Επαναπροσδιορίζοντας το ευάλωτο την εποχή της κρίσης

Standard

της Δήμητρας Μακρυνιώτη

Το άρθρο του Δημήτρη Χριστόπουλου «Πόσο αυτόνομος μπορεί να είναι ο αγώνας για τα δικαιώματα σε συνθήκες κρίσης» (25.9.2011) εγκαινίασε, στα «Ενθέματα», τη συζήτηση για τα δικαιώματα την εποχή της κρίσης. Ακολούθησε το κείμενο του Γεράσιμου Κουζέλη «Δικαιώματα και ευκαιρίες σε κρίση» (9.10.2011). Το κείμενο της Δήμητρας Μακρυνιώτη που δημοσιεύουμε σήμερα συνεχίζει τη συζήτηση για το κρίσιμο αυτό νομικό και πολιτικό ζήτημα. Και αυτό, όπως και τα δύο που προηγήθηκαν, βασίζεται σε ανακοίνωση στη Διημερίδα  «Εκπαίδευση και δικαιώματα σε συνθήκες κρίσης» που οργανώθηκε από το κοινό μεταπτυχιακό πρόγραμμα  του ΤΕΑΠΗ, του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Institute of Education του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (Αθήνα, 23-24.9.2010).

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Φερνάν Λεζέ, «Μεγάλος Ιούλιος», 1945

Τα τελευταία δύο χρόνια γίναμε μάρτυρες αλλά και αποδέκτες έντονων, ραγδαίων, αλυσιδωτών και πολυεπίπεδων ανατροπών, όπως αυτές συμπυκνώνονται στη λέξη κρίση, και κληθήκαμε να διαχειριστούμε τις συχνά απρόσμενες και σίγουρα οδυνηρές επιπτώσεις τους, τόσο σε συλλογικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Τα δεδομένα με βάση τα οποία μπορούσαμε να προσλάβουμε το παρόν και να σχεδιάσουμε το μέλλον αποδιαρθρώθηκαν. Η καθημερινότητα διαποτίστηκε από αισθήματα απώλειας, επισφάλειας, τρωτότητας, θλίψης, θυμού αλλά ταυτόχρονα κατακλύστηκε από νέες μορφές δράσης και αντίστασης που οδήγησαν στην ανάδυση νέων συλλογικοτήτων και εναλλακτικών μορφών πολιτικού και κοινωνικού ανήκειν.

Μέσα σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η κρίση αφορά ένα παγκόσμιο περιβάλλον, που δεν διέπεται αποκλειστικά και μόνον από τους νόμους της αγοράς αλλά διατρέχεται από σχέσεις εξουσίας και κοινωνικές ανισότητες και επηρεάζεται απο τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες σε τοπικό/εθνικό επίπεδο. Η παραδοχή αυτή σημαίνει ότι είναι πρακτικά αδύνατον να μιλήσει κανείς για την ελληνική κρίση ως αυτόνομη και αυτοφυή, παρά τις όποιες ιδιαιτερότητές της.

Από την τρωτότητα στην παρέκκλιση και την τιμωρία

Θα απασχοληθώ με τις διεργασίες, τακτικές και πολιτικές με τις οποίες συγκροτείται, ορίζεται, και αναγνωρίζεται η κατηγορία του ευάλωτου, του τρωτού, και με τις διαδικασίες μέσω των οποίων η τρωτότητα εξισώνεται με παρέκκλιση ή παθολογία και χρήζει ως εκ τούτου ρύθμισης, πειθάρχησης, αναδιαμόρφωσης («αναδιάταξης») ακόμα και τιμωρίας. Διευκρινίζω ότι δεν θα εξετάσω την επιδείνωση της τρωτότητας και της ευπάθειας ήδη τρωτών κοινωνικών ομάδων όπως είναι οι νέοι, οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι, οι άποροι, οι μετανάστες. Αντ’ αυτού θα στραφώ σε νεοαναδυόμενες σφαίρες τρωτότητας, εντός των οποίων κάποιες μορφές υποκειμενικότητας και κάποιοι τρόποι διαβίωσης σταδιακά οικούν τη σφαίρα του ευάλωτου.

