Ο Κάλβος δεν ήταν μόνο ποιητής και δεν ήταν μόνο Έλληνας

Standard

  Με την ευκαιρία της έκδοσης της «Αλληλογραφίας» του Α. Κάλβου (Μουσείο Μπενάκη, 2014)

Η κριτική κάθε άλλο φειδωλή στάθηκε απέναντι στη δίτομη Αλληλογραφία του Ανδρέα Κάλβου (τόμ. Α΄ 1813-1818, 502 σελ.· τόμ. Β΄ 1819-1869 και αχρονολόγητες επιστολές, 589 σελ.· εισαγωγή-επιμέλεια-σχολιασμός: Δημήτρης Αρβανιτάκης με τη συνεργασία του Λεύκιου Ζαφειρίου, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2014). «Έργο θεμελιώδους σημασίας, σταθμό στη μελέτη του ποιητή» χαρακτήρισε την έκδοση ο Μάριο Βίτι, για «σπουδαία έκδοση, τη σημαντικότερη, εκδοτικά, Αλληλογραφία που έχει εμφανιστεί στη χώρα μας», έκανε λόγο ο Νάσος Βαγενάς. Το ενδιαφέρον όμως των δύο τόμων δεν είναι μόνο φιλολογικό. Μέσα από το σώμα των επιστολών, την εκτενή εισαγωγή και τον συστηματικό σχολιασμό τους αναδύονται ολόκληροι κόσμοι: ο κόσμος των Επτανήσων και των Επτανησίων λογίων, η ιταλική και η ελληνική κουλτούρα, καθώς και η εθνική συνείδηση που θα αρχίσει να αναδύεται, οι διασταυρώσεις με τον Διαφωτισμό και τις συγκρούσεις του, το γλωσσικό ζήτημα. Μιλήσαμε γι’ αυτά με τον ιστορικό Δημήτρη Αρβανιτάκη, στον οποίο (σε συνέχεια πολλών προγενέστερων καλβικών και άλλων μελετημάτων του) χρωστάμε τη σπουδαία αυτή έκδοση.

Συνέντευξη του Δημήτρη Αρβανιτάκη

Τη συνέντευξη πήρε ο Στρατής Μπουρνάζος

Μιλάει για τον «Ιταλοέλληνα» λόγιο και ποιητή Κάλβο, τον κόσμο της Επτανήσου, τις έννοιες της πατρίδας, του λόγιου, του διανοούμενου

 

Μεγάλο μέρος των επιστολών, όπως αναφέρεις, ήταν γνωστό, ενώ ένα άλλο ήρθε τώρα στο φως. Τι κομίζει η δίτομη Αλληλογραφία;

Χρήστος Ρουσσέας, «Φανταστική προσωπογραφία του Ανδρέα Κάλβου»

Χρήστος Ρουσσέας, «Φανταστική προσωπογραφία του Ανδρέα Κάλβου»

Αλήθεια είναι ότι ένα μεγάλο μέρος των επιστολών είχε δημοσιευτεί. Συνήθως, όμως, πλην μιας εξαιρέσεως, επρόκειτο για σκόρπιες δημοσιεύσεις, με ελάχιστο σχολιασμό, κάποτε χωρίς μετάφραση. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι –κι αυτό θέλει να θεραπεύσει ετούτη η δουλειά– ότι το υλικό αυτό ποτέ ως σήμερα δεν αξιοποιήθηκε πραγματικά. Αυτό συνδέεται, κατά τη γνώμη μου, με ένα ευρύτερο πρόβλημα των καλβικών σπουδών. Οι Έλληνες φιλόλογοι (γιατί οι φιλόλογοι έχουν ασχοληθεί με τον Κάλβο) αναζητούν πάντα τον Κάλβο των Ωδών: τον Έλληνα ποιητή των ελληνικών ποιημάτων. Όμως, η αλληλογραφία που διαθέτουμε αφορά σε πολύ μεγάλο βαθμό τον Κάλβο πριν γράψει τις Ωδές, ουσιαστικά από το 1812 μέχρι το 1822-23. Σ’ αυτά τα χρόνια, μέσα από τις επιστολές, τον παρακολουθούμε σχεδόν μέρα με τη μέρα. Από την περίοδο που δημοσιεύει τις Ωδές δεν σώζεται καμία επιστολή. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1820 και μετά, η αλληλογραφία παρουσιάζει, μέχρι στιγμής, μεγάλα χάσματα.

