Τρεις ζωές χάθηκαν…

Standard

του Γιώργου Νικολαΐδη

Δεν νομίζω πως υπήρξε άνθρωπος σ’ αυτή τη χώρα που να μη συγκλονίστηκε από τον φρικτό θάνατο της μικρής Άννυς. Η υπόθεση έχει τρεις διακριτές διαστάσεις. Η πρώτη είναι η ανθρώπινη και αφορά τις ψυχολογικές διαδρομές των πρωταγωνιστών του δράματος: Είχαν ενεργή ψυχοπαθολογία και τι είδους; Πώς οδηγήθηκαν στις μοιραίες αποφάσεις; Έπαιξε ρόλο η εξάρτηση από ουσίες ή η επήρειά τους τις κρίσιμες ώρες; Ποια η ατομική τους διαδρομή, ποια η προοδευτική ψυχοκοινωνική τους έκπτωση που οδήγησε σε αυτή την κατάληξη; Ερωτήματα τα οποία μπορούν να απαντηθούν μόνον ύστερα από καιρό και -ίσως μόνο εν μέρει- από τους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας και της δικαιοσύνης, που θα εμπλακούν. Τα υπόλοιπα, που λέγονται με ευκολία από γνωστούς τηλεψυχίατρους, τηλεψυχολόγους, πανελίστες εγκληματολόγους και νομικούς είναι εντελώς εκ του περισσού: ούτε διάγνωση ούτε πραγματογνωμοσύνη ούτε δικαστική απόφαση εκδίδεται με μια ματιά ή εξ αποστάσεως. Η κωμικοτραγική ιστορία της αυτόκλητης ψυχίατρου-μαϊμού τα λέει όλα επ’ αυτού.

Pablo Picasso – Child Playing with a Toy Truck

Κι αυτό μας πάει στη δεύτερη διάσταση, την επικοινωνιακή, που αφορά τη διαχείριση του συμβάντος. Αυτή η διάσταση είναι πιο σημαντική όσο περισσότερο μια κοινωνία προχωράει στον δρόμο της «κοινωνίας του θεάματος». Οι δημοσιογράφοι ζητούν «να χυθεί άπλετο φώς», οι επαγγελματίες της κλειδαρότρυπας κοινοποιούν φρικιαστικές λεπτομέρειες του ειδεχθούς φονικού, οι νοσταλγοί της θανατικής ποινής βρίσκουν ξανά ευκαιρία να προπαγανδίσουν λυσσαλέα τη δολοφονία ανθρώπων από το κράτος, οι ανθρωπιστές αναμασούν κοινοτοπίες περί της κοινωνίας που διαφθείρει τους αρχικά καλούς καγαθούς ανθρώπους, οι φιλάνθρωποι σπεύδουν να δηλώσουν παρόντες στο εγχείρημα της προστασίας των παιδιών. Όλοι αυτοί δεν αποτελούν πλέον ένα χωριστό φαινόμενο από το αρχικό (το στυγερό έγκλημα), αλλά μάλλον την ουσία του για τον δημόσιο διάλογο. Με αφορμή μια ανθρώπινη τραγωδία, προωθεί ο καθένας την προαποφασισμένη ατζέντα του, αδιαφορώντας αν αυτό περνάει μέσα από την επίταση ενός γενικευμένου πανικού στην κοινωνία, είτε ηθικού («πού οδηγούμαστε;») είτε πραγματικού («πώς θα προστατέψουμε τα παιδιά μας;»).

