Γιατί στην Ιταλία δεν διαμαρτυρόμαστε (αρκετά);

Standard

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ 35o ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΓΣΕΕ-2

της Ντονατέλα ντέλα Πόρτα

Λάιονελ Φάινινγκερ, «Ο λευκός άντρας», 1902

 Μπροστά στις σκληρές πολιτικές λιτότητας που, εδώ και καιρό αλλά με μεγαλύτερη ένταση σήμερα, πλήττουν ευρείες μερίδες του πληθυσμού, ένα από τα ερωτήματα που συχνά απευθύνονται στους μελετητές των κοινωνικών κινημάτων (αλλά και  στους ακτιβιστές που συνδέονται με αυτά) είναι το εξής: Γιατί μπροστά σε μια τόσο μεγάλη πρόκληση, οι κινητοποιήσεις  παραμένουν περιορισμένες; Γιατί –σε αντίθεση με την Ισπανία, την Ελλάδα και τις ΗΠΑ, αλλά και, πριν απ’ αυτές,  την Ισλανδία– οι διαμαρτυρίες στην Ιταλία είναι τόσο λίγες;

 Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να επισημανθεί ότι  οι διαμαρτυρίες αναπτύσσονται, ενισχύονται και επικεντρώνονται σε ζητήματα κοινωνικών δικαιωμάτων που συμπλέκονται με ζητήματα πραγματικής δημοκρατίας. Σε έρευνα που πραγματοποιήσαμε με τον Lorenzo Mosca  (Λορέντσο Μόσκα) και τη Louisa Parks (Λουίζα Παρκς) με αντικείμενο τις διαμαρτυρίες που καταγράφονται το 2011 σε μια εφημερίδα που κυκλοφορεί σε όλη την Ιταλία, καταδεικνύεται όχι μόνο η ενίσχυση των κινητοποιήσεων, αλλά και η επικέντρωσή τους σε κοινωνικά θέματα. Σχεδόν στις μισές από τις αναφερόμενες διαμαρτυρίες συμμετέχουν εργαζόμενοι με καθεστώς σταθερής απασχόλησης, ενώ το ποσοστό αυξάνεται αν προστεθούν και οι επισφαλώς εργαζόμενοι (Πίνακας 1). Πάνω από το ένα πέμπτο των συμμετεχόντων είναι σπουδαστές. Επιπλέον, αν και τα συνδικάτα εμφανίζουν ισχυρή παρουσία στις κινητοποιήσεις, σημαντικοί φορείς διαμαρτυρίας είναι επίσης οι άτυπες ομάδες των κοινωνικών κινημάτων, τα κατειλημμένα κοινωνικά κέντρα και οι διαφόρων μορφών συλλογικότητες (Πίνακας 2). Δεν είναι τυχαίο ότι οι στατιστικές δείχνουν αύξηση των απεργιών κατά 25%.

Πίνακας 1: Τύποι κοινωνικών ομάδων που συμμετείχαν σε διαμαρτυρίες

(ερωτήσεις πολλαπλών απαντήσεων)

Κοινωνική ομάδα %
Εργαζόμενοι 47,3
Σπουδαστές 21,8
Πολίτες (γενικώς) 13,6
Γυναίκες 10,9
Επισφαλώς εργαζόμενοι 10,0
Μετανάστες ή εθνοτικές μειονότητες 10,0
Διανοούμενοι/ καλλιτέχνες/ δημοσιογράφοι 10,0
Άλλοι 10,0
Σύνολο (N)
147

Πίνακας 2: Τύποι οργανώσεων που συμμετείχαν σε διαμαρτυρίες

(ερωτήσεις πολλαπλών απαντήσεων)

Τύποι οργανώσεων %
Ομάδες βάσης 39,4
Συνδικάτα 36,7
Συλλογικότητες 33,9
Πολιτικά κόμματα 15,6
Κοινωνικά κέντρα 10,1
Θεσμικοί φορείς 5,5
Άλλοι 3,7
Σύνολο (N) 158

 

