Η νέα Μεγάλη Μετανάστευση (Völkerwanderungen): Ουγγαρία και Γερμανία, Ευρώπη και Ευρασία

Standard

του Κρις Χανν

μετάφραση: Μαρία Καλαντζοπούλου

Τις τελευταίες εβδομάδες του Αυγούστου και τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη τις πέρασα στην Ουγγαρία, κοντά στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Σερβία. Ποτέ άλλοτε ένα ερευνητικό ταξίδι ρουτίνας δεν με είχε εκσφενδονίσει κατευθείαν στην καρδιά των θεμάτων που κυριαρχούσαν καθημερινά στα πρωτοσέλιδα, ούτε στην Ουγγαρία ούτε πουθενά αλλού. Πώς μπορεί άραγε να φωτίσει τη σύγχρονη «κρίση του μεταναστευτικού» η κοινωνική ανθρωπολογία;

Εισαγωγή

Μπροστά από τον σιδηροδρομικό σταθμό Κέλετι, 3.9.2015. Φωτογραφία: Κρις Χανν

Μπροστά από τον σιδηροδρομικό σταθμό Κέλετι, 3.9.2015. Φωτογραφία: Κρις Χανν

Ένα ερευνητικό ταξίδι, τέλη του καλοκαιριού, στο Τάζλαρ, ένα χωριό στη νότια Ουγγαρία, το οποίο γνωρίζω εδώ και σαράντα χρόνια (ο πληθυσμός του είναι γύρω στους 1.750 κατοίκους και ολοένα μειώνεται), είναι συνήθως ένας τρόπος να ξανασυναντήσει κανείς φίλους και να μάθει τα τοπικά νέα και ιστορίες με φόντο τις εθνικές εξελίξεις. Το 2015, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Όσα συζητούσαν οι χωρικοί κι οι γείτονές τους στην κωμόπολη-αγορά του Κισκούνχαλας (με πληθυσμό περίπου 30.000 που μειώνεται σταδιακά) αντανακλούσε όχι μόνο τα πρωτοσέλιδα των ουγγρικών εφημερίδων, αλλά τα πρωτοσέλιδα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Είναι αυτό που παίρνει διάφορες ετικέτες, ως κρίση των «μεταναστών» ή των «προσφύγων» ή των «αιτούντων άσυλο». Στην Ουγγαρία, όπως και αλλού, το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί κάποιος μπορεί να υπονοεί μια πολιτική θέση. Κατά τη διάρκεια αυτών των καλοκαιρινών εβδομάδων, τούτη η μικρή χώρα (με πληθυσμό περίπου 10 εκατομμυρίων που βαίνει μειούμενος) έγινε το επίκεντρο των αγωνιών που ενδημούν σε ολόκληρη τη δυτική Ευρώπη. Η κρίση οδήγησε σε αμοιβαίες κατηγορίες μεταξύ κρατών και ανέδειξε γυμνά βαθύτερα προβλήματα διακυβέρνησης και πολιτικής οικονομίας. Πριν αναλύσουμε και στοχαστούμε αυτά τα ευρύτερα ζητήματα, επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με τις τοπικές λεπτομέρειες, στις οποίες οι ανθρωπολόγοι νιώθουμε, τυπικά, πιο άνετα. Για να τοποθετήσω σε πλαίσιο την εθνογραφική μου προσέγγιση στο Τάζλαρ και στο Κισκούνχαλας, είναι αναγκαίο πρώτα να περιγράψω το ξεχωριστό προφίλ που καλλιέργησε η Ουγγαρία από το 2010, όταν ο Βίκτορ Όρμπαν εξελέγη για δεύτερη φορά πρωθυπουργός.

Το πλαίσιο

Έφτασα στη Βουδαπέστη λίγο πριν τον εορτασμό της μεγάλης γιορτής του Αγίου Στεφάνου στις 20 Αυγούστου. Το τελετουργικό μου ήταν οικείο (πρωτοπαρακολούθησα τη γιορτή το 1972, όταν ήταν γνωστή ως Ημέρα του Συντάγματος). Είναι, ουσιαστικά, η εθνική εορτή της δημιουργίας του ουγγρικού κράτους. Ο Στέφανος ήταν ο βασιλιάς που προσηλύτισε τον παγανιστικό λαό του στον Χριστιανισμό και δημιούργησε μια στέρεη κρατική οντότητα στην καρδιά της Ευρώπης που άντεξε πολυάριθμες περιπέτειες πάνω από μία χιλιετία. Μετά το Népvándorlás (ή Völkerwanderung, τη «Μεγάλη Μετανάστευση») που έφερε ουγγρικά φύλα στην κοιλάδα των Καρπαθίων, η απόφαση του Στεφάνου να προσηλυτίσει τον λαό συνάντησε την αντίρρηση των αντιπάλων του ηγεμόνων. O κύριος αντίπαλός του, ο Κόππανυ, προειδοποίησε για τον κίνδυνο υποταγής σε άλλες δυνάμεις, ιδιαίτερα στους Γερμανούς. Ο Λάμπορκ αντιτάχθηκε σε «έναν Θεό που δεν μιλά ουγγρικά», όπως λέει ο ήρωας στην ροκ όπερα που αντλεί το θέμα της από αυτή τη διαμάχη και πρωτοπαίχτηκε το 1983. Η μουσική του Λέβεντε Σόρενυ και οι στίχοι του Γιάνος Μπρόντυ άσκησαν σημαντική επίδραση στη λαϊκή κουλτούρα, που διατηρείται ακόμα σήμερα, μετά από πάνω από τρεις δεκαετίες. Το 1983, για μια μικρή χώρα του σοβιετικού μπλοκ, η γοητεία της Δύσης και της «Ευρώπης» ήταν καταλυτική. Τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα το 2015. Όταν οι ηλικιωμένοι ρόκερ πρωταγωνίστησαν, φέτος, σε ένα θεαματικό ξανανέβασμα της δουλειάς τους, σε υπαίθριο χώρο, δέχτηκαν ανάμικτες κριτικές, μεταξύ των οποίων και κάποια πολύ σκληρά σχόλια περί νοσταλγίας και πολιτισμικών αντιστάσεων. Και αν το χειροκρότημα για τον Κόππανυ και τους συμμάχους του ήταν ιδιαίτερα ζωηρό το 2015, αυτό δεν οφειλόταν μόνο στην ποιότητα των τραγουδιών και των ερμηνειών, αλλά και στη διαδεδομένη αντίληψη, μεταξύ του κοινού, πως αυτό το μικρό κράτος βρίσκεται σήμερα εκτεθειμένο σε νέες μορφές αποικιοποίησης — από την Ευρώπη και την καπιταλιστική Δύση.1

