Νεοφιλελευθερισμός: μια οικονομική, κοινωνική και πολιτική αντεπανάσταση

Standard

WEB ONLY-ΜΟΝΟ ΣΤΟ ΜΠΛΟΓΚ ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»

του Χ. Ι. Πολυχρονίου

Έργο του Λάιονελ Φάινινγκερ, 1914

 Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριάντα πέντε ετών, οι δυτικές κοινωνίες και η παγκόσμια οικονομία πορεύονται υπό τους ήχους του νεοφιλελευθερισμού – ένας όρος που αρχικά επινοήθηκε στη δεκαετία του 1930 ως μια μετριοπαθής εναλλακτική προσέγγιση στον κλασικό φιλελευθερισμό, αλλά  χρησιμοποιείται στην εποχή μας για να περιγράψει ένα σύνολο οικονομικών πολιτικών που ευνοούν τις ιδιωτικοποιήσεις, την απορρύθμιση και τo μινιμαλιστικό κράτος πρόνοιας. Αυτή είναι η εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού που αναπτύχθηκε από τον Μίλτον Φρίντμαν και τη λεγόμενη Σχολή του Σικάγου,  η οποία συνήθως συνδέεται με το καθεστώς του Πινοσέτ στη Χιλή και αργότερα με τις πολιτικές  της Μάργκαρετ Θάτσερ και του Ρόναλντ Ρέιγκαν.

Στην καρδιά του νεοφιλελεύθερου οράματος είναι μια κοινωνική και παγκόσμια τάξη πραγμάτων βασισμένη στην προτεραιότητα της εταιρικής ισχύος, των ελεύθερων αγορών, την απελευθέρωση των δημόσιων υπηρεσιών. O νεοφιλελεύθερoς ισχυρισμός είναι ότι οι οικονομίες λειτουργούν πιο αποτελεσματικά και παράγουν μεγαλύτερο πλούτο και οικονομική ευημερία για όλους εάν οι αγορές λειτουργούν χωρίς καμία κυβερνητική παρέμβαση. Ο ισχυρισμός αυτός βασίζεται στην ιδέα ότι οι ελεύθερες αγορές είναι εγγενώς δίκαιες και μπορούν να δημιουργήσουν αποτελεσματικούς και χαμηλού κόστους τρόπους παραγωγής καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών. Η κρατική παρεμβατικότητα στην οικονομία είναι επακολούθως σπάταλη και αναποτελεσματική, «πνίγοντας» την ανάπτυξη και την επέκταση και περιορίζοντας την καινοτομία και το επιχειρηματικό πνεύμα.

Αυτά λέει η θεωρία. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν το αντίθετο. Κατά τη διάρκεια της περιόδου που επικράτησε ο «κρατικά ελεγχόμενος καπιταλισμός» (περίπου από το 1945 έως το 1973), οι δυτικές καπιταλιστικές οικονομίες αναπτύσσονταν ταχύτερα από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στον 20ό αιώνα και ο πλούτος έφθανε στο κάτω μέρος της κοινωνικής πυραμίδας πιο αποτελεσματικά από ποτέ άλλοτε. Η οικονομική σύγκλιση ήταν επίσης πολύ μεγαλύτερη κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου από ό, τι κατά τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης εποχής.

Επιπλέον, κάτω από τη νεοφιλελεύθερη οικονομική τάξη οι δυτικές καπιταλιστικές οικονομίες όχι μόνο απέτυχαν να ακολουθήσουν τις τάσεις, τα πρότυπα ανάπτυξης και τις αναδιανεμητικές επιπτώσεις που προέκυψαν κάτω από τον «κρατικά ελεγχόμενο καπιταλισμό», αλλά η εμμονή με τις «ελεύθερες αγορές» έχει προκαλέσει μια ατέρμονη σειρά από χρηματοοικονομικές κρίσεις, διαστρέβλωσε τις εξελίξεις στην πραγματική οικονομία, εκτόξευσε την οικονομική ανισότητα σε νέα ιστορικά επίπεδα, και διάβρωσε τις δημόσιες αρετές και τις δημοκρατικές αξίες. Στην πραγματικότητα, η ιδεολογία της «ελεύθερης αγοράς» έχει εξελιχθεί στη νέα δυστοπία του σύγχρονου κόσμου, με την εξελισσόμενη κρίση στην Ευρώπη να αποτελεί απλώς το τελευταίο επεισόδιο των καταστροφικών επιπτώσεων του νεοφιλελευθερισμού στην οικονομία και την κοινωνία.