Με μια πιο ψύχραιμη αντιμετώπιση όλα τα παραπάνω φαίνονται εντελώς άστοχα. Είναι άλλωστε πλέον δεδομένο (βλ. και τις περιπτώσεις του μικρού Άλεξ και του Β. Γιακουμάκη) πως η υπερβολική δημοσιότητα και η εμπλοκή άσχετων δεν βοηθούν καθόλου στη διερεύνηση τέτοιων υποθέσεων, ούτε από ψυχοκοινωνική πλευρά ούτε από ανακριτική, αλλά μάλλον τη δυσχεραίνουν. Ο δημόσιος λόγος είναι επίσης ενδεικτικός. Οι χαρακτηρισμοί «τέρας» δώσανε και πήρανε, εξυπηρετώντας βασικά τον καθησυχασμό των νοικοκυραίων πως «αυτοί» σε καμία περίπτωση δεν θα έφταναν ως εκεί. Οι ιστορίες των μεγάλων πολέμων του 20ού αιώνα, οι γενοκτονίες και πλείστα άλλα, ωστόσο, έχουν αποδείξει πως ο καθένας μας έχει μέσα του σε κάποιο βαθμό τη δυνατότητα να μεταστραφεί σε σαδιστική, καταστρεπτική μηχανή. Γι αυτό οι κοινωνίες οφείλουν να διαθέτουν νόμους, θεσμούς και ιδεολογίες συνύπαρξης, διαλόγου, ανοχής και σεβασμού της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας.

Γι’ αυτό, άλλωστε, η θανατική καταδίκη καταργήθηκε στις ευρωπαϊκές χώρες. Γιατί η δημοκρατία δεν παίρνει κάτι που δεν μπορεί να δώσει πίσω. Στις ΗΠΑ, σε αρκετές αναδρομικές έρευνες, βρέθηκε πως εκτελεσμένοι θανατοποινίτες είχαν πέσει θύματα δικαστικής πλάνης, αλλά πλέον ήταν πολύ αργά… Μερικοί μάλιστα, ιδιαίτερα έγχρωμοι, είχαν κατηγορηθεί για ιδιαζόντως ειδεχθή εγκλήματα ενάντια σε μικρά παιδιά. Η επιλεκτική στοχοποίηση ατόμων που ανήκουν σε μειονότητες και η συνειρμική επικύρωση ρατσιστικών στερεοτύπων («μόνο αυτοί οι μαύροι/μετανάστες/χρήστες/γύφτοι κ.ο.κ. τα κάνουν αυτά στα παιδιά τους») δεν απουσίασε και στην περίσταση που συζητάμε. Ο δράστης αναφερόταν ως «27χρονος Βούλγαρος» ή «27χρονος χρήστης». Βέβαια, ξεχάστηκε ότι θανάτους και κακοποιήσεις παιδιών από τους γονείς έχουμε δυστυχώς κάθε χρόνο στη χώρα μας, με δράστες όλων των φυλών και των κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων. 

Μιλώντας για τις ευθύνες μιας συντεταγμένης δημοκρατικής πολιτείας φτάνουμε στην τρίτη διάσταση, την κοινωνική. Τι θα μπορούσε να είχε κάνει μια αλληλέγγυα πολιτεία ώστε να μην είχε συμβεί ένα τέτοιο δράμα; Πώς μπορεί να προστατευτεί από παρόμοιες ενδοοικογενειακές τραγωδίες; Ετούτη η πολύ σημαντική διάσταση λίγο απασχόλησε τον δημόσιο λόγο. Παρόλο που στη χώρα μας ούτε συγκροτημένο σύστημα κοινωνικών υπηρεσιών υπάρχει ούτε εξειδικευμένες υπηρεσίες παιδικής προστασίας για όλο τον πληθυσμό.

Σε πρόσφατη έρευνά μας, στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, σε μεγάλο αντιπροσωπευτικό δείγμα παιδιών 11, 13 και 16 χρόνων, ενώ τα παιδιά σε ανώνυμο ερωτηματολόγιο ανέφεραν πως είχαν μία τουλάχιστον εμπειρία έκθεσης σε σωματική βία σε ποσοστό 47% (πάνω από 5% αφορούσε πολλαπλές εμπειρίες σωματικής κακοποίησης) το σύνολο των αρμόδιων φορέων, κυβερνητικών και μη, είχαν γνώση αναφορών για μόνο 0,18% των παιδιών της ίδιας ηλικίας. Σχετικά με τις σοβαρές περιπτώσεις σεξουαλικής βίας, τα μεν παιδιά ανέφεραν τέτοιο ιστορικό σε ποσοστό 4,5%, ενώ οι φορείς γνώριζαν μόνο το 0,07%.