Για όποιον λοιπόν αναζητούσε ή αναζητά τον Κάλβο των Ωδών οι επιστολές μοιάζουν, αν όχι άχρηστες, πάντως δευτερεύουσας σημασίας. Έτσι, όταν το 1963 ο Μάριο Βίττι εξέδωσε τις πολύτιμες Πηγές για τη βιογραφία του Κάλβου, τη μόνη μέχρι σήμερα συστηματική εργασία, όπου περιέχεται μεγάλος αριθμός επιστολών της περιόδου 1813-1820 (δυστυχώς χωρίς μετάφραση και με ελάχιστο σχολιασμό), πολλοί αναρωτήθηκαν «και τι μας χρειάζονται τώρα όλα αυτά». Ο Κ.Θ Δημαράς, σε μια βιβλιοκρισία του, απάντησε: Βεβαίως και μας χρειάζονται για να κατανοήσουμε την προεργασία, το έργο «“από μέσα”, όχι, δηλαδή, στη στατική του συγκρότηση, αλλά γενετικά, στη διάπλασή του».

Γράφεις στην εισαγωγή: «Το πρόσωπο του Κάλβου άλλαζε αργά και η μορφή του άρχιζε τρόπον τινά να κρυσταλλώνεται όσα τα επιστολικά τεκμήρια άφηναν να αποκαλυφθεί ο άνθρωπος και ο κόσμος του πίσω (ή πέρα) από το καρφωμένο στο ιστορικό χρόνο ποιητικό του έργο».

Το σώμα της αλληλογραφίας, αλλά και ένας άλλος τρόπος προσέγγισης του συνολικού του έργου, μας αποκαλύπτουν διάφορα πρόσωπα του Κάλβου. Μπορούμε να ανασκάψουμε πολύ περισσότερα πρόσωπα και αυτό, κατά τη γνώμη μου, έχει τη μεγαλύτερη σημασία.

O Κάλβος ξεκινάει την –ας την πούμε έτσι, γιατί έτσι την έβλεπε και ο ίδιος– φιλολογική του καριέρα ως ιταλόγλωσσος ποιητής. Στην Ιταλία, όπου βρίσκεται, γράφει μετά το 1811-1812 ποιήματα στην ιταλική γλώσσα: ένα λανθάνον ποίημα για τον Ναπολέοντα, την Ode agli Jonii (Ωδή στους Ιονίους), καθώς και τραγωδίες στο πνεύμα της εποχής του νεοκλασικισμού. Γράφει την τραγωδία Le Danaidi (Οι Δαναΐδες), τη μόνη που κατάφερε να ολοκληρώσει και να εκδώσει ο ίδιος (1818), καθώς και τον Teramene (Θηραμένης), που ολοκλήρωσε αλλά δεν εξέδωσε, και τον ανολοκλήρωτο Jppia (Ιππίας). Ο Κάλβος, εκείνα τα χρόνια, είναι συνεργάτης, γραμματέας, φίλος και μαθητής του Ούγκο Φόσκολο, γράφει στη σκιά του Μόντι, του Νικκολίνι, του Βιττόριο Αλφιέρι, του σπουδαίου αυτού τραγικού ποιητή. Αυτοί είναι οι πατέρες του Κάλβου — κι αυτό δεν το έχουμε σχεδόν ακόμα συνειδητοποιήσει!