Μετά το κονσέρτο αυτό, στις 19 Αυγούστου, το οποίο και παρακολούθησα, σειρά είχε, την επόμενη μέρα, το πιο επίσημο πρόγραμμα ομιλιών και τελετών. Όπως ήταν αναμενόμενο, τα ζητήματα της μετανάστευσης και της «ασφάλειας» κυριαρχούσαν. Σημαντικός αριθμός προσφύγων ήταν ορατός για μήνες στο δημόσιο χώρο της Βουδαπέστης, κυρίως στη «ζώνη διέλευσης», στην πρόσφατα ανακαινισμένη πλατεία μπροστά από τον μνημειώδη σιδηροδρομικό σταθμό Κέλετι. Η κυβέρνηση παρενέβη με απόπειρες αποτροπής της «παράνομης μετανάστευσης», κυρίως κατασκευάζοντας έναν φράχτη από αγκαθωτό συρματόπλεγμα κατά μήκος των νοτίων συνόρων με τη Σερβία, την οδό μετακίνησης για τους περισσότερους από αυτούς τους ανεπιθύμητους ξένους. Σχεδόν όλοι οι Ούγγροι γνωρίζουν την ντροπή που τους έχει στιγματίσει εξαιτίας αυτού του τείχους σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά ο Όρμπαν και η κυβέρνησή του υπερασπίζονται τις ενέργειές τους. Μεγάλες διαφημιστικές πινακίδες, σε ολόκληρη τη χώρα διαλαλούν: «Δεν θέλουμε παράνομους μετανάστες».

ouggaria3Ο αποκρουστικός φράχτης, επιμένουν, είναι αναγκαίος ώστε να διασφαλιστεί ότι οι μετανάστες περνούν τα σύνορα μόνο στα σημεία όπου αυτό επιτρέπεται. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι συμμορφώνονται με κανονισμούς της ΕΕ (τη συνθήκη του Δουβλίνου) όταν λαμβάνουν δακτυλικά αποτυπώματα και καταγράφουν αυτούς που ζητούν άσυλο στην ΕΕ. Οι αξιωματούχοι τονίζουν ότι στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό θα έπρεπε ήδη να έχει συμβεί στην Ελλάδα, όπου οι νεοαφιχθέντες μπαίνουν για πρώτη φορά στην ΕΕ. Με λίγα λόγια, οι αρχές υποστηρίζουν ότι ενεργούν ως καλοί Ευρωπαίοι. Ταυτόχρονα, στις ομιλίες της 20ής Αυγούστου, ο εθνικιστικός τόνος ήταν εμφανής. Ο κύριος εκπρόσωπος του πρωθυπουργού μίλησε για ένα δυσβάσταχτο βάρος για το έθνος και για την Ευρώπη που αυξάνεται συνεχώς ενώ κατά τη διάρκεια των πρωινών στρατιωτικών τελετών ο υπουργός άμυνας δήλωσε: «Μιλάμε για την πατρίδα μας, κι όχι για κάποιο είδος σπιτιού με έναν διάδρομο διέλευσης που το διασχίζει». Αντίθετα, στις κύριες θρησκευτικές τελετές, αργά το απόγευμα, όταν παρακολουθήσαμε την περιφορά των ιερών λειψάνων της δεξιάς χειρός του Στεφάνου στους δρόμους γύρω από τη βασιλική που φέρει το όνομά του, ο καρδινάλιος Πέτερ Έρντο ανακάλεσε τις διδαχές του Στεφάνου, ζητώντας μια πιο ανεκτική προσέγγιση για την επίλυση των προβλημάτων που επιφέρει η πρωτοφανής πλημμυρίδα των μεταναστών.2 

Εθνογραφία

Το Τάζλαρ βρίσκεται στην Μεγάλη Πεδιάδα, ανάμεσα στους ποταμούς Δούναβη και Τίσα, σε απόσταση μισής ώρας με το αυτοκίνητο από τα σύνορα με τη Σερβία. Το χωριό βρίσκεται ανατολικά της διεθνούς σιδηροδρομικής γραμμής ανάμεσα στη Βουδαπέστη και το Βελιγράδι. Οι μετανάστες, οι οποίοι συνήθως διασχίζουν τα σύνορα με τα πόδια, σίγουρα εντυπωσιάζονται που μεγάλο μέρος των σιδηροδρομικών γραμμών, κατασκευασμένων στα τέλη του 19ου αιώνα από τους Αψβούργους, είναι ακόμα μονής κατεύθυνσης.

Δεν τέθηκε ζήτημα να βελτιωθούν κατά τη σοσιαλιστική περίοδο, δεδομένου ότι η Γιουγκοσλαβία του στρατάρχη Τίτο θεωρούνταν επί μακρόν απειλή. Στο Κισκούνχαλας, το σοσιαλιστικό κράτος δεν επένδυσε στον σιδηρόδρομο αλλά σε στρατόπεδα, μεταξύ των οποίων κι εκείνο που στέγαζε Σοβιετικούς στρατιώτες μέχρι το 1990. Αυτό το συγκρότημα έχει μετατραπεί σήμερα σε κατοικίες, αλλά το καλοκαίρι του 2015, ένας μεγάλος ουγγρικός στρατώνας, ακριβώς έξω από την πόλη, μετασκευάστηκε την τελευταία στιγμή, ώστε να εξυπηρετήσει προσωρινά τους αιτούντες άσυλο. Όσοι μεταφέρονται εδώ δεν είναι ορατοί στο κέντρο της πόλης, ενώ στο μέρος δεν επιτρέπεται η πρόσβαση ούτε καν σε διαπιστευμένους δημοσιογράφους. Στάθηκε επομένως αδύνατο να επιβεβαιώσω τις φήμες που κυκλοφορούσαν για βίαιες συμπλοκές (έγιναν αρκετές καταγγελίες για χρήση δακρυγόνων) σ’ αυτούς τους πρώην στρατώνες, μεταξύ μεταναστών και αξιωματούχων της ουγγρικής ασφάλειας και ανάμεσα σε αντιμαχόμενες ομάδες μεταναστών.

Όπως και στην πόλη, έτσι και στο Τάζλαρ –μόλις 15 λεπτά πιο μακριά– ανακάλυψα πως κανένας δεν είχε πραγματικά δει

Πινακίδες σαν κι αυτή υπάρχουν παντού στη χώρα. Διαβάζουμε: «Οι ουγγρικές μεταρρυθμίσεις αποδίδουν». Και η κοπέλα λέει «Δεν θέλουμε παράνομους μετανάστες». Φωτογραφία: Κρις Χανν

Πινακίδες σαν κι αυτή υπάρχουν παντού στη χώρα. Διαβάζουμε: «Οι ουγγρικές μεταρρυθμίσεις
αποδίδουν». Και η κοπέλα λέει «Δεν θέλουμε παράνομους μετανάστες». Φωτογραφία: Κρις Χανν