Φυσικά, το πρόβλημα της ενδοοικογενειακής βίας κατά των παιδιών και της γονεϊκής επάρκειας δεν επιλύεται με την απομάκρυνση του παιδιού από τους γονείς τους, με την πρώτη υπόνοια, αφού μιλάμε για πάνω από 4.000 περιστατικά κακοποίησης ή παραμέλησης παιδιών στην Ελλάδα ετησίως, ενώ η τοποθέτηση των παιδιών σε ιδρυματικά πλαίσια φιλοξενίας εγκυμονεί συχνά την περαιτέρω θυματοποίησή τους.

Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν λειτουργούν συγκροτημένα προγράμματα πρώιμου εντοπισμού των οικογενειών με παιδιά που αντιμετωπίζουν προβλήματα βίας ή παραμέλησης. Κατά τραγική σύμπτωση, την περίοδο αυτή επιχειρούμε ως Ινστιτούτο, σε συνεργασία με το Υπουργείο Υγείας, την πιλοτική εφαρμογή ενός προγράμματος πρώιμης ανίχνευσης προβληματικών σχέσεων φροντίδας βρεφών και νηπίων στο 10% των Μονάδων Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης της χώρας, με τη φιλόδοξη ελπίδα κάτι τέτοιο να γενικευτεί.

Σε άλλες πάντως χώρες του υπαρκτού καπιταλισμού, εδώ και δεκαετίες, αναγνωρίζουν την αξία που έχει η ζωή και η ευεξία ενός παιδιού, επομένως οι οικογένειες ήδη από τη γέννηση δέχονται την επίσκεψη, συνδρομή αλλά και εποπτεία των κοινωνικών υπηρεσιών. Ιδιαίτερα σε οικογένειες που ζουν σε συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού ή περιθωρίου ή με επιρρέπεια σε εγκληματικότητα, σε οικογένειες με προβλήματα χρήσης ουσιών, αλκοόλ ή ενεργού ψυχοπαθολογίας, οι επισκέψεις συνεχίζονται στο σπίτι μετά την έξοδο από το μαιευτήριο, για όσο χρειαστεί προκειμένου να διασφαλιστεί πως είναι δυνατή η ανατροφή του νεογέννητου παιδιού ή αλλιώς να ληφθούν μέτρα προστασίας του. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι με την πλαισίωση αυτή, την υποστήριξη αλλά και την εποπτεία μιας συντεταγμένης πολιτείας, και τα παιδιά προστατεύονται και αρκετοί γονείς κινητοποιούνται, οριοθετούνται και, αντί της αυτοκαταστροφικής τους διαδρομής, μπορούν να οικοδομήσουν καινούργια ζωή. Γιατί η πλειοψηφία των γονέων αυτών –ίσως και οι γονείς της άτυχης Άννυς– δεν έχουν εξαρχής την πρόθεση να οδηγηθούν σε μια τραγική έκβαση, αλλά χάνονται βήμα-βήμα σε μια διαδρομή όπου ουδείς βρίσκεται να τους κρατήσει.

Φυσικά, ατομικές διαφοροποιήσεις πάντα υπάρχουν. Kάποιοι ανταποκρίνονται περισσότερο, κάποιοι ίσως καθόλου. Ωστόσο, από τη σκοπιά μιας συντεταγμένης κοινωνίας της αλληλεγγύης το ερώτημα είναι αν είναι διαθέσιμη κάθε δυνατότητα φροντίδας (ή και επιτήρησης) που θα έκανε, έστω και κάποιους, να αλλάξουν ρότα και να σωθούν ζωές βιολογικά και ψυχικά. Γιατί, κακά τα ψέματα, στο συγκεκριμένο συμβάν χάθηκαν τρεις ζωές. Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε νομική έκβαση ή καταλογισμό ευθυνών, ποιος φαντάζεται πως οι γονείς αυτοί μπορούν να ζήσουν μια ζωή πια;