Αν προσεγγίσουμε το τρωτό και το άτρωτο όχι μόνον ως ανθρώπινες ιδιότητες, αλλά και ως ιδιότητες που αποδίδονται σε ομάδες πληθυσμού, σε κράτη ή και συνασπισμούς κρατών, ως γνωρίσματα που εμπεριέχουν, υποστηρίζουν και αναδεικνύουν ασύμμετρες σχέσεις εξουσίας και κοινωνικής ανισότητας, τότε μπορούμε να ξεκινήσουμε από τους ισχυρούς και πολυπίπεδους κλυδωνισμούς που δέχεται το μέχρι πρότινος ηγεμονικό δυτικό οικοδόμημα. Το άτρωτο του αποκαλούμενου πρώτου κόσμου δέχεται σοβαρά πλήγματα και αποκαλύπτει την τρωτότητά του. Επιγραμματικά: Πρώτον, η οικονομική υπεροχή της Δύσης καταρρίπτεται και τη θέση της παίρνει μια οικονομία που θεμελιώνεται σε πολλά ανταγωνιστικά κέντρα στην περιφέρεια. Δεύτερον, θεμελιώδεις ιδεολογικοί και θεσμικοί άξονες που συνέθεταν το δυτικό οικοδόμημα σταδιακά καταρρέουν. Όπως επισημαίνει ο Αντώνης Λιάκος, «ρυθμίσεις, αξίες, θεσμοί και κατακτήσεις που η δυτική κυριαρχία επέτρεψε να εμφανιστούν και να παγιωθούν στο εσωτερικό της, η Ευρώπη της δημοκρατίας, του κοινωνικού κράτους, των δικαιωμάτων και της πολιτικής των πολιτών παραπέουν και σηματοδοτούν τη μετάβαση σε έναν άλλο τύπο κοινωνίας-κράτους-πολιτικής στον οποίο ο ρόλος της πολιτικής διαβούλευσης στη θέσμιση της κοινωνίας και η δημόσια σφαίρα περιορίζονται δραστικά».[1] Τρίτον, οράματα, επιδιώξεις και στρατηγικές που προσέβλεπαν στην ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης εξανεμίζονται καθώς η τρωτότητα της ομογενοποιημένης ή ομογενοποίησιμης Ευρώπης είναι παραπάνω από έκδηλη. Το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι τόσο οι οικονομικές και άλλες ανισότητες και οι ρωγμές που προκάλεσαν, ούτε ότι κάποια κράτη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, στοχοποιήθηκαν και ορίστηκαν ως ιδιαιτέρως ευάλωτα, αλλά το ότι αναπτύχθηκαν μηχανισμοί, μορφές πολιτικής, ιδεολογήματα και μια έντονη ηθικολογία καταγγελτικού και ελεγκτικού χαρακτήρα έτσι ώστε κάτι να οριστεί και να αναγνωριστεί ως ευάλωτο, στην προκειμένη περίπτωση ο ευρωπαϊκός νότος, και σταδιακά αλλά μεθοδευμένα να αρχίσει να εξισώνεται με το παρεκκλίνον, το μη φυσιολογικό, το απαράδεκτο και το απειλητικό. Το ακρωνύμιο PIGS δεν παραπέμπει συμβολικά μόνο στη διάκριση μεταξύ ιερού και ανίερου, καθαρού και ακάθαρτου.  Καθιστά και ορίζει έναν ορισμένο τρόπο ζωής, έναν ορισμένο τρόπο διαβίωσης ως ανεπίτρεπτο, απαράδεκτο, απείθαρχο και επικίνδυνο. Συγκεκριμένα μοντέλα ζωής, επιθυμίες, ελπίδες, οράματα, αποφάσεις και απολαύσεις καθώς και ένα πλέγμα θεσμών και δικαιωμάτων που τα στήριζαν και τα καθιστούσαν πραγματοποιήσιμα και διανοητά, καταγγέλονται, ρυθμίζονται και ελέγχονται προκειμένου να συρρικνωθούν, να αναδιαταχθούν και να ορθολογικοποιηθούν.

