Εργοτέλης, 1919-2009: ψηφίδες αθλητικής και κοινωνικής ιστορίας

Standard

με αφετηρία το βιβλίο του Γιάννη Ζαϊμάκη, «Εργοτέλης 1929-2009: Ψηφίδες της αθλητικής και κοινωνικής ιστορίας ενός φιλοπρόοδου σωματείου», Αλεξάνδρεια, 2010

 του Θοδωρή Σπύρου

1. Εργοτέλης και ΟΦΗ στον πρώτο τελικό μετακατοχικής ποδοσφαιρικής διοργάνωσης (Κύπελο Νίκης 1945) στο ιστορικό γήπεδο του Ηρακλείου «Χάνδαξ», που έπαψε να λειτουργεί το επόμενο έτος.

Ο αθλητισμός, και ακόμα περισσότερο το ποδόσφαιρο, κατέχουν περιθωριακή θέση στις κοινωνικές επιστήμες. Μέχρι πρόσφατα, είχαμε μια μάλλον φτωχή βιβλιογραφία σχετικά με την ιστορική συγκρότηση και εξέλιξη, αλλά και τις συγχρονικές κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις του ποδοσφαιρικού φαινομένου. Ωστόσο, με αφετηρία τη δεκαετία του 1990, παρατηρούμε ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις διαστάσεις αυτές, διεθνώς, και σταδιακά, αν και δειλά, και στη χώρα μας.

Ο εξοστρακισμός του ποδοσφαίρου στο περιθώριο του κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος προκαλεί καταρχάς έκπληξη, δεδομένου ότι αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο μιας πολλαπλής κοινωνικής και πολιτισμικής παραγωγής. Επιπλέον, γιατί ως κυρίαρχο σπορ του 20ού και του 21ου αιώνα, συνδέεται προνομιακά με την νεωτερική εννοιολόγηση και διαχείριση του «ελεύθερου χρόνου». Έτσι, τίθεται, λ.χ., το ερώτημα γιατί οι μαρξιστές αγνόησαν το ποδόσφαιρο, έστω ως στοιχείο του «εποικοδομήματος» που συνδέεται με την παραγωγή και αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας, αλλά και ως πεδίο παραγωγής κυριαρχούμενων μορφών κουλτούρας και υποκουλτούρας, συνεπώς ως μέσο υπαγωγής και πειθάρχησης. Από την άλλη, και η πλειονότητα των εμπνεόμενων από «αστικές» θεωρίες κοινωνικών επιστημόνων δεν θεώρησαν άξιο για την άρθρωση επιστημονικού λόγου ένα χώρο που βρίθει κοινωνικών λειτουργιών, συμβολισμών, αναπαραστάσεων και πρακτικών, και μέσω του οποίου αναπαράγεται η κοινωνική δομή και συνοχή ή επιτελείται η ατομική δράση και η υποκειμενικότητα.

Έτσι, αφενός το ποδόσφαιρο, ως κατεξοχήν εμπορευματοποιημένο πεδίο του αθλητισμού, στιγματίστηκε από τους μαρξιστές ως μέσο παραγωγής μορφών «ψευδούς συνείδησης», ως «όπιο του λαού». Αφετέρου, οι μη μαρξιστές το είδαν ως πεδίο δυνάμει κοινωνικής αταξίας, εστιαζόμενοι στη διάσταση της βίας. Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις, η ιδεολογική προκατάληψη είναι ανεπαρκής για να ερμηνεύσει την υποτίμηση του ποδοσφαίρου. Το αίτιο πρέπει να αναζητηθεί σε μια ευρύτερη προκατάληψη που τέμνει εγκάρσια το χώρο της κοινωνικής θεωρίας και της κοινωνιολογικής πρακτικής, βάσει της οποίας τα επιμέρους αντικείμενα διαχωρίζονται σε «σοβαρά» και «μη σοβαρά». Στο πλαίσιο αυτού του διαχωρισμού, το ποδόσφαιρο, και γενικότερα οτιδήποτε συνδέθηκε με το χωροχρόνο της σχόλης, ταξινομήθηκε στην κατηγορία των «μη σοβαρών» κοινωνιολογικών αντικειμένων, σε αντίθεση με την οικονομία, την πολιτική, μια προσανατολισμένη προς τον «υψηλό πολιτισμό» και την «τέχνη» έννοια της κουλτούρας.