Αν και οι κινητοποιήσεις κατά της λιτότητας είναι πολυάριθμες, τους τελευταίους μήνες έλειψαν οι μεγάλες διαδηλώσεις, οι οποίες συνέβαλαν στην πτώση της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι, καταδεικνύοντας –μεταξύ άλλων– πως οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεν είναι δυνατόν να επιβληθούν αποτελεσματικά από έναν διεφθαρμένο και πολλαπλώς απονομιμοποιημένο πρωθυπουργό. Η μετάβαση από τον Μπερλουσκόνι στον Μόντι δεν σηματοδότησε κάποια αλλαγή πολιτικής, αλλά διασφάλισε την υποστήριξη της πολιτικής αυτής (και μάλιστα με μικρό τίμημα, για να πούμε την αλήθεια) εκ μέρους της αντιπολίτευσης. Εάν η μεγάλη κινητοποίηση της 15ης Οκτωβρίου 2011[1] ήταν μια εξαίρεση, η εξέλιξή της δεν κινητοποίησε μια διαδικασία διεύρυνσης της διαμαρτυρίας — μάλλον το αντίθετο.

Ένας πρώτος λόγος για τη δυσκολία διεύρυνσης των υφιστάμενων κινητοποιήσεων  μπορεί να εντοπιστεί στην ίδια την κρίση. Η έρευνα για τα κοινωνικά κινήματα έχει επανειλημμένα υπογραμμίσει ότι η διαμαρτυρία εντείνεται όχι όταν αυξάνονται  οι ιδιωτικοποιήσεις (σε απόλυτα ή σχετικά μεγέθη), αλλά μάλλον όσο μεγαλύτεροι είναι οι διαθέσιμοι πόροι για εκείνους που θέλουν να αμφισβητήσουν τις αποφάσεις των κυβερνώντων. Οι μελέτες για το εργατικό κίνημα έχουν ήδη αποκαλύψει ότι οι απεργίες αυξάνονται σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης και όχι επίτασης της ανεργίας. Αν η εργασιακή ανασφάλεια αποθαρρύνει τη συλλογική δράση, το αίσθημα κατάθλιψης που γεννά η κρίση δεν μπορεί παρά να εντείνεται από τη νέου τύπου αγορά εργασίας, τις νέες και λιγότερο προστατευμένες μορφές παραγωγής στην αγορά και τον τόπο εργασίας. Οι επισφαλώς εργαζόμενοι, βέβαια, δυσκολεύονται περισσότερο να κινητοποιηθούν για να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους, γιατί είναι περισσότερο ευάλωτοι στους εκβιασμούς, έχουν λιγότερο ελεύθερο χρόνο και συχνά δεν διαθέτουν κοινούς τόπους συνάθροισης, κάτι που έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο για τη συγκρότηση του εργατικού κινήματος.

Αν αυτή η ερμηνεία, την οποία θα ονομάζαμε δομική, έχει κάποια ψήγματα αλήθειας, εντούτοις δεν μας βοηθάει να κατανοήσουμε γιατί στην Ισπανία, την Ελλάδα ή τις ΗΠΑ (αλλά και την Ιταλία, σε άλλες στιγμές), οι ομάδες που επλήγησαν περισσότερο από την οικονομική κρίση και τις εντεινόμενες ανισότητες που παρήγαγαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές (που είναι άλλωστε υπεύθυνες για ίδια την κρίση) κινητοποιήθηκαν, πραγματοποιώντας εκτεταμένες διαμαρτυρίες που προξένησαν αίσθηση (από τους Αγανακτισμένους μέχρι το κίνημα Occupy). Στην Ιταλία, μεταξύ άλλων, οι επισφαλώς εργαζόμενοι διαμαρτυρήθηκαν ευρέως και εμφανώς ιδιαίτερα στο πρώτο μισό της προηγούμενης δεκαετίας.