έναν αιτούντα άσυλο με σάρκα και οστά. Αυτό δεν εμπόδιζε τους χωρικούς να εκφέρουν γνώμη. Οι απόψεις δεν ήταν ενιαίες, αλλά η πλειοψηφία έκανε λόγο για μετανάστες παρά για πρόσφυγες και δικαίωνε τις επικριτικές φωνές των κυβερνητικών αξιωματούχων. Μερικοί ρωτούσαν: Αν όλοι αυτοί οι ξένοι είναι πραγματικά πολιτικοί πρόσφυγες από τη Συρία, γιατί άραγε είχαν ξεφορτωθεί όλα τα ντοκουμέντα που θα επιβεβαίωναν την ταυτότητά τους; Γιατί αντιδρούσαν στη διαδικασία καταγραφής και επέμεναν να τους επιτραπεί να φτάσουν στη Γερμανία; Γιατί όλοι έμοιαζε να έχουν smartphones τόσο ακριβά, που ελάχιστοι χωρικοί θα μπορούσαν να ελπίσουν να αποκτήσουν; Γιατί οι γυναίκες μοιάζουν να επιδεικνύουν τα χρυσά τους κοσμήματα, που προφανώς έχουν αξία μεγαλύτερη από αυτή ενός σπιτιού σ’ ένα χωριό που φθίνει όπως το Τάζλαρ; Στο facebook, όταν διατυπώθηκε η τελευταία ερώτηση, η απάντηση ήρθε αμέσως: προφανώς γιατί η κινητή περιουσία είναι όσα έχει πια στον κόσμο αυτή η οικογένεια. Ωστόσο, πολλοί συνέχισαν να υποστηρίζουν ότι εκείνοι που μπορούσαν να πληρώσουν τόσο σημαντικά ποσά για το παράνομο ταξίδι τους προς τη Γερμανία, όσο εξοντωτικό κι αν είναι, δεν μπορούν να ζητάνε στήριξη και φιλανθρωπική βοήθεια από τους κατοίκους της Ουγγαρίας. Μερικοί χωρικοί έγραφαν επιθετικά σχόλια στο facebook, ζητώντας από την κυβέρνηση να υιοθετήσει βίαιες μεθόδους για να βάλει ένα τέλος σ’ αυτό το φιάσκο και να προστατέψει την ακεραιότητα της εθνικής επικράτειας.

Κάποιοι έδειχναν μεγαλύτερη συμπόνια. Τόνιζαν, λ.χ., πως το ίδιο το σύγχρονο Τάζλαρ είναι μια κοινότητα που συγκροτήθηκε από μετανάστες στα τέλη του 19ου αιώνα, πολλοί από τους οποίους δεν ήταν εθνοτικά Ούγγροι. Ένας Λουθηρανός μίλησε για την απογοήτευσή του από την αναντίστοιχη με τις περιστάσεις στάση των μεγαλύτερων εκκλησιών, Καθολικών και Καλβινιστών και επέκρινε την κυβέρνηση, που προσέφευγε σε αντι-ισλαμική ρητορική. Αντίστοιχα συναισθήματα εκδηλώνονταν και σε μια άλλη μειονότητα: τους άθεους, μερικοί από τους οποίους υπήρξαν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος στο παρελθόν. Αρκετοί συνομιλητές μου τόνιζαν ότι, καθώς ο πληθυσμός της Ουγγαρίας μακροπρόθεσμα μειώνεται, υπήρχε στην πραγματικότητα ανάγκη για εργατική δύναμη – και ότι η Συρία θα μπορούσε να είναι μια κατάλληλη πηγή στρατολόγησης εργαζόμενων, με το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο σε σχέση με τις περισσότερες από τις άλλες περιοχές του αραβόφωνου και του μουσουλμανικού κόσμου. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως οι γνώμες ποικίλλουν ανάλογα με τις πολιτικές προτιμήσεις. Τα δύο τρίτα εκείνων που υποστηρίζουν το Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το διάδοχο του Κομμουνιστικού Κόμματος, θα ήθελαν να μπει ένα αποφασιστικό τέλος στις σύγχρονες μεταναστευτικές ροές. Αυτό το ποσοστό ανεβαίνει σχεδόν στο 80% μεταξύ των υποστηρικτών του κόμματος του Όρμπαν, του Φίντες και πέφτει κάτω απ’ το 40% μεταξύ των υποστηρικτών του Δημοκρατικού Συνασπισμού, αλλά αυτό το κόμμα δεν έχει σχεδόν καθόλου υποστηρικτές σε χωριά όπως το Τάζλαρ.

Ένα τοπικό μέλος του Φίντες, σπουδαγμένος την περίοδο του σοσιαλισμού, είχε μια ανεπτυγμένη θεωρία για το πώς ανώνυμες καπιταλιστικές δυνάμεις, τράπεζες και θεσμοί σαν το ΔΝΤ βρίσκονται πίσω από την εισροή των μεταναστών. Ο πραγματικός σκοπός ήταν να διαλύσουν τις αγορές εργασίας και να διατηρήσουν τα υψηλά επίπεδα κερδοφορίας για τις πολυεθνικές. Άλλοι αμφισβητούσαν την ικανότητα αυτών των μεταναστών προς οποιαδήποτε εργασία, ή για οποιαδήποτε από τις πιο συνηθισμένες τοπικά εργασίες. Σε αποπνικτικές κλιματολογικές συνθήκες, στα τέλη Αυγούστου, οι χωρικοί έχουν δουλειές στα χωράφια και στα αμπέλια τους. Παρά την εκμηχάνιση, πολλές σοδειές (σταφύλια, βατόμουρα) ακόμα μαζεύονται με τα χέρια.

Για ένα δεκάωρο μεροκάματο, ένας εργάτης στο Τάζλαρ παίρνει λιγότερα από 20 ευρώ. Στο Τάζλαρ και στο Κισκούνχαλας, όπως και σε ολόκληρη τη χώρα, πολλοί προτιμούν τα προνοιακά επιδόματα, δεδομένου ότι η εναλλακτική τους είναι η ανεργία. Στους δικαιούχους των επιδομάτων πρόνοιας περιλαμβάνονται πολίτες που έχουν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια ίσως και ανώτερη εκπαίδευση, για τους οποίους το επίδομα πρόνοιας στην πατρίδα τους είναι η μόνη εναλλακτική στην ανειδίκευτη εργασία στο εξωτερικό ή στα περιστασιακά μεροκάματα. Το επίπεδο των επιδομάτων είναι λιγότερο από το μισό απ’ όσα κερδίζει ένας μεροκαματιάρης, αλλά οι περισσότεροι προτιμούν την πρόνοια γιατί αυτή διασφαλίζει δικαίωμα περίθαλψης και σύνταξης. Οι μειονεκτούντες Ούγγροι (αλλά και εκείνοι που κάνουν πολύ πιο άνετες δουλειές) θεωρούν πως οι αόρατοι ξένοι οι οποίοι διασχίζουν τους οικισμούς με παράνομες κούρσες ταξί στην καρδιά της νύχτας, βρίσκονται καθ’ οδόν προς έναν παράδεισο που ονομάζεται Γερμανία. Εκεί το κράτος, ευθύς με το που φτάνουν θα τους δώσει περισσότερα από όσα θα μπορούσαν ποτέ να κερδίσουν σαν έντιμοι μεροκαματιάρηδες σε ένα αμπέλι του Τάζλαρ ή σαν οδοκαθαριστές στο Κισκούνχαλας.