Η μετάβαση από τον «κρατικά ελεγχόμενο καπιταλισμό» στη νεοφιλελεύθερη οικονομία συνδέεται με την επικράτηση της κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και τις απότομες αλλαγές που έλαβαν χώρα στην κοινωνική δομή συσσώρευσης του κεφαλαίου, με τις εξελίξεις στην οικονομία των ΗΠΑ να έχουν πρωτοποριακό ρόλο μεταξύ των αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών. Η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας στη δεκαετία του 1970 και οι πληθωριστικές πιέσεις που συνόδεψαν την  πρώτη μεγάλη συστημική κρίση που γνώρισε μεταπολεμικά ο παγκόσμιος καπιταλισμός άνοιξαν ένα παράθυρο ευκαιρίας για την αντικρατιστική οικονομική σκέψη, η οποία βρισκόταν σε χειμερία νάρκη από τη δεκαετία του 1920 λόγω έλλειψη υποστήριξης από τις κυβερνήσεις και όσους σχεδιάζουν την πολιτική. Εξίσου σημαντικό: ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός είχε ελάχιστους οπαδούς ανάμεσα στα μέλη της «φλύαρης τάξης». Στη μεταπολεμική καπιταλιστική εποχή κυριαρχούσε η πεποίθηση ότι το κράτος έχει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο  στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Αυτή ήταν η κεϋνσιανή κληρονομιά, ακόμη και αν τα οικονομικά του κεϋνσιανισμού δεν εφαρμόστηκαν ποτέ πλήρως και με συνέπεια σε οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα.

Ο βιομηχανικός καπιταλισμός, η παραγωγή πραγματικών αγαθών και υπηρεσιών προς όφελος όλων των μελών μιας κοινωνίας, απαιτούσε  εκτεταμένη κρατική παρέμβαση, τόσο ως μέσο για τη διατήρηση της συσσώρευσης του κεφαλαίου όσο και ως τρόπο για να διασφαλιστεί η  βελτίωση  του βιοτικού επιπέδου του εργαζόμενου πληθυσμού προκειμένου να είναι σε θέση να αγοράσει τα αγαθά και τις υπηρεσίες που παρήγαγαν τα ίδια τα μέλη του στα μεγάλα εργοστάσια των μεγάλων δυτικών βιομηχανικών επιχειρήσεων. Η άνοδος της μεσαίας τάξης στις δυτικές κοινωνίες  πραγματοποιείται κυρίως κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού μιας ακμάζουσας δυτικής καπιταλιστικής βιομηχανικής οικονομικής βάσης και κρατικής παρεμβατικής πολιτικής. Οι κυβερνήσεις και οι βιομηχανικές καπιταλιστικές τάξεις κατανοούσαν πολύ καλά ότι η οικονομική ανάπτυξη και η κοινωνική ευημερία ήταν απαραίτητες προϋποθέσεις για την επιβίωση του συστήματος του βιομηχανικού καπιταλισμού. Η διατήρηση της «κοινωνικής ειρήνης», ένας στόχος που επιδίωκαν με κάθε τρόπο οι κυβερνήσεις και οι οικονομικές ελίτ σε όλο τον κόσμο υποχρέωνε ότι ο πλούτος ενός έθνους θα έφτανε στα κατώτερα στρώματα. Η βελτίωση των προτύπων διαβίωσης για την εργατική τάξη ήταν ουσιαστικής σημασίας για την περαιτέρω ανάπτυξη της βιομηχανικής συσσώρευσης του κεφαλαίου στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό.

Αναμφίβολα, χρειάστηκαν τουλάχιστον δύο αιώνες προτού φτάσει ο βιομηχανικός καπιταλισμός σε ένα στάδιο όπου η δική του επιβίωση και η μελλοντική ανάπτυξη βασιζόταν στη σταθερή αύξηση του βιοτικού επιπέδου του γενικού πληθυσμού. Στις μεταπολεμικές καπιταλιστικές κοινωνίες, η παροχή των μέσων προς την εργατική τάξη για την αναπαραγωγή της σήμαινε όλο και περισσότερο τη βελτίωση της αγοραστικής της δύναμης μέσω της αύξησης των μισθών και τη δυνατότητα πρόσβασης σε εκπαιδευτικές ευκαιρίες ώστε να έχουν μεγαλύτερη συμβολή στην παραγωγικότητα, καθώς φυσικά και τη μετατροπή τους σε δυνητικούς πελάτες. Σε όλη αυτή τη διαδικασία, το κράτος  είχε σημαντικό ρόλο να παίξει, καθώς ήταν ο μόνος παράγοντας με την ικανότητα να παρέχει τις ευκαιρίες  και τους πόρους που χρειάζονταν για την υλοποίηση της «κοινωνίας της αφθονίας» και τη δύναμη να διασφαλίζει ότι από τους καρπούς της εργασίας δεν ωφελούνταν αποκλειστικά η κοινωνική τάξη στην οποία ανήκαν τα μέσα παραγωγής.