Ετούτο καθόλου δεν σημαίνει οποιαδήποτε επιείκεια ή συμψηφισμό των ευθυνών ούτε συνιστά ελαφρυντικό: η εξίσωση των κοινωνικών ευθυνών με την ατομική ατιμωρησία αποτελεί αυθαίρετο λογικό άλμα. Ωστόσο, το κοινωνικό σύνολο απέτυχε να αποτρέψει κάποια μέλη του να ακολουθήσουν διαδρομές καταστροφής, και δικής τους και άλλων, κάποιους ίσως απέτυχε να τους προστατέψει από τον ίδιο τους τον εαυτό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάλιστα, η κοινωνία πιθανότατα ούτε καν προσπάθησε να τους αποτρέψει. Ενδεχομένως δεν γνώριζε καν την ύπαρξή τους και τη δυνητική επικινδυνότητα της κατάστασής τους.

Αντί λοιπόν να ζητάμε κρεμάλες, είναι προτιμότερο να σκεφτούμε πως πρέπει και στη χώρα μας να συγκροτηθεί ένα σύστημα κοινωνικών υπηρεσιών που θα αποτρέπει περιστατικά λιγότερο ή περισσότερο τραγικά στο μέλλον. Αλλιώς, αργά ή γρήγορα θα ζούμε εθισμένοι σε αυτά. 

Ο Γιώργος Νικολαΐδης είναι ψυχίατρος, διευθυντής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Τρεις ζωές χάθηκαν…

  1. Tα ακραία, οι μη ανθρώπινες εξαιρέσεις, είναι εδώ για να αποκαλύπτουν πόσο απάνθρωποι είναι οι «εξανθρωπισμένοι» κανόνες, δηλαδή οι «καθώς πρέπει» συμπεριφορές που αντέχονται και θεωρούνται αποδεκτές μέσα στο πνεύμα της εποχής. Τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης την προπαγανδίζουν κοινωνικές ιδεολογίες, προβάλλεται ως επικρατούσα νοοτροπία και θριαμβεύει ως «σκοτεινή νύχτα της ψυχής».
    Μέχρι τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, και το πιο φτωχό παιδί ήταν μικρός πρίγκηπας ή μικρή πριγκίπισσα. Στις όψιμες νεωτερικές κοινωνίες της «κοινωνικής επιτυχίας», της προσωπικής αυτοεκπλήρωσης και του life style, το παιδί είναι ο τελευταίος τροχός της άμαξας: ο αμνός που κουβαλάει στις αδύναμες πλάτες του όλες τις αμαρτίες του κόσμου…

    Στον Τέοντορ Αντόρνο χρωστάμε τη σκέψη, πως κάθε βαρβαρότητα ανθρώπου προς άνθρωπο ξεκινά από τη σκληρότητα και την ασέβεια προς τη ζωή γενικά: είτε πρόκειται για ένα ζώο, είτε πρόκειται γι’ αυτό που ίσως ακόμη δεν είναι, αλλά ετοιμάζεται να γίνει άνθρωπος.
    Άν και διαφορετικές κατηγορίες πράξεων (παιδοκτονία, άμβλωση) δεν έχουν κοινό μέτρο σύγκρισης, ωστόσο η κοινή τους ρίζα, η απαξίωση της νέας ζωής, κάτι λέει για την εποχή μας και για το πνεύμα της. Οι «διαφωτισμένες» κοινωνίες μας (Χορκχάιμερ και Αντόρνο), με το να αποφεύγουν να αξιολογήσουν τα μέγιστα, τα ζητήματα ζωής και θανάτου, αξιολογούνται οι ίδιες και παίρνουν βαθμό κάκιστο.
    Η μικρή Άννυ
    http://aftercrisisblog.blogspot.gr/2015/05/blog-post_5.html

Σχολιάστε