Το στερνό όνειρο του Ράλλη Κοψίδη

Standard

του Χρήστου Μπουλώτη

Πλακάτο απλώνεται χαρακτικά το φως, μελίχρωμο· πίσω απ’ το βενετσιάνικο κάστρο προβάλλει το κεφάλι κοριτσιού, δεξιόστροφα, προς Ρωμέικο Γιαλό, αιφνίδια προβάλλει, κι ενός πουλιού κεφάλι, είκοσι φορές πάνω απ’ το φυσικό –τι είκοσι; πενήντα κι άλλο τόσο. Το κορίτσι κράζει σαν τις κουρούνες σε μποστάνι αυγουστιάτικο, ανθρώπινα λαλάει το πουλί κι αρθρώνουνε μαζί την ωραία πολιτεία. Μύρινα, Μύρινα! του φωνάζουν. Πού είμαι; λέει εκείνος έντρομος από νοσταλγία και τρέχοντας, δεκάχρονο παιδί μες στα σοκάκια, τοπογραφεί γραμμή γραμμή τα χρόνια με γραφίτη. Ποιος σάρωσε τα πρόσωπα; Ούτε πνοή, ούτε σκιάς ξεφτίδι. Ξοπίσω του μόνο βήματα πεταλωμένα στις μύτες, στα τακούνια. Στρέφει το βλέμμα. Ένα άλλο αγόρι είναι, ομήλικο, τιραντοφόρο, με τσίγκινη καράβα στα χέρια του σαν αφιέρωμα ακριβό, σαν τάμα. Είσαι ο Νίκος; το ρωτάει. Όχι, ο Ράλλης είμαι. Τότε εγώ ποιος είμαι; Άργησες, κυλήσαν γρήγορα οι αιώνες. Επισκοπεί τα γύρω ριπηδόν. Τα παλιά σφαγεία πάνω από το λιμάνι τώρα μπαρ, και το σινέ-Κύμα μπαρ κι αυτό. Θαμπή μια εικόνα εισβάλλει τότε από ψηλά: κουρελιασμένη η χιτλερική σημαία με τον αγκυλωτό στην κορυφή του κάστρου, είκοσι άντρες κληρωτοί για εκτέλεση, χάραμα, πέφτει κηλίδα μελανή στο χάραμα, σκεπάζεται η Μύρινα. Όχι δεν είναι σαμποτάζ, φωνάζει μ’ όλη του τη φωνή, κοιτάξτε πώς τη σημαία ραμφίζει το πουλί, που δεν αντέχει κόκκινο και μαύρο πάνω στο γαλάζιο. Εγώ είμαι ο Ράλλης; Όχι, εγώ. Τότε εγώ ποιος είμαι; Θυμάται ξαφνικά το τζιτζίκι που είχε θάψει με κατάνυξη και ψαλμωδίες βυζαντινές στη σχισμή του τοίχου, πλάι στην εξώπορτα του πατρικού του, λιοπύρι προπολεμικό. Αν το ’βρω στη σχισμή κι αναστηθεί, θα με  ’βρω, αλλιώς δεν θα ’μαι. Αρχινάει να τζιτζικίζει ο ίδιος ασταμάτητα έως τις εκβολές του ύπνου του.

Εκεί τον περιμένει ο μέγας ύπνος.

Μύρινα, 20 Αυγούστου 2010

 

 

 

 

 

 

 

Σχολιάστε