Τα ίδια χρόνια μεταφράζει τα ποιήματα του Τζιοβάννι Μέλι από τη σικελική διάλεκτο στα ιταλικά. Κάτι που μας δείχνει ότι, εκείνη τη στιγμή, νιώθει κομμάτι της ιταλικής κουλτούρας, της διαμορφούμενης εθνικής ιταλικής κουλτούρας — γι’ αυτό και μεταφράζει από τα σικελικά στα ιταλικά.

Αυτός, λοιπόν, ο Κάλβος, δεν είναι καθόλου Έλληνας;

Αυτό είναι ένα ερώτημα που μας επιτρέπει ένα γοητευτικό και πολύ χρήσιμο ταξίδι. Να, γιατί η ιστορία έχει ανάγκη τέτοια πεδία, τέτοιες «ερευνητικές πίστες», όπως λέει ο Σπύρος Ασδραχάς, για να μελετήσει τα ερωτήματά της. Ο Κάλβος πάει να διαμορφωθεί ως Ιταλός ποιητής, αλλά βεβαίως είναι ένας επτανησιακής καταγωγής Ιταλός ποιητής, όπως έγινε ο Φόσκολο, και όπως παραλίγο να γίνει και ο Σολωμός.

Λοιπόν, ο Κάλβος ανήκει σε αυτή τη μεγάλη αλυσίδα Επτανησίων λογίων, οι οποίοι μορφώνονταν στην Ιταλία, άρα έμπαιναν ενεργητικά μέσα σε αυτόν τον διανοητικό κόσμο, κρατώντας ωστόσο μίαν άλλη παράμετρο: εκείνη της ιστορικής τους καταγωγής, την επτανησιακότητά τους και κατ’ επέκταση την ιστορικότητα του ελληνικού κόσμου. Η Ωδή στους Ιονίους, αμελέτητη ακόμα ως προς αυτές τις εννοιολογικές στρωματώσεις, είναι καλός μάρτυρας αυτού που λέω. Πρέπει εδώ να σκεφτούμε ότι βρισκόμαστε στα χρόνια (και στους αιώνες) πριν από την Ελληνική Επανάσταση, πριν από την εμπέδωση της νεότερης έννοιας του έθνους, οπότε το θέμα της ένταξης στο εθνικό δεν λειτουργούσε στις συνειδήσεις με τον τρόπο που γνωρίσαμε εμείς στη συνέχεια.

Ποια ήταν δηλαδή η «πατρίδα» των Επτανησίων λογίων, ποιο ήταντο νόημα αυτής της έννοιας;

Όταν λέμε ότι ο Κάλβος είναι ένας κρίκος αυτής της αλυσίδας των λογίων του Ιονίου, εννοούμε ότι αυτοί οι άνθρωποι ουσιαστικά μετείχαν σε δυο κόσμους: στο ελληνικό ιστορικό παρελθόν και στον ιταλικό κόσμο. Δεν θα πω εθνικούς κόσμους, θα ήταν πρωθύστερο. Για τον Επτανήσιο λόγιο του 17ου, του 18ου και ενός μέρους του 19ου αιώνα η πατρίδα ήταν κατά βάση η τοπική πατρίδα, στην οποία συναιρούνταν η ιστορικότητα του ελληνικού κόσμου και μία αρκετά δυναμική «ιταλική συγχρονία». Η φιλτάτη πατρίς του Κάλβου είναι πράγματι η πατρίδα του, η Ζάκυνθος, με αυτήν την έννοια. Σταδιακά, η πατρίδα θα γίνει βεβαίως η Ελλάδα, αλλά αυτή η πατρίδα χτίστηκε, δυναμικά και πολύτροπα, δεν υπήρχε ανέκαθεν με την ίδια έννοια, όπως συχνά τείνει κανείς να πιστέψει. Ας πούμε δύο παραδείγματα:

