Κρίση, γυναίκες, ανδρική ταυτότητα

Standard

της Μαρίας Καραμεσίνη

Χαρακτικό του Λυν Γουόρντ, από το λεύκωμα «Τραγούδι δίχως λόγια», 1936

Σε περιόδους πολέμου και κρίσης οι γυναίκες, όπως και οι άνδρες, μοιράζονται σε διαφορετικά στρατόπεδα, ανάλογα με τα μείζονα διακυβεύματα της ιστορικής στιγμής. Οι γυναίκες που διάλεξαν το στρατόπεδο της αντίστασης στον οδοστρωτήρα της κυβέρνησης και της Tρόικας δίνουν καθημερινά το παρών, συμμετέχοντας σε συλλογικούς αγώνες και πράξεις αλληλεγγύης. Μέχρι στιγμής, φαίνεται ότι αξιολογούν τα ιδιαίτερα προβλήματα του φύλου τους ως δευτερεύοντα σε σχέση με την ανάγκη κοινής συσπείρωσης απέναντι στην ολομέτωπη επίθεση στις κοινωνικές κατακτήσεις και την απειλή της κοινωνικής διάλυσης. Ωστόσο, η συλλογική κατανόηση της διάστασης του φύλου στις επιπτώσεις της δραματικής κοινωνικής κρίσης μπορεί να διευρύνει τη γενική πολιτική ατζέντα του μετώπου αντίστασης και να ενδυναμώσει τις γυναίκες στον καθημερινό αγώνα για επιβίωση, αξιοπρέπεια και διατήρηση της ελπίδας σ’ένα καλύτερο αύριο.

Οι σαρωτικές επιπτώσεις της κρίσης και των κυβερνητικών πολιτικών πλήττουν γυναίκες και άνδρες με διαφορετικό τρόπο. Άνισες και διαφορετικές είναι οι επιπτώσεις και σε επιμέρους ομάδες ανδρών και γυναικών, ανάλογα με την κοινωνική τάξη, την ηλικία, την εθνική προέλευση κ.ο.κ. Ήδη πριν την κρίση, οι γυναίκες αντιμετώπιζαν τεράστιες ανισότητες (από τις μεγαλύτερες στην Ε.Ε.) στην αγορά εργασίας έναντι των ανδρών, στην απασχόληση, τις αμοιβές, την ανεργία· αντίθετα, η συμμετοχή των ανδρών στην οικιακή εργασία, τη φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων ήταν από τις χαμηλότερες στην Ε.Ε. Το φθινόπωρο του 2008, το γυναικείο ποσοστό ανεργίας ήταν 13%, ενώ το ανδρικό μόλις 5%, οι γυναίκες ήταν το 70% των μερικώς απασχολούμενων, ενώ οι μέσες αποδοχές τους στον ιδιωτικό τομέα ήταν 25% κάτω από αυτές των ανδρών. Οι πατριαρχικές αντιλήψεις για την καλύτερη απόδοση και αξιοπιστία των ανδρών εργαζομένων βρίσκονταν σε υποχώρηση, όμως εξακολουθούσαν να διαποτίζουν το θεσμικό οικοδόμημα, με την υπανάπτυξη των δημόσιων υπηρεσιών φροντίδας για παιδιά και ηλικιωμένους, σε συνδυασμό με τη χαμηλότερη ηλικία συνταξιοδότησης και τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις των γυναικών. Επίσης, καθόριζαν τις διακρίσεις εις βάρος των γυναικών στην πρόσληψη, την εξέλιξη, τις αμοιβές, την τοποθέτηση σε θέσεις ευθύνης.

Παρ’ όλα αυτά, οι γυναίκες είχαν σημειώσει μεγάλη προόδο στην αγορά εργασίας. Οι μισές περίπου γυναίκες εργάσιμης ηλικίας δούλευαν πλέον σταθερά και συνεχόμενα, μία στις τέσσερις δούλευε στον δημόσιο τομέα, η συμμετοχή των γυναικών στα μεσαία και ανώτερα επαγγέλματα και η συμβολή τους στην επιστημονική παραγωγή και την καλλιτεχνική δημιουργία αυξάνονταν: το 85% της καθαρής αύξησης των θέσεων απασχόλησης στον δημόσιο τομέα τη δεκαετία πριν την κρίση αντιστοιχούσε στις γυναίκες. Στο άλλο άκρο της αγοράς εργασίας, οι γυναίκες με τα λιγότερα εκπαιδευτικά προσόντα μαστίζονταν από την ανεργία, την υποαπασχόληση, τις χαμηλές αμοιβές, την ανασφάλιστη εργασία και την έλλειψη δικαιωμάτων στους γυναικοκρατούμενους κλάδους του ιδιωτικού τομέα, ενώ οι μετανάστριες βίωναν ακόμα εντονότερα αυτές τις διακρίσεις. Θα λέγαμε λοιπόν ότι αφενός η πρόοδος που σημείωσαν οι γυναίκες μέσω της συνεχούς και μεγάλης ανόδου του εκπαιδευτικού τους επιπέδου, αφετέρου η μαζική εγκατάσταση μεταναστριών αύξησαν τις ταξικές διαφορές μεταξύ γυναικών, μαζί με αυτές που βασίζονταν στην εθνοτική προέλευση. Εξάλλου, μπροστά στις τεράστιες ελλείψεις πολιτικής κοινωνικής φροντίδας, οι μετανάστριες βοήθησαν στη βελτίωση της θέσης των μορφωμένων Ελληνίδων στην αγορά εργασίας, καλύπτοντας τις ανάγκες των νοικοκυριών σε οικιακή εργασία και φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων, χωρίς να χρειαστεί οι έλληνες σύζυγοι και σύντροφοι να αυξήσουν τη συμμετοχή τους.