Το βιβλίο του Γιάννη Ζαϊμάκη εγγράφεται σε μια σύγχρονη τάση αναθεώρησης της παραπάνω αντίληψης. Η συγκεκριμένη τάση, με επιρροές από το χώρο της κοινωνικής ανθρωπολογίας και των πολιτισμικών σπουδών, αντιμετωπίζει τον αθλητισμό ως θεμελιακό στοιχείο της βιομηχανίας του θεάματος και της διασκέδασης, στο πλαίσιο της νεοτερικής κοινωνίας, που ανάγει τη σχόλη σε βασικό πεδίο κατανάλωσης προϊόντων και υπηρεσιών και, μέσω αυτών, παραγωγής αξιών, πρακτικών, σχέσεων και ταυτοτήτων. Πολύ περισσότερο όμως, το ποδόσφαιρο και ο αθλητισμός αντιμετωπίζονται ως πεδία συμβολικής ταυτοποίησης, πολιτισμικής έκφρασης, κοινωνικής δράσης, πολιτικής ενεργοποίησης και κινητοποίησης.

Ποδοσφαιριστές, αθλητές στίβου και παράγοντες του Εργοτέλη στο Χεϊτάν Ογλού, λίγους μήνες μετά την επανίδρυση της ομάδας το 1937. Καθιστός, τέρμα αριστερά με τη γραβάτα, ο επικεφαλής της κίνησης επανίδρυσης Νίκος Φωτιάδης.

Υπ’ αυτή την έννοια, ο «Εργοτέλης» αποτελεί για τον Ζαϊμάκη σύνθετο κοινωνικό καμβά, στον οποίο συγκλίνουν πολλαπλές και σύνθετες διαδικασίες: η συγκρότηση και επιτέλεση διαφόρων μορφών κοινωνικής και πολιτισμικής ταυτοποίησης (τοπική, κοινωνική, έμφυλη), πολιτικές αναπαραστάσεις και πρακτικές, οι διαδικασίες κοινωνικής και οικονομικής μετάβασης της ελληνικής κοινωνίας, καθώς και οι τρόποι ενσωμάτωσης των τοπικών κοινωνιών και της εθνικής κοινωνίας σε ένα ευρύτερο, παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο.

Ιδιαίτερη αξία έχει το γεγονός ότι ο Ζαϊμάκης αναδεικνύει τη σημασία του ποδοσφαίρου ως προνομιακού αντικειμένου μιας πολιτικής κοινωνιολογίας εμπνεόμενης, παρότι δεν το δηλώνει ρητά, από τους ορισμούς του «πολιτικού» που προτείνει η πολιτική ανθρωπολογία. Η τελευταία αντιμετωπίζει ως «πολιτικό» όχι μόνο ό,τι εκπορεύεται από τους πολιτικούς θεσμούς, αλλά οτιδήποτε συνδέεται με την παραγωγή και διαχείριση της εξουσίας. Στην περίπτωση του Εργοτέλη, η «πολιτική διάσταση» δεν αφορά μόνο τις «βαθιές δομές» κοινωνικής παραγωγής της συναίνεσης και της κυρίαρχης τάξης μέσω του αθλητισμού, αλλά και τις ποιητικές της ταυτότητας. Κι αυτό, καθώς έχει εγγραφεί εμφατικά στο δημόσιο αφήγημα του σωματείου, επιδρά καταλυτικά στην πολιτισμική και κοινωνική ταυτότητα μελών και οπαδών — ένα αφήγημα που συνετέλεσε ιστορικά στην προνομιακή εγγραφή του Εργοτέλη στον πολιτικό χώρο της Αριστεράς, και ευρύτερα της «προοδευτικής παράταξης».

Η ανάγνωση της κοινωνικής ιστορίας του Εργοτέλη με πολιτικούς όρους εξυπηρετείται υποδειγματικά από την περιοδολόγηση και τις κορυφώσεις, αλλά και τις ερμηνείες που προτείνει ο Ζαϊμάκης. Σκιαγραφώντας το κοινωνικό, πολιτισμικό και πολιτικό πλαίσιο στο οποίο ιδρύεται ο Εργοτέλης, την περίοδο του Μεσοπολέμου, δίνει έμφαση στην κυριαρχία μιας ομάδας πολιτικοποιημένων προσώπων προερχόμενων από τους χώρους των βενιζελικών και της Αριστεράς στο πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο. Επιπλέον, συνδέει την περιορισμένη δραστηριότητά του συλλόγου στα μέσα της δεκαετίας του 1930 με τις πολιτικές περιπλοκές της περιόδου, γεγονός που μαρτυρά την προσπάθεια ανάγνωσης της σωματειακής ιστορίας με όρους κυρίως πολιτικούς. Στην ίδια κατεύθυνση εγγράφονται και οι αναφορές στη συμμετοχή των γυναικών –μέσω εκπροσώπων του φεμινιστικού κινήματος– στο σύλλογο, καθώς και στον καθοριστικό ρόλο του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, το οποίο μέσω της προσπάθειας ένταξης του αθλητισμού στις δικές του «εθνικές» και πολιτικές στοχεύσεις, αποτέλεσε τροχοπέδη για την ανάπτυξη σωματείων με προοδευτικό πνεύμα όπως ο Εργοτέλης.