To 1827, όταν πέθανε στο Λονδίνο ο Ούγκο Φόσκολο, έγινε στην πατρίδα του, τη Ζάκυνθο, ένα μνημόσυνο. Εκεί, ο Σολωμός εκφώνησε το περίφημο «Elogio a Ugo Foscolo» (Εγκώμιο στον Ούγκο Φόσκολο), που, όπως ωραία έχει ειπωθεί, είναι ίσως η πρώτη βιογράφησή του. Τον Οκτώβριο του 1827, τις μέρες δηλαδή που παραδίπλα γινότανε η ναυμαχία του Ναβαρίνου. Ο Σολωμός, λοιπόν, απευθυνόμενος στον Φόσκολο, του λέει να μεσιτέψει στον Θεό για τη «μεγάλη πατρίδα», που αυτή τη στιγμή πολεμάει. Αυτή η μεγάλη πατρίδα είναι η Ελλάδα. Αλλά πριν από τη μεγάλη πατρίδα υπάρχει η μικρή, η φιλτάτη πατρίς.

Θα πάω λίγο πίσω για το δεύτερο παράδειγμα. Όταν έρχονται οι Γάλλοι το 1797 στο Ιόνιο, φέρνουν, μαζί με την κληρονομιά της Επανάστασης, την καινούρια έννοια της πατρίδας και του πατριώτη. Η έννοια αυτή, όπως την ξέρουμε από τη Γαλλία και την Ιταλία στα χρόνια του Διαφωτισμού και μετά, υπερβαίνει την παραδοσιακή έννοια της πατρίδας, του τόπου γέννησης και της πολιτισμικής κοινότητας, και αρχίζει να αποκτάει ένα καινούργιο, καθαρά πολιτικό, περιεχόμενο. Περνάμε σ’ ένα άλλο σκαλοπάτι, δηλαδή. Ανάμεσα στα πολλά, σκέφτομαι εδώ έναν ανώνυμο Κεφαλλονίτη, εκείνης της εποχής (1797), ο οποίος απευθυνόμενος στο νησί του (στα ιταλικά βέβαια), γράφει: «Πατρίδα μου! Γιατί μόνο τώρα μπορώ να σε αποκαλέσω με αυτό το όνομα!» Υπό μίαν έννοια, η πατρίδα, ο τόπος, η πολιτισμική κοινότητα δηλαδή υπήρχε από πάντα. Αλλά τώρα αυτή η πατρίδα γίνεται άλλη: γίνεται ο τόπος των ελεύθερων θεσμών, του νόμου. Ποια πατρίδα, λοιπόν, δεν υπήρχε ως τότε; Μα, η «πολιτική πατρίδα», αυτό δηλαδή που θα πούμε στη συνέχεια έθνος, με την πολιτική σημασία τώρα, πέρα από την πολιτισμική. Η έννοια της πατρίδας είναι πολυεπίπεδη και άνθρωποι όπως ο Κάλβος είναι πολύ χρήσιμοι για να καταλάβουμε αυτές τις στρωματώσεις.

Τι γίνεται, λοιπόν, στη συνέχεια αυτός ο «Ιταλός Κάλβος»; Πώς χτίζονται τα πολλαπλά του πρόσωπα;

Στο Λονδίνο και στην Ελβετία όπου πηγαίνει, συνοδεύοντας τον αυτοεξόριστο Φόσκολο, συμπεριφέρεται κατά βάση ως Ιταλός λόγιος, συχνάζει στους κύκλους των Ιταλών, μιλάει τη γλώσσα τους, που είναι και γλώσσα του (μην ξεχνάμε ότι ο Φόσκολο έλεγε ότι «μιλάει τα ιταλικά σαν βέρος Τοσκάνος»), μετέχει του κόσμου των φυγάδων Ιταλών λογίων κ.ο.κ. Στο Λονδίνο συνεργάζεται στην έκδοση ενός ιταλικού περιοδικού, της Αpe Italiana, ενός μικρής εμβέλειας περιοδικού που εντάσσεται πλήρως στην προοπτική του ιταλικού Risorgimento. Επρόκειτο για ένα εξαιρετικό αποτύπωμα των προβληματισμών της στιγμής εκείνης, τότε που γεννιέται στις συνειδήσεις η πολιτική εννοιολόγηση του έθνους, της πατρίδας, όπως είπαμε παραπάνω. Στο Λονδίνο εκδίδει την ιταλική του τραγωδία Οι Δαναΐδες, τα Italian Lessons, ένα ανθολόγιο ιταλικής λογοτεχνίας μαζί με μία ιταλική γραμματική, συμμετέχει μάλλον στην έκδοση ενός ιταλικού λεξικού κ.λπ.