Η έρευνα για τα κοινωνικά κινήματα μας παρέχει μια άλλη εξήγηση, η οποία μπορεί να εφαρμοστεί ειδικότερα στην περίπτωση της Ιταλίας. Προκειμένου να αναπτυχθεί, η διαμαρτυρία χρειάζεται ορισμένες πολιτικές ευκαιρίες. Μεταξύ αυτών, θεμελιώδης για τα κινήματα της Αριστεράς είναι η ύπαρξη εν δυνάμει συμμάχων, όπως τα κόμματα και τα συνδικάτα, κρίσιμα για την ενίσχυση της κινητοποίησης, τόσο λόγω των υλικοτεχνικών πόρων που μπορούν να παρέχουν όσο και, κυρίως, λόγω της δυνατότητάς τους να ενισχύσουν την πολιτική επιρροή εκείνου που διαμαρτύρεται. Η μαζική διαμαρτυρία εναντίον των κυβερνήσεων της κεντροδεξιάς ήταν πιο συγκροτημένη και εμφανής, όταν βρήκε υποστήριξη από κόμματα και συνδικάτα. Αυτό αληθεύει περισσότερο στην περίπτωση της Ιταλίας, όπου, παρά τις αμοιβαίες κριτικές, η σχέση μεταξύ κινημάτων και κομμάτων της Αριστεράς (όποτε αυτή υπήρξε) ήταν πάντα έντονη.

Αν τέτοιες συμμαχίες συγκροτήθηκαν εναντίον του Μπερλουσκόνι, μια κυβέρνηση ευρείας συνεργασίας, όπως αυτή του Μόντι, περιόρισε δραστικά τις ευκαιρίες πολιτικών συμμαχιών. Κι αυτό διότι αφενός μεν τα κόμματα που ψηφίζουν υπέρ της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης και των πολιτικών της θα αποτελούσαν μη αξιόπιστους συμμάχους για όσους εναντιώνονται στις πολιτικές αυτές, αλλά επιπλέον και διότι η κυβέρνηση κατάφερε να καλλιεργήσει με επιτυχία την αυτοεικόνα της ως  «κυβέρνηση τεχνοκρατών».

Είναι εμφανές ότι αυτή η αυτοεικόνα ελάχιστα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αν δει κανείς, μεταξύ άλλων, την καριέρα της πλειοψηφίας των υπουργών σε θεσμούς που δεν υπήρξαν βέβαια ουδέτεροι απέναντι σε πολιτικές επιλογές και στις πολιτικές της απορύθμισης, της ιδιωτικοποίησης και του περιορισμού της βούλησης και της ικανότητας του κράτους να παρεμβαίνει για να μειώνει τις ανισότητες που παράγει η αγορά. Είναι ωστόσο εξίσου εμφανές ότι αυτή η αυτοεικόνα της ως κυβέρνησης τεχνοκρατών, την οποία έντεχνα η ίδια προέβαλε, έχει εδραιωθεί στον Τύπο — και όχι μόνο σ’ αυτόν.

Αυτή η ιταλική ιδιορρυθμία βοηθά βεβαίως να εξηγηθεί η δυσκολία διεύρυνσης των πολυάριθμων ρευμάτων διαμαρτυρίας – που ωστόσο είναι υπαρκτά. Η διάχυτη αυτή αντίσταση έχει, πάντως, συνεισφέρει στην ενίσχυση και την πολιτικοποίηση των κινητοποιήσεων, όχι μόνον μέσω της αμφισβήτησης συγκεκριμένων πολιτικών, αλλά και υπογραμμίζοντας τον –σαφέστατα πολιτικό, και μάλιστα νεοφιλελεύθερο– χαρακτήρα της κυβέρνησης Μόντι.

Αν και κατακερματισμένες, οι διαμαρτυρίες που εντούτοις σημειώθηκαν είχαν θετικά αποτελέσματα τουλάχιστον στη διαμόρφωση μιας ευρείας συναίνεσης –και αυτό αντανακλάται στα εκλογικά αποτελέσματα– που επικεντρώνεται στην αντίληψη ότι οι πολιτικές λιτότητας δεν κάνουν καλό, αλλά κακό στη χώρα και τους πολίτες. Το γεγονός ότι ο απερχόμενος πρωθυπουργός ήταν ο μεγάλος χαμένος των εκλογών, αλλά κυρίως η απώλεια της μισής εκλογικής βάσης του Λαού της Ελευθερίας [με επικεφαλής τον Μπερλουσκόνι] και του ενός τρίτου του Δημοκρατικού Κόμματος [με επικεφαλής τον Μπερσάνι] μαρτυρούν την απόρριψη των πολιτικών των τελευταίων ετών. Η μαζική ψήφος στο Κίνημα των Πέντε Αστέρων επιβεβαιώνει αυτή την απόρριψη. Στο πρόγραμμα του Κινήματος, τα ζητήματα του κατώτατου μισθού, του «όχι στα ανώφελα “μεγάλα έργα”», του αγώνα κατά της διαφθοράς που συμβολίζει την όλο και εμφανέστερη επιβολή μιας πολιτικής εξουσίας οικονομικού πλούτου, κυριαρχούν με σαφήνεια. Υπαρκτό στο Κίνημα των Πέντε Αστέρων είναι ένα ακόμη κεντρικό ζήτημα των διαμαρτυριών των τελευταίων μηνών: η καταγγελία μιας θεσμικής πολιτικής βασισμένης στην επιδίωξη της εμπιστοσύνης όχι των πολιτών, αλλά των αγορών, η οποία αποτέλεσε μόνιμη επωδό του πρώην πρωθυπουργού.

