Οικονομίας 2013: Η κυριαρχία των χρηματοοικονομικών

Standard

 του Κώστα Μελά

6a melasΗ αρμόδια για το Νόμπελ Οικονομίας Σουηδική Επιτροπή επέλεξε να δώσει το φετινό βραβείο σε τρεις ακαδημαϊκούς για τις εμπειρικές τους εργασίες στην αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού, κυρίως όσων βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση στις χρηματιστηριακές αγορές: τον Eugenio Fama και τον Lars Peter Hansen του Πανεπιστημίου του Σικάγο και τον Robert Shiller του Χάρβαρντ. Η απόφαση προξενεί ενδιαφέρον, για τρεις τουλάχιστον λόγους.

Πρώτον, διότι η επιλογή αφορά εμπειρικές εργασίες του κλάδου των χρηματοοικονομικών, και όχι της καθαρής θεωρητικής οικονομικής. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκεται να τιμηθεί η εφαρμοσμένη επιστημονική έρευνα, σε πλήρη αντιστοίχηση με την ανάπτυξη της τεχνοεπιστήμης, κυρίαρχου χαρακτηριστικού της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας.

Δεύτερον, διότι ο συγκεκριμένος επιστημονικός κλάδος, παρότι βρίσκεται τα τελευταία έτη στο επίκεντρο της διεθνούς επικαιρότητας λόγω της κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όχι μόνο δεν έχει οδηγήσει σε επίλυση των προβλημάτων, για τα οποία τιμάται, διαμέσου της διεύρυνσης της θετικής ευρετικής –για να χρησιμοποιήσουμε έναν λακατιανό όρο ο οποίος επί της ουσίας υποδηλώνει την πρόοδο εντός του συγκεκριμένου ερευνητικού προγράμματος—αλλά, αντιθέτως, έχει πολλάκις διαψευσθεί (διαπιστώνεται αρνητική ευρετική) και ουσιαστικά έχει προκαλέσει αλλεπάλληλες κρίσεις στο οικονομικό σύστημα. Συνέχεια ανάγνωσης

Τσάπλιν και Μπρεχτ

Standard

του Κωστή Σκαλιόρα

 skalΣτη μνήμη του Κωστή Σκαλιόρα, που μας αποχαιρέτισε για πάντα το Σάββατο 5 Οκτωβρίου, δημοσιεύουμε σήμερα μια από τις επιφυλλίδες του. Είχε δημοσιευτεί στο Βήμα, στις 26 Νοεμβρίου 1972. Και από το μικρό αυτό κείμενο, ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει, πιστεύουμε, την καλλιέργεια, το λαμπερό ύφος και το πνεύμα του Σκαλιόρα. Μιας σπουδαίας μορφής των γραμμάτων μας, μορφής σοβαρής, ευγενικής και μειλίχιας συνάμα, που αποτελούσε, όπως έγραψε ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, «σημάδι ενός κόσμου που φεύγει: γαλήνια, αθόρυβα, μια και υπάρχουν και θάνατοι αθόρυβοι που ταιριάζουν σε ζωές που κύλισαν χωρίς κρότο, αλλά γεμάτες ουσιαστικό έργο».

Στρ. Μπ.

8BΒγαίνοντας πριν από λίγες μέρες από μια προβολή του Δικτάτορα αναζητούσα με στενοχώρια τις πιθανές αιτίες της απογοήτευσής μου. Θυμόμουν, βέβαια, ότι και την πρώτη φορά που είχα δει την ταινία, πριν από πολλά χρόνια, δεν σκέφτηκα να την τοποθετήσω στο ίδιο επίπεδο με τον Χρυσοθήρα ή το Τσίρκο. Ο θαυμασμός μου, ωστόσο, για τον Τσάπλιν υποδαύλιζε την ελπίδα μιας μεταστροφής — που δεν πραγματοποιήθηκε. Γιατί η νέα επαφή με το έργο επιβεβαίωσε την αρχική εντύπωση, ενισχύοντας μάλιστα την αίσθηση της πολιτικής του καχεξίας.

Σ’ αυτήν την τελευταία διαπίστωση υπήρχε ίσως μια προτροπή για ορισμένες συσχετίσεις. Έτσι έφτασα ν’ αναρωτηθώ, εντελώς φυσιολογικά, για τον ρόλο που μπορεί να είχε παίξει στην διαμόρφωση μιας τέτοιας αντίδρασης, η παρεμβολή ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη –για μένα– προβολή του Δικτάτορα, μιας άλλης, πολιτικά δραστικότερης γελοιογράφησης του Χίτλερ. Εννοώ, φυσικά, την Αντιστάσιμη άνοδο του Αρτούρο Ούι.

Γραμμένο την ίδια περίπου εποχή που γυρίστηκε και η ταινία, το έργο του Μπρεχτ προοριζόταν κι αυτό για ένα κοινό που δεν γνώριζε από πρώτο χέρι την τυραννία του ναζισμού. Ο εξόριστος συγγραφέας ήθελε «να εξηγήσει στον καπιταλιστικό κόσμο την άνοδο του Χίτλερ». Υπολογίζοντας στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις του μακρινού του θεατή, χρησιμοποιούσε την θεατρική παραβολή, μετατόπιζε την δράση στην Αμερική και μετέβαλε τα ηγετικά στελέχη του εθνικοσοσιαλισμού σε γκανγκστερική συμμορία. Συνέχεια ανάγνωσης