Ωστόσο, έχει μέσα του και τις παραμέτρους που λέγαμε πριν, τις ελληνικές. Είμαστε στα χρόνια που ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός γνωρίζει τις μεγάλες του συγκρούσεις. Ο Κάλβος φαίνεται ότι μετέχει σε αυτόν τον κόσμο, έστω έμμεσα, και έτσι το 1818-1819 δίνει τις διαλέξεις για την ελληνική γλώσσα, την ιστορία της και την προφορά της (που έγιναν πολύ γνωστές χάρη στον Κ.Θ. Δημαρά), στα αγγλικά βέβαια. Οι απόψεις του δεν είναι πρωτότυπες, όμως έχει ενδιαφέρον ότι αρχίζει να εκφράζεται και ως Έλληνας λόγιος. Εμπλέκεται με κύκλους της Αγγλικανικής Εκκλησίας, για τους οποίους και μεταφράζει λειτουργικά βιβλία, συχνά πανεπιστημιακοί, θεολόγοι και φιλόλογοι, απευθύνονται σ’ αυτόν για να τους λύσει κάποιο φιλολογικό ζήτημα που αφορά την ελληνική γλώσσα.

Ωστόσο, δεν πρέπει να βιαστούμε και να πούμε ότι ξεπετάγεται αμέσως το ελληνικό του στοιχείο. Το φαινόμενο είναι σύνθετο, όχι γραμμικό: τίποτα, άλλωστε, δεν είναι γραμμικό στον άνθρωπο και στην ιστορία. Το 1820 φεύγει από το Λονδίνο, δεν ξέρουμε αν πήγε στη Ζάκυνθο, όπως ήταν ο στόχος του. Τον επόμενο χρόνο τον βρίσκουμε στη Φλωρεντία, ενταγμένο στο κίνημα των Καρμπονάρων. Είναι αυτή η σπουδαία ανακάλυψη που έκανε ο Κ. Πορφύρης, στη δεκαετία του 1960, η οποία αναπροσανατόλισε, αλλά και σε έναν βαθμό επηρέασε δυσανάλογα και μονόπλευρα ορισμένες ερμηνείες του καλβικού έργου. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς έγινε Καρμπονάρος, ξέρουμε όμως ότι συμμετείχε και ότι εκτοπίστηκε από την Φλωρεντία λόγω αυτής τη δράσης. Βρέθηκε ξανά στην Ελβετία και ήτανε ακόμα τότε ένας άνθρωπος που αισθανόταν κυρίως Ιταλός. Βρισκόμαστε όμως πια στο 1821: η Ελληνική Επανάσταση αποτέλεσε ένα ρήγμα στις συνειδήσεις όλων. Στην Ελβετία συναντάει το κλίμα της Ελληνικής Επανάστασης, του φιλελεύθερου φιλελληνισμού, τα απομεινάρια της ήττας του Ιερού Λόχου. Κι έτσι σταδιακά αρχίζει να αναδύεται από μέσα του όλο και περισσότερο το ελληνικό κομμάτι. Με αντιφάσεις ίσως, αλλά ο δρόμος χαραζόταν όλο και πιο πολύ. Θέλω να πω δηλαδή ότι χρειάζεται να κάνουμε πολύ δρόμο για να κατανοήσουμε τι έβλεπε ως πατρίδα του ο νεαρός ιταλόγλωσσος ποιητή του Λιβόρνου του 1812 και τι ο γέροντας στο Λάουθ, όταν έγραφε στον φίλο του Βράιλα Αρμένη, τον Οκτώβριο του 1869, λίγες μέρες πριν πεθάνει, «ίσως συνδιαλεγόμενος μετά σου απαλλαγώ και από την θλίβουσάν με ανησυχίαν την αποβλέπουσαν το μέλλον της πάνυ βραδέως προοδευούσης πατρίδος μας».