Σε αυτά τα συμφραζόμενα υποδεικνύονται και νομιμοποιούνται αναδιατάξεις του τρόπου ζωής στο εσωτερικό κάθε κοινωνίας, του τρόπου κοινωνικής συμβίωσης (με σημείο αιχμής τις εργασιακές σχέσεις) και δραστικές αλλαγές στην τέχνη του κυβερνάν. Εμφανίζονται νέες μορφές βιοπολιτικής, που με διάχυτο, άλλοτε ορατό και άλλοτε λιγότερο ορατό τρόπο, συστηματικά και μεθοδευμένα, όπως αναφέρει η Αθηνά Αθανασίου, εισάγουν νέα κριτήρια και νέους όρους για την ορθολογική πολιτική σχεδίαση της ζωής, στοχεύουν στην ενστάλλαξη έξεων, στην εμπέδωση αξιών στο κοινωνικό σώμα και στη συγκρότηση πειθαρχημένων και αυτοπειθαρχούμενων υποκειμένων με γνώμονα φυσικοποιημένες και εξιδανικευμένες νόρμες περί κανονικότητας και παρέκκλισης, περί αποδεκτής και μη αποδεκτής συμπεριφοράς.[2]

Αντρέ Ντεραίν, «Ο χορός των γυμνών», 1906

Η κρίση ως επιδημία: ένα ιατρικό μοντέλο για την κοινωνία

Η πρόσληψη και αναφορά στην κρίση ως κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, ως επιδημίας που εξαπλώνεται ανεξέλεγκτα, με αόριστη διάρκεια σταδιακά μετατρέπεται από μια εξαιρετική περίσταση σε φυσικοποιημένη νόρμα. Όπως και η ασθένεια, έτσι και η κρίση, απαιτεί το ίδιο φυσικά και αυτονόητα θεραπεία, εξυγίανση, εξόντωση του μολυσματικού περιβάλλοντος που την προκάλεσε. Η υιοθέτηση του ιατρικού μοντέλου και των θεραπευτικών αφηγήσεων δεν ταυτίζουν μόνο τα κοινωνικά προβλήματα με φυσικά συμβάντα, ερμηνεύοντάς τα με όρους αίτιου-αιτιατού αλλά και συρρικνώνουν απελπιστικά τα περιθώρια για την ανάπτυξη επιστημονικών προσεγγίσεων, ευνοώντας έτσι την επικράτηση της αντίληψης ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση. Η φυσικοποίηση κοινωνικών προβλημάτων, λοιπόν, και η επίλυσή τους σύμφωνα με τους νόμους της αγοράς και της οικονομίας εισάγει, μεταξύ άλλων, αλλά κυρίως εγκαθιστά ένα διάχυτο κλίμα αντιδιανοουμενισμού. Δεν είναι εποχή για θεωρία, κυρίως κοινωνική, και σύνθετες αναλύσεις. Στη νεοφιλεύθερη πολιτική, η πρόταξη των στόχων της παραγωγικότητας, της αποδοτικότητας, της λειτουργικότητας και της ανταγωνιστικότητας απαιτεί πρακτικές και άμεσα εφαρμόσιμες λύσεις.

Με την πρόσληψη της κρίση ως κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, το κράτος αποκτά μια απ’ αόριστον εξουσία να αναστέλλει το νόμο ή να τον διαστρέφει προς όφελός του. Με τον τρόπο αυτό το κράτος επεκτείνει το πεδίο της επιρροής του, την ίδια του την αναγκαιότητα καθώς και τα μέσα με τα οποία επιτυγχάνει την αυτοδικαιολόγησή του. Ο νόμος μετασχηματίζεται σε πεδίο τακτικών χειρισμών, αποκτά εργαλειακές χρήσεις και παύει να είναι κάτι δεσμευτικό, βάσει της υπόστασής του ως νόμου.[3] Αναδύεται έτσι μια εξουσία-ταραξίας, όπως λέει ο Μισέλ Φουκό, αναφερόμενος σε μια άνομη και προνομιακή εξουσία. Μια εξουσία που απαξιώνει το κοινωνικό ως έννοια και ως πολιτική και οδηγεί στη συρρίκνωση της δημόσιας σφαίρας, στον εξοβελισμό της κριτικής και της διαφωνίας από τη δημόσια συζήτηση, εξωθώντας στη σφαίρα του ευάλωτου αλλά και του επικίνδυνου όχι μόνο την ίδια τη διαφωνία αλλά και όσους και όσες διαφωνούν. Μια εξουσία που θέτει στο στόχαστρο στην αξιοπιστία των διαφορετικών απόψεων και όσων τις υποστηρίζουν.