Αυτό το οικοδόμημα αρχίζει να καταρρέει γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1970, καθώς ο προηγμένος καπιταλισμός έρχεται αντιμέτωπος  με μια μεγάλη συστημική κρίση που προέκυψε από τις νέες τεχνολογικές καινοτομίες, την πτώση των ποσοστών κέρδους και τη διάλυση του  συμφώνου «κοινωνικής ειρήνης» που είχε επιτευχθεί από τα τέλη της δεκαετίας του 1950.  Η καπιταλιστική τάξη, με επικεφαλής το χρηματιστικό και το βιομηχανικό κεφάλαιο, πιέζει για δομικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας, απαιτώντας όχι μόνο «απελευθέρωση» από κρατικούς και κοινωνικούς περιορισμούς αλλά και τη διαμόρφωση ενός ευνοϊκού παγκόσμιου επενδυτικού περιβάλλοντος με αυξημένες προοπτικές κέρδους.

Καλώς ήρθατε στο νέο στάδιο της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και στην εποχή της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού. Στον κόσμο της δικτατορίας του χρηματιστικού κεφαλαίου, του αχαλίνωτου καπιταλισμού και της στρατιωτικοποίησης της λογικής των αγορών.

Οι συνέπειες είναι πολλές, επικίνδυνες και άμεσα συνδεδεμένες μεταξύ τους: μαζική μεταφορά θέσεων εργασίας από ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες σε γεωγραφικές περιοχές με φτηνό εργατικό δυναμικό, πάγωμα των πραγματικών μισθών στις χώρες του καπιταλιστικού κέντρου, αποδυνάμωση των εργατικών συνδικάτων, ολική κατάληψη της πολιτικής και των κέντρων αποφάσεων από τη χρηματοοικονομική ελίτ, πλήρης απελευθέρωση των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και αγορών, τσουνάμι εξαγορών και συγχωνεύσεων, που δίνει νέα διάσταση στο φαινόμενο των καπιταλιστικών μονοπωλίων και ολιγοπωλίων, ριζικές αλλαγές στο φορολογικό σύστημα προς όφελος των επιχειρήσεων και των πλουσίων, ραγδαία αύξηση του ιδιωτικού και του δημόσιου χρέους, εμπορευματοποίηση όλων των υπηρεσιών και κοινωνικών σχέσεων, αύξηση των ανισοτήτων, μετατόπιση της επένδυσης από την πραγματική οικονομία στη χάρτινη οικονομία, τσουνάμι χρηματοοικονομικών κρίσεων σε όλο τον πλανήτη, διασώσεις τραπεζών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών με δημόσιο χρήμα, μαζικές απολύσεις λόγω συρρίκνωσης της ζήτησης και επιδίωξης της μεγιστοποίησης της μετοχικής αξίας, ανεργία, φτώχεια, λιτότητα.

Αυτό που συντελείται τις τελευταίες δεκαετίες υπό την αιγίδα των παγκοσμιοποιημένων εταιριών και του χρηματιστικού κεφαλαίου αποτελεί μια οικονομική, κοινωνική και πολιτική αντεπανάσταση. Αλλά δεν είναι οι νέες τεχνολογίες ούτε η «λογική» της αγοράς που διαμόρφωσαν τις νέες, παγκόσμιες προοπτικές για το κεφάλαιο και την οικονομική ελίτ. Ούτε φυσικά αποτελεί η παγκοσμιοποίηση καθεαυτή νέο οικονομικό φαινόμενο. Τη διαχείριση της μετάβασης από τον «κρατικά ελεγχόμενο καπιταλισμό» στο νεοφιλελεύθερο οικονομικό περιβάλλον την ανέλαβε το ίδιο το κράτος.

Υπάρχει κάποιο δίδαγμα εδώ για τη σύγχρονη Αριστερά και τον αγώνα που δίνει για την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού; Νομίζω ότι υπάρχει.

Ο Χ. Ι. Πολυχρονίου είναι ερευνητής και Policy Fellow στο Levy Economics Institute του Bard College της Νέας Υόρκης.

Σχολιάστε