Οι τηλεοπτικές συνεντεύξεις (για τις οποίες οι δημοσιογράφοι, βέβαια, αναζητούν μετανάστες με τους οποίους μπορούν να μοιραστούν μια κοινή γλώσσα) επιβεβαιώνουν τις υποψίες ότι πολλοί από αυτούς τους μετανάστες είναι μορφωμένοι, φιλόδοξοι νεαροί άνθρωποι, που συχνά ελπίζουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε ένα γερμανικό πανεπιστήμιο. Οι θεατές συγκρίνουν αυτές τις πολλά υποσχόμενες προοπτικές με εκείνες των παιδιών και των εγγονιών τους, πολιτών της ΕΕ που ωστόσο, καθώς η γερμανική γενναιοδωρία δεν απευθύνεται σε αυτούς και καθώς τους λείπουν οι γλωσσικές ικανότητες δεν μπορούν να ζητήσουν δουλειά στο εξωτερικό, αντίστοιχη με τα προσόντα τους.

Καθιστική διαμαρτυρία πρόσφυγων καθώς η αστυνομία εμποδίζει την είσοδο τους στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Βουδαπέστης

Καθιστική διαμαρτυρία πρόσφυγων καθώς η αστυνομία εμποδίζει την είσοδο τους στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Βουδαπέστης

Το τέλος της παραμονής μου συνέπεσε με την κορύφωση της κρίσης στην πρώτη βδομάδα του Σεπτέμβρη. Όταν επέστρεψα στην πρωτεύουσα, ανακάλυψα πως τα σιδηροδρομικά δρομολόγια προς τη Γερμανία από τον σταθμό Κέλετι, είχαν ακυρωθεί. Ανάμεσα σε τουρίστες και άλλους περίεργους (Schaulustigen), τράβηξα μερικές βιαστικές φωτογραφίες εκείνων που άντεχαν να ζουν στην πλατεία σε τρομερές συνθήκες. Η απαίτησή τους να τους επιτραπεί να φύγουν για τη Γερμανία, όπου η Άγκελα Μέρκελ είχε δηλώσει ότι θα τους καλωσόριζαν, γινόταν ολοένα και πιο έντονη. Κατάφερα τελικά να φύγω από άλλον σταθμό και (αφού πήρα δύο τοπικά τραίνα) πέτυχα την ανταπόκριση της διεθνούς αμαξοστοιχίας εξπρές στον σταθμό των συνόρων με τη Σλοβακία. Αυτό το τραίνο είχε πολλές άδειες θέσεις και κουκέτες. Σε κανένα σημείο, κατά τη διάρκειά του ταξιδιού μου πίσω στο Χάλλε, δεν μου ζητήθηκε να επιδείξω ταυτότητα ή διαβατήριο. Τις επόμενες μέρες, η άμεση κρίση μαλάκωσε κάπως αφού τελικά επετράπη στους μετανάστες να εγκαταλείψουν την προσωρινή ζώνη διέλευσης του Κέλετι. Στους σιδηροδρομικούς σταθμούς της Βιέννης και του Μονάχου τους υποδέχτηκαν με επευφημίες πλήθη ανθρώπων, ενώ οι υπουργοί διακήρυξαν μια κουλτούρα καλωσορίσματος (Willkommenskultur) και καταδίκασαν τον τρόπο με τον οποίο η Ουγγαρία διαχειρίστηκε την κρίση.

Ανάλυση

Αυτή η αφήγηση, που ολοκληρώθηκε μέσα σε 48 ώρες από την επιστροφή μου στη Γερμανία, βασίζεται σε ό,τι θυμάμαι, σε γραπτές σημειώσεις και σε αποκόμματα εφημερίδων. Αλλά η ανθρωπολογία είναι ευρύτερη από την εθνογραφία. Μπορεί να έχουμε πολλά κοινά με όσους κρατούν ημερολόγιο, με τουρίστες και δημοσιογράφους, αλλά είμαστε επίσης και κοινωνικοί επιστήμονες. Ποτέ δεν είναι αρκετό να καταγράφεις τοπικές φωνές και να περιγράφεις γεγονότα: μας ενδιαφέρει να τα εξηγήσουμε, σε συνεργασία με άλλους κοινωνικούς επιστήμονες. Κάποιες από τις πιο παραγωγικές κατευθύνσεις για συνεργασία υπονοούνται στις παραπάνω περιγραφές: κοινωνική ψυχολογία, κοινωνιολογία, πολιτικές επιστήμες και πολιτική οικονομία.

Για παράδειγμα, μπορούμε σίγουρα να βρούμε συνεργάτες ανάμεσα στους κοινωνιολόγους, όχι μόνο στο εξειδικευμένο πεδίο των σπουδών για τη μετανάστευση αλλά και ανάμεσα σε όσους κινούνται, γενικότερα, στο συγκριτικό πεδίο μελέτης της κοινωνικής ανισότητας. Προσλήψεις ευαλωτότητας και σχετικής αποστέρησης μπορεί να είναι πιο σημαντικές αιτίες για μια πολιτική στάση και μια κοινωνική συμπεριφορά από την απόλυτη φτώχεια ή ανισότητα. Μια γενιά πριν, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του σοσιαλισμού, η ουγγρική κοινωνία ήταν από πολλές απόψεις ζωντανή και αναβράζουσα, τουλάχιστον σε σύγκριση με τις γειτονικές της σοσιαλιστικές χώρες. Οι οικονομικές στατιστικές δείχνουν προόδους σε πολλά πεδία μετά το 1990 και ιδιαίτερα μετά την αποδοχή της χώρας στην ΕΕ το 2004, οπότε και έγινε επιλέξιμη για μεγαλύτερη οικονομική στήριξη σε πολυάριθμους τομείς. Ακόμα και στο Τάζλαρ, όλο και περισσότεροι κάτοικοι έχουν τηλέφωνα και υπολογιστές, ενώ ο αριθμός των ΙΧ συνεχίζει να αυξάνεται. Αλλά αυτά τα οχήματα είναι παλιά και φτηνά και η τοπική αγορά κατοικίας αποκαλύπτει μια θλιβερή ιστορία. Οι ιδιοκτήτες κατοικιών, χτισμένων στα χρόνια ευημερίας του σοσιαλισμού, δεν μπορούν πια να αποσβέσουν ούτε το κόστος των υλικών όταν προσπαθούν να τις πουλήσουν. Οι δουλειές είναι σπάνιες και ο πληθυσμός συνεχίζει να μειώνεται. Οι κρατικές στατιστικές παρουσιάζουν μια θετική εικόνα για τις εθνικές τάσεις στην απασχόληση αλλά μόνο συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτή και τους δικαιούχους των επιδομάτων πρόνοιας και εκείνους που εργάζονται εκτός της χώρας. Οι πολιτικές της κυβέρνησης Όρμπαν, συμπεριλαμβανόμενου του αυξανόμενα φιλοπόλεμου εθνικισμού της, είναι προφανώς συνδεδεμένες με την νέα πολιτική οικονομία – καθώς και με το γεγονός ότι η πιο σημαντική αντιπολίτευση, τα τελευταία χρόνια, προέρχεται όχι από την Αριστερά, αλλά από το Γιόμπικ, ένα κόμμα ακόμα πιο ακροδεξιό. Το καλοκαίρι του 2015, η έξαρση της μεταναστευτικής κρίσης απέσπασε την προσοχή από τις επίμονες οικονομικές δυσκολίες και τα πολυάριθμα σκάνδαλα διαφθοράς.