Η ταυτότητα κάποιων υποκειμένων θίγεται και το υποκείμενο βρίσκεται σε μια ευάλωτη θέση, και γιατί χάνει την αίσθηση μιας αραγούς ταυτότητας και γιατί υφιστάμενο το δημόσιο εξευτελισμό, είναι αναγκασμένο να απορρίψει όλα όσα του καταλογίζουν ως μη πραγματικά, να εμπλακεί με άλλα λόγια σε μια απολογητική ρητορική.

Δεν πρόκειται μόνο για πρακτικές που ασκούν ψυχολογικό εκφοβισμό, αλλά, όπως εύστοχα επισημαίνει η Τζούντιθ Μπάτλερ «[…] που αποδίδουν εξ ίσου καλά παράγοντος αυτά που θα θεωρούνται και αυτά που δεν θα θεωρούνται, στο πλαίσιο της δημόσιας επικράτειας, βιώσιμα ομιλούντα υποκείμενα και λογικές απόψεις […].  Η απόφαση, ωστόσο, για το ποιές απόψεις θα θεωρούνται λογικές εντός της δημόσιας σφαίρας ισοδυναμεί με την απόφαση για το ποια θα θεωρείται δημόσια σφαίρα αντιπαράθεσης και ποια όχι. […]. Ο αποκλεισμός της κριτικής αφαιρεί από τη δημόσια επικράτεια το διάλογο και την ίδια τη δημοκρατική αμφισβήτηση, έτσι ώστε η δημόσια συζήτηση να καταλήγει να είναι ανταλλαγή απόψεων ομοϊδεατών και η κριτική, που θα έπρεπε να είναι κεντρικό χαρακτηριστικό κάθε δημοκρατίας, καταλήγει δραστηριότητα ύποπτη και υπό διωγμό».[4]

Προέχει, ως εκ τούτου να προβληματοποιηθούν οι διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες συγκροτείται η δημόσια σφαίρα αντιπαράθεσης, και τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία κάποια ζητήματα και κάποιες πεποιθήσεις θεωρούνται άξια να συμπεριληφθούν ενώ κάποια άλλα αποκλείονται ως άσχετα, περιττά ή επικίνδυνα. Προέχει η προβληματοποίηση το αυτονόητου έτσι ώστε να αποκαλυφθούν οι μηχανισμοί που επιλέγουν, φιλτράρουν, αξιολογούν, συσκοτίζουν, εξαιρούν, πριμοδοτούν απόψεις που θεωρούνται λογικές και επoικοδομητικές, και φωτίζουν επιλεκτικά συγκεκριμένες πτυχές της κοινωνικής πραγματικότητας, ρυθμίζοντας τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βλέπουν, ακούνε, ενημερώνονται, κατανοούν και σκέφτονται. Εν προκειμένω, πώς έγινε και από όλο το νόμο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ένα νόμο που ταυτίζει το πανεπιστήμιο με ΔΕΚΟ, ακυρώνει στην ουσία το δημόσιο και αυτόνομο χαρακτήρα του και το εκθέτει ανεπανόρθωτα στις δυνάμεις της αγοράς, εισήλθαν στη δημόσια σφαίρα συζήτησης τρία μόνο σημεία του, το άσυλο, η διάρκεια φοίτησης, και η ασυδοσία της διοίκησης και των μελών ΔΕΠ; Πώς έγινε και τα ίδια αυτά σημεία εισήλθαν όχι με όρους αντιπαράθεσης αλλά με όρους φυσικών, αδιαμφισβήτων κακών που η ανάγκη για θεραπεία τους είναι αυτονόητη και ως τέτοια εμπίπτει στη σφαίρα της κοινής λογικής, του καλού του κοινωνικού συνόλου; Ήταν τυχαίο που προηγήθηκε ένας οδυνηρός διασυρμός των φοιτητών, των πανεπιστημιακών και του πανεπιστημίου, ενώ όσοι και όσες αντέκρουσαν τις καταγγελίες είχαν να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερη καχυποψία (του τύπου ποιός ξέρει τι συμφέροντα έχει αυτός), και εντονώτερο στιγματισμό;