Η κατάσταση έχει αλλάξει άρδην. Η επίσημα καταγεγραμμένη γυναικεία ανεργία ανέρχεται στο 20% του γυναικείου εργατικού δυναμικού, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στους άνδρες είναι 14%. Οι συνθήκες στον ιδιωτικό τομέα, για τα πιο ευάλωτα στρώματα γυναικών, είναι δραματικές: απολύσεις, επισφάλεια, κατάρρευση δικαιωμάτων και αμοιβών. Κρούσματα απολύσεων εγκύων και μητέρων έφθασαν πρόσφατα στα δικαστήρια, αποτελώντας την κορυφή μόνο του παγόβουνου. Οι γυναίκες μεσαίων ηλικιών που βρέθηκαν στο ξεκίνημα της κρίσης εκτός αγοράς εργασίας και με περιορισμένη εργασιακή εμπειρία δεν έχουν ελπίδα να εισέλθουν σ’ αυτήν. Οι νέες, ακόμα και οι πιο μορφωμένες, θεωρούνται τυχερές εάν κατορθώσουν να βρουν μια προσωρινή δουλειά με μηνιαίες απολαβές 500 ευρώ για απροσδιόριστο ωράριο. 50% των γυναικών 20-24 ετών και 35% των γυναικών 25-29 ετών που βρίσκονται στην αγορά εργασίας είναι άνεργες. Τα αντίστοιχα ποσοστά ανεργίας στους νέους είναι πολύ υψηλά, αλλά αισθητά χαμηλότερα των γυναικείων. Ακόμα και στις ηλικίες 30-34 η ανεργία καλπάζει σε ποσοστά άνω του 20%. Οι φεμινίστριες της γενιάς μου διεκδικούσαμε την απελευθέρωση από τον κοινωνικό καταναγκασμό της μητρότητας, δηλαδή την επιλογή να μην κάνουμε παιδιά. Σήμερα, καταστρατηγείται το δικαίωμα στη μητρότητα: πολλές νέες θα μείνουν άτεκνες όχι από επιλογή αλλά εξαιτίας της ανεργίας, της επισφάλειας, του ύψους και της αστάθειας των εισοδημάτων των ίδιων και των συντρόφων τους. Άλλες δεν θα αποκτήσουν όσα παιδιά επιθυμούν. Ποιος σκέφτεται να κάνει παιδιά υπό τις παρούσες συνθήκες και προοπτικές;

Ο δημόσιος τομέας έχει «κλείσει» για τις νέες πτυχιούχους ΑΕΙ και ΤΕΙ, που προσανατολίζονταν μαζικά προς αυτόν τα προηγούμενα χρόνια. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα ανεργίας αντιμετωπίζουν οι απόφοιτες ΙΕΚ, λυκείου και γυμνασίου. Μία στις τέσσερεις γυναίκες με αυτά τα εκπαιδευτικά προσόντα που ψάχνουν για δουλειά είναι άνεργη, χωρίς να συνυπολογίζουμε όσες αποθαρρύνονται να αναζητήσουν εργασία, και έτσι δεν καταγράφονται ως άνεργες. Η φτώχεια και η ανεργία στα λαϊκά νοικοκυριά, σε συνδυασμό με την επιβολή διδάκτρων ακόμα και στα δημόσια ΙΕΚ ή το υψηλό κόστος φοίτησης σε  άλλη πόλη εμποδίζουν πολλές κοπέλες –όπως και αγόρια– να σπουδάσουν. Το δικαίωμα στη μόρφωση, εφαλτήριο για τη διεκδίκηση της ισότητας στην αγορά εργασίας, περιορίζεται δραστικά.