Η κοινωνιολογία των ΜΜΕ είναι ένα άλλο ειδικότερο πεδίο στο οποίο οι ανθρωπολόγοι θα έπρεπε να αναζητήσουν συνεργάτες. Καθ’ όλη τη διάρκεια του φετινού χρόνου στην Ουγγαρία, όπως και σε όλη την Ευρώπη, ευαίσθητα θέματα δημοσιογραφοποιήθηκαν πολύ. Η αναλογία δημοσιογράφων προς μετανάστες στον σταθμό Κέλετι ήταν μάλλον υψηλή. Όταν κανείς σκεφτεί τα πολύ μεγαλύτερα πλήθη Σύρων προσφύγων που βρίσκονται στην Τουρκία, το να κάνουμε λόγο για την «ευρωπαϊκή κρίση μετανάστευσης» του καλοκαιριού του 2015 είναι σαφώς υπερβολικό. Κατά την παραμονή μου στο Τάζλαρ, παρατήρησα προσεκτικά τη δημοσιογραφική κάλυψη στα βασικά ΜΜΕ τόσο της Ουγγαρίας όσο και της Γερμανίας, συγκρίνοντας μερικές φορές τηλεοπτικές ειδήσεις της ίδιας μέρας. Υπήρχαν μερικές εντυπωσιακές αντιθέσεις. Όταν η κρατική ουγγρική τηλεόραση πληροφορούσε τους θεατές της ότι η χώρα λάμβανε νέες πρωτοβουλίες για να εφαρμόσει τη συμφωνία του Δουβλίνου, οι θεατές του ARD ή του ZDF μάθαιναν ότι ο Όρμπαν συνέχισε την άκαμπτη πολιτική του, αρνούμενος να επιτρέψει το ελεύθερο πέρασμα των μεταναστών προς τη Δύση. Όταν, στις 31 Αυγούστου, ήρθησαν προσωρινά οι περιορισμοί (μετά τη δήλωση Μέρκελ ότι όλοι οι Σύροι είναι καλοδεχούμενοι στη Γερμανία), οι γερμανοί ρεπόρτερ χλεύασαν αμέσως το ουγγρικό κράτος, για το ότι απέδιδαν την ευθύνη στους Δυτικούς γείτονές τους. Σε κάτι τέτοιες στιγμές, ήταν δύσκολο να μην αισθανθεί κανείς λίγη συμπόνοια για τους πολιορκούμενους υπουργούς στη Βουδαπέστη, που ήταν καταδικασμένοι ό,τι κι αν έκαναν.

Και στις δύο χώρες, παρακολουθώντας τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια μπορούσες να αντιληφθείς καλύτερα την ποικιλία των απόψεων των αντίστοιχων πληθυσμών. Ωστόσο, τον τόνο τον έδιναν οι κρατικοί σταθμοί, και ανακάλυψα πως οι κύριοι κρατικοί σταθμοί σε Ουγγαρία και Γερμανία ακολουθούσαν συγκεκριμένη γραμμή σε καθεμιά από τις δύο χώρες. Φυσικά, αυτή η κοινή γραμμή ήταν εντελώς διαφορετική, ανάλογα με τη χώρα. Μερικές από τις αποχρώσεις που τονίζονταν στην Ουγγαρία έχουν αναφερθεί πιο πάνω. Θα ήταν κοντόθωρο να συμπεράνουμε ότι οι πληθυσμοί των χωριών αντλούν τις προκαταλήψεις τους μηχανικά από την προκατειλημμένη δημοσιογραφική κάλυψη. Είναι ακριβέστερο να πούμε ότι οι εμπειρίες ζωής στους τοπικούς μικρόκοσμους τις τελευταίες δεκαετίες προδιαθέτουν την πλειοψηφία των ανθρώπων να συμπαρατάσσεται με τις ερμηνείες που προσφέρονται. Νομίζω ότι στη Γερμανία η σχέση ανάμεσα στους παραγωγούς και στους καταναλωτές ειδήσεων σχετικών με τους μετανάστες είναι διαφορετική. Μια Ουγγαρέζα ανέδειξε αυτό το θέμα όταν σχολίασε το χάσμα ανάμεσα στα μηνύματα που έρχονταν από το Βερολίνο και τα φιλελεύθερα ΜΜΕ και στις απόψεις των καθημερινών Γερμανών: «Οι Γερμανοί είναι οι τελευταίοι άνθρωποι στη Γη που θα καλωσορίσουν το είδος της μόλυνσης που αυτοί οι μετανάστες φέρνουν μαζί τους, επομένως τι πρόκειται να συμβεί όταν θα υποχρεωθούν από τις μεγαλόψυχες ελίτ τους να ζήσουν δίπλα στους μετανάστες;» Η λέξη μόλυνση θέλει εδώ να υποδηλώσει τη βρωμιά των άπλυτων σωμάτων αλλά και την ύπουλη διάδοση του Ισλάμ. Όταν ρωτήθηκα κατά πόσο επιβεβαιώνω την ακρίβεια τέτοιων απόψεων, απάντησα υποτονικά πως δεν είμαι εγώ ο ίδιος Γερμανός και δεν έχω κάνει καμιά έρευνα στη γερμανική κοινωνία.

H απάντησή μου ήταν αληθινή, αλλά και δειλή ταυτόχρονα. Ζω στη Γερμανία, και έχω την εντύπωση ότι το καλοκαίρι του 2015 ιδιαίτερα μέσα από τις ειδήσεις και τα ντοκιμαντέρ του καναλιού ZDF, οι γερμανοί τηλεθεατές ήταν καθημερινά αποδέκτες μιας διδακτικής καμπάνιας, ώστε να διορθώσουν τα στερεότυπα που έθεσε αυτή η γυναίκα στο Κισκούνχαλας. Δεν υπάρχει ζήτημα οι μετανάστες να στραγγίξουν το κράτος, γιατί οι στατιστικές αποδεικνύουν ότι, γενικά, οι μη Γερμανοί συμβάλουν στα έσοδα μέσω της φορολόγησής τους. Δεν υπάρχει ζήτημα οι μετανάστες να πάρουν τις δουλειές των ντόπιων Γερμανών, γιατί οι έρευνες δείχνουν πως συμπληρώνουν σημαντικά κενά και στα δύο άκρα της αγοράς εργασίας. Αλλά υπάρχει το ζήτημα ότι η Γερμανία χρειάζεται αμέσως δημογραφική υποστήριξη ώστε να διατηρήσει τα επίπεδα ζωής (και συντάξεων), τα οποία έχουν συνηθίσει να απολαμβάνουν οι πολίτες της. Έτσι, μάλλον σε αρκετή απόσταση από ανθρωπιστικούς προβληματισμούς, παρουσιάζεται στη δημόσια σφαίρα ως κυρίαρχη μια επιστημονική λογική για το καλωσόρισμα των μεταναστών, βασισμένη στα οικονομικά και τη δημογραφία. Οποιοσδήποτε έχει διαφορετική άποψη στιγματίζεται ως υποστηρικτής του κινήματος PEGIDA («Πατριώτες Ευρωπαίοι Ενάντια στον Εξισλαμισμό της Δύσης») ή και ακόμα χειρότερος.