Η συρρίκνωση του διαλόγου και της κριτικής

Η συρρίκνωση του διαλόγου και της κριτικής συνυπάρχει και διαπλέκεται με την πρόσληψη των σχετικών με την κρίση κοινωνικών προβλημάτων και κυρίως της επίλυσής τους με απλοϊκούς δυϊσμούς: «Όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας, είναι εχθρός». Θεωρείται ότι η κριτικη επιβουλεύεται το κοινό καλό, το εθνικό συμφέρον, τη διάσωση της πατρίδας, κάθε προσπάθεια εξυγίανσης, στέκεται απέναντι σε ό, τι προτάσσεται ως λογικό. Οι υιοθετούμενες έτσι πρακτικές ρύθμισης, κρατικής βίας και καταστολής διαφορετικών πεποιθήσεων και πράξεων αντίστασης απολαμβάνουν μια φυσική νομιμοποίηση ακριβώς επειδή εφαρμόζονται στο όνομα ενός υψηλού, ηθικά αδιαμφισβήτητου στόχου, όπως αυτός συμπυκνώνεται στην έννοια της πατρίδας και της σωτηρίας της, της θυσίας, της ανάταξης της χώρας, της πρόταξης του εθνικού συμφέροντος έναντι του ατομικού, κομματικού, ταξικού, της προστασίας της τάξης και των πολιτών. Επιστρατεύεται μια απέραντη ηθικολογία, δομημένη γύρω από μια νέα μορφή πατριωτισμού και επενδυμένη με αφηρημένες, ηθικά αδιαπραγμάτευτες, κενές υποκειμένων έννοιες, που παρόλα αυτά ή μάλλον ακριβώς γι αυτό αποτελούν ένα δυνατό χαρτί στο παιχνίδι της προσβλεπόμενης συναίνεσης.

Ενισχυτική αυτής της τακτικής είναι και η επικράτηση μιας ιδιότυπης λογικής του πρώτου πληθυντικού που ισοκατανέμει την ευθύνη συγχέοντας το ατομικό με το συλλογικό, προδικάζει το συναινετικό κλίμα αλλά κυρίως γενικεύει, ομογενοποιεί και ολοποιεί. Όποιος κρατήσει αποστάσεις από αυτό το φαντασιακό εμείς, αρνηθεί ή αντισταθεί σε αυτή τη συμπερίληψη, αυτό το αναγκαστικό κοινό ανήκειν, τότε ο ίδιος, οι πεποιθήσεις και οι πράξεις του σηματοδοτούν το άλλο, το εχθρικό, το απειλητικό, το επικίνδυνο και ενεργοποιούν πρακτικές ρύθμισης, ελέγχου, καταστολής. Αυτές οι τεχνολογίες ομογενοποίησης συνυπάρχουν και διαπλέκονται με τις ακριβώς αντίθετές τους, όπως επισημαίνει ο Μισέλ Φουκό όταν αναλύει την έννοια της βιοπολιτικής, δηλαδή με τεχνολογίες εξατομίκευσης, κατάτμησης του πληθυσμού, ένταξής του σε κατηγορίες έτσι ώστε οι κοινωνικές ομάδες να οριοθετούνται, να γίνονται κοινωνικά ορατές μέσα από την εξονυχιστική και ταυτόχρονα επιλεκτική δημοσιοποίηση των ιδιαίτερων γνωρισμάτων τους: Το είδος της απασχόλησης (δημόσιοι υπάλληλοι, ιδιωτικοί, ελευθεροι επαγγελματίες, πανεπιστημιακοί κοκ), το ύψος και η ανάλυση των αμοιβών, οι σχέσεις εισοδήματος και κοινωνικής συμπεριφοράς, εκθέτουν σε κοινή θέα «σκανδαλώδη» προνόμια, προνόμια πέρα απο την κοινή λογικη και προλειαίνουν το έδαφος για το δημόσιο διασυρμό και εξευτελισμό τους, καθώς στην ουσία κατηγορούνται ως βασικοί συντελεστές της κρίσης. Η επίκληση της κοινής λογικής και η αρωγή της κοινής γνώμης, για άλλη μια φορά φυσικοποιεί τα θεραπευτικά, μεταρρυθμιστικά μέτρα, παρουσιάζοντάς τα ως τη μοναδική και αναγκαστική λύση στα κακώς κείμενα, συσκοτίζοντας έτσι τις πολιτικές επιλογές που τα νομιμοποιούν.