Ο Κάλβος, λοιπόν, είναι ένας άνθρωπος που χτίζει σταδιακά τον εαυτό του, ένας άνθρωπος που πλάθεται από την Ιστορία. Πώς χτίζεται μαζί με αυτά τα στοιχεία η ποίησή του; Τι είδους ποιητής είναι;

Ο Κάλβος δεν είναι μόνο ποιητής, και οπωσδήποτε δεν είναι μόνο Έλληνας ποιητής. Άποψή μου είναι ότι ανήκει σε μια κατηγορία λογίων, οι οποίοι σε κείνη ακριβώς την χρονική περίοδο αρχίζουν να αποκτούν ορισμένα καινούρια χαρακτηριστικά. Από τον λόγιο, ο οποίος κατά βάση ήταν προσδεμένος είτε στην Εκκλησία είτε σε μια ηγεμονική αυλή, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, στη Γαλλία και στην Ιταλία, μεταβαίνουμε σταδιακά στον διανοούμενο. Ο λόγιος που μεταμορφώνεται σε διανοούμενο δεν είναι πια ο «ποιητής-τζιτζίκι», ο αυλικός, ο εγκωμιαστής· είναι ο μάχιμος ποιητής. Αλλάζει άρδην η οπτική του κόσμου. Ο Φόσκολο και Αλφιέρι αποτελούν εξαιρετικά παραδείγματα αυτού του «νέου τύπου». Ο δεύτερος, στην αυτοβιογραφία του, λέει ότι ο ποιητής είναι πάνω από κάθε ηγεμόνα, ακόμα και από έναν φωτισμένο ηγεμόνα. Αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, αρχίζουν και αποκτούν συνείδηση ενός καινούριου ρόλου. Έτσι προτείνω να δούμε το «αγέρωχο εγώ» του ποιητή Κάλβου.

Ο Κάλβος εντάσσεται σε αυτήν την κατηγορία. Θέλησε να εκφραστεί, ασχέτως αν το έφερε η ζωή του να τα πετύχει όλα αυτά ή όχι, σε διάφορα επίπεδα. Για παράδειγμα, ένα από νεανικά του ιταλικά δοκίμια επιγράφεται Apologia del suicidio (Απολογία της αυτοκτονίας). Οι Έλληνες φιλόλογοι το έχουν θεωρήσει απλοϊκό, ανάξιο μελέτης. Δεν συμφωνώ. Είναι αλήθεια πως δεν είναι πρωτότυπο· λέει πράγματα γνωστά στην «αγορά» τα χρόνια εκείνα. Ωστόσο, δεν είναι ένα κείμενο «άχρηστο» στον ιστορικό. Είναι ένα κείμενο που θέτει μια προβληματική περί αυτοκτονίας, απηχώντας –απλοϊκά, έστω–τις απόψεις που έχουν εκφραστεί. Και ποιες είναι αυτές οι απόψεις; Οι απόψεις του πιο προωθημένου Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.

Επιστολή του Ανδρέα Κάλβου στον Ούγκο Φόσκολο (επ. αρ. 15, 9 Δεκεμβρίου 1815). Biblioteca Labronica, Carte Foscolo

Επιστολή του Ανδρέα Κάλβου στον Ούγκο Φόσκολο (επ. αρ. 15, 9 Δεκεμβρίου 1815). Biblioteca Labronica, Carte Foscolo