Pegida_1260Οι διαμαρτυρίες του PEGIDA ξεκίνησαν στην πρώην Ανατολική Γερμανία. Δημοσκοπήσεις με ευρεία δημοσιότητα υποδηλώνουν ότι, πράγματι, αρνητικές στάσεις απέναντι στους νέους μετανάστες είναι σημαντικά πιο διαδεδομένες στα νέα ομοσπονδιακά κρατίδια (neue Bundesländer). Μ’ άλλα λόγια, οι επικρίσεις που δημιούργησε η νέα Μεγάλη Μετανάστευση που έχουν ήδη ψυχράνει τις σχέσεις της Βουδαπέστης με το Βερολίνο και τη Βιέννη, είναι πολύ πιθανό να συνεχιστούν εντός της Γερμανίας. Αυτό έχει επιπτώσεις για πόλεις όπως το Χάλλε, όπου έχω ζήσει τα τελευταία δεκάξι χρόνια. Η Γερμανία δεν κατανέμει τους αιτούντες άσυλο σύμφωνα με την προοπτική να μπορούν, κάποια στιγμή, να βρουν δουλειά σε μια δυναμική τοπική οικονομία. Σε οικονομικά υφεσιακές περιφέρειες, μεγάλη εισροή ξένων είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προκαλέσει κοινωνικά προβλήματα. Απ’ αυτή την άποψη, η Ανατολική Γερμανία είναι δομικά παρόμοια με τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ομάδας Βίσενγκραντ (Ουγγαρία, Σλοβακία, Τσεχία, Πολωνία), που δήλωσαν απρόθυμες να δεχτούν δεσμευτικές ποσοστώσεις από την ΕΕ ως μέσα αντιμετώπισης της μεταναστευτικής κρίσης. Η ουγγρική θέση δεν διαφέρει από τη θέση της Πολωνίας, της Σλοβακίας και της Τσεχίας. Αν υπήρχε ακόμα κυβέρνηση στην πρώην Ανατολική Γερμανία που να αντανακλά τις απόψεις του πληθυσμού, αυτή θα ήταν ακριβώς και η δική της θέση.

Όλα αυτά μου φαίνεται πως συσσωρεύονται σε μια επικίνδυνη κατάσταση για τις δημοκρατίες. Πρέπει να θεωρητικοποιούμε τα προβλήματα με όρους «κοινωνίας» αντί με όρους «κοινωνίας των πολιτών». Συνάντησα τον Βίκτορ Όρμπαν το 1989 όταν ήταν στην Οξφόρδη με μια υποτροφία προκειμένου να ερευνήσει αυτό ακριβώς το θεώρημα υπό την επίβλεψη του πολιτικού φιλόσοφου Ζμπίγκνιεφ Πελτσύνσκι. Εξαιτίας των ραγδαίων εξελίξεων στην Βουδαπέστη εκείνη τη χρονιά, ο Όρμπαν συντόμευσε την παραμονή του στο πανεπιστημιακό κάμπους. Είχε έναν προεκλογικό αγώνα να διεξάγει. Εκείνα τα χρόνια, μια ελεύθερη κοινωνία πολιτών ήταν το πρόταγμα του κόμματος του οποίου ηγήθηκε και ίσως και των περισσότερων Ούγγρων. Εγώ ήμουν πιο σκεπτικός, φοβούμενος πως αυτό το νέο σλόγκαν θα χρησιμοποιούνταν ως προκάλυμμα για την κυριαρχία της αγοράς και όλων των ανισοτήτων που θα επέφερε ασφαλώς μαζί του ο καπιταλισμός. Οι συνέπειες μπορούν σήμερα, έπειτα από ένα τέταρτο του αιώνα, να αποτιμηθούν. Αντί να χαλαρώνουν στη λιακάδα της αναγνώρισης εκ μέρους της Δύσης για το ότι συνέβαλαν στο να μπει ένα τέλος στο Σιδηρούν Παραπέτασμα (κυρίως επιτρέποντας το ελεύθερο πέρασμα των Ανατολικογερμανών προς τη Δύση), οι Ούγγροι τώρα στηλιτεύονται γιατί έχτισαν έναν νέο φράχτη για να κάμψουν την ελεύθερη κίνηση ανθρώπων που χρήζουν ανθρωπιστικής βοήθειας. Η ουγγρική «κοινωνία των πολιτών» είναι ορατή μπροστά στον σταθμό Κέλετι, με τη μορφή της Βοήθειας για τους Μετανάστες (Migration Aid) και άλλων ΜΚΟ που προσπάθησαν, παρά τις αντιξοότητες, να ανακουφίσουν τους ανθρώπους από τις συνέπειες που δημιουργούσαν οι κυβερνητικές πολιτικές. Αλλά η ουγγρική «κοινωνία» γενικώς παραμένει επικριτική, ακόμα και περιφρονητική για όλες αυτές τις εξελίξεις. Εν συντομία, η μεταναστευτική κρίση υπογραμμίζει την πόλωση εντός της Ουγγαρίας και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από την Δεξιά ώστε να ενισχυθούν τα εθνικιστικά αισθήματα.