Συνοψίζοντας, αναφέρθηκα σε νέες μορφές βιοπολιτικής και σε μια νέα τέχνη του κυβερνάν, τουλάχιστον σε συνθήκες δημοκρατίας, που συρρικνώνουν τη δημόσια διαβούλευση, τον κριτικό διάλογο και την πολιτική των πολιτών καθιστώντας τα εξαιρετικά ευάλωτα, και συχνά απειλητικά και επικίνδυνα, μορφές βιοπολιτικής που αποσκοπούν στη δημιουργία πειθαρχούμενων και αυτοπειθαρχούμενων πολιτών, πρόθυμων να συμβιβαστούν και να συμμορφθωθούν παρά τις πολλαπλές απώλειες που βιώνουν σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο. Ωστόσο σε αυτές ακριβώς τις μορφές βιοπολιτικής ενυπάρχουν νησίδες αντίστασης που οδηγούν στη συγκρότηση μη αναμενόμενων μορφών υποκειμενικότητας. Υποκειμενικότητες που συγκροτούνται μέσω της  μετασχηματιστικής δυναμικής της απώλειας και της θλίψης. Είναι λάθος, μας προειδοποιεί η Τζούντιθ Μπάτλερ, να πιστεύουμε ότι η θλίψη και η απώλεια ιδιωτικοποιεί και ως εκ τούτου αποπολιτικοποιεί.[5] Αντίθετα δίνουν το έναυσμα για το άνοιγμα του εγώ στο εμείς, προσφέρουν έδαφος για την ανάδειξη νέων μορφών συλλογικότητας, νέων σχέσεων οικειότητας και αποξένωσης, εναλλακτικών μορφών διεκδίκησης και αντίστασης, όπως η πολύ πρόσφατη ιστορία αποδεικνύει.

Η Δήμητρα Μακρυνιώτη διδάσκει κοινωνιολογία στο Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

Φερνάν Λεζέ, «Μεγάλος Ιούλιος», 1945

Αντρέ Ντεραίν, «Ο χορός των γυμνών», 1906


[1] Αντώνης Λιάκος, «Μερικές ιδέες για να σκεφτούμε διαφορετικά την κρίση», The Books’ Journal, τχ. 6, Aπρίλιος 2011.
[2] Αθηνά Αθανασίου, «Επιτελέσεις της τρωτότητας και του κοινωνικού τραύματος»,  στο Α. Αθανασίου (επιμ.) Bιοικοινωνικότητες. Θεωρήσεις στην ανθρωπολογία της υγείας, μετ. Μιχάλης Λαλιώτης, νήσος, Αθήνα 2011.
[3] Τζούντιθ Μπάτλερ, «Κράτηση επ’ αόριστον» στο Τζ. Μπάτλερ Ευάλωτη ζωή. Οι δυνάμεις του πένθους και της βίας, μετ.  Μιχάλης Λαλιώτης, Κώστας Αθανασίου, νήσος, Αθήνα 2009, σ. 112.
[4] Τζ. Μπάτλερ, «Πρόλογος», στο ίδιο, σ. 43-44.
[5] Τζ. Μπάτλερ, «Βία, πένθος, πολιτική», στο ίδιο, σ. 77-81.

Σχολιάστε