Το πολιτικό στοιχείο είναι ακόμα εντονότερο στην επόμενη ενότητα, αφιερωμένη στις διαδικασίες μεταπολεμικής επαναδραστηριοποίησης του συλλόγου. Αν η αφετηρία της περιόδου συμπίπτει με τον Εμφύλιο και τη δημιουργία του γηπέδου του συλλόγου (Μαρτινέγκο) το 1946 και η απόληξή της με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας το 1967, κορύφωσή της αποτελεί αναμφισβήτητα η συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στο Μαρτινέγκο το 1966. Το συγκεκριμένο γεγονός συνδέεται, τουλάχιστον στον κυρίαρχο λόγο των Εργοτελιτών, με την περιθωριοποίηση του συλλόγου στη διάρκεια της δικτατορίας. Τότε, με βάση ένα φωτογραφικό νόμο που απαγόρευε τη συμμετοχή δύο συλλόγων από την ίδια πόλη στην ίδια κατηγορία, ο Εργοτέλης υποβιβάζεται από τη Β΄ Εθνική, ενώ οι καλύτεροι ποδοσφαιριστές του παραχωρούνται στον ΟΦΗ, μοναδικό πλέον εκπρόσωπο του Ηρακλείου στο αντίστοιχο πρωτάθλημα

Η τελευταία φάση της περιοδολόγησης που προτείνει ο Ζαϊμάκης, από το 1974 έως σήμερα, έχει ιδιαίτερη σημασία για την ανάδειξη μιας άλλης, σημαντικής διάστασης του ποδοσφαίρου. Περιγράφοντας τη μετάβαση του Εργοτέλη από τον κόσμο του ερασιτεχνικού αθλητισμού σε αυτόν του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, μας μιλάει για τις διαδικασίες «αποικιοποίησης» του ποδοσφαίρου από τις εμπορευματικές λογικές της «ελεύθερης αγοράς», τη μετατροπή του σε έναν υβριδικό κοινωνικό και πολιτισμικό κόσμο, όπου συγκλίνουν, ανασυντίθενται και αναδιαμορφώνονται διαφορετικά πεδία του κοινωνικού, κοινωνικές και συμβολικές γεωγραφίες διαφορετικής κλίμακας και ετερόκλητες ταυτοτικές αναφορές.

Το έργο πρέπει να αναγνωσθεί υπό το πρίσμα όχι μόνο της αυξανόμενης «αποενοχοποίησης» και ένταξης του ποδοσφαίρου στα «νόμιμα» κοινωνιολογικά αντικείμενα, αλλά και της στροφής των κοινωνικών επιστημών προς την καθημερινή εμπειρία και δράση των υποκειμένων. Στην προοπτική αυτή, ο Ζαϊμάκης ακολουθεί μια σύνθετη ερευνητική στρατηγική, η οποία συνδυάζει εργαλεία της ιστορίας, της κοινωνιολογίας, της ανθρωπολογίας και των πολιτισμικών σπουδών, με στόχο όχι μόνο να αξιοποιήσει τις πολλαπλές πηγές (αρχεία, φωτογραφικό υλικό, εφημερίδες, προφορικές μαρτυρίες και συνεντεύξεις), αλλά κυρίως να αναδείξει τις πολλαπλές ερμηνείες που επιδέχεται η «ιστορία του Εργοτέλη».

Μια μεγάλη πρόκληση, την οποία αντιμετώπισε με επιτυχία ο συγγραφέας, ήταν ο ειδολογικά «υβριδικός» χαρακτήρας του έργου: αποτελεί καρπό επίπονης επιστημονικής έρευνας που απευθύνεται στην ακαδημαϊκή κοινότητα, και ταυτόχρονα την «επίσημη ιστορία» ενός αθλητικού σωματείου, που απευθύνεται στην κοινότητα των μελών και των φίλων του. Αυτός ο διττός χαρακτήρας αντανακλάται και στη δομή του έργου. Ο αναγνώστης, δίπλα στις εθνογραφικές και ιστορικές καταγραφές, τις κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές ερμηνείες, θα βρει στοιχεία της αγωνιστικής πορείας του συλλόγου. Η επιτυχία έγκειται στο γεγονός ότι ο συγγραφέας κατάφερε να ενσωματώσει γόνιμα τα αγωνιστικά στοιχεία στο αφηγηματικό και ερμηνευτικό του σχήμα, συσχετίζοντάς τα με την γενικότερη πορεία του Εργοτέλη.

O Θοδωρής Σπύρος είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος και διδάσκει στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης

Σχολιάστε