Παράλληλα, χιλιάδες εργαζόμενες του δημόσιου τομέα αναγκάζονται να συνταξιοδοτηθούν στα 50-55 έτη, ως μητέρες ανηλίκων, μπροστά στην απειλή της «εφεδρείας» και των μεγάλων περικοπών στα εφάπαξ. Εξάλλου, ο ρόλος του δημοσίου ως προωθητικού παράγοντα της ισότητας των φύλων στην απασχόληση εξαφανίζεται, με την επιβολή του κανόνα «1 πρόσληψη προς 10 αποχωρήσεις», τη συρρίκνωση των συμβασιούχων, τις αναμενόμενες «εφεδρείες» και απολύσεις. Ήδη, η αποχώρηση των γυναικών συμβασιούχων από τους βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς των δήμων έχει οδηγήσει σε υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών. Σε συνδυασμό με το κλείσιμο δομών λόγω οικονομικών δυσκολιών των δήμων, ο αριθμός αιτήσεων γονέων που δεν ικανοποιούνται έχει αυξηθεί πολύ. Ένας βασικός θεσμός υποστήριξης των ζευγαριών με παιδιά και της απασχόλησης των γυναικών, μαζί με το ολοήμερο σχολείο, του οποίου το ωράριο λειτουργίας περιορίστηκε, διαβρώνεται. Ταυτόχρονα, η συρρίκνωση των εισοδημάτων των μεσαίων τάξεων οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης για δημόσιες υπηρεσίες φροντίδας, με ανάλογο περιορισμό της χρήσης κατ’ οίκον υπηρεσιών και μείωση των ωρών απασχόλησης και του εισοδήματος των μεταναστριών που δουλεύουν σε σπίτια.

***

Τελειώνω με ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο: επειδή η κρίση έπληξε πολύ περισσότερο την ανδρική απασχόληση, έχει αυξηθεί ο αριθμός των ζευγαριών εργάσιμης ηλικίας στα οποία εργάζεται μόνο η γυναίκα ή αυτή βγάζει το μεγαλύτερο εισόδημα. Το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα εξαπλωμένο σε νοικοκυριά μεταναστών, όπου οι άνδρες δούλευαν πριν στην οικοδομή ή τη μεταποίηση, ενώ οι γυναίκες σε σπίτια, αλλά και σε πολλά λαϊκά νοικοκυριά, όπου οι άνδρες έχασαν τη δουλειά τους στα χειρωνακτικά επαγγέλματα του δευτερογενούς τομέα, ενώ γυναίκες και κόρες διατηρούν τις έστω κακοπληρωμένες και επισφαλείς δουλειές τους στις υπηρεσίες. Σε άλλα ζευγάρια, όπου οι άνδρες είναι αυτοαπασχολούμενοι με δραστηριότητα ή επιχείρηση που φυτοζωεί, ενώ οι γυναίκες είναι μισθωτές, το νοικοκυριό συντηρείται κυρίως από το εισόδημα των γυναικών. Οι παραπάνω εξελίξεις ανατρέπουν την ανδρική ταυτότητα που στηρίζεται στην οικονομική υπεροχή του άνδρα, ως «κουβαλητή», με αντάλλαγμα την απαλλαγή του από την οικιακή εργασία και τη φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων.

Το πλήγμα που επιφέρει η κρίση στην ανδρική ταυτότητα, η αντιστροφή των ρόλων οικονομικής εξάρτησης μεταξύ ανδρών και γυναικών και οι συνακόλουθες απαιτήσεις των γυναικών για μεγαλύτερη εμπλοκή των άνεργων ή υποαπασχολούμενων ανδρών στην οικιακή εργασία, οι τριβές για τα λεφτά, τα παιδιά, την αναζήτηση και το είδος της προς αναζήτηση εργασίας, οι διαψεύσεις προσδοκιών, οδηγούν συχνά σε μεγάλες συγκρούσεις στο εσωτερικό των νοικοκυριών, πολλές γυναίκες σε μεγάλη ψυχική ένταση και τις σχέσεις των δύο φύλων σε κρίση. Η τηλεφωνική γραμμή SOS της Γενικής Γραμματείας Ισότητας, που λειτουργεί από τον περασμένο Μάρτιο, δέχεται πολύ μεγάλο και αυξανόμενο αριθμό καταγγελιών κακοποίησης γυναικών – φαινόμενο γνωστό και από άλλες χώρες που πέρασαν ανάλογες δοκιμασίες. Πέραν των απλουστευτικών ιδεατών σχημάτων, η κρίση δεν είναι γεμάτη μόνο με πράξεις γενναιοδωρίας και αλληλεγγύης, αλλά και με τριβές, συγκρούσεις και φαινόμενα βίας μεταξύ των ανθρώπων και, φυσικά, των δύο φύλων.

 «Κανένας μόνος του στην κρίση». Και καμία.

Η Μαρία Καραμεσίνη διδάσκει οικονομικά της εργασίας και της κοινωνικής πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

 

Το άρθρο είναι συντομευμένη μορφή ομιλίας στην εκδήλωση της Ομάδας Φύλου της Πλατείας Συντάγματος «Οι γυναίκες ως δυναμικός παράγοντας αντίστασης στην κρίση» (Τετάρτη 12 Οκτωβρίου, Σύνταγμα)

 

Χαρακτικό της Λυν Γουόρντ, από το λεύκωμα «Τραγούδι χωρίς λέξεις», 1936

2 σκέψεις σχετικά με το “Κρίση, γυναίκες, ανδρική ταυτότητα

  1. Πίνγκμπακ: Κρίση, γυναίκες, ανδρική ταυτότητα « Vanessa111's Weblog

  2. Πίνγκμπακ: Νόμος για την ενδοοικογενειακή βία: θεσμοποιώντας την ανοχή | ΑΡιστερή ΕΝότητα Νομικής Αθήνας

Σχολιάστε