Τι είναι και πού πηγαίνει το κίνημα των Αγανακτισμένων;

Standard

της Ντίνας Τζουβάλα

Αλμπέρτο Τζιβέρι, «Ο χορός», 1937

Έπειτα από ένα σχεδόν μήνα κινητοποιήσεων στις πλατείες της χώρας, το ερώτημα τι είναι και πού πηγαίνει το κίνημα των «Αγανακτισμένων» παραμένει ανοικτό.  Σίγουρα κάποιες απόπειρες απάντησης μοιάζουν πιο εφικτές σήμερα, καθώς υπάρχει περισσότερο πραγματολογικό υλικό στη διάθεσή μας. Η απεργία και η περικύκλωση της Βουλής την περασμένη Τετάρτη, καθώς και τα όσα ακολούθησαν, μπορούν να είναι αρκετά διαφωτιστικά για το τι όντως συμβαίνει.

Όσες και όσοι κάνουν κριτική στο κίνημα των Πλατειών «από τα αριστερά»  θέτουν σε αντιπαράθεση τον «γνήσιο» ταξικό αγώνα με τη «διαταξική σούπα» των Αγανακτισμένων. Ο πρώτος υλοποιείται από τα συνδικάτα και τις δυνάμεις της Αριστεράς και της αναρχίας, με αποκορύφωμα –στην παρούσα φάση–τις γενικές απεργίες. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποια-ος που συντάσσεται με τις δυνάμεις της εργασίας  και αμφισβητεί την κομβικότητα της οργάνωσης στους χώρους εργασίας, τη δύναμη των απεργιών ή τη γραφειοκρατικοποίηση και απαξίωση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Παρ’ όλα αυτά, η απόρριψη του κινήματος Πλατειών με ένα τέτοιο σκεπτικό παραβλέπει κάτι: το 20% των ανέργων και τον απροσδιόριστα μεγάλο αριθμό –κυρίως νέων– εργαζομένων, οι οποίοι βρίσκονται σε ένα μεταίχμιο μεταξύ ανεργίας και εργασίας, δουλεύοντας κάποιες μέρες το μήνα ή την εβδομάδα, κυρίως υπό τον νομικό μανδύα του δελτίου παροχής υπηρεσιών. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ακριβώς επειδή είναι  αποκλεισμένοι από την εργασία, αδυνατούν δομικά να χρησιμοποιήσουν την αποχή από αυτή ώστε να πιέσουν την εργοδοσία και την κυβέρνηση. Είμαι απόλυτα πεισμένη ότι η Πλατεία Συντάγματος, της οποίας η καθημερινή λειτουργία απαιτεί  αφιέρωση χρόνου, δεν θα μπορούσε να κρατηθεί τόσες μέρες αν δεν κάλπαζε η ανεργία, γεγονός που «εξασφαλίζει» πολύ ελεύθερο χρόνο, ειδικά σε νέες και νέους. Ίσως αυτός ο τρόπος οργάνωσης και διαμαρτυρίας να μην είναι ο πλέον αποτελεσματικός γι’ αυτές τις προσφάτως περιθωριοποιημένες κατηγορίες. Όποιος και όποια όμως έχει κατά νου κάτι αποτελεσματικότερο και «ταξικότερο» ας το προτείνει. Σε αντίθετη περίπτωση, επιβεβαιώνεται η  ανησυχητική υποψία ότι υπάρχουν πολιτικοί χώροι με αναφορά στο κίνημα που κάνουν πολιτική όπως ακριβώς έκαναν την εποχή που επικρατούσε η πλήρης απασχόληση και η ανεργία ήταν περιορισμένη. Αν μη τι άλλο, κάτι τέτοιο είναι πολύ πιο προβληματικό από το αν στο Σύνταγμα υπάρχουν πέντε, δέκα ή πενήντα πέντε ελληνικές σημαίες.