Διευρύνεται άραγε ένα ανάλογο χάσμα στη γερμανική κοινωνία; Η Γερμανία είναι διαφορετική τόσο εξαιτίας της μοναδικής της ιστορίας όσο και επειδή υπήρξε ο κύριος ευεργετηθείς από τις πρόσφατες οικονομικές τάσεις, συμπεριλαμβανόμενης της δημιουργίας του ευρώ. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων οδηγεί τις κυρίαρχες ελίτ να κρατήσουν μια πολύ διαφορετική στάση. Η κοινωνία των πολιτών είναι δραστήρια εδώ, επίσης: τα ΜΜΕ προβάλλουν ιδιαίτερα την εθελοντική φιλάνθρωπη δραστηριότητα πολιτών που νοιάζονται να βοηθήσουν με οποιονδήποτε τρόπο, αφιλοκερδώς (ehrenamtlich). Αλλά μου φαίνεται πως αυτές οι παρεμβάσεις παραμένουν ασύμβατες με τις απόψεις του ευρύτερου πληθυσμού. Με την πλειοψηφία των δημοσιογράφων να τοποθετείται στις κοκκινοπράσινες ζώνες του πολιτικού φάσματος (σε ποσοστά ίσως συγκρίσιμα με τα αντίστοιχα για τους πανεπιστημιακούς κοινωνικούς επιστήμονες), η Μέρκελ μπορεί να είναι σίγουρη ότι οι σημερινές πολιτικές της θα βρουν σημαντική στήριξη. Οι περισσότεροι ανθρωπολόγοι επίσης θα χαίρονταν να τις στηρίξουν. Αλλά, εκτός αυτού, είμαστε ο επιστημονικός κλάδος από τον οποίο αναμένεται να φωτίσει τα κομμάτια εκείνα της κοινωνίας με τα οποία άλλοι είναι απρόθυμοι να ασχοληθούν. Έχω ακούσει Ανατολικογερμανούς να παραπονιούνται πως η σημερινή τηλεοπτική κάλυψη θυμίζει τις μανιχαϊστικές παρουσιάσεις της διεθνούς κατάστασης στις οποίες υποβάλλονταν επί Έριχ Χόνεκερ. Το σημερινό καθεστώς των μήντια, επίσης, δεν αντανακλά τις δικές τους εμπειρίες ζωής. Αυτό δίνει ώθηση στις ευαίσθητες επικρίσεις (εξαιτίας των οργανώσεων των ναζί) ενάντια στον Lügenpresse («Τύπο του ψεύδους»). Είναι σκοπός των ΜΜΕ σε μια δημοκρατία να διαπαιδαγωγούν τους αναγνώστες και τηλεθεατές και, τελικά, να τους κάνουν, παιδαγωγικά, να βλέπουν τον κόσμο όπως τον βλέπουν οι πιο φωτισμένες τους ελίτ; Όταν έχει, προ πολλού, γίνει εξαιρετική κατάχρηση του λαϊκισμού ως όρου, μπορούν άραγε οι ανθρωπολόγοι να παρουσιάσουν τις απόψεις και την οπτική ενός τυπικού υποστηρικτή του PEGIDA, χρησιμοποιώντας τη συμβατική κατανόηση της επιστήμης τους; Θα έπρεπε μήπως τουλάχιστον να υπογραμμίζουμε ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά αισθημάτων εναντίον των μεταναστών στην Ανατολή σχετίζονται με μεγαλύτερα επίπεδα ανεργίας και άλλες μορφές διακρίσεων; Αν φωνές όπως αυτές που άκουσα στο Τάζλαρ και στο Κισκούνχαλας υπάρχουν σε χωριά και κωμοπόλεις της Γερμανίας (ακόμα και σε πόλεις όπως το Χάλλε), είναι σίγουρα χρήσιμο να τις ακούσουμε, στην προσπάθειά μας να τις καταλάβουμε και να τις εξηγήσουμε.

Ευρασία

Η Ευρώπη ως όρος λειτούργησε ως λάιτμοτιφ όλο το φετινό καλοκαίρι. Στην κορύφωση της κρίσης, ο Όρμπαν επαναβεβαίωσε ότι σκέφτεται και ενεργεί ως Χριστιανοευρωπαίος. Οποιαδήποτε άποψη κι αν έχει κανείς γι’ αυτούς τους ισχυρισμούς (προσωπικά τους βρίσκω αποκρουστικούς), το χάος των τελευταίων εβδομάδων κατέδειξε για άλλη μια φορά την ακαταλληλότητα των θεσμών της ΕΕ και προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη ζημιά σε μεροληπτικές έννοιες όπως οι «ευρωπαϊκές αξίες». Οι τακτικοί αναγνώστες αυτού του μπλογκ [το μπλογκ του Ινστιτούτου Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Μαξ Πλανκ, www.eth.mpg.de] γνωρίζουν την άποψή μου για το πού εντοπίζονται οι λύσεις: η νέα Μεγάλη Μετανάστευση μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο μέσα από μια παν-ευρωασιατική συνάντηση των λαών, ως προοίμιο μιας πραγματικά παγκόσμιας κοινωνίας.

Υπάρχουν πολλά επίπεδα ειρωνείας στο γεγονός ότι το επίκεντρο των τελευταίων εβδομάδων υπήρξε η Ουγγαρία. Οι Ούγγροι μεταρρυθμιστές κομμουνιστές συνέβαλαν πολύ στο να στρωθεί ο δρόμος για μια νέα και πιο ελεύθερη Ευρώπη 25 χρόνια πριν, και ιδιαίτερα για την επανένωση της Γερμανίας. Οι ηγέτες του Φίντες δεν επιδίωξαν να εκμεταλλευτούν ιδιαίτερα αυτή τη συμβολή, δεδομένου ότι δεν σχετίζεται μαζί τους. Όμως, το καλοκαίρι του 2015, δεν ανέμεναν να δουν τους Γερμανούς και τους Αυστριακούς να παρουσιάζουν τους Ούγγρους με τόσο αρνητικό τρόπο. Οι Μαγυάροι είναι ένας λαός με σκοτεινή καταγωγή που μετανάστευσε από την Ασία στην κοιλάδα των Καρπαθίων, όπου η γλώσσα τους τούς διακρίνει από όλους τους ευρωπαίους γείτονές τους. Παρ’ όλα αυτά η σημερινή τους κυβέρνηση, όπως και των υπολοίπων χωρών της Ομάδας Βίσενγκραντ, δεν εκδηλώνει κανένα ενδιαφέρον για τα προβλήματα της Ασίας. Οι σχετικές καταγραφές δείχνουν ότι, εκτός από τη Συρία, βασική χώρα καταγωγής των αιτούντων άσυλο είναι το Αφγανιστάν. Οι ταραχές σε αυτές τις χώρες έχουν πολλές αιτίες. Όλες πρέπει να αντιμετωπιστούν. Τα συνδυασμένα πολιτικά, οικονομικά, και εθνοτικά-κοινωνικά ζητήματα απαιτούν προσγειωμένες λύσεις. Ηθικά, είναι δύσκολο να συμφωνήσει κανείς στο ότι τα μελλοντικά επίπεδα μετανάστευσης από το Αφγανιστάν προς τη Γερμανία θα πρέπει να καθορίζονται έτσι ώστε να παραμείνει στα σημερινά επίπεδα το χάσμα στο βιοτικό επίπεδο ανάμεσα στις δύο χώρες. Το ίδιο επιχείρημα ισχύει και για πιο κοντινές μας περιπτώσεις, όπως το Κόσοβο. Είναι καιρός να διαμορφώσουμε νέους πολιτικούς θεσμούς που θα βάλουν τέλος στην σημερινή υποκρισία περί ανάπτυξης (το μεγαλύτερο μέρος του ξένου κεφαλαίου που εισέρρευσε στη Συρία και το Αφγανιστάν τα τελευταία χρόνια έχει μορφή εξοπλισμών παρά έργων που συντελούν στην κοινωνικοοικονομική ευημερία).

Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί σύντομα. Στη νότια Ουγγαρία, μόνο το σχέδιο αναβάθμισης της σιδηροδρομικής σύνδεσης Βουδαπέστης-Βελιγραδίου έχει μια ευρασιατική διάσταση. Και, αλίμονο, πρόκειται για μια στενά οικονομική διάσταση. Η σύμβαση έχει προσωρινά κατακυρωθεί σε μια κινέζικη εταιρεία, κι έτσι το κεφάλαιο και η εργατική δύναμη που απαιτούνται θα έρθουν από την Κίνα. Φαίνεται πως το σχέδιο έχει ήδη εγκριθεί στο Βελιγράδι, αλλά το καλοκαίρι του 2015 οι πολιτικοί της Βουδαπέστης ακόμα κωλυσιεργούσαν.