Ήδη από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα το θέμα της αυτοκτονίας είχε τεθεί από την ευρωπαϊκή διανόηση στο μεγάλο πλαίσιο της συζήτησης περί του τι σημαίνει η ύπαρξη του Θεού και πόσο ο άνθρωπος έχει δικαίωμα στην αυτοκτονία. Ακόμα περισσότερο, στο πλαίσιο της Γαλλικής Επανάστασης και του ιταλικού Risorgimento, έχουμε την αναβίωση παραδειγμάτων της πολιτικής αυτοκτονίας της κλασικής εποχής, όπως του Κάτωνα: η αυτοκτονία γίνεται ένα εργαλείο υπεράσπισης της ελευθερίας. Μία από τις καλβικές τραγωδίες που αναφέραμε, ο Θηραμένης, αποτυπώνει σαφώς στο επίπεδο του καλλιτεχνικού έργου τις απόψεις περί αυτοκτονίας που αναδεικνύονται στο «αφελές» εκείνο δοκίμιο.

Για να γυρίσουμε, λοιπόν, στην ποίησή του. Αν λάβουμε όλα αυτά υπ’ όψιν, γιατί αν δεν τα λάβουμε παραχαράσσουμε το πρόσωπό του, ίσως μπορούμε να διατυπώσουμε μία υπόθεση εργασίας. Ποια είναι αυτή; Περισσότερο κι από «ποιητής του έθνους», δηλαδή της εποχής της επιβεβαίωσης του έθνους ως πυξίδα της ιστορίας, ο Κάλβος ίσως είναι «ποιητής της ελευθερίας», εννοώ δηλαδή, της εποχής του αιτήματος της γενικής ελευθερίας, ένας ποιητής της εποχής του Διαφωτισμού. Είναι διαφορετικά αυτά τα πράγματα.

Ποιον ρόλο έπαιξε η γλώσσα του στην «αφάνεια» και στην «ανακάλυψή» του; Η τελευταία άργησε, έτσι δεν είναι;

Ο Κάλβος αρχίζει να ανακαλύπτεται στα τέλη του 19ου αιώνα, χάρη στον Κερκυραιοζακυνθινό λόγιο Σπυρίδωνα δε Βιάζη και βεβαίως τον Κωστή Παλαμά. Στον Δε Βιάζη οφείλουμε τη συγκέντρωση υλικού, την ανάδειξη, την πρώτη απόπειρα βιογραφίας του, ενώ στον Παλαμά τη μεγάλη εμβέλεια που θα αποκτήσει σταδιακά. Ωστόσο, επειδή εκείνα τα χρόνια τα γλωσσικό ζήτημα ήταν κρίσιμο, ακόμα και όσοι εκφράζονταν θετικά για τον Κάλβο σκόνταφταν στο γλωσσικό του όργανο. Ο Δε Βιάζης μας παραδίδει μια μαρτυρία ενός καλού Επτανήσιου ποιητή, του Ιούλιου Τυπάλδου, ο οποίος έλεγε ότι τα ελληνικά του Κάλβου «δεν είναι γλώσσα, αλλά γκρέκο συφοριασμένο».

Ο Σεφέρης το διατύπωσε πολύ καλά, λέγοντας ότι μόνο η γενιά του, η γενιά του ’30, μπόρεσε να ακούσει την ποίηση του Κάλβου, όταν είχε κατακάτσει ο κουρνιαχτός του γλωσσικού προβλήματος. Εμείς ακούμε σήμερα το «οι αθάνατοι βροντάουσιν επί τας κεφαλάς των αχαρίστων» και ευχαριστιόμαστε την αίσθηση που βγάζει η λέξη, στο αυτί όμως ενός καθαρολόγου του 19ου αιώνα αυτό το ασυναίρετο ενός δημώδους τύπου ήταν απλώς απαράδεκτο.