Η άμεση δημοκρατία που προωθεί το Κίνημα των Πέντε Αστέρων επικαλείται πράγματι μιαν άλλη πολιτική, μια πολιτική με πρωταγωνιστές τους πολίτες. Πρόκειται για μια πρόσληψη της δημοκρατίας δύσκολα υλοποιήσιμη, η οποία λαμβάνει μόνο εν μέρει υπόψη της τις διεργασίες και τις πρακτικές των κοινωνικών κινημάτων που, από τα κοινωνικά φόρουμ κι έπειτα, εμπλουτίζουν τις συμμετοχικές αντιλήψεις της δημοκρατίας με τις πρακτικές μιας συναίνεσης περισσότερο διαλογικής παρά πλειοψηφικής. Πρόκειται, άλλωστε, για μια αντίληψη που έρχεται σε αντίθεση με την κυρίαρχη παρουσία ενός ηγέτη, ενώ δείχνει μεγάλη εμπιστοσύνη στη χρήση νέων τεχνολογιών, οι οποίες μπορούν να διευκολύνουν, αλλά και να παρεμποδίσουν τη δημοκρατική διαβούλευση. Όπως και στο κίνημα των Αγανακτισμένων στην Ισπανία και την Ελλάδα ή το κίνημα Occupy στις ΗΠΑ, πρόκειται επίσης για μια αντίληψη οριζόντια και δικτυωμένη, που συχνά βρίσκεται σε διάσταση με πρακτικές ομάδων, συλλόγων, οργανώσεων και κινημάτων. Σε κάθε περίπτωση, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων φέρνει στο κοινοβούλιο έναν μεγάλο αριθμό πολιτών-ακτιβιστών που συχνά έχουν συμμετάσχει σε τοπικές διαμαρτυρίες, χωρίς ωστόσο να έχουν πάντα ακολουθήσει τις διαδικασίες κοινωνικοποίησης και αναγνώρισης των πιο χαρακτηριστικών κινημάτων της Αριστεράς. Αυτό θα προκαλέσει ενδεχομένως δυσκολίες, καθώς δεν έχουν συνηθίσει να μιλάνε, δεν γνωρίζονται και δεν έχουν κατακτήσει κοινούς τρόπους. Παρ’ όλα αυτά, είναι ανάγκη τα κινήματα που στο παρελθόν υπερασπίστηκαν ρητά τη θετική αξία της διαφορετικότητας, να ξεκινήσουν έναν διάλογο «από τα κάτω», να μετασχηματίσουν τις προκλήσεις σε ευκαιρίες για μια άλλη πολιτική που πρέπει να αναπτυχθεί στις πλατείες, αλλά και στο κοινοβούλιο, όπου οι ιδέες και οι πρακτικές των κινημάτων εμφανίζονται σήμερα εξαιρετικά επίκαιρες σε σχέση με το παρελθόν.


[1] Μεγάλη διαδήλωση στη Ρώμη ενάντια στη λιτότητα. Σημαδεύτηκε από σοβαρά επεισόδια που ακύρωσαν, εντέλει, το σχέδιο των διοργανωτών να εγκατασταθούν με σκηνές στην Πλατεία Σαν Τζιοβάνι, κατά τα πρότυπα των «Αγανακτισμένων».

2 σκέψεις σχετικά με το “Γιατί στην Ιταλία δεν διαμαρτυρόμαστε (αρκετά);

  1. Πίνγκμπακ: γιατί στη ιταλία δεν διαμαρτυρόμαστε (αρκετά); | I love Ithaki

Σχολιάστε