Συμπέρασμα

Ο Ρέυμοντ Φερθ συνήθιζε να περιγράφει την κοινωνική ανθρωπολογία ως έναν «άβολο» επιστημονικό κλάδο. Αυτό ήταν πολύ διαφορετικό από τις νεομαρξιστικές διαγνώσεις που ήταν δημοφιλείς όταν ήμουν φοιτητής και σύμφωνα με τις οποίες η ανθρωπολογία υπηρετεί τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Οι καιροί άλλαξαν, όμως νομίζω ότι ο χαρακτηρισμός του Φερθ παραμένει έγκυρος. Αισθάνθηκα μια άνευ προηγουμένου δυσφορία τις τελευταίες εβδομάδες, εν πολλοίς εξαιτίας του ότι οι αναπαραστάσεις στα ΜΜΕ στην Ουγγαρία και τη Γερμανία έφερναν σε επαφή και δημιουργούσαν μια περίεργη σχέση του πεδίου της έρευνάς μου με την κοινωνία στην οποία ζω και εργάζομαι. Οι ανθρωπολόγοι, όπως άλλοι πανεπιστημιακοί και οι δημοσιογράφοι που σχολίασα παραπάνω είναι άνθρωποι που μπορεί να φέρνουν και το δικό τους αξιακό σύστημα στη δουλειά τους. Στο πεδίο, μπορεί να προτιμούν να υποχωρούν όποτε μπορούν, όπως έκανα κι εγώ όταν αρνήθηκα να επιβεβαιώσω στερεότυπα για τη σύγχρονη γερμανική κοινωνία στο Κισκούνχαλας. Στη Γερμανία, αντίθετα, είμαι αναγκασμένος να εξηγώ σε φίλους και συναδέλφους ότι πολλά άτομα και ομάδες οργάνωσαν ανθρωπιστική βοήθεια για τους μετανάστες στη Βουδαπέστη, ακριβώς όπως είδαν στις τηλεοράσεις τους να κάνουν Γερμανοί και Αυστριακοί στο Μόναχο και στη Βιέννη. Η μετατροπή του Όρμπαν σε αποδιοπομπαίο τράγο και η δαιμονοποίηση της κυβέρνησής του παραείναι απλός τρόπος για Γερμανούς και άλλους Ευρωπαίους ώστε να αυτοεπιβεβαιωθούν ότι εξακολουθούν να κατέχουν την ηθική υπεροχή. Δεν είναι όλοι οι Ούγγροι εθνικιστές ή δυνάμει φασίστες και η τάση τους να βοηθούν τους ξένους που υποφέρουν δεν είναι και τόσο διαφορετική από αυτή που συναντάμε στη γερμανική κοινωνία. Αν υπάρχουν ορισμένες σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες, σε όλο το φάσμα των πολιτικών απόψεων, αυτές θα έπρεπε να αναλυθούν με αναφορά στην ιστορία και στη σύγχρονη πολιτική οικονομία.

Θα ανησυχούσα αν γλωσσομαθείς σπουδαστές και συνάδελφοι υψηλής κινητικότητας, στο Ινστιτούτο Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Μαξ Πλανκ, ανεξάρτητα από τα επιμέρους ερευνητικά τους ενδιαφέροντα δεν είχαν τις τελευταίες μέρες την τάση να γράψουν οργισμένες επιστολές διαμαρτυρίας στον Ούγγρο πρεσβευτή. Θα αναθαρρήσω αν επιθυμήσουν να δείξουν την αλληλεγγύη τους στους αδύναμους και τα εξαθλιωμένα θύματα – κι όχι μόνο όταν τέτοιοι άνθρωποι φτάνουν στο κατώφλι μας σε μια γερμανική πόλη. Πέρα από αυτές τις προσωπικές ηθικές δεσμεύσεις, έχουμε μια διττή επιστημονική ατζέντα. Η μια διάσταση είναι ότι προσπαθούμε να κατανοήσουμε άλλες οπτικές γωνίες, συμπεριλαμβανόμενων κι εκείνων της δικιάς μας κοινωνίας με τις οποίες μπορεί να διαφωνούμε ή ακόμα να τις βρίσκουμε αποκρουστικές. Και η άλλη διάσταση, ότι είναι αναγκαίο, σε συνεργασία με άλλους μελετητές, να ερευνήσουμε και να εξηγήσουμε τις βαθύτερες αιτίες των διαδικασιών που σήμερα διχάζουν τις κοινότητες και δημιουργούν νέες κοινωνικές διαιρέσεις, με ανησυχητικές πολιτικές προεκτάσεις, σε όλη την Ευρασία και όλο τον πλανήτη. 

Ο Κρις Χανν είναι Διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Μαξ Πλανκ στο Χάλλε της Γερμανίας. Είναι επικεφαλής του ερευνητικού προγράμματος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας (ERC) «Realising Eurasia: Civilisation and Moral Economy in the 21st Century». Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο http://www.eth.mpg.de, στις 7.9.2015. Ευχαριστούμε τη Δήμητρα Κόφτη που μας το υπέδειξε.

Σημειώσεις

1. Οι συντελεστές της όπερας έχουν διαφορετικό πολιτικό προσανατολισμό. Ενώ ο Σόρενυ πρωταγωνίστησε στην εθνική υπόθεση, ο Μπρόντυ ακολουθεί πιο φιλελεύθερες, κοσμοπολίτικες τάσεις. Σε μια συνέντευξη, παραμονές των παραστάσεων του 2015, στο συντηρητικό έντυπο Magyar Nemzei, ο δεύτερος δήλωσε διπλωματικά πως είναι προς το εθνικό συμφέρον οι σύγχρονοι διάδοχοι του Στεφάνου και του Κόππανυ να βρουν την δύσκολη ισορροπία που θα επιτρέπει στους Ούγγρους να είναι Ευρωπαίοι χωρίς να μετατραπούν σε αποικία.

2. Δύο εβδομάδες αργότερα σε συνέντευξη Τύπου, ο τόνος του καρδινάλιου σκλήρυνε όταν δήλωσε πως τα όργανα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας της Ουγγαρίας δεν έχουν τη νομική εξουσιοδότηση να παρέχουν στήριξη στους παράνομους μετανάστες. Λίγο αργότερα, όμως, ο Πάπας Φραγκίσκος ζήτησε από όλες τις καθολικές ενορίες στην Ευρώπη να κάνουν ακριβώς αυτό. Στην Ουγγαρία, πολλοί λαϊκοί και κληρικοί καθολικοί υπήρξαν δραστήριοι παρά τη στάση της ιεραρχίας τους. Οι μοναχοί στην Παννονάλμα της Τρανσδανουβίας βοήθησαν ενεργά τους πρόσφυγες να εγκαταλείψουν τη χώρα προς την Αυστρία.

Σχολιάστε