Ο Σεφέρης είχε δίκιο. Έπρεπε πράγματι να απελευθερωθεί κανείς από τη δυνατή σύγκρουση για τη γλώσσα για να κατορθώσει να απολαύσει εκείνο που βρίσκεται πίσω από μια γλωσσική ανορθογραφία: την ποιητικότητα. Αυτό το «Οὕτως ἀπὸ τὸν ἥλιον,/ ὡσὰν πυρὸς σταλάγματα, / πέφτουσιν εἰς τὴν θάλασσαν / τῶν αἰώνων, καὶ χάνονται / διὰ πάντα ἡ ὥραι» είναι, όπως κατηγορούσε ο Μουστοξύδης, ένα «γλωσσικό ανακάτωμα». Αλλά αν μπορέσεις να αντιληφθείς την εικόνα θα δεις ότι είναι κάτι ανάλογο –και έχω συναίσθηση του τι λέω– με το «οἵη περ φύλλων γενεὴ τοίη δὲ καὶ ἀνδρών» της Ιλιάδας ή την ομόλογη του Σοφοκλή: όλα περνούν και χάνονται, όλα καταστρέφονται. Για να βγάλουμε, όμως, αυτή την αίσθηση από την ποίηση του Κάλβου πρέπει να απελευθερωθούμε από το γλωσσικό πρόβλημα.

Στην έκδοση προέταξες το μότο που χαράχτηκε στον τάφο του Τζων Κητς: «Εδώ κείται κάποιος που το όνομά του γράφτηκε στο νερό». Γιατί;

Η βιογραφία ενός ανθρώπου, όπως έχει ειπωθεί, είναι πράγμα αδύνατο, υπό μίαν έννοια και η αυτοβιογραφία. Θέλησα, λοιπόν, να κάνω αυτήν την υπόμνηση, καθώς η αλληλογραφία είναι μια οιονεί (αυτο)βιογραφία. Επιπλέον, υπάρχουν πολλοί λόγοι που το μότο ταιριάζει στον Κάλβο: η μορφή του, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, γράφτηκε στο νερό. Δεν έχουμε κανένα πορτρέτο του. Και, ακόμα, παρά τον μόχθο που αφιέρωσαν τόσες γενιές φιλολόγων, ένα μεγάλο μέρος της ζωής, των ιδεών, του έργου του παραμένει ακόμα άγνωστο. Η χρήση αυτού του επιγράμματος υποδηλώνει ότι δεν έχουμε αυταπάτες ούτε για τον εαυτό μας ούτε γι’ αυτό που κάνουμε: αυτό που είναι πραγματικά ο κάθε άνθρωπος, αυτό ακριβώς χάνεται μαζί του — για πάντα. Πίσω του μένουν σπασμένες εικόνες γι’ αυτόν…

Τι θα απαντούσες στην ερώτηση «γιατί η εμμονή με τον Κάλβο;» Έχεις στ’ αλήθεια κάποια εμμονή; 

Υπό μίαν έννοια, ναι. Αλλά όχι με τον Κάλβο. Μάλλον με έναν τρόπο θέασης των προβλημάτων, με μία μέθοδο εργασίας. Για μένα ο Κάλβος ήταν ένα πεδίο δοκιμασίας μιας ιδέας, που δεν είναι καθόλου πρωτότυπη αλλά και που αποτελεί διαρκώς ένα στοίχημα: ότι τα έργα της φιλολογίας είναι επίσης γεγονότα της ιστορίας. Για μένα λοιπόν, που δεν είμαι φιλόλογος, η ενασχόληση μου αυτή έχει την έννοια του Κάλβου-ιστορικού ερωτήματος. Πώς δηλαδή αυτός ο άνθρωπος, με τη ζωή και το έργο του, μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε μεγαλύτερα ιστορικά ερωτήματα και πώς, σε ένα δεύτερο επίπεδο, μελετώντας και χρησιμοποιώντας τα έργα, τα φιλολογικά αποτυπώματα, μπορούμε να κάνουμε ιστορία. Αυτό για μένα ήταν ερώτημα σε όλες τις δουλειές μου για τον Κάλβο, αλλ’ όχι μόνο. Ήταν ένα στοίχημα, και στην περίπτωση της Αλληλογραφίας, το πιο μεγάλο μέχρι τώρα. Αν πέτυχε ή όχι, μένει να κριθεί.

Σχολιάστε