Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά…

Standard

Ο μονάκριβός μας φίλος Σταύρος Κωνσταντακόπουλος-8

 

της Φίλιας Δενδρινού

Τριάντα χρόνια πριν φοιτητές στο Παρίσι και… λα σουσουρελά, λα σουσουρελά, βόλτες στον Σηκουάνα, και κουβέντες, και αγωνίες, και αφραγκίες, και γέλια, και η Αριστερά και το διδακτορικό και είπε ο Τοκβίλ και έφαγε ο Τοκβίλ, και έκανε ο Τοκβίλ, και όνειρα, πολλά όνειρα.

Με τον φίλο του Βαγγέλη

Έπειτα η Αθήνα και η αγωνία για δουλειά. Και τα παιδιά είχαμε κάνει πια παιδιά, κι ο Σταύρος έπαιζε μαζί τους ξετρελαμένος και τα καμάρωνε να μεγαλώνουν, δικά του παιδιά τα ένιωθε, φίλος και δάσκαλός τους στοργικός.

Και ο καιρός περνάει και η Αριστερά που μας ενώνει και η αριστερά που μας χωρίζει, και γέλια, γέλια πολλά… Έρχεται η Κρήτη που μας απομακρύνει, αλλά τηλεφωνιόμαστε τα βράδια όταν εγώ κοιμίζω κι εσύ έχεις μείνει σπίτι, για να μου πεις ανέκδοτα, και γέλια, τότε, γέλια πολλά… Περνούν τα χρόνια, φίλε κι αδερφέ μου, χαρές και λύπες στη ζωή μας και συναντήσεις και προσδοκίες, και αναλύσεις, και απογοητεύσεις και ματαιώσεις, και γέλια , πολλά γέλια πάντα, κυρίως, γιατί δε μας τρομάζουν τα χιόνια όταν μας βρίσκουν μαζί , αγκαλιά εγώ κι εσύ στο αμπαζούρ το θαλασσί με bourgogne κόκκινο κρασί… Θυμάσαι το τραγούδι μας, Σταυρούλη μου, όταν ζορίζανε πολύ τα πράγματα. Και τώρα χτυπάει το τηλέφωνο και μου ζητάει ο Στρατής, αν κάτι θέλω να πω για σένα. Τι να πω που να χωράει στη σελίδα, μοναχά τις λίγες λέξεις που σου είπα για να σε χαιρετήσω, τελευταία φορά:

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, πάρε μαζί το Σταύρο.

απ’ τις μασχάλες πιάστονε σα να ’ταν λαβωμένος.

 Όπου πηγαίνεις τα παιδιά εκεί περπάτησέ τον

με το παλιό το αμπέχονο στις πλάτες του ν’ αχνίζει.

Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί

και τους παλιούς του φίλους

και ρίξε χιόνι έπειτα επάνω στην οθόνη.

 

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, πάρε μαζί το Σταύρο

κι όνειρο δώσε του καλό: να τρώει, να γελάει,

να πίνει ένα καλό κρασί και σ’ όλους να μιλάει,

διακόπτοντας, ως έλεγε, κι αυτόν τον εαυτό του.

 

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πιάστον, περπάτησέ τον

κάντε μια βόλτα στο Μαραί να φάμε ένα μιλφέιγ

κι απ’ τον Πολίτη πέρνα τον για μια μακαρονάδα

στην Καρδαμύλη πήγαινε να κάτσουμε στη Λέλα

και εκεί που θ’ αγναντεύουμε να βάζουμε τα γέλια

έτσι όπως θα θυμόμαστε ένα Περριέ Ροντέλ

που κάποτε ζητήσαμε σε μία χαμοκέλα.

 

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, πάρε και το Σταυρούλη.

Δώσε σε κείνον το όνειρο, σε μας το παραμύθι

Πως κάποτε, ποιος ξέρει πού μαζί θα ξαναπιούμε.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά…

  1. Πίνγκμπακ: Ο μονάκριβός μας φίλος Σταύρος Κωνσταντακόπουλος | Ινστιτούτο Νίκος Πουλατζάς

Σχολιάστε