Η προσβολή όμως των «ιερών και των οσίων» μας δεν σταμάτησε εκεί. Την Τετάρτη 15 Ιούνη, αντί να κάνουμε τη γνωστή βόλτα Μουσείο-Σταδίου- Σύνταγμα-Προπύλαια (η διαδρομή διατίθεται και στην εκδοχή Προπύλαια-Χαυτεία- Σύνταγμα-Προπύλαια για τους πολύ κινηματίες που πηγαίνουν στις «δικαιωματικές» πορείες), βρεθήκαμε να υλοποιούμε μια απόφαση της Λαϊκής Συνέλευσης του Συντάγματος: περικύκλωση και αποκλεισμός της Βουλής. Όταν ακούστηκε αυτή η ιδέα για πρώτη φορά, είχε ως δεδομένο ότι στις 15 θα ψηφιζόταν το Μεσοπρόθεσμο. Στη συνέχεια η ψήφιση μετατέθηκε για τις 28 του ίδιου μήνα, ενώ οι πολιτικές εξελίξεις (παρολίγον συγκυβέρνηση και ανασχηματισμός) πιθανώς να καθυστερήσουν κι άλλο την ψήφισή του. Παρ’ όλα αυτά, η περικύκλωση πραγματοποιήθηκε κανονικά. Μια ιδιόρρυθμη κινητοποίηση, κατά τη γνώμη μου, που κινούνταν κάπου ανάμεσα στο συμβολικό και το υλικό. Συμβολικό, γιατί εξαρχής όλες και όλοι αναγνώριζαν ότι είτε διά της παρουσίας ισχυρών αστυνομικών δυνάμεων –όπως και έγινε– είτε υπογείως –κυριολεκτικά– οι βουλευτές θα κατόρθωναν να μπουν στη Βουλή. Υλικό, γιατί ήδη το να μπαίνουν οι βουλευτές στο κτίριο μόνο και μόνο επειδή χιλιάδες αστυνομικοί έχουν φτιάξει  έναν διάδρομο πρόσβασης εικονοποιεί και ταυτόχρονα επιτείνει την απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος. Το να καταφέρνει ένα κίνημα να αμφισβητήσει στην πράξη τη δυνατότητα μιας κυβέρνησης να ψηφίζει οτιδήποτε, ακόμα και όταν αυτό έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη λαϊκή βούληση, είναι κάτι που βαίνει πέραν των όποιων συγκεκριμένων οικονομικών αιτημάτων. Πρόκειται για μια ευθεία διερώτηση σχετικά με το πώς, από ποιον και με ποιο σκοπό (μπορεί να) ασκείται η εξουσία. Δεν βλέπω ποιος ορισμός του πολιτικού μπορεί να συνεπάγεται το χαρακτηρισμό ενός τέτοιου κινήματος ως «απολίτικου».

Δεν αρνούμαι βέβαια, παρ’ όλα αυτά, ότι το Σύνταγμα και οι υπόλοιπες πλατείες παραμένουν αντιφατικές διαδικασίες, ανοιχτές σε πολλές ερμηνείες και επιρροές. Αυτές μάλιστα οι αντιφάσεις δεν είναι «τοπογραφικού» χαρακτήρα (οι «πάνω»  και οι «κάτω») , όσο και αν κάτι τέτοιο θα έκανε τα πράγματα πιο εύκολα. Για παράδειγμα, δεν ξέρω αν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια μπροστά στην εμφανή εχθρότητα των Αγανακτισμένων απέναντι σε κάθε οργανωμένη συλλογικότητα –προτάσεις όπως  η «Κατάργηση των κομμάτων» συγκέντρωσαν ευρεία συναίνεση στη συνέλευση του Συντάγματος.

Μέσα σε όλα αυτά, νομίζω ότι τίθεται ένα μείζον ζήτημα για την Αριστερά: η σχέση μας με τις αντιφατικές πολιτικές διαδικασίες. Δεν μπορούμε να απορρίπτουμε μια διαδικασία απλά και μόνο γιατί είναι αντιφατική και δεν φέρει την αγνή επαναστατική καθαρότητα, που θέλουμε να πιστεύουμε ότι κινεί την Ιστορία. Περιέργως(;)  δυνάμεις που σε συνθήκες ομαλότητας ομνύουν στην άμεση δημοκρατία φάνηκαν αλλεργικές όταν (δεν) βρέθηκαν ανάμεσα στους εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές, υποστηρίζοντας το εξωφρενικό ότι πρώτα έρχεται η πολιτική συμφωνία σε ένα προοδευτικό/αντικαπιταλιστικό/αναρχικό σχέδιο και μετά η πολιτική ως διαδικασία. Από την άλλη, συμμετοχή σε μια αντιφατική διαδικασία δεν σημαίνει άνευ ετέρου αποδοχή εκείνου του πόλου της αντίφασης που σύμφωνα με την ανάλυσή μας μπορεί να γίνει τροχοπέδη για το κίνημα. Το «αφού το λέει ο κόσμος» δεν είναι πολιτικό, αλλά μάλλον στατιστικό επιχείρημα.

Είτε είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό είτε όχι, το πολιτικό σύστημα δεν θα είναι αυτό που ήταν πριν το κίνημα των πλατειών. Το ερώτημα που μας αφορά, τουλάχιστον σε πρώτο πλάνο, είναι αν μαζί του θα συντριβούμε εμείς ή ο ναρκισσισμός μας.

 

Η Ντίνα Τζουβάλα είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια κοινωνιολογίας του δικαίου, μέλος του ΚΣ της Νεολαίας του ΣΥΝ

 

 

Αλμπέρτο Τζιβέρι, «Ο χορός», 1937

